Αρχική Όροι δόμησης, κατασκευής, επιτρεπόμενες χρήσεις γης για κέντρα δεδομένων, χωροταξικές και πολεοδομικές ρυθμίσεις, αξιοποίηση πόρων Πράσινου Ταμείου και λοιπές περιβαλλοντικές και ενεργειακές διατάξειςΆρθρο 60 Εξέταση σταθμών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας από το Κεντρικό Συμβούλιο Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης ή το Περιφερειακό Συμβούλιο Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης – Προσθήκη άρθρου 31Α στον ν. 4951/2022Σχόλιο του χρήστη ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ | 13 Νοεμβρίου 2023, 20:40
Η παρούσα τροποποίηση εισάγεται χάριν της επιτάχυνση της αξιολόγησης και της αδειοδότησης έργων ΑΠΕ μεγάλης ισχύος (κατηγορίας Α1, Α2), με την εισαγωγή των αιτημάτων αξιολόγησης στα συμβούλια περιβαλλοντικής αδειοδότησης, στο πνεύμα των διατάξεων που εισάγονται με ένταση από το 2020 και στο εξής. Ήδη με το ν. 4685/2020 είχαν τεθεί νέα δεδομένα όσον αφορά τα άρθρα 3 και 4 ν. 4014/2011 για την περιβαλλοντική αδειοδότηση (αρχική) των έργων Α1 και Α2 και τις διαδικασίες στα συμβούλια περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Η προτεινόμενη τροποποίηση δεν τροποποιεί το νομοθέτημα - κορμό του 4014/2011 αλλά εκείνο που αφορά την αδειοδοτική διαδικασία ΑΠΕ της Β’ φάσης. Πράγματι, ο ν. 4685/2020 “Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών 2018/844 και 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις” επέφερε σημαντικές αλλαγές στο πεδίο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Κατά το διάστημα που το νομοσχέδιο αυτό είχε τεθεί σε (εξαιρετικά περιορισμένη για τη σημασία του) δημόσια διαβούλευση και κατά την ψήφισή του στη Βουλή, τόσο η “Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία” όσο και ένα πλήθος άλλων περιβαλλοντικών οργανώσεων (Καλλιστώ, Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, WWF Ελλάς), είχαν επισημάνει τα προβληματικά σημεία των επιχειρούμενων τροποποιήσεων.Το τότε προτεινόμενο νομοσχέδιο στο κεφάλαιο που αφορά την περιβαλλοντική αδειοδότηση εισήγαγε αλλαγές στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, με μείωση των προθεσμιών εντός των οποίων οι δημόσιες υπηρεσίες καλούνται να γνωμοδοτήσουν, και μείωση του ελάχιστου περιεχομένου των φακέλων αδειοδότησης. Από την πρώτη στιγμή τα ενδιαφερόμενα μέρη επεσήμαναν ότι οι επιχειρούμενες αλλαγές ουσιαστικά αντιπαρατίθενται στις γενικές αρχές της διαδικασίας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την ορθή εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, ενώ έτι περαιτέρω αγνοούν την πραγματικότητα που επικρατεί στο ελληνικό διοικητικό τοπίο (ελάχιστο προσωπικό, έλλειψη πόρων κ.α.). Ενώ κατά το προηγούμενο του ν. 4685/2020 νομοθετικό καθεστώς οι προθεσμίες που τάσσονταν στη διοίκηση προς δράση είναι ενδεικτικές (βλ. και άρθρο 10 ΚΔΔσίας), και όχι αποκλειστικές, με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 4685/2020 φαίνεται οι προθεσμίες αυτές να είναι πια αποκλειστικές (βλ. ιδίως ισχύοντα αρ. 3 παρ. 2 και 3 παρ. 3 ν. 4014/2011). Το ΣτΕ έχει κρίνει (2365/2022, σκέψη 17) ότι με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 4014/2011, στην οποία προβλέπεται ότι το Κεντρικό Συμβούλιο Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (ΚΕΣΠΑ), παρέχει, κατόπιν αιτήματος του Υπουργού ή του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, γνώμη σε περίπτωση έκδοσης, κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργου, αντικρουόμενων γνωμοδοτήσεων από τις αρμόδιες υπηρεσίες, καθιερώνεται πράγματι η διακριτική ευχέρεια, και πάντως όχι υποχρέωση του Υπουργού να παραπέμψει τα ανωτέρω ζητήματα στο ΚΕΣΠΑ. Mutatis mutandis μπορεί να ειπωθεί ότι η ερμηνεία αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία δεν εισφέρονται εγκαίρως ουσιώδεις γνωμοδοτήσεις από τους αρμόδιους φορείς και αρχές, και επομένως η σύγκληση και συνεδρίαση του ΚΕΣΠΑ εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την άπρακτη παρέλευση της αποκλειστικής προθεσμίας του αρ. 3 παρ. 2 στοιχείο β υποπερ. δδ για την συλλογή γνωμοδοτήσεων από τους αρμόδιους δημόσιους φορείς και υπηρεσίες και των απόψεων του κοινού στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης, από την αποστολή και δημοσιοποίηση της ΜΠΕ, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου. Με την προτεινόμενη τροποποίηση, δεν καθίσταται σαφές αν η σύγκληση των συμβουλίων περιβαλλοντικής αδειοδότησης για τις τρεις περιπτώσεις που αναφέρονται στο υπό κρίση άρθρο, θα είναι υποχρεωτική για τη διοίκηση ή θα συντελείται κατά διακριτική ευχέρεια. Εάν ισχύει η πρώτη περίπτωση, αυτό φαίνεται να συμβαίνει κατά παράβαση των όσων έχει κρίνει το ΣτΕ. Εάν πρόκειται για τη δεύτερη περίπτωση, τότε αυτό καλυπτόταν πλήρως από το ισχύον αδειοδοτικό καθεστώς. Ωστόσο, στο σημείο αυτό ο νομοθέτης φαίνεται να εγκαταλείπει τα κριτήρια που είχε θεσπίσει περί ελλειπουσών ουσιωδών γνωμοδοτήσεων ή αντιφατικών τέτοιων, και να κάνει λόγο για παρέλευση των προθεσμιών προς ενέργεια από τους δημόσιους φορείς ή υπηρεσίες, με συνέπεια τη μη ολοκλήρωση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των έργων ενδιαφέροντος. Με άλλα λόγια, φαίνεται η εξαίρεση της σύγκλησης των συμβουλίων περιβαλλοντικής αδειοδότησης να τείνει να γίνει κανόνας, καθώς το κριτήριο της παρέλευσης των προθεσμιών προς ενέργεια είναι ένα ευρύτατο κριτήριο το οποίο πληρούται σχεδόν σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Επομένως, η σύγκληση των συμβουλίων φαίνεται ότι θα αποτελέσει μονόδρομο, την στιγμή βέβαια που είναι γνωστό ότι δεν πρόκειται για όργανα που εισφέρουν πλήρεις, αιτιολογημένες, εμπεριστατωμένες και επιστημονικά καταρτισμένες απόψεις επί των έργων επί των οποίων καλούντα να εισφέρουν γνώμη, και σίγουρα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να καλύψουν τις απαιτήσεις της δέουσας εκτίμησης κατά τις επιταγές του αρ. 6 παρ. 3 της Οδηγίας για τους οικοτόπους για έργα που εκτελούνται εντός των περιοχών του Δικτύου NATURA 2000 ή εκτός αυτών αλλά δύνανται να τις επηρεάζουν. Επομένως, η Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία θεωρεί ότι η εισηγούμενη ρύθμιση προτείνεται αναιτιολόγητα, και σε αντίθεση με τις γενικές αρχές και τις διατάξεις του δικαίου για την προστασία της φύσης και την περιβαλλοντική αδειοδότηση.