Αρχική Όροι δόμησης, κατασκευής, επιτρεπόμενες χρήσεις γης για κέντρα δεδομένων, χωροταξικές και πολεοδομικές ρυθμίσεις, αξιοποίηση πόρων Πράσινου Ταμείου και λοιπές περιβαλλοντικές και ενεργειακές διατάξειςΆρθρο 27 Κατάργηση της υποχρέωσης εγκατάστασης δικτύου αερίων καυσίμων – Κατάργηση π.δ. 420/1987Σχόλιο του χρήστη ΔΕΔΑ | 13 Νοεμβρίου 2023, 21:56
Σύμφωνα με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου και το αρ.27 αυτού, προτείνεται η κατάργηση του Π.Δ 420/1987 (A’ 187), περί εγκατάστασης δικτύων αερίων καυσίμων σε οικοδομές. Επιπλέον, στην ανάλυση των συνεπειών της εν λόγω ρύθμισης, η προτεινόμενη κατάργηση αιτιολογείται με το σκεπτικό της μη ανταπόκρισης του Π.Δ. «στις σύγχρονες απαιτήσεις για την περιβαλλοντική προστασία». Θεωρούμε ότι η προτεινόμενη ρύθμιση δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς της περιβαλλοντικής προστασίας ενώ δεν λαμβάνει υπόψιν τα τεχνικά δεδομένα και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα επέφερε η προτεινόμενη μεταβολή του θεσμικού πλαισίου. Η κατάργηση του ΠΔ 420/1987 επιφέρει την κατάργηση της υποχρεωτικής διάταξης για δυνατότητα εγκατάστασης δικτύου φυσικούς αερίου για κάθε νέο κτίριο, ενώ για υφιστάμενα κτίρια (α) επιφέρει την κατάργηση της δυνατότητα αλλαγής του συστήματος κεντρικής θέρμανσης, και του σχετικού εξοπλισμού (από πετρέλαιο έως φυσικό αέριο) με την απόλυτη πλειοψηφία των συνιδιοκτητών και (β) καταργείται επίσης η δυνατότητα αυτονομίας των χρηστών εάν υπάρχει κεντρική θέρμανση, δηλαδή περιπτώσεις που αφορούν την οριστική αποσύνδεση της οριζόντιας ιδιοκτησίας από το δίκτυο κεντρικής θέρμανσης, σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης προτίθεται να εγκαταστήσει αυτόνομο σύστημα θέρμανσης. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, είναι προφανές ότι η κατάργηση του ΠΔ 420/1987 δεν μπορεί να δημιουργήσει κανένα όφελος σε ό,τι αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, ούτε μπορεί να λεχθεί ότι οι διατάξεις του δεν πληρούν τις σύγχρονες απαιτήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Η κατάργηση της εν θέματι νομοθετικής διάταξης: • Για τα υφιστάμενα κτίρια, οδηγεί στη διατήρηση της θέρμανσης με πετρέλαιο, «κλειδώνοντας» ουσιαστικά τους χρήστες σε απαρχαιωμένες εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης καθώς πλέον, σύμφωνα με την πλειοψηφία των Κανονισμών Ιδιοκτητών, θα απαιτείται ομοφωνία από όλους τους συνιδιοκτήτες (εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον Κανονισμό Ιδιοκτητών του κτιρίου), κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε, αφαιρεί τα δικαιώματα αυτονομίας των χρηστών. • Για τα νέα κτίρια, η κατάργηση της υποχρεωτικής διάταξης για δυνατότητα εγκατάστασης δικτύου φυσικού αερίου δεν επιφέρει κανένα περιβαλλοντικό όφελος, καθώς ακόμη και αν η θέρμανση παρέχεται με ρεύμα, η πρόσθετη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα καλύπτεται από μονάδες φυσικού αερίου για πολλά χρόνια. • Επιπλέον, η κατάργηση του Π.Δ. 420/1987 θα έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των νέων συνδέσεων φυσικού αερίου, η οποία με τη σειρά της θα επηρεάσει αρνητικά τα εγκεκριμένα Προγράμματα Ανάπτυξης Δικτύων Διανομής (επενδύσεις της τάξης των €750 εκ.), θέτοντας υπό αμφισβήτηση την εφαρμογή τους. Σημειώνεται ότι τα Προγράμματα Ανάπτυξης είναι πλήρως εναρμονισμένα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για την κλιματική ουδετερότητα και συγκεκριμένα, ένας από τους βασικούς άξονές τους είναι η αναβάθμιση των δικτύων διανομής για τη διαχείριση των ανανεώσιμων αερίων. Επομένως, θεωρείται ότι η κατάργηση του Π.Δ. 420/1987 έχει προδήλως αντίθετα αποτελέσματα ως προς την προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, είναι αντιληπτό ότι κάθε υποχρέωση που προκύπτει για νέα κτίρια πρέπει να αφορά περιοχές που περιλαμβάνονται στα Προγράμματα Ανάπτυξης Δικτύων Διανομής Αερίου και όχι σε περιοχές όπου δεν υπάρχει πρόβλεψη για τροφοδοσία αερίου. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η μη κατάργηση αλλά – τουλάχιστον – η διατήρηση και τροποποίηση του άρθρου 1 του Π.Δ. 420/1987, ως ακολούθως: «Η εγκατάσταση δικτύου καυσίμων αερίου είναι υποχρεωτική για κάθε νέο κτίριο που κατασκευάζεται εντός των Περιφερειών που εντάσσονται στα εγκεκριμένα από τη ΡΑΑΕΥ, Προγράμματα Ανάπτυξης Δικτύων Διανομής Αερίου». Προς τεκμηρίωση της θέσης μας, επιτρέψτε μας να σας παραθέσουμε τα ακόλουθα δεδομένα: Όπως αποδεικνύουν πρόσφατες τεχνικές εκθέσεις, η πλήρης ηλεκτρικοποίηση του τομέα θέρμανσης-ψύξης δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική και βέλτιστη λύση για την απανθρακοποίηση. Σύμφωνα με την Ολλανδική εμπειρία , η πλήρης ηλεκτρικοποίηση επιφέρει δυσανάλογο κόστος σε σχέση με τα οφέλη. Οι ελλείψεις υλικών και τεχνικού προσωπικού έχουν καταστήσει αδύνατη την ευθυγράμμιση του χρονοδιαγράμματος κατασκευής νέων δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας με τη ζήτηση, καθώς η αυξανόμενη ζήτηση δεν ικανοποιείται λόγω περιορισμών διαθέσιμου ηλεκτρικού χώρου. Επιπλέον, η ανάγκη ενίσχυσης της ηλεκτρικής εγκατάστασης για κάθε κτίριο, θα αυξήσει το συνολικό κόστος για τους τελικούς χρήστες. Επίσης, στον πυκνοκατοικημένο αστικό ιστό, η υλοποίηση των απαραίτητων υποδομών για τοπική αποθήκευση και σταθεροποίηση του δικτύου αποδείχθηκε αδύνατη λόγω της μη διαθεσιμότητας επαρκούς ελεύθερου χώρου για τη φιλοξενία τους. Επίσης, ακόμη και σε περιπτώσεις που παρέχονται οικονομικά κίνητρα για ενεργειακή ανακαίνιση κτιρίων, οι καταναλωτές επιλέγουν το φυσικό αέριο αντί των ηλεκτρικών αντλιών θερμότητας. Ειδικότερα, αναλύοντας σχετικά στοιχεία της ιταλικής αγοράς που συλλέγονται από την Assotermica σχετικά με το κίνητρο Superbonus 110% (μέτρο για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής και αντισεισμικής ανακαίνισης κτιρίων κατοικιών, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών κατοικιών), το έτος 2022 επί συνόλου 1.450.000 συσκευών θέρμανσης, 1.130.000 ήταν λέβητες συμπύκνωσης αερίου και 270.000 αντλίες θερμότητας. Από αυτές, περίπου 130.000 ήταν υβριδικές αντλίες θερμότητας. Επιπλέον, η οικονομική επιβάρυνση για την κυβέρνηση ήταν πολύ σημαντική και η προσπάθεια να αυξηθεί η ενεργειακή αποδοτικότητα του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος προκάλεσε «υπερθέρμανση» της αγοράς εξαρτημάτων, συσκευών και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, πολλαπλασιάζοντας επί τρία το κόστος πριν από την έναρξη των κινήτρων. Όπως και στην Ιταλία, εκτιμούμε ότι και στη χώρα μας, ακόμη και με επιδοτήσεις, πολλά νοικοκυριά δεν θα μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις αντλίες θερμότητας. Έτσι, ελλείψει της εφαρμογής του ΠΔ 420/87, θα ενθαρρυνθούν να στραφούν σε λύσεις άμεσης ηλεκτρικής θέρμανσης, η οποία είναι λιγότερο δαπανηρή, αλλά πολύ λιγότερο αποδοτική και ακριβότερη στη λειτουργία από τους λέβητες φυσικού αερίου, επιβαρύνοντας παράλληλα το ηλεκτρικό σύστημα σε περιπτώσεις υψηλής ζήτησης. Περαιτέρω, η εγκατάσταση αποκλειστικά ηλεκτρικών αντλιών θερμότητας σε περιοχές της χώρας μας με ψυχρό κλίμα έχει κριθεί ως τεχνικά μη αποδοτική ή/και λειτουργική. Στο υπό διαβούλευση αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, οι προαναφερόμενες κλιματολογικές συνθήκες καλύπτουν τις Περιφέρειες Ηπείρου, Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ακόμα, σε σχέση με την εγκατάσταση αντλιών θερμότητας, αναγνωρίζονται τεχνικές αδυναμίες σε πυκνοδομημένους χώρους ή ακόμα και έλλειψη επαρκούς και καταρτισμένου τεχνικού δυναμικού για να υποστηρίξουν τη συντήρηση των μονάδων. Επιπλέον, οι υβριδικές αντλίες θερμότητας (ρεύματος-αερίου), αποτελούν την πλέον αποδοτική λύση θέρμανσης και παραγωγής ζεστού νερού χρήσης στον οικιακό τομέα και για τον λόγο αυτό, στη Βρετανία (ενδεικτικά Sixth Carbon Budget, UK), στη Γερμανία από το 2024 και στην Ολλανδία από το 2026 θα περιλαμβάνονται στις επιδοτούμενες από το κράτος συσκευές. Είναι αντιληπτό επομένως, ότι η αποθάρρυνση προεγκατάστασης δικτύων αερίου στα νέα κτίρια δεν συμβαδίζει με την αντίστοιχες δράσεις που υλοποιούνται πανευρωπαϊκά. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με αναφορά που έχει δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα της ο έγκυρος Ευρωπαϊκός Οργανισμός «gasnaturally», έως το 2050 αναμένεται να επικρατήσουν δύο φάσεις ανάπτυξής λεβήτων στον οικιακό τομέα. Στην πρώτη φάση περιλαμβάνεται η αντικατάσταση των παλιών λεβήτων φυσικού αερίου και πετρελαίου με νέους λέβητες συμπύκνωσης φυσικού Αερίου ή και υβριδικούς λέβητες αερίου-ρεύματος και στην συνέχεια σε λέβητα συμπύκνωσης φυσικού αερίου συνδυαζόμενο με ηλιοθερμικές και φωτοβολταϊκές συσκευές. Στην δεύτερη φάση, θα χρησιμοποιηθούν μιας νέας γενιά υψηλής απόδοσης συσκευές αερίου, όπως αντλίες θερμότητας αερίου και μικρο-CHP με κυψέλες καυσίμου. Περαιτέρω, δεδομένης της άμεσης στόχευσης της Εταιρείας μας για την έγχυση βιομεθανίου αλλά και λοιπών ανανεώσιμων αερίων στα εγχώρια δίκτυα διανομής φυσικού αερίου, η κατάργηση του ΠΔ 420/1987 αναμένεται να δημιουργήσει δυσχέρειες στην εφαρμογή της πρόβλεψης της υπό αναθεώρηση Οδηγίας (ΕΕ) 2018/844 σχετικά με τη χρήση υβριδικών συστημάτων θέρμανσης (συμπεριλαμβανομένων των υβριδικών αντλιών θερμότητας) από τους καταναλωτές. Επιπρόσθετα, ο εν ισχύ Εθνικός Κλιματικός Νόμος (ΦΕΚ Α’105/2022) μεριμνά για την επέκταση των χρηματοδοτούμενων δράσεων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων αναφορικά με την αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης που λειτουργούν με στερεά καύσιμα ή συνδέονται με σύστημα τηλεθέρμανσης από συστήματα θέρμανσης με καύσιμο το φυσικό αέριο. Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η εφαρμογή της εν λόγω πρόβλεψης καλύπτεται από τις πλέον πρόσφατες αποφάσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (βλ. ΦΕΚ Β΄5540/20.09.2023, ΦΕΚ Β΄4878/2.8.2023, ΦΕΚ Β΄6615/22.12.2022 κ.α) Η εν λόγω πρόνοια στηρίζεται στα προφανή, από περιβαλλοντικής και οικονομικής πλευράς, οφέλη της χρήσης φυσικού αερίου σε σχέση με την χρήση ηλεκτρικών αντλιών θερμότητας και βάσει αυτών των ωφελειών, χρηματοδοτείται η αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης. Όπως αναγνωρίζεται σε σχετική μελέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βιομηχανίας Θέρμανσης («Διαδρομές απανθρακοποίησης για τον ευρωπαϊκό οικοδομικό τομέα»), η χρήση των λεβήτων αερίου αποτελούν βασικό στήριγμα για την ενεργειακή μετάβαση, διότι πλέον των περιβαλλοντικών ωφελειών, επιφέρουν σημαντικά πλεονεκτήματα για τη βελτιστοποίηση του κόστους και την επιτυχή και ταχεία ενεργειακή μετάβαση στον οικοδομικό τομέα. Η προαναφερόμενη πρόβλεψη του Εθνικού Κλιματικού Νόμου ευθυγραμμίζεται και από τα πλέον πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα , τα οποία αναδεικνύουν ότι η χρήση ηλεκτρικών αντλιών θερμότητας δεν αποτελεί αποδοτική επένδυση για μια μέση κατανάλωση ενός νοικοκυριού. Συμπερασματικά και βάσει της ανωτέρω ανάλυσης: • Η πρόταση για την κατάργηση του ΠΔ 420/1987 θα έχει ως αποτέλεσμα σημαντική μείωση των νέων συνδέσεων φυσικού αερίου, η οποία με τη σειρά της θα επηρεάσει αρνητικά τα εγκεκριμένα Προγράμματα Ανάπτυξης Δικτύων Διανομής (επενδύσεις της τάξης των €750 εκ.), θέτοντας υπό αμφισβήτηση την εφαρμογή τους. Σημειώνεται ότι τα Προγράμματα Ανάπτυξης είναι πλήρως εναρμονισμένα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για την κλιματική ουδετερότητα και συγκεκριμένα ένας από τους βασικούς άξονές τους είναι η αναβάθμιση των δικτύων διανομής για τη διαχείριση των ανανεώσιμων αερίων. • Η πρόταση κατάργησης του ΠΔ 420/1987, συνιστά κατάργηση της υποχρεωτικής διάταξης για δυνατότητα εγκατάστασης δικτύου φυσικού αερίου για κάθε νέο κτίριο, ενώ για υφιστάμενα κτίρια (α) επιφέρει την κατάργηση της δυνατότητας αλλαγής του συστήματος κεντρικής θέρμανσης και του σχετικού εξοπλισμού (από πετρέλαιο έως φυσικό αέριο) με την απόλυτη πλειοψηφία των συνιδιοκτητών και (β) καταργείται επίσης η δυνατότητα αυτονομίας των χρηστών εάν υπάρχει κεντρική θέρμανση. • Η πρόταση κατάργησης του ΠΔ 420/1987 δεν ευθυγραμμίζεται με το εν ισχύ εθνικό θεσμικό πλαίσιο (ΕΣΕΚ, Εθνικός Κλιματικός Νόμος). Επιπλέον δεν αναγνωρίζει τα σχετικά χρονικά ορόσημα που βρίσκονται υπό διαβούλευση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (βλ. αναθεώρηση της Οδηγίας 2018/844). • Οι προβλέψεις της εν ισχύ Οδηγίας (ΕΕ) 2018/844 και του Ν. 4122/2013 ορίζουν την εγκατάσταση εναλλακτικών συστημάτων θέρμανσης-ψύξης υψηλής απόδοσης υπό τη προϋπόθεση θετικής τεχνικής, περιβαλλοντικής και οικονομικής αξιολόγησης. Η προτεινόμενη κατάργηση του ΠΔ 420/87 δεν λαμβάνει υπόψη τα ευρωπαϊκά τεχνικά και τα εγχώρια κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα αξιολόγησης ωφελειών-κόστους στη πορεία της ενεργειακής μετάβασης προς την απανθρακοποίηση του ενεργειακού μίγματος, όπως προβλέπεται από το υφιστάμενο πλαίσιο. • Η μελέτη του ΕΜΠ σχετικά με την σκοπιμότητα αντικατάστασης υφιστάμενων συστημάτων θέρμανσης από αντλίες θερμότητας, αναδεικνύει ότι η συγκεκριμένη επένδυση είναι μη αποδοτική για ένα μέσο νοικοκυριό. • Το ΠΔ 420/1987 διασφαλίζει την πρόσβαση των πολιτών σε αέριο σε νεοαναγειρόμενα κτίρια. Αυτό γίνεται διότι όπως είναι εύκολα αντιληπτό, εφόσον υπάρχει πρόβλεψη κατά την κατασκευή ενός κτιρίου για την σύνδεση με το δίκτυο αερίου, όταν οι καταναλωτές θα αποφασίσουν να συνδεθούν, αυτό θα γίνει με τον οικονομικότερο, αποδοτικότερο και ευκολότερο τρόπο. Η προεγκατάσταση φυσικού αερίου σε ένα κτίριο, εξασφαλίζει ευκολότερη πρόσβαση για την κάλυψη αναγκών όχι μόνο θέρμανσης αλλά και μαγειρέματος και παραγωγικής διαδικασίας. Κάποιες από αυτές τις ανάγκες, ειδικά συγκεκριμένες παραγωγικές διαδικασίες, απλά είναι αδύνατον να καλυφθούν από ρεύμα. • Το προς επικαιροποίηση ΕΣΕΚ θέτει υψηλούς στόχους για την επίτευξη του στόχου για κτίρια μηδενικής (ή σχεδόν μηδενικής) κατανάλωσης, μέσω της επέκτασης της χρήσης αντλιών θερμότητας. Πλην όμως και αυτή η στόχευση τίθεται εν αμφιβόλω και υπό την αίρεση της ευρείας χρηματοδότησης των καταναλωτών. Όπως αναφέρεται σχετικά: «..η σημαντική οικονομική προϋπόθεση της πράσινης ενεργειακής μετάβασης είναι η ευχερής και φθηνή χρηματοδότηση των επενδυτικών δαπανών σε όλους τους τομείς τελικής κατανάλωσης ενέργειας» και «Η επίτευξη βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης απαιτεί σημαντική αύξηση των δαπανών των νοικοκυριών σε επενδύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και σε αγορά διαρκών αγαθών … Η μειωμένη ρευστότητα και η ελλιπής πρόσβαση σε δανεισμό των νοικοκυριών μεσαίου και χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου αποθαρρύνουν τις επενδύσεις που απαιτούνται για την ενεργειακή απόδοση» Συνεπώς κρίνεται ότι οποιαδήποτε μεταβολή του κανονιστικού και νομοθετικού πλαισίου η οποία α) δεν ευθυγραμμίζεται με το εν ισχύ θεσμικό πλαίσιο, β) δεν λαμβάνει υπόψη επικαιροποιημένα τεχνοοικονομικά δεδομένα και γ) δεν λαμβάνει υπόψη την προϋπόθεση της ευρείας χρηματοδότησης των καταναλωτών καθώς και την αποτελεσματικότητα της χρηματοδότησης και των δημοσιονομικών επιπτώσεων που αυτή θα επιφέρει, δημιουργεί τον κίνδυνο περαιτέρω διεύρυνσης της ενεργειακής πενίας. Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρείται ότι η κατάργηση του Π.Δ. 420/1987 έχει προδήλως αντίθετα αποτελέσματα ως προς την προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, εννοείται ότι κάθε υποχρέωση που προκύπτει για νέα κτίρια πρέπει να αφορά περιοχές που περιλαμβάνονται στα Προγράμματα Ανάπτυξης Δικτύων Διανομής Αερίου και όχι σε περιοχές όπου δεν υπάρχει πρόβλεψη για τροφοδοσία αερίου. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται όχι η κατάργηση αλλά η διατήρηση και τροποποίηση του άρθρου 1 του Π.Δ. 420/1987, το οποίο μπορεί να τροποποιηθεί ως εξής: «Η εγκατάσταση δικτύου καυσίμων αερίου είναι υποχρεωτική για κάθε νέο κτίριο που κατασκευάζεται εντός των Περιφερειών που εντάσσονται στα εγκεκριμένα από τη ΡΑΑΕΥ, Προγράμματα Ανάπτυξης Δικτύων Διανομής Αερίου».