Αρχική ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΟΔΟΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΝΑΝΕΩΣIΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ -Β’ ΦΑΣΗ, AΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣΜΕΡΟΣ Β’ – ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΟΔΟΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ – Β’ ΦΑΣΗΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς | 10 Μαΐου 2022, 17:06
Άρθρο 4 - Στάδια αδειοδότησης σταθμών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού – Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (α) (παρ. 1) Είναι αυτονόητο ότι “η διαδικασία παροχής των γνωμοδοτήσεων που απαιτούνται για την περιβαλλοντική αδειοδότηση” των ΑΠΕ αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των έργων αυτών. Δεν αφορά τις τεχνικές ή οικονομικές τους πτυχές, ή γενικά την αδειοδότησή τους. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις ισχύουσες διατάξεις (κυρίως άρθ. 11-12 και 16-19 ν. 4685/2020) η βεβαίωση (ή βεβαίωση ειδικών έργων) χορηγείται με βάση οικονομοτεχνικά και επιχειρηματικά στοιχεία (και την συνοπτική διαπίστωση ότι το έργο είναι σύμφωνο με τις προβλέψεις του ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ). Συνεπώς, οι υπηρεσίες που πρέπει να αποφανθούν για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεν έχουν καμία απολύτως βάση για να γνωμοδοτήσουν στο στάδιο της βεβαίωσης (ή βεβαίωσης ειδικών έργων). Ακόμα χειρότερα, το ίδιο το νομοσχέδιο προβλέπει την περίπτωση χορήγησης ΑΕΠΟ για ισχύ μεγαλύτερη από αυτή της βεβαίωσης (ή βεβαίωσης ειδικών έργων) (βλ. άρθ. 5 παρ. 6), με αποτέλεσμα οι γνωμοδοτήσεις να αναφέρονται σε έργο με ηπιότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Με την μορφή αυτή, η σημερινή διάταξη είναι ασυμβίβαστη με το γράμμα και το πνεύμα του ν. 4014/2011 και της οδηγίας 2011/92/ΕΕ που προβλέπουν, και απαιτούν, την δυνατότητα γνωμοδότησης των αρμόδιων υπηρεσιών επί των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου (π.χ., άρθ. 6 παρ. 1 οδηγίας 2011/92/ΕΕ): πρόκειται για απογύμνωση της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας, η οποία υπονομεύει την προστασία του περιβάλλοντος. Οι αδυναμίες της προτεινόμενης διάταξης αναδεικνύονται ακόμα περισσότερο στην περίπτωση που οι γνωμοδοτήσεις αφορούν περιοχές του δικτύου Natura 2000, ή την προστασία υδατικών σωμάτων, τόσο διότι οι γνωμοδοτήσεις είναι εξειδικευμένες, όσο και διότι απαιτούνται κεφάλαια της ΜΠΕ με ειδικό περιεχόμενο, που φυσικά δεν είναι ακόμα διαθέσιμα. (β) Μολονότι δεν είναι απολύτως νέες (πρβλ. άρθ. 11 του ν. 3468/2006), οι δρακόντειες διατάξεις για την αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ έργων Α.Π.Ε. θα πρέπει να επανεξεταστούν (πάρ. 5-επίσης, άρθ. 11 παρ. 3 και παρ. 4 του νομοσχεδίου). Δεν είναι διατάξεις που επιτρέπουν την αρμονική ενσωμάτωση των Α.Π.Ε. στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον μίας περιοχής, και θα δημιουργήσουν τριβές με μικρούς ιδιοκτήτες (που φυσικά θα είναι οι μόνοι που θα θιχτούν) και άλλες θεμιτές χρήσεις του εξωαστικού χώρου. Κακώς οι ρυθμίσεις προτείνονται για όλα τα έργα Α.Π.Ε., ανεξάρτητα από το μέγεθος, τον στρατηγικό χαρακτήρα, ή την σπανιότητα ή ιδιαιτερότητα του ανανεώσιμου ενεργειακού πόρου που εκμεταλλεύονται. Δεν είναι όλες οι επενδύσεις Α.Π.Ε. “συνδεδεμένες” άρρηκτα με ορισμένο γεωγραφικό σημείο (όπως, π.χ., ορισμένα εξορυκτικά έργα), έτσι ώστε η μετακίνησή (μετεγκατάσταση) τους σε άλλες κατάλληλες περιοχές να είναι αδύνατη, και η αναγκαστική απαλλοτρίωση μονόδρομος. Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη δεν ορίζει κάποια διαδικασία “εξάντλησης” κάθε άλλου νόμιμου μέσου (παρ. 5, εδ. ε’). Όσο για τον περιορισμό της απαλλοτριούμενης έκτασης για φωτοβολταϊκούς σταθμούς (παρ. 5, εδ. στ’ και ζ’), καταλήγει στο παράδοξο αποτέλεσμα να βλάπτει περισσότερο τις εκτάσεις που προστατεύονται από την δασική νομοθεσία, αντί για το αντίθετο ακριβώς (που επιβάλλεται από το Σύνταγμα, και την δασική νομοθεσία). Άρθρο 5 - Οριστική Προσφορά Σύνδεσης (α) Όπως έχει επισημανθεί (π.χ., RES Public Monitoring Database, 2022), στην χώρα μας, οι διαδικασίες σύνδεσης με το δίκτυο αποτελούν το βασικότερο εμπόδιο στην διάδοση των ΑΠΕ. Στο παρελθόν, παρόμοια ζητήματα έχουν προκαλέσει συνεχείς παρεμβάσεις του νομοθέτη, συνήθως σε άσχετα νομοθετήματα, δημιουργώντας ένας αδιαφανές, περιπτωσιολογικό και συγκεχυμένο νομικό πλαίσιο. Η ύπαρξη διαυγών, αποτελεσματικών, δίκαιων και απλών διαδικασιών σύνδεσης είναι απαίτηση του ενωσιακού δικαίου (π.χ., ενδεικτικά, άρθ. 15 παρ. 1 (β) οδηγίας 2018/2001/ΕΕ, άρθ. 8 παρ. 1, άρθ. 40 παρ. 4 (α) και άρθ. 42 παρ. 1 οδηγίας 2019/944/ΕΕ). Με βάση τα κριτήρια αυτά, το προτεινόμενο άρθρο είναι υπερβολικά πολύπλοκο. Πρώτα από όλα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο βαθμός αυτός λεπτομέρειας προσιδιάζει περισσότερο στον “Κανονισμό Βεβαιώσεων”. Στην συνέχεια, δεν είναι κατανοητοί οι λόγοι της δυνατότητας επανεξέτασης της προσφοράς σύνδεσης εντός 10 ημερών από την αποδοχή της (παρ. 13), ή της υποχρέωσης του Διαχειριστή να προτείνει νέα τεχνική λύση σε αιτούντα που δεν επιθυμεί την αποδοχή της Οριστικής Προσφοράς (παρ. 14) - πόσο μάλλον που η ίδια η Σύμβαση Σύνδεσης μπορεί να τροποποιηθεί για ίδιους ή παρόμοιους λόγους (βλ. προτεινόμενο άρθ. 8 παρ. 8). Ούτε είναι σαφείς οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να διατηρηθεί σε εκκρεμότητα μία οριστική προσφορά σύνδεσης (ή, ακόμα χειρότερα, να χορηγηθεί οριστική προσφορά σύνδεσης) αν υπάρχει “αδυναμία σύνδεσης” (παρ. 15), μολονότι μπορεί να υπάρχει τεχνική λύση. Άλλωστε, ο Διαχειριστής έχει ήδη προτείνει την “βέλτιστη τεχνικοοικονομικά” λύση σε προηγούμενο στάδιο (πρβλ. παρ. 2 in fine). Το νομικό πλαίσιο δεν πρέπει να ενθαρρύνει καιροσκοπικές και στρατηγικές χρήσεις της διαδικασίας της προσφοράς σύνδεσης. (β) Όσον αφορά τον “ειδικό όρο” για τις περικοπές ενέργειας, το θέμα αντιμετωπίζεται με πιο πλήρη, ακριβή και ολοκληρωμένο τρόπο στο προτεινόμενο άρθ 10. Άρθρο 6 - Εγγυητική επιστολή (α) H διατύπωση της περίπτωσης (β) της παρ. 2 (“[...] νομικά πρόσωπα […] ιδιωτικού δικαίου, τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημοσίου ενδιαφέροντος σκοπούς γενικής ή τοπικής εμβέλειας”) είναι υπερβολικά ευρεία, και πρέπει να τροποποιηθεί. Με την διατύπωση αυτή, απαλλάσσονται από την υποχρέωση χορήγησης εγγυητικής επιστολής η ΔΕΗ Α.Ε., διυλιστήρια, αεροδρόμια ή άλλες ιδιωτικές εταιρείες μεγέθους αρκετά μεγάλου ώστε να θεωρηθούν “δημοσίου συμφέροντος”. Ο λόγος για τον οποίο οι φορείς αυτοί πρέπει να αποκτήσουν ένα σημαντικό οικονομικό και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι ενός μικρού παραγωγού Α.Π.Ε. δεν είναι καθόλου σαφής. (β) Η διάρκεια της εγγυητικής επιστολής (παρ. 1 - 2 έτη τουλάχιστον) δεν εναρμονίζεται με την διάρκεια της οριστικής προσφοράς σύνδεσης (τουλάχιστον 3 έτη, και μάλλον πολύ περισσότερο - βλ. παρ. 16 - 17 του προτεινόμενου άρθ. 5, παραπάνω). (γ) Στο νομοσχέδιο, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη (ή απαίτηση) ότι το ύψος της εγγυητικής επιστολής συναρτάται με το κόστος. Η προτεινόμενη παρ. 3 επιβαρύνει δυσανάλογα τους μικρούς παραγωγούς και τους αυτοκαταναλωτές. Υπενθυμίζεται ότι, κατά την ενωσιακή νομοθεσία, “τα τέλη που επιβάλλουν οι διαχειριστές δικτύου για την πρόσβαση στα δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των τελών σύνδεσης στα δίκτυα, των τελών χρήσης των δικτύων και, κατά περίπτωση, των τελών για συναφείς ενισχύσεις δικτύων, πρέπει να αντανακλούν το κόστος, να είναι διαφανή, να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη ασφάλειας και ευελιξίας των δικτύων και να αντανακλούν το πραγματικό κόστος που προκύπτει στο βαθμό που αντιστοιχεί στο κόστος αποτελεσματικού και διαρθρωτικά συγκρίσιμου διαχειριστή δικτύου και να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις. […] η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των τελών δικτύου υποστηρίζει κατά τρόπο ουδέτερο τη μακροπρόθεσμη γενική αποδοτικότητα του συστήματος μέσω ενδείξεων τιμών προς πελάτες και παραγωγούς και ειδικότερα εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις, είτε θετικές είτε αρνητικές, μεταξύ παραγωγής που συνδέεται στο επίπεδο διανομής και παραγωγής που συνδέεται στο επίπεδο μεταφοράς. Με τα τέλη δικτύου δεν εισάγονται διακρίσεις, είτε θετικές είτε αρνητικές, σε βάρος της αποθήκευσης ενέργειας ή της συγκέντρωσης και δεν δημιουργούνται αντικίνητρα για αυτοπαραγωγή, αυτοκατανάλωση ή για τη συμμετοχή στην απόκριση ζήτησης […]” (άρθ. 18 παρ. 1 εδ. α’ έως γ’ Κανονισμού 2019/943/ΕΕ). (δ) Η περ. (γ) της παρ. 2 προφανώς περιλαμβάνει και τις ενεργειακές κοινότητες, οι οποίες σήμερα υποχρεούνται να υποβάλλουν εγγυητική επιστολή [(άρθ. 11Α παρ. 8 περ. (γ) ν. 4685/2020, όπως ισχύει]. Πρόκειται για μία θετική τροποποίηση. Για την αποφυγή ασαφειών, η διάταξη θα πρέπει να συμπεριλάβει μία παραπομπή στον ν. 4513/2018. Άρθρο 7 - Ειδικά θέματα σταθμών οι οποίοι συνδέονται στο Σύστημα Επειδή ένας από τους στόχους του νομοσχεδίου είναι η απλοποίηση των διαδικασιών, θα πρέπει να ειπωθεί ότι το άρθ. 7 αφορά θέματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν ήδη από το στάδιο της υποβολής αίτησης για οριστική προσφορά σύνδεσης, εφόσον οι απαραίτητες πληροφορίες είναι διαθέσιμες στον αιτούντα. H διαφάνεια αυτή είναι απαίτηση και του ενωσιακού δικαίου (πρβλ. άρθ. 32 παρ. 3 της οδηγίας 2019/944/ΕΕ). Σε κάθε άλλη περίπτωση, η Σύμβαση Σύνδεσης μπορεί να περιλαμβάνει “όποιο πρόσθετο στοιχείο προβλέπεται ή απαιτεί κατά περίπτωση ο αρμόδιος Διαχειριστής για την ασφαλή λειτουργία” (προτεινόμενο άρθ. 9 παρ. 1 (δ), άρθ. 9 παρ. 5). Άρθρο 12 - Ειδικά θέματα ιδιωτικών δικτύων Μέσης Τάσης (α) Πρόκειται πραγματικά για εξαιρετικά ειδικά θέματα, που θα έπρεπε να καθοριστούν με ειδικούς κανονισμούς του ΔΕΔΔΗΕ ή της ΡΑΕ. (β) Θετική περιβαλλοντικά και κοινωνικά η πρόβλεψη για υπογειοποίηση των ιδιωτικών δικτύων (παρ. 11), αλλά για λόγους συνέπειας της διάταξης θα έπρεπε να επεκταθεί και στα δημόσια δίκτυα, καθώς και στα παρόμοια δίκτυα που δεν αφορούν ΑΠΕ. Άρθρο 13 - Μητρώο Δικτύων Υψηλής και Μέσης Τάσης Κατά το άρθ. 42 παρ. 2 της οδηγίας 2018/944/ΕΕ, “η ρυθμιστική αρχή διασφαλίζει ότι τυχόν περιορισμοί της εγγυημένης ικανότητας σύνδεσης ή λειτουργικοί περιορισμοί εισάγονται με βάση διαφανείς και αμερόληπτες διαδικασίες και δεν δημιουργούν περιττά εμπόδια για την είσοδο στην αγορά. Όταν η εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής ή αποθήκευσης ενέργειας φέρει το κόστος που συνδέεται με την εξασφάλιση απεριόριστης σύνδεσης, δεν εφαρμόζεται κανένας περιορισμός […]”. Η συμφωνία της παρ. 3 με την παραπάνω απαίτηση είναι αμφίβολη, καθώς επιτρέπει στον Διαχειριστή να αρνηθεί την προτεινόμενη όδευση, για αδιευκρίνιστους (και πάντως μη περιβαλλοντικούς) λόγους. Υπενθυμίζεται ότι το άρθ. 7 του νομοσχεδίου έχει χορηγήσει στους ενδιαφερόμενους το δικαίωμα να υποβάλλουν σχετική προμελέτη στον Διαχειριστή, βάσει δημοσιευμένων οδηγιών του τελευταίου. Άρθρο 17 - Άδεια Εγκατάστασης (α) Επειδή ένας από τους στόχους του νομοσχεδίου είναι η απλοποίηση των διαδικασιών, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα από τα δικαιολογητικά της παρ. 2 έχουν ήδη υποβληθεί, ή είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές. Ήδη από το στάδιο του αιτήματος για οριστική προσφορά σύνδεσης, ο αιτών έχει περιγράψει τεχνικά τον σταθμό, και έχει ορίσει το “πολύγωνό” του [άρθ. 5 παρ. 5 νομοσχεδίου]. Από το στάδιο της υπογραφής του Κυρίου Τεύχους της Σύμβασης Σύνδεσης, το οποίο εξελίσσεται παράλληλα (πρβλ. άρθ. 8 παρ. 1 νομοσχεδίου), ο ενδιαφερόμενος έχει υποβάλει τα “δικαιολογητικά τεκμηρίωσης του δικαιώματος χρήσης του χώρου εγκατάστασης του Υ/Σ ή άλλων απαιτούμενων κτισμάτων”. (β) Με γνώμονα (πάλι) την απλοποίηση των διαδικασιών (αλλά με ένα τρόπο που δεν θα χάσουν την ουσία τους), θα πρέπει να τονιστεί ότι, καταρχήν, δεν υπάρχει κάποιος λόγος να μην ενσωματωθεί η άδεια εγκατάστασης στην ΑΕΠΟ. Αφενός, αυτό έχει συμβεί επανειλημμένα στο παρελθόν (π.χ., με την έγκριση επέμβασης, ή με την άδεια απόρριψης λυμάτων). Αφετέρου, αν εξαιρεθούν ορισμένα τυπικά στοιχεία (ονοματεπώνυμο, διάρκεια), και ορισμένα στοιχεία που ενσωματώνονται μέσω παραπομπής (όροι των οικείων Κανονισμών), η άδεια εγκατάστασης αφορά περιεχόμενο με καθαρά περιβαλλοντική διάσταση (πρβλ. παρ. 10), που ήδη έχει οριστεί (ή θα μπορούσε να είχε οριστεί) στην ΑΕΠΟ. Μόνο οι συντάκτες του νομοσχεδίου μπορούν να απαντήσουν στο ερώτημα αν αυτό συμβαίνει για να επιφυλαχθεί κάποιος ρόλος την Διεύθυνση Α.Π.Ε. Στην συνέχεια, από την στιγμή που το νομοσχέδιο κρίνει ότι η άδεια εγκατάστασης πρέπει να διατηρηθεί, θα έπρεπε τουλάχιστον να μεριμνήσει να είναι πλήρης: εδώ, διαβάζουμε με έκπληξη ότι “δεν ελέγχεται” το δικαίωμα χρήσης της οδοποιίας (παρ. 8), και ότι δεν απαιτείται τεκμηρίωση για τα έργα σύνδεσης (παρ. 2, σημείο (στ)). Προφανώς, σκοπός των διατάξεων δεν είναι να λειτουργήσει ένα σταθμός ΑΠΕ, διότι απλούστατα σταθμός ΑΠΕ χωρίς πρόσβαση στην οδοποιία και έργα σύνδεσης δεν μπορεί να υπάρξει (πρβλ. και άρθ. 27 παρ. 1 νομοσχεδίου). Οι παραλείψεις αυτές απαιτούν πρόσθετα διαδικαστικά στάδια, που περιπλέκουν και παρατείνουν την αδειοδοτική διαδικασία. (γ) Θετικό κρίνεται το γεγονός ότι οι άδειες εγκαταστάσεις αναρτώνται σε ειδική ιστοσελίδα του ΥΠΕΝ [πρβλ. άρθ. 39 παρ. 4 νομοσχεδίου], θα πρέπει ωστόσο να διασφαλιστεί ότι η ιστοσελίδα αυτή είναι ανοιχτή και ελεύθερα προσβάσιμη από το κοινό [πρβλ. άρθ. 28 παρ. 6 νομοσχεδίου που προβλέπει τη δημοσίευση της άδειας λειτουργίας και στη “ΔΙΑΥΓΕΙΑ”]. Άρθρο 18 - Τεκμηρίωση Νόμιμης Χρήσης Είναι απορίας άξιο γιατί, στην περίπτωση δημόσιων εκτάσεων (ή, ακόμα και στην περίπτωση ιδιωτικών εκτάσεων, αφού το συμφωνητικό υποβάλλεται στην Δ.Ο.Υ.), δεν μπορεί η αρμόδια υπηρεσία να ενημερώσει κατευθείαν την αρχή έκδοσης της άδειας εγκατάστασης. Άρθρο 19 - Διάρκεια ισχύος της Άδειας Εγκατάστασης Η αυτοδίκαιη παύση της άδειας εγκατάστασης οφείλει να λαμβάνει χώρα και σε οποιαδήποτε περίπτωση παύει να ισχύει η ΑΕΠΟ (π.χ., λόγω εκπνοής, ή ακύρωσης). Κακώς το νομοσχέδιο προβλέπει ότι χρειάζεται αίτημα ή πρωτοβουλία του διαδίκου στην περίπτωση αυτή (πρβλ. και άρθ. 22, που μεριμνά για την επανέκδοση στην περίπτωση αυτή). Η συνέπεια αυτή είναι απαίτηση του περιβαλλοντικού δικαίου, σύμφωνα με το οποίο η ΑΕΠΟ είναι προϋπόθεση “για την έκδοση κάθε διοικητικής πράξης που απαιτείται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για την πραγματοποίηση ή λειτουργία του έργου ή της δραστηριότητας” (άρθ. 2 παρ. 10 του ν. 4014/2011). Αυτό είναι ιδιαίτερα επιβεβλημένο στην περίπτωση έργων ΑΠΕ εντός περιοχών του δικτύου Natura 2000, όπου είναι αδύνατη η υλοποίηση του έργου αν δεν διασφαλίζεται η ακεραιότητα της περιοχής (κάτι που απαιτεί δέουσα εκτίμηση, και, σε κάθε περίπτωση, περιβαλλοντικούς όρους σε ισχύ). Το δίκαιο δεν πρέπει να ενθαρρύνει μία κατάσταση νομικής σύγχυσης, και θα πρέπει να καθορίζει με σαφήνεια τις σχέσεις μεταξύ των απαιτούμενων αδειών. Τα παραπάνω είναι απαίτηση και του ενωσιακού δικαίου. Άρθρο 21 - Αποστάσεις ασφαλείας ανεμογεννητριών Για την διάταξη, μπορούν να γίνουν δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, το θέμα έχει ρυθμιστεί επανειλημμένα από τον νομοθέτη (για τελευταία φορά, βλ. άρθ. 13 του ν. 4685/2020, η οποία προβλέπει και ελάχιστη και μέγιστη απόσταση, και άρθ. 20 της κ.υ.α. υπ΄αριθ. πρωτ. ΥΠΕΝ/ΔΑΠΕΕΚ/114746/4230/2020), και οι συνεχείς τροποποιήσεις, πέρα από την σύγχυση που προκαλούν, δεν φαίνονται να βασίζονται σε κάποια σοβαρή ανάλυση των τεχνικών περιορισμών και δεδομένων. Αυτό ισχύει ιδίως για την παρ. 2, που διακρίνει μεταξύ σταθμών με ΑΕΠΟ (αλλά χωρίς άδεια εγκατάστασης) και άδεια εγκατάστασης (ενδεχομένως και με ΑΕΠΟ σε ισχύ), εισάγοντας μία διάκριση που δεν έχει την παραμικρή νομική, τεχνική ή περιβαλλοντική αιτιολογία. Δεύτερον, το θέμα είναι κατεξοχήν τεχνικό, χωροταξικό και περιβαλλοντικό, και θα πρέπει να επιλυθεί σε επίπεδο Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου (με τεκμηρίωση από ΣΜΠΕ) και ΑΕΠΟ (με τεκμηρίωση από ΜΠΕ): είναι κατεξοχήν (μεταξύ άλλων) περιβαλλοντικό, διότι αφορά την αποφυγή δημιουργίας φραγμών, που εμποδίζουν τις κινήσεις προστατευόμενων μεταναστευτικών ειδών. Άρθρο 23 - Τμηματική Άδεια Εγκατάστασης Η τμηματική άδεια εγκατάστασης δεν έχει την παραμικρή χρησιμότητα ή αιτιολογική βάση, και ενθαρρύνει την κατάτμηση της αδειοδοτικής διαδικασίας και της εκτίμησης των επιπτώσεων της. Γενικά, η άδεια εγκατάστασης αφορά τον χώρο - και ο χώρος μένει ο ίδιος, ακόμα και αν τμήμα του σταθμού έχει λειτουργική και τεχνική αυτοτέλεια, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Μάλλον στην φάση της άδειας λειτουργίας πρέπει να αντιμετωπιστούν τα θέματα αυτά, ή έστω μέσω της τροποποίησης της άδειας εγκατάστασης. Άρθρο 24 - Μεταφορά θέσης εγκατάστασης Η διάταξη θα πρέπει να αναφέρει ότι η μεταφορά της εγκατάστασης του σταθμού είναι δυνατή μετά μόνο από τροποποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Πόσο μάλλον που η μεταφορά επιτρέπεται λόγω “γεωλογικών αιτίων” (π.χ., καθιζήσεις, κατολισθήσεις) - κάτι που δείχνει όχι μόνο την ασύλληπτη προχειρότητα της επιλογής θέσης και της μέχρι τότε αδειοδοτικής διαδικασίας, αλλά μπορεί να εγείρει και ζητήματα ευθυνών. Πάντως, θα πρέπει να ειπωθεί ότι στα περισσότερα έργα τα “γεωλογικά αίτια” αντιμετωπίζονται με τεχνικές παρεμβάσεις επί τόπου, και μάλλον αυτό μπορεί να συμβεί και εδώ. Η περίπτωση της “μεταβολής του νομοθετικού ή κανονιστικού πλαισίου της χωροθέτησης και περιβαλλοντικής αδειοδότησης του σταθμού” θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πρωτίστως με την εφαρμογή των νέων διατάξεων για το μέλλον (δηλαδή, μόνο για σταθμούς που δεν έχουν ακόμα άδεια εγκατάστασης). Η περίπτωση της “μεταβολής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του χώρου εγκατάστασης” (η οποία μπορεί να επιλυθεί και με αναγκαστική απαλλοτρίωση, βλ. παραπάνω), φαίνεται να αφορά κυρίως δασικές εκτάσεις, την διεκδίκηση των οποίων με ελλιπή και αμφιλεγόμενα δικαιολογητικά ενθαρρύνει συστηματικά η νομοθεσία, και μάλιστα ή πρόσφατη (π.χ., άρθ. 93 του ν. 4915/2022, για τους δασωθέντες αγρούς, και αντικατάσταση του άρθ.67 του ν. 998/1979), περιπλέκοντας, για πελατειακούς λόγους, την αδειοδότηση απολύτως απαραίτητων έργων. Άρθρο 25 - Συμμετοχή σταθμών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού - Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης απευθείας στην αγορά Για πολλοστή φορά, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει τα ίδια ακριβώς δικαιολογητικά (τα οποία μάλιστα είναι και αναρτημένα), αυτή τη φορά στην ΔΑΠΕΕΠ Α.Ε. Άρθρο 27 - Θέση σε λειτουργία σταθμών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Συμπαραγωγής - Ηλεκτρισμού Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης Ενόψει των απαιτήσεων του άρθρου 42 παρ. 2 της οδηγίας 2019/944/ΕΕ, και ειδικά για την περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος έχει αναλάβει (φυσικά, με την έγκριση του Διαχειριστή και των αρμόδιων αρχών σε προηγούμενα στάδια) τα έργα αναβάθμισης του δικτύου, η διαδικασία του άρθρου δεν φαίνεται να είναι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο. Υπενθυμίζεται ότι, κατά το παραπάνω άρθρο, “η ρυθμιστική αρχή διασφαλίζει ότι τυχόν περιορισμοί της εγγυημένης ικανότητας σύνδεσης ή λειτουργικοί περιορισμοί εισάγονται με βάση διαφανείς και αμερόληπτες διαδικασίες και δεν δημιουργούν περιττά εμπόδια για την είσοδο στην αγορά. Όταν η εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής ή αποθήκευσης ενέργειας φέρει το κόστος που συνδέεται με την εξασφάλιση απεριόριστης σύνδεσης, δεν εφαρμόζεται κανένας περιορισμός […]”. Σε δυσαρμονία με τις ρυθμίσεις αυτές, η διάταξη προβλέπει αίτηση και προθεσμία αξιολόγησης, μία ακόμα βεβαίωση, και δοκιμαστική λειτουργία που μπορεί να φτάσει τους δέκα (10) μήνες. Άρθρο 28 - Άδεια Λειτουργίας Η πρόβλεψη υπεύθυνης δήλωσης με την οποία κάποιος υπάλληλος του φορέα πειθαναγκάζεται να βεβαιώσει ότι τηρούνται οι όροι της ΑΕΠΟ και ότι (θα) συνεχίζουν να τηρούνται κατά την φάση λειτουργίας του αποτελεί μνημείο νομικής υποκρισίας και ευτελισμό της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης [παρ. 2, σημείο στ) και ζ)]. Οι συναρμόδιες αρχές, που είναι πάρα πολλές, οφείλουν να διασφαλίσουν την τήρηση της ΑΕΠΟ και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, και να μην να αντικαθιστούν με έγγραφα που αγοράζονται από περίπτερα. Κατ’ ελάχιστον, ο νομοθέτης οφείλει να επεκτείνει την διαδικασία προληπτικής περιβαλλοντικής επιθεώρησης του άρθ. 20 παρ. 7 του ν. 4014/2011 σε όλα τα έργα ΑΠΕ κατηγορίας Α. Η παρ. 4 του σχολιαζόμενου άρθρου προβλέπει τεχνική προληπτική αυτοψία, και η ίδια λύση μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί και για περιβαλλοντικά θέματα. Άρθρο 30 - Κυρώσεις για παραβίαση των όρων των Αδειών Εγκατάστασης και Λειτουργίας Στο τελ. εδ.΄της παρ. 1 προβλέπεται ότι “Σε περίπτωση κατά την οποία έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες εγκατάστασης του έργου, ο κάτοχος του σταθμού υποχρεούται να αποκαταστήσει τον χώρο εγκατάστασης, στη μορφή που είχε πριν την έκδοση της Άδειας Εγκατάστασης, σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της Απόφασης Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης”. Η διάταξη αυτή χρήζει συμπλήρωσης και για τις περιπτώσεις εγκαταστάσεων που υπάγονται σε ΠΠΔ (έργα κατηγορίας Β) ή εξαιρούνται της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Άρθρο 34 - Οριστική Προσφορά Σύνδεσης για Εξαιρούμενους Σταθμούς Όπως προκύπτει από το άρθ. 33 παρ. 1 (θ) του νομοσχεδίου (και την μέχρι σήμερα ισχύουσα νομοθεσία), οι αυτοπαραγωγοί εντάσσονται στους εξαιρούμενους σταθμούς. Με το δεδομένο αυτό, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθ. 21 παρ. 2 α) της οδηγίας 2018/2001/ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο οι αυτοπαραγωγοί δεν πρέπει να υποβάλλονται σε μεροληπτικές ή δυσανάλογα επαχθείς διαδικασίες. Το διαχειριστικό τέλος της παρ. 2 (σημείο στ), ακόμα και με τον προτεινόμενο περιορισμό ισχύος, αποτελεί παρόμοια διαδικασία. Οι απαιτήσεις των δικαιολογητικών της παρ. 2 είναι, από την άποψη αυτή, εξαιρετικά επαχθείς, και παρόμοιες με αυτές που ισχύουν για τους υπόλοιπους σταθμούς ΑΠΕ. Υπενθυμίζεται ότι η διευκόλυνση της αυτοπαραγωγής είναι απαίτηση του ενωσιακού δικαίου. Άρθρο 41 - Ανάπτυξη και λειτουργία Ενιαίου Πληροφοριακού Συστήματος Αδειοδότησης Έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (παρ. 1, 2, 3 του άρθρου 16 της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001) Θετική κρίνεται στο πλαίσιο της επιτάχυνσης των διαδικασιών η δημιουργία του ενιαίου Π.Σ.Α.Π.Ε. και η διαλειτουργικότητα αυτού με το Ηλεκτρονικό Μητρώο Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, το Ηλεκτρονικό Περιβαλλοντικό Μητρώο και το πρόγραμμα “ΔΙΑΥΓΕΙΑ”. Η παρ. 13 εισάγει το τεκμήριο εμπιστευτικότητας των στοιχείων που καταχωρούνται στο Π.Σ.Α.Π.Ε. Η πρόβλεψη όμως αυτή δεν φαίνεται δικαιολογημένη, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά συχνά συνιστούν και περιβαλλοντικές πληροφορίες υπό την έννοια των άρθ. 43 επ. του π.δ. 28/2015 (Α΄ 34), για τις οποίες προβλέπεται γενικό έννομο συμφέρον πρόσβασης του κοινού σε αυτές. Άλλωστε, η παρ. 12 του ίδιου άρθρου του νομοσχεδίου παρέχει τις προβλεπόμενες στη νομοθεσία εγγυήσεις σχετικά με την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου. Άρθρο 43 - Εγκατάσταση έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας πλησίον ή εντός των λιμνών υδροδότησης Αττικής Σύμφωνα με την οδηγία 98/83/ΕΚ σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης, όπως έχει τροποποιηθεί, “τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί ότι το νερό ανθρώπινης κατανάλωσης είναι υγιεινό και καθαρό [...]” και “[...] εξασφαλίζουν ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας δεν οδηγούν, σε καμιά περίπτωση, σε άμεση ή έμμεση υποβάθμιση της σημερινής ποιότητας του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης, στο μέτρο που αυτό αφορά την προστασία της ανθρώπινης υγείας, ούτε σε αύξηση της ρύπανσης του νερού που χρησιμοποιείται για την παραγωγή πόσιμου νερού” (άρθ. 4) (βλ. και πρόσφατη οδηγία 2020/2184/ΕΕ για την αναδιατύπωση αυτής). Το παρόν άρθρο του νομοσχεδίου φαίνεται να αγνοεί το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο (βλ. ιδίως την κ.υ.α. υπ΄αριθ. Α5/2280/1983 (Β΄720), για την προστασία των νερών που χρησιμοποιούνται για την ύδρευση της περιοχής της Πρωτεύουσας από ρυπάνσεις και μολύνσεις, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει) και να εισάγει ρυθμίσεις για την χωροθέτηση εγκαταστάσεων ΑΠΕ πλησίον προστατευόμενων από υγειονομικές διατάξεις περιοχών δίχως προηγούμενη εκτίμηση των εκπομπών των εγκαταστάσεων αυτών στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα. Ιδίως, από την παρ. 2 θα πρέπει να εξαιρεθούν ρητά τα έργα ΑΠΕ από βιομάζα. Άρθρο 49 - Επεμβάσεις σταθμών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού - Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης σε δάση και δασικές εκτάσεις – Τροποποίηση του άρθρου 45 του ν. 998/1979 Προφανώς, η προτεινόμενη διάταξη βασίζεται στην ισχύουσα, οπότε τα σχόλια θα αναφερθούν στην τελική διατύπωση, όπως διαμορφώνεται από τις αλλαγές. Δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαϊκών προϊόντων δεν έχουν θέση σε δάση και δασικές εκτάσεις, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η σημασία των εκτάσεων αυτών ως φυσικών αποθηκών άνθρακα (που αναγνωρίζεται από την Συνθήκη των Παρισίων, που υπέγραψε η χώρα), και η ανάγκη της χώρας να προχωρήσει προς την κλιματική ουδετερότητα, εγκαταλείποντας κάθε υποδομή που συνδέεται με ορυκτά καύσιμα. Στα πλαίσια αυτά, ήταν, και παραμένει λάθος, η απαλλαγή ορισμένων έργων - μεταξύ άλλων, και των έργων ΑΠΕ- από την υποχρέωση βεβαίωσης ότι δεν μπορούν διατεθούν για τα ίδια έργα μη δασικές εκτάσεις (παρ. 3). Η βεβαίωση αυτή θα αποτελούσε ένα ελάχιστο στοιχείο προστασίας των συνταγματικά προστατευόμενων δασών και δασικών εκτάσεων, θα μπορούσε εύκολα να υλοποιηθεί μέσω της εξέτασης εναλλακτικών λύσεων (για όσα έργα απαιτούν περιβαλλοντική αδειοδότηση). Το νομοσχέδιο προβλέπει την διάθεση δημόσιων εκτάσεων για έργα ΑΠΕ, και θα μπορούσε να εφαρμόσει την επιταγή αυτή πολύ εύκολα. Παράλληλα, ήταν, και παραμένει λάθος, η απαλλαγή ορισμένων επεμβάσεων από την υποχρέωση αντισταθμιστικής δάσωσης ή αναδάσωσης (παρ. 8).