Αρχική Μετονομασία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και ΥδάτωνΆρθρο 34 Ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος – Αντικατάσταση άρθρου 12 ν. 3199/2003Σχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς | 27 Φεβρουαρίου 2023, 12:54
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Άρθρο 34 Ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος – Αντικατάσταση άρθρου 12 ν. 3199/2003 Με το άρθρο 34 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 12 του ν. 3199/2003, το οποίο ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 9 της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα. Σύμφωνα με την προκαταρκτική Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης “[με] το προτεινόμενο άρθρο αντικαθίσταται το άρθρο 12 του ν. 3199/2003, προκειμένου να αντανακλά ακριβέστερα το περιεχόμενο του άρθρου 9 της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ [...], ως προς την ανάκτηση του κόστους υπηρεσιών ύδατος. Παράλληλα, συμπληρώνεται το ρυθμιστικό κενό που δημιουργήθηκε κατόπιν της ακύρωσης της υπ’ αρ. 135275/19.5.2017 αποφάσεως της (διυπουργικής) Εθνικής Επιτροπής Υδάτων, περί κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος και διαδικασιών ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών αυτών (Β’ 1751/2017), δυνάμει της υπ’ αρ. 2519/2022 απόφασης της μείζονος σύνθεσης του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας”. Υπενθυμίζουμε ότι με την ως άνω απόφασή του το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο επεσήμανε ότι “[α]πό τις ανωτέρω διατάξεις της οδηγίας [άρθ. 5 και 9] και, ιδίως, τον δεδηλωμένο σκοπό αυτής, συνιστάμενο στη διασφάλιση της ποιότητας του ύδατος και τη διαχείριση αυτού όχι ως εμπορικού προϊόντος, αλλά ως κοινωφελούς αγαθού, προκύπτει ότι η εθνική πολιτική παροχής υπηρεσιών ύδρευσης, συμπεριλαμβανομένης και της τιμολόγησης αυτών, σχεδιάζεται από τα κράτη μέλη ως πολιτική παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, με βασικό κριτήριο την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της εν λόγω οδηγίας για την προστασία των εσωτερικών, επιφανειακών, παράκτιων και υπογείων υδάτων. Ειδικότερα, οι πολιτικές τιμολόγησης των υπηρεσιών αυτών σχεδιάζονται από τα κράτη μέλη με γνώμονα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (γεωγραφικά, κλιματολογικά κ.λπ.) και τις ειδικές συνθήκες της κάθε περιοχής (ήτοι, κατ' αρχήν σε επίπεδο λεκάνης απορροής ποταμού), συνεκτιμωμένων και των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών αποτελεσμάτων της ανάκτησης κόστους [επισήμανση των γραφόντων]” (σκέψη 8η). Εν προκειμένω, το ΣτΕ ακυρωσε την ΚΥΑ για την έγκριση γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος (Β΄ 1751/2017), κρίνοντας “ο στόχος της ανάκτησης του κόστους διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση κατά τρόπο γενικό, για την παροχή υπηρεσιών ύδατος σε ολόκληρη την επικράτεια, χωρίς να προβλέπεται διαφοροποίηση βάσει των κριτηρίων, τα οποία, τόσο κατά τις εξουσιοδοτικές διατάξεις του ν. 3199/2003 και του π.δ. 51/2007, όσο και κατά τις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά την ανάκτηση του κόστους, δηλαδή, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής λεκάνης απορροής, οι κρατούσες γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες και τα δεδομένα που προκύπτουν από την οικονομική ανάλυση της χρήσης του ύδατος” και “[μ]όνη δε η θέσπιση της ρυθμίσεως σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους πόρου βάσει των δεδομένων που προκύπτουν από το εκάστοτε ισχύον σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, καθώς και μεμονωμένες προβλέψεις στο άρθρο 9 της προσβαλλομένης που ενσωματώνουν και περιβαλλοντικά ή κοινωνικά κριτήρια (όπως αυτές των παραγράφων 4.2, 5.2 και 5.3), δεν αρκούν προκειμένου να θεωρηθεί ότι η συνολική ρύθμιση που θεσπίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση ανταποκρίνεται, κατά τρόπο συστηματικό και συνεκτικό, στις προαναφερθείσες απαιτήσεις της οδηγίας και της εθνικής νομοθεσίας” (σκέψη 10η). Λαμβανομένων υπόψη όσων έκρινε το ΣτΕ δεν είναι διόλου σαφές πώς συμπληρώνεται το ρυθμιστικό κενό με το παρόν άρθρο. Η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση, και να εκδώσει μία σύννομη ΚΥΑ για τους κανόνες τιμολόγησης.