Αρχική Σχέδιο της κύριας έκθεσης της Ολλανδικής εταιρίας HVA με αντικείμενο τη βελτίωση της διαχείρισης υδάτων, αγροτικών καλλιεργειών και αντιπλημμυρικής προστασίας στην Περιφέρεια ΘεσσαλίαςMASTER PLAN WATER MANAGEMENT IN THESSALY IN THE WAKE OF STORM DANIEL How to Address Thessaly’s Water-Related Agricultural ChallengesΣχόλιο του χρήστη Αργυρλοπουλος Ζήσης | 29 Μαρτίου 2024, 10:54
σχόλια επί του master plan HVA Ζήσης Αργυρόπουλος- Χημικός/Περιβαλλοντολόγος Τι νέο κομίζει η πρόταση της Ολλανδικής Εταιρίας HVA International; Συνολική τοποθέτηση επί του Σχεδίου μετατροπής του Θεσσαλικού τοπίου Εισαγωγικό σημείωμα: Ο λόγος που τοποθετούμε συνολικά στην Έκθεση της εταιρίας HVA International και όχι σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου είναι ότι· 1. εκείνο που με ενδιέφερε πρωτίστως είναι το γενικό πνεύμα από το οποίο διέπεται η συνολική πρόταση της Εταιρίας και όχι μεμονωμένα σημεία της όπου ο εστιασμός σε καθένα τους χάνει τη συνολική εικόνα της πρότασης και καταλήγει να σημαίνει ότι η διάσταση απόψεων έγκειται μόνο σε επιμέρους ζητήματα . 2. η πρόταση της Εταιρίας δίνει ένα πλάνο προσεγγίσεων/ εργασιών χωρισμένο σε χρονικές διάρκειες, όπως· - εξαετία, μετρούμενη από τώρα, μέσα στην οποία οφείλουμε ως Θεσσαλοί να αποσύρουμε το βαμβάκι και τον αραβόσιτο από τις κυρίαρχες καλλιέργειες του κάμπου, ως υδροβόρες καλλιέργειες που απειλούν τη Θεσσαλία με κατάρρευση. - δεκαπενταετία- από σήμερα μέχρι το 2039 – ολοκλήρωσης των έργων υποδομής, όπως τα αναπτύσσουν και μέσα στην οποία χρονική περίοδο θα διατεθούν τα μεγαλύτερα από τα ποσά. 3. σε γενικές γραμμές, η παραπάνω χρονική περίοδος θεωρείται( ευσεβής πόθος ή βολική “πραγματικότητα”) ως κλιματικά αδιατάρακτη, ώστε το πλάνο να μην παρουσιάσει αποκλίσεις και παρεκκλίσεις, παρ’ ότι η εξέλιξη των γεωφυσικών φαινομένων δείχνουν πως πιθανόν έχουμε μπει σε περίοδο έντονης αστάθειας. 4. η φιλοσοφία της πρότασης – master plan – σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να αμφισβητεί δυο σημαντικούς πυλώνες, υπεύθυνους ως ένα βαθμό και για την κρίση που βιώνει η Θεσσαλία· - το παραγωγικό μοντέλο – του πρωτογενούς τομέα κυρίως -στο οποίο κυρίαρχο ρόλο εξακολουθεί να έχει η Αγορά, κυρίως η διεθνής και λιγότερο μια πολιτική αυτάρκειας. - τη συνέχιση ως κυρίαρχης της συμβατικής Γεωργίας, ενώ φαίνεται πως από τον προβληματισμό απουσιάζει σχεδόν ολοσχερώς η έννοια της επισιτιστικής επάρκειας. Προφανώς οι πρόσφατες ακραίες εκδηλώσεις του καιρού φέρουν το στίγμα της αλλαγής του Κλίματος, που καθώς φαίνεται θα κάνει όλο και πιο έντονη την παρουσία του. Μαζί μ’ αυτό αλλάζει και η ποιότητα των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Γίνονται πιο πολύπλοκα καθώς εμπλέκονται με κοινωνικά, ξεφεύγουν από την τοπικότητα κι αυτό είναι κάτι που εκτινάσσει κάθε αναμενόμενο κόστος· κοινωνικό, οικονομικό, διοικητικό, οικολογικό. Οι Daniel & Elias και πριν απ’ αυτούς ο Ιανός, σηματοδότησαν αυτή την αλλαγή της πορείας και του μεγέθους των προβλημάτων και “οφείλουμε” να ανησυχούμε, μήπως υπ’ αυτόν το χαρακτήρα του ζητήματος- πχ νέο χτύπημα της Φύσης να βρει τη Θεσσαλία και πάλι ανοχύρωτη – αποδυθούμε ς’ έναν αγώνα να θωρακίσουμε μόνο τεχνικά την περιοχή μας, αφήνοντας στην άκρη ή υποβαθμίζοντας τα υπόλοιπα συνθετικά ενός προβλήματος, του οποίου την πολυπλοκότητα βλέπουμε πλέον εμφανώς να ενισχύεται. Η Φύση αναπτύσσει “δικαιωματικά” τη δική της επαναφορά ή επανάκαμψη. Και μη έχοντας υπ’ όψη μας τη Γραμμή Βάσης( κατά την έκφραση του David Attenborough), μας είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τα όριά της. Είναι αυτό που αποκαλούμε “Μνήμη νερού”; μάλλον όχι! Πιθανόν αυτή να μην αρκείται στη διεκδίκηση του ζωτικού της χώρου, όπως ως τώρα εννοούσαμε και ο οποίος καθορίζεται πλέον και από παράγοντες που έχουν αλλοιωθεί εδώ και 50, 100, …ίσως και περισσότερα χρόνια αλλά κυρίως πυροδοτούνται από μια αναπαραγόμενη ποσότητα Ενέργειας που δεν υπήρχε στα προηγούμενα έτη αναφοράς – με λίγα λόγια, δε μπορούμε να κάνουμε ασφαλή σύγκριση των πλημμυρών του παρελθόντος, είτε σε ένταση είτε σε συχνότητα, με τις σημερινές, καθώς έχει μεταβληθεί σημαντικά το γεωπεριβαλλοντικό τοπίο της Θεσσαλίας – και φυσικά δε μπορούμε να προχωρήσουμε σε ασφαλή εκτίμηση του βάθους των επιπτώσεων κάθε νέου ακραίου συμβάντος ς’ αυτό. Ο Daniel ήταν μόνον η πλημμύρα; ήταν μόνον η αγωνία των Θεσσαλών που έχασαν τις περιουσίες τους και τη γη τους; ήταν μόνον αυτή η απώλεια παραγωγικών γαιών και παραγωγικών ζώων και η μελλοντική ανασφάλεια; ήταν μόνον η διάβρωση των εδαφών; ήταν μόνον η αλλαγή του τοπίου σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα; ήταν μόνο το πρόσκαιρο χτύπημα στην αλιεία του Παγασητικού και την καινούρια ανασφάλεια που προστέθηκε στην κοινωνία της Θεσσαλίας· αυτή της ποιότητας του νερού και των αλιευμάτων; και εν τέλει· ο συνυπολογισμός όλων των παραπάνω μπορεί να γίνει αθροιστικά – όπως επιχειρείται εδώ και καιρό – ή μήπως η μία παράμετρος επηρεάζει την άλλη και αλληλοκαθορίζεται μ’ αυτή, έτσι ώστε, το τελικό αποτέλεσμα να είναι από ασαφές έως διογκωμένο πέρα από τα όρια που προσδιορίζει μια απλή άθροιση; O Daniel δε δημιούργησε διακριτά κι ίσως εύκολο να ταξινομηθούν και να αξιολογηθούν ζητήματα, έτσι ώστε ν’ ακολουθήσει η ιεράρχηση των λύσεων και η προτεραιοποίησή τους. Αντίθετα· δημιούργησε ένα “κουβάρι” προβλημάτων που το ένα εμπλέκεται με το άλλο ή τα άλλα κι ίσως η απόπειρα να επιλυθεί το ένα να προκαλέσει παρενέργειες και δυσκολίες στην επίλυση του άλλου! Το γεγονός είναι πάντως ότι τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο, ίσως πρωτόγνωρο κάδρο προβλημάτων, όπου δεν αρκεί, πλέον, η επίκληση του όρου “ολιστική αντιμετώπιση”, ώστε να δρομολογηθεί η ελαχιστοποίησή τους. Μερικές άβολες αλήθειες Α. Η λάθος ανάγνωση των επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής , ως μέρος της αδράνειάς μας. Φοβάμαι πως το “λάθος” αυτό ενυπάρχει και διαποτίζει όλη την πρόταση της Ολλανδικής εταιρίας και μάλιστα μονομερώς! Η εικόνα που δημιουργήσαμε για τις επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής στην περιοχή μας, πουθενά δεν εμφάνιζε τα μεγέθη του συμβάντος που ονομάστηκε Daniel ή Elias. Την Κλιματική Αλλαγή στη Θεσσαλία και γενικότερα στη ΝΑ Μεσόγειο τη συνδυάζαμε με υψηλές θερμοκρασίες(ισχύει) και μειωμένες βροχοπτώσεις, όπως άλλωστε δείχνουν όλα τα μοντέλα προβλέψεων. Συνεπώς, και σκεπτόμενοι απλοϊκά, συνδυάσαμε ένα πλημμυρικό γεγονός με μειωμένες εισροές ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, κάτι που θα απωθούσε μια καταστροφή όπως αυτή που συντελέστηκε, στο μακρινό μέλλον ή πολύ μακρυά από μάς γεωγραφικά. Κι εδώ δημιουργήσαμε τη λάθος εικόνα αυτού που ονομάζουμε “Περίοδο Επαναφοράς”. Μετά τον ΙΑΝΟ ήταν διάχυτη η εντύπωση πως τέτοιο περιστατικό θα συμβεί ίσως μετά 100 χρόνια κι αυτό λειτούργησε καταστροφικά, ως μέρος της γενικότερης αδράνειας στις διοικητικές αποφάσεις και ενέργειες. Τι μας διέφυγε ή τι αγνοήσαμε; Μας διέφυγε το γεγονός ότι: 1. η μεγάλη πυκνότητα των κυκλώνων που έπληξαν τον Ελλαδικό χώρο την τελευταία εικοσαετία· από το 1982 μέχρι σήμερα, έπληξαν τη χώρα μας οχτώ(8) κυκλώνες. Οι επτά(7) απ’ αυτούς την έπληξαν από το 2015 και μετά. Ταυτόχρονα, ήταν διάχυτη η πληροφόρηση μέσω των εκθέσεων της IPCC αλλά και των στατιστικών αναφορών από τα Εθνικά Μετεωρολογικά Δίκτυα, ότι κατά την τελευταία εικοσαετία τα πολύ θερμά έτη διαδέχονταν το ένα το άλλο( ήδη το 2023 θεωρείται ως το θερμότερο έτος από την απαρχή των καταγραφών). Επί πλέον, μια μετατόπιση των υετοφόρων μηνών προς τα άκρα( π.χ αντί Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου, Μάρτιος – Απρίλιος), συμβάλει ακόμη περισσότερο στην αυξημένη εξάτμιση, ώστε η επίκληση των υψών υετού, ως ποσοτήτων και μόνο, είτε μειωμένων, είτε αυξημένων, να μη δηλώνει κάτι . Με απλά λόγια, φαίνεται να δημιουργείται μια ακολουθία ακραίων συμβαινόντων(πλημμυρών) που δε δικαιούμαστε να αμελήσουμε αλλά ούτε να στραφούμε αποκλειστικά και μόνο ς’ αυτά, χωρίς να ασχοληθούμε με την ίδια ζέση και με φαινόμενα που βρίσκονται στον αντίποδά τους(ξηρασίες). 2. η μέση θερμοκρασία στην περιοχή μας(χώρες Μεσογείου) αυξάνεται ταχύτερα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό για τον κοινό νου, παραπέμπει σε καύσωνες, ξηρασίες και αυξημένο κίνδυνο δασικών πυρκαγιών. Και ως μέρος των επιπτώσεων είναι σωστό. Αλλά ο κοινός νους, δυστυχώς, είτε αγνοεί είτε υποβαθμίζει το ό,τι η αυξημένη μέση θερμοκρασία σημαίνει αυξημένη εξάτμιση, περισσότερους υδρατμούς στην ατμόσφαιρα και αύξηση των φαινομένων αστάθειας. Με λίγα λόγια· ο κοινός νους και η επιφανειακή θέαση των πραγμάτων δείχνει να αγνοεί τα φαινόμενα ντόμινο που ακολουθούν κάθε πρόβλεψη και προφανή επίπτωση και τις λεπτομέρειες που πολλές φορές εξελίσσονται σε tipping points. 3. προς επίρρωση των ανωτέρω(2) να σημειώσουμε την ...εμμονή των αυξημένων θερμοκρασιών των υδάτων της Μεσογείου, που αποτέλεσαν και αποτελούν “αντλία ενέργειας” για κάθε ατμοσφαιρικό επεισόδιο. Δηλ. ο κίνδυνος εξακολουθεί να υφίσταται και κάνει κάθε πρόβλεψη επανάληψης ανάλογων επεισοδίων σημαντικά πιθανή! Κι αυτό είναι ένα από τα σημαντικά λάθη – παρανοήσεις· δε συνδυάσαμε όσο έπρεπε αυτούς τους δύο παράγοντες που είναι η γενεσιουργός αιτία των μεσογειακών κυκλώνων! Και στην πρόταση της HVA γίνεται αναφορά στην πύκνωση των φαινομένων στο εγγύς μέλλον αλλά επιχειρείται ο συσχετισμός αυτών – κυρίως της αυξανόμενης λειψυδρίας και του ελλείμματος υδατικών πόρων με συγκεκριμένες καλλιέργειες – τις πλέον υδροβόρες - που υπό τις συνθήκες που διαμορφώνονται εκτιμάται πως θα επιδεινώσουν το πρόβλημα! Στα επιχειρήματα της Εταιρίας αναφέρεται η πτώση του υπόγειου υδροφόρου στα 300 μέτρα, ενώ βέβαια η συνολική εικόνα της Θεσσαλίας δεν είναι αυτή ακριβώς. Πιο συγκεκριμένα, το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται στην Ανατολική Θεσσαλία, η οποία χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης και είναι προφανές ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος προϋποθέτει τη “ζωνοποίηση” της Θεσσαλίας, που μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε πλέον και ως Κλιματική Ζωνοποίηση. Επίσης, αναφέρεται γενικώς ο κίνδυνος υφαλμύρωσης των υπογείων υδάτων χωρίς τον απαραίτητο εστιασμό και την τρωτότητα και τον βαθμό επικινδυνότητας της κάθε περιοχής, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως όλη η πεδινή Θεσσαλία βρίσκεται υπ’ αυτή την απειλή. 4. το έδαφος δεν είναι ανανεώσιμος πόρος. Η αυτοανανέωσή του έχει πολύ μικρή ταχύτητα σε σχέση μ’ αυτή της διάβρωσης. Πέραν όμως από τους κρίσιμους παράγοντες που καθορίζουν αυτή τη δυνατότητα Αυτοανανέωσης, έρχεται να προστεθεί ένας ακόμα· είναι η επιχειρούμενη σε μεγάλη κλίμακα αλλαγή του τοπίου που εκφράζεται, προς το παρόν, με τη σχέση του Τεχνητού προς το Φυσικό που μόνο μια πολύ εμπεριστατωμένη και πολυκριτηριακή ανάλυση μπορεί να προσεγγίσει και όχι ασφαλώς κάποια ΣΜΠΕ του συνολικού έργου, σαν τις πολλές με την επιφανειακή θέαση των πραγμάτων που έχουν δει ως τώρα το φως της δημοσιότητας. Όταν αναφέρομαι στη σχέση/αναλογία του Τεχνητού προς το Φυσικό, το διακρίνω σε δύο εκδοχές: 1. την εικόνα του ως μια γεωδιαμόρφωση που θα επιχειρηθεί ως εκ των ων ουκ άνευ για λόγους προστασίας από τις αναμενόμενες πλημμύρες και στην οποία αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα είναι ένας νέος κερματισμός του τοπίου και των οικοσυστημάτων, που δε γνωρίζουμε ακόμα αν απέχει και πόσο από του να χαρακτηριστεί κρίσιμος για την ικανότητα αυτοανανέωσης της Φύσης και την αποτελεσματική προστασία της βιοποικιλότητας. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης, που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως οδηγός είναι το γεγονός της διάβρωσης των εδαφών των οποίων η ταχύτητα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την ταχύτητα αυτοανανέωσης της Φύσης. ( V διάβρωσης>> Vαυτοανανέωσης) 2. είναι γνωστό πως το οργανικό φορτίο των Θεσσαλικών εδαφών βρίσκεται σε πορεία εξάντλησης( δεκαετία 1980 ~ 2%, δεκαετία 2010 ~ 1%, σήμερα ακραία συμβάντα(Daniel & Elias), τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, μέσα σε χρονικό διάστημα 12 ημερών, άγγιξαν το μέγεθος των 8 δις m3! Αυτό το μέγεθος μόνον κατά 20 – 25% υπολείπεται του ποσού των ετήσιων ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων που δέχεται η Θεσσαλία( 10 – 11 δις κ.μ). Πολλές περιοχές δεν πλημμύρισαν λόγω υπερχείλισης μόνο των ποταμών που αναφέρονται ευκρινώς στους χάρτες πλημμυρών αλλά και από ρέματα που είχαν “εξαφανιστεί” ή υποβαθμιστεί, είτε λόγω επέκτασης των γεωργικών γαιών είτε των οικισμών είτε άλλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Απλώς, θεωρώ ότι η κατασκευή των περιφερειακών φραγμάτων εξυπηρετεί δύο σκοπιμότητες: την αντιπλημμυρική προστασία( έστω και ως κέρδος χρόνου για την έγκαιρη ειδοποίηση του πληθυσμού) και την ταμίευση νερού για την αντιμετώπιση φαινομένων ανομβρίας. Αλλά θεωρώ πως η συνεισφορά τους δε θα είναι αυτή που περιμένουμε σε ένα ακραίο συμβάν, εφόσον δεν αποδώσουμε στη Φύση το χώρο που έχουν “κυριέψει” οι μέχρι σήμερα γεωργικές και άλλες πρακτικές. Πιο συγκεκριμένα· 1. στον κάμπο έχουμε καταργήσει σχεδόν τους φυσικούς μαιανδρισμούς και τις φυσικές ανασχέσεις ροής των ποταμών και των ρεμάτων. Έτσι, αυξήσαμε την ταχύτητα ροής και τα φαινόμενα διάβρωσης. Τα δύο αυτά φαινόμενα, με τη σειρά τους, προκάλεσαν έκπλυση των εδαφών και δημιούργησαν μεγάλο όγκο φερτών στην πεδινή διαδρομή των ποταμών και χειμάρρων με αποτέλεσμα τα καταστροφικά αποτελέσματα που σημειώθηκαν πρόσφατα στις υποδομές· αύξηση ταχύτητας ροής + αύξηση μάζας φερτών υλικών -> αύξηση ορμής(J =m x v) → αύξηση των καταστροφικών επιπτώσεων.(*) 2. οι καλλιεργητικές πρακτικές των τελευταίων δεκαετιών και η συνεχής και παράνομη επέκταση της γεωργικής γης( σε πολλές περιπτώσεις μέχρις εκεί που επιτρέπει το ανάγλυφο του εδάφους!), έχουν εκμηδενίσει σχεδόν την παρόχθια βλάστηση των ποταμών και ρεμάτων(**), που αποτελεί έναν ακόμη σοβαρό παράγοντα ανάσχεσης της ορμής των πλημμυρικών υδάτων και των φερτών υλικών,πέραν φυσικά της οικολογικής τους λειτουργίας. Η κατάσταση αυτή εισφέρει μια δεύτερη σημαντική μάζα φερτών στην κοίτη των ποταμών και αποτελεί έναν ακόμα σημαντικό παράγοντα επιταχυνόμενης διάβρωσης. Και τα δύο αυτά φαινόμενα συνεισέφεραν σε μεγάλο βαθμό στις καταστρεπτικές συνέπειες των πρόσφατων ακραίων φαινομένων και αυξάνουν κατά πολύ το κόστος αποκατάστασης. Συνεπώς, εξίσου σημαντική με την ορεινή υδρονομία κρίνεται και η αντίστοιχη πεδινή που δεν απαιτεί ίσως τεχνικά έργα παρά μόνον μια στοιχειώδη επαναφορά των λειτουργιών της Φύσης, που έχουμε αφαιρέσει. * Λαμβάνοντας υπ’ όψη μας τα παραπάνω (1) & (2) μπορούμε να εμπλουτίσουμε την εξίσωση Α.β του Herman Daly, προσθέτοντας και τις καταστρεπτικές συνέπειες( ως οικονομικό και οικολογικό κόστος) των επεμβάσεων στη Φύση, ως απότοκο των γεωργικών πρακτικών της συμβατικής Γεωργίας. Κατά συνέπεια, κάθε απόπειρα αποτίμησης των επιπτώσεων της σύγχρονης Γεωργίας που περιορίζεται μόνο στον τομέα της ρύπανσης με γεωργικά κατάλοιπα( ΝΟ3-, ΝΗ+4 κλπ, φυτοφάρμακα …) ή των εκπομπών αερίων του Θερμοκηπίου( CO2 , CH4 , N2O) κρίνεται ελλιπής. ** είναι κραυγαλέα η εικόνα του Πηνειού στο μεγαλύτερο μέρος της πεδινής του διαδρομής ακόμα και μέσα στο δυτικό τμήμα της κοιλάδας των Τεμπών. Οι παρόχθιες καλλιέργειες φτάνουν ακριβώς στα όρια της κοίτης του ποταμού και η πρακτική της βαθειάς άροσης συντελεί τα μέγιστα στην έκπλυση του εδάφους σε κάθε πλημμυρικό φαινόμενο. Αν θεωρώ ως επείγον κάτι είναι η ανάταξη και προστασία της παρόχθιας βλάστησης και εν η ανασύσταση αυτών των ευαίσθητων οικοσυστημάτων μετάβασης από το υδάτινο περιβάλλον προς τη χέρσο. Γ. Τι σημαίνει περίοδος Επαναφοράς; αφορά μόνο σε μεγέθη χρήσιμα για τις ανθρώπινες κατασκευές ή οφείλουμε να αναγνώσουμε την αντίστοιχη περίοδο της Φύσης; Η επίκληση και χρήση του όρου “Περίοδος Επαναφοράς” γίνεται σε τεχνικά έργα. Ας μου συγχωρήσουν οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι την απόπειρα να μπω στα “χωράφια” τους αλλά και ας μου επιτρέψουν ταυτόχρονα τη διατύπωση κάποιων σκέψεων, σχετικών προς τον όρο, καθώς θα επικαλεστώ ένα νεολογισμό, αυτόν της “Περιόδου Επαναφοράς” ή “Περιόδου Επανάκαμψης της Φύσης”(1). Η Φύση, στην οποία προσφάτως αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να διεκδικεί το “ζωτικό” της χώρο, στη μεγα – πλημμύρα Daniel και σε μικρότερο βαθμό στον Ιανό & Elias, όντως διεκδίκησε μεγαλύτερο χώρο απ’ αυτόν που της επιτρέπαμε επί τόσες δεκαετίες να έχει ή ακόμα κι απ’ αυτόν που μπορούσαμε να προβλέψουμε. Η ανάγνωση και μόνο των ποσοτικών μεγεθών, όμως, δεν αρκεί για να σχηματίσουμε την πλήρη εικόνα της αντίδρασής της και κυρίως των μελλοντικών της ...προθέσεων. Και εξηγούμαι· 1. Η έννοια Της “Περιόδου Επαναφοράς”, που ως τώρα με σχετική ασφάλεια χρησιμοποιούσαμε με ορίζοντα 50, 100 κλπ ετών, πιστεύω πως αφορούσε και μόνο τα μεγέθη μιας κατασκευής. Η συσσώρευση, όμως, ακραίων συμβάντων σε μικρό χρονικό διάστημα, μάς δημιουργεί την υποχρέωση να συνυπολογίσουμε και την καταπόνηση και τις αντοχές αυτών των κατασκευών. Κάτι που σημαίνει· υψηλότερα κόστη, αναγκαιότητα επικαιροποίησης των μεγεθών – διαστάσεων και γενικότερα της φέρουσας ικανότητάς τους. Κι επειδή στην πρόταση της Ολλανδικής εταιρίας προτείνεται μεγάλος αριθμός τεχνικών παρεμβάσεων,έχουμε αναπτύξει επαρκώς τη μεθοδολογία που θα μας εξασφαλίζει το βέλτιστο αποτέλεσμα; και η εξέλιξη των φαινομένων, όπως αυτά φαίνεται να αναπτύσσονται στην περιοχή μας, μήπως απαιτεί συνεχείς αναθεωρήσεις, που θα αυξάνουν τα κόστη της προστασίας από ακραία καιρικά – κλιματικά επεισόδια; και εν τέλει, μήπως ο μεγάλος όγκος όλων αυτών των παρεμβάσεων δημιουργήσει και ένα ανάλογο οικονομικό κόστος συντήρησης, που θα καθίσταται σταδιακά απαγορευτικό; 2. Η Φύση δικαιωματικά, αναπτύσσει τη δική της “Επαναφορά” ή “Επανάκαμψη”. Μπορεί κάποιος να τη χαρακτηρίσει με τον ...ρομαντικό όρο “μνήμη νερού” αλλά φοβάμαι πως αυτός, ως όρος, δεν είναι πλέον επαρκής απ’ τη στιγμή που ιστορικά υπάρχει αλλαγή κλιματικών δεδομένων, τέτοια που να καθιστά τον όρο “μνήμη νερού” συντηρητικό και ατελή! Ανεξάρτητα όμως από τις δικές μας αναγνώσεις, υφίσταται ήδη μια πιεστική συνθήκη· αυτή της αναγνώρισης ενός είδους ζωτικού χώρου της Φύσης που μέχρι χθες είτε δεν αναγνωρίζαμε ή επιμελώς υποβαθμίζαμε. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της αναγνώρισης και τι χάνει η Φύση διεκδικώντας τον; Η τυπική αναγνώριση του ζωτικού χώρου της Φύσης ξεκινά από τα μέρη του τοπίου που έχουμε αυθαίρετα καταλάβει και άρα οφείλουμε να επιστρέψουμε ς’ αυτή αλλά κυρίως τα χαρακτηριστικά της, ποσοτικά και ποιοτικά. Συγκεκριμένα: (α) τοποθεσίες αυξημένης κλίσης(> 5%) που απαλλοτριώσαμε και παραδώσαμε στην Γεωργία, καλλιεργώντας τες με λανθασμένο τρόπο και επιταχύνοντας τη διάβρωση και την ερημοποίηση. (β) πλημμυρικές ζώνες και ζώνες κατάκλυσης ποταμών και ρεμάτων που παραδώσαμε είτε στην καλλιέργεια, είτε σε δημιουργία ζωνών κατοικίας ή βιοτεχνίας & βιομηχανίας( χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αναφέρει και η Ολλανδική Έκθεση, η παρεμβολή κατασκευών και δραστηριοτήτων στη ζώνη πλημμυρών της εξωτερικής κοίτης του Πηνειού στη Λάρισα). Η παράδοση των συγκεκριμένων εκτάσεων στη Θεσσαλία έγινε υπό το πρίσμα μιας λανθασμένης αντίληψης του χρόνου επαναφοράς- διεκδίκησης του “ζωτικού’ χώρου ενός ποταμού ή ακόμα με την πεποίθηση ότι ο ποταμός ή το ρέμα δεν πρόκειται να επανέλθει σε τόσο μεγάλη επιφάνεια. Πολλώ δε μάλλον, το ό,τι μπορεί να διεκδικήσει ακόμα μεγαλύτερες εκτάσεις(φαινόμενο Daniel) απ’ αυτές που δείχνουν οι παλιοί χάρτες. (γ) τους μαιανδρισμούς των ποταμών συνεχούς και διαλείπουσας ροής, που καταργήσαμε “διορθώνοντας” τη φύση και απλοϊκοποιώντας την εικόνα της. (δ) επαναφορά με κάθε δυνατό τρόπο της συνέχειας του τοπίου που έχει κατακερματιστεί. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος(2017) η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη θέση στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τον κατακερματισμό του φυσικού τοπίου της. Αυτό ασφαλώς αποτελεί ένα από τα δυσεπίλυτα προβλήματα, καθώς εκτείνεται σε βάθος χρόνου. Κι ο κατακερματισμός του φυσικού τοπίου δεν αποτελεί μόνο ζήτημα αισθητικής αλλά κυρίως της ομαλής ανάπτυξης και λειτουργίας των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας αλλά και υποβοήθησης της Φύσης να αυτοαναγεννάται. Η αντίδραση της Φύσης, όπως ανέφερα παραπάνω, βραχυπρόθεσμα την οδηγεί να χάσει κάποια από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της που καθιστούν όμως δύσκολη αφενός τη δική της αυτο – αναγέννηση και αφετέρου εμάς τους ίδιους να προγραμματίσουμε και ασκήσουμε τη Γεωργία και να ανατάξουμε το μεγάλο έλλειμμα του υπόγειου υδροφορέα. Κι αυτό έχει να κάνει με δύο παράγοντες που δυστυχώς αντιμετωπίζουμε με μικρό χρονικό ορίζοντα· 1. η διάβρωση του εδάφους: τόσον ο ΙΑΝΟΣ όσο και οι Daniel & Elias, πρόσθεσαν νέες διαβρωμένες εκτάσεις στην πεδινή αλλά και ορεινή Θεσσαλία. Κι αυτό αποτελεί ένα δύσκολα ανατάξιμο πρόβλημα, που σε συνδυασμό με την εκπτώχευση της ποιότητας των εδαφών( υποβάθμιση έως εκμηδενισμός του οργανικού φορτίου) οδηγεί ταχύτατα στην Ερημοποίηση των εδαφών. Με απλά λόγια· η Ερημοποίηση δεν συντελείται σταδιακά και προβλέψιμα αλλά με άλματα! Κι αν η ακολουθία των ακραίων συμβαινόντων, που αναφέρθηκε πιο πάνω, συνεχιστεί, αυτό θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα. Δηλ. τα ακραία φαινόμενα λειτουργούν συνεργιστικά με τις άστοχες καλλιεργητικές πρακτικές των αγροτών, που ως τώρα έχουν οδηγήσει στην υπογονιμότητα τα κάποτε εύφορα πεδινά εδάφη. Κι ίσως μια τέτοια συνεργιστική διαδικασία να οδηγήσει ταχύτερα στην επέκταση της Ερημοποίησης. Όταν λοιπόν θέτει η Έκθεση της Εταιρίας χρονικούς ορίζοντες υλοποίησης κάποιων στόχων( απόσυρση καλλιέργειας βαμβακιού, κατασκευή έργων), φοβάμαι πως δεν έχει συμπεριλάβει στην όλη διαδικασία τη συνεχή επικαιροποίηση υλοποίησης, υπό το κράτος των νέων δεδομένων που θα προκύπτουν μετά από κάθε ακραία καιρική εκδήλωση. 2. οι τεράστιες ποσότητες αργιλικού υλικού που μετέφερε ο Daniel λειτουργεί ως υλικό σφράγισης που δυσχεραίνει την απορρόφηση και κατείσδυση των όμβριων υδάτων στον υπόγειο υδροφόρο(#), επιβραδύνοντας ακόμα περισσότερο την ανάταξη του μεγάλου ελλείμματος. Ίσως, θεωρήσουν κάποιοι πως τα παραπάνω συμβαίνουν σε μικρό βαθμό – και όντως έτσι είναι* - και είναι αντιμετωπίσιμα. Ίσως, επίσης κάποιοι να θεωρούν εσφαλμένα το έδαφος ως ανανεώσιμο πόρο αλλά δυστυχώς η ταχύτητα αποκατάστασής του είναι κατά πολύ μικρότερη από την ταχύτητα διάβρωσης κι αυτή ακριβής η ανισότητα οδηγεί στην επιτάχυνσης της Ερημοποίησης. Και υπό το κράτος όλων των παραπάνω δυσχερειών, υποβαθμίζουμε χωρίς να το θέλουμε και τον κίνδυνο μιας “αστραπιαίας ξηρασίας”(**), κάτι που θεωρείται πιθανότερο στα κλιματικά σενάρια που αφορούν την περιοχή μας. Κι αυτό, πέρα από τον όγκο των προβλημάτων που θα μεταφέρει σε μια ως τώρα ανοχύρωτη Θεσσαλία, θα προσθέσει και τη δική του συνεισφορά στην επέκταση της Ερημοποίησης. (# ) είναι γεγονός ότι σε κάποιες περιοχές, με σχετικά καλή απορροφητικότητα των εδαφών τους, ο υπόγειος υδροφόρος ανέβηκε. Σε συνδυασμό με το επίσης σημαντικό γεγονός της ανόδου της κοίτης των ποταμών και ρεμάτων, λόγω φερτών υλικών, δημιουργείται η δυσοίωνη προοπτική να δημιουργούνται στο μέλλον πλημμυρικά φαινόμενα εξίσου καταστρεπτικά με ακραία φαινόμενα μικρότερης έντασης αυτής του Daniel. Κατά συνέπεια, οφείλουμε ταυτόχρονα με τους καθαρισμούς και τις εκβαθύνσεις να αποδώσουμε σταδιακά τους χώρους που έχουμε αφαιρέσει από τη Φύση είτε με επέκταση κατασκευαστικών δραστηριοτήτων είτε γεωργικών πρακτικών (1) Ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν στο τελευταίο συμβάν(Daniel), η Φύση διεκδίκησε το ζωτικό της χώρο με ένα είδος τόκου, καταλαμβάνοντας χώρους που ενδεχομένως ιστορικά να μην είχε ξανακαταλάβει! Έφταιξε μόνον ο απίστευτος όγκος νερού ή πιο πολύ το είδος κι η πληθώρα των δικών μας παρεμβάσεων, που έκαναν τα αποτελέσματα να φαίνονται τόσο ακραία; Αν είναι έτσι, προκύπτει το ερώτημα· πώς θα μπορέσουμε στο μέλλον να διαχειριστούμε αυτή τη ...λογιστική των καιρικών επεισοδίων; και όχι μόνον αυτό· αν τελικά θα συμμαχήσουμε με τον καιρό ή με τη Φύση, καθώς βλέπουμε αυτές οι δύο οντότητες που έως τώρα θεωρούσαμε ως ενιαία οντότητα, να βρίσκονται σε ...διάσταση, αφού ο καιρός προκαλεί πλήγματα και στην ίδια τη Φύση. Κι επειδή ακριβώς, σήμερα διακρίνουμε ένα είδος μεταμέλειας και διάθεσης συμφιλίωσης με τη Φύση, καλόν είναι να σκεφτούμε με τι υποχωρήσεις, παραχωρήσεις και επιστροφές μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο... (*) το μεγαλύτερο μέρος των επιφανειακών υδάτων κατεισδύει στον υπόγειο υδροφόρο μέσω των κορρημάτων των παραποτάμιων ζωνών. (**) κατά την έκφραση του Albert Van Dijk( Global Water Monitoring) Δ. Με τι χρονικό ορίζοντα καλούμαστε να σχεδιάσουμε το μέλλον της Γεωργίας; Όπως είναι σαφές από την ανάπτυξη του θέματος “Γεωργία” στην Έκθεση της HVA δεν αμφισβητείται το κυρίαρχο γεωργικό μοντέλο της συμβατικής γεωργίας και βέβαια, δεν δίνεται χώρος να αναπτυχθούν γεωργικές δραστηριότητες εκ μέρους κοινωνικών ομάδων, είτε μέσω των περιαστικών αγροκτημάτων, είτε μέσω οργανωμένων ομάδων παραγωγών Νομίζω, όμως, πως είναι σαφές σε όλους πως η Γεωργία του εγγύς μέλλοντος θα εμπεριέχει υψηλά ρίσκα και αβεβαιότητες. Και τα μέτρα που καλούμαστε να λάβουμε, ώστε να σχεδιάσουμε ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό ως προς τη λειτουργία του master plan θα συναντά στο δρόμο του εμπόδια που εν πολλοίς θα κρίνονται ανυπέρβλητα: (α) οι προβλέψεις του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού(WMO) αλλά και της πρόσφατης Έκθεσης της IPCC αναφέρουν πως το όριο των +1,5oC σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο, είναι πιθανόν πλέον να ξεπεραστεί μέχρι το 2040(***). Κι αυτό, για το ...hot spot της Μεσογείου και ειδικά της περιοχής μας θα σημάνει μεγαλύτερη μέση αύξηση της θερμοκρασίας(>2,5oC). Και υπ’ αυτές τις συνθήκες ο κίνδυνος να περιέλθει μέρος της Θεσσαλίας σε κατάσταση μόνιμης ξηρασίας είναι πλέον ορατός.(1) (β) αυτή η μέση αύξηση της θερμοκρασίας της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας αλλά κυρίως των υδάτων της Μεσογείου, διατηρεί συνεχώς των κίνδυνο να ενσκήπτουν νέα ακραία φαινόμενα τύπου Daniel και ίσως ισχυρότερα, των οποίων τη συχνότητα και ένταση δε μπορούμε να προβλέψουμε. (γ) στην περίπτωση της συνεχιζόμενης μείωσης των παραγωγικών αγροτικών γαιών και υπό την απειλή πάντα των ρίσκων της σοδειάς, μπορεί να υπάρξει αξιόπιστο και ανθεκτικό μοντέλο παραγωγής που να εξασφαλίζει την επισιτιστική επάρκεια, τη βιωσιμότητα των παραδοσιακών( βαμβάκι, σιτηρά κλπ) αλλά και καινοτόμων καλλιεργειών που θα αναπτυχθούν, ώστε να καλύπτεται και η διείσδυση στην Αγορά, να εξασφαλίζεται κάποιο αξιοπρεπές αγροτικό εισόδημα αλλά κυρίως να διατηρείται η καλή κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος; Και εν τέλει, αυτό που αποκαλούμε Γεωργία των ανοιχτών οριζόντων, τι πιθανότητες έχει να επιβιώσει στο χρόνο; Θεωρώ πως αυτά τα ερωτήματα πρέπει να είναι τα κυρίαρχα, για την αντιμετώπιση ενός μέλλοντος που δε θα απαιτεί μόνο την Τεχνική θωράκιση αλλά κυρίως την κοινωνική, μέσω μιας φιλοσοφίας αλληλεγγύης και συλλογικότητας. Τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά που οφείλει να αναπτύξει η Θεσσαλική κοινωνία είναι ικανά να την “εισάγουν” και στην Αγορά. Η υποταγή και μόνο στους νόμους της, όχι. Πολύ φοβάμαι ότι με τις συνθήκες όπως αυτές αναπτύσσονται στο Θεσσαλικό χώρο αλλά και ευρύτερα, πως είναι αρκετά επισφαλές να μιλάμε για βεβαιότητες σε ό,τι αφορά τις καλλιέργειες, την επάρκεια νερού για την κρίσιμη – όπως προσωπικά θεωρώ – περίοδο μέχρι το 2040 αλλά και την εξασφάλιση των στοιχειωδών συνθηκών που θα εξασφαλίζουν την επάρκεια αγαθών για τους κατοίκους της Θεσσαλίας. Οφείλουμε να αναπτύξουμε ένα δικό μας μοντέλο – master plan – με εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες που θέτει η πρόταση της Εταιρίας. (δ) και εν τέλει, υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, θα μπορεί να υπάρξει ένα ισχυρό ασφαλιστικό σύστημα κι ένα βιώσιμο πρόγραμμα κάλυψης των ζημιών της αγροτικής παραγωγής; και εν τέλει ακόμα, ποια μπορεί να είναι η αποτελεσματικότητα ενός τέτοιου προγράμματος όταν η συχνότητα εμφάνισης καταστρεπτικών ακραίων φαινομένων αυξηθεί τόσο, ώστε να κάνει αβέβαιο ακόμα κι αυτόν τον κύκλο γεωργικής παραγωγής που ως τώρα, τουλάχιστον, τον θεωρούσαμε ενταγμένο στους ρυθμούς της Φύσης; (ε) Στην Έκθεση της HVA πέραν της προτεινόμενης αντικατάστασης της καλλιέργειας του βαμβακιού δεν γίνεται καμιά μνεία στην τύχη άλλων καλλιεργειών, όπως η αμπελοκαλλιέργεια, που κινδυνεύουν μα σημαντική συρρίκνωση με την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας και το ντόμινο των φαινομένων που την ακολουθούν. Εκείνο που θεωρώ αναγκαίο, προς το παρόν, που οφείλουμε να κάνουμε, είναι να ιχνηλατήσουμε την πορεία που διαγράφουν τα ακραία φαινόμενα, με βάση την εξέλιξή τους στην τελευταία 20ετία. Θεωρώ χρήσιμο και κρίσιμο οδηγό την τελευταία διάρκεια αυτής της περιόδου( 2015 – σήμερα) όπου έχουν πυκνώσει οι κυκλώνες στη Μεσόγειο αλλά και την “εμμονή’ των αυξημένων θερμοκρασιών της Μεσογείου. Σε πρώτη ανάγνωση- που ενδεχομένως να μην αποτελεί ακόμη στατιστική βεβαιότητα – κάποιες περιοχές φαίνονται ευεπίφορες στο να δέχονται ισχυρά πλήγματα του καιρού. Διακρίνω δυο τέτοιες περιοχές στη Θεσσαλική επικράτεια( Μαγνησία, Δυτική Θεσσαλία) μαζί με τη ΝΔ Ελλάδα, Εύβοια κλπ. Οφείλουμε ς’ αυτές τις περιοχές, πέρα από την αυτονόητη θωράκισή τους, να παρακολουθούμε επισταμένως την εξέλιξη αυτής της ...δυσάρεστης σχέσης του με ό,τι κακό τους επιφυλάσσει ο καιρός. Κι αυτό, πέραν των άλλων, έχει αναπόδραστη σχέση με τις γεωργικές καλλιέργειες που θα είναι ανθεκτικές και βιώσιμες από κάθε άποψη ς’ αυτούς τους γεωγραφικούς χώρους. Και όλα αυτά θα μπορούν να υλοποιηθούν μέσω ενός Παρατηρητηρίου για τη Γεωργία, το οποίο θα επεξεργάζεται και θα επικαιροποιεί διαρκώς όλα τα δεδομένα/παραμέτρους που θα κάνουν την προσέγγιση του ζητήματος της Γεωργίας όλο και περισσότερο αξιόπιστη. Εν κατακλείδι· ποιος μπορεί να είναι ο χαρακτήρας της μελλοντικής Γεωργίας και ποιες οι προτεραιότητές της; κατά βάση οφείλει να είναι κοινωνικός και η σταθερή προτεραιότητά της η κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού της Θεσσαλίας και μεγάλου ποσοστού των Ελλήνων. Η προτεραιότητα και μόνον της κάλυψης των αναγκών μιας πιεστικά ανταγωνιστικής διεθνούς Αγοράς, όπως αφήνεται να εννοηθεί από τις προτάσεις της HVA είναι σε σημαντικό βαθμό επισφαλής και μάλιστα αυτή η επισφάλεια αναμένεται να ενταθεί αν συνδυαστεί με τις αβεβαιότητες που προοιωνίζει το κλιματικό μέλλον. (1) αυτή τη στιγμή έχουν υλοποιηθεί από την IPCC τα Global Models. Η ανάπτυξη των περιοχικών(Regional models) παραπέμπεται για το 2025. Κατά συνέπεια κάθε πρόβλεψη ενέχει ακόμα υψηλό ρίσκο. (***) Ας σημειώσουμε, μιας και αναφερόμαστε στο 2040, ότι όλες σχεδόν οι προβλέψεις που έχουν γίνει κατά καιρούς για την παραπάνω χρονολογία, έχουν επαληθευτεί πολύ νωρίτερα! Επί πλέον, αν αναλογιστούμε πως στο χρονοδιάγραμμα που θέτει η Έκθεση της HVA ορίζει ως χρονικό ορίζοντα περάτωσης των τεχνικών έργων το 2039 – αρκετά αισιόδοξος στόχος για τα Ελληνικά δεδομένα – γίνεται σαφές ότι στο μυαλό των Ολλανδών συμβούλων και μελετητών η Κλιματική κρίση προς το παρόν παραμερίζεται και ορίζεται με τρόπο αυθαίρετο μια “αδιατάρακτη” περίοδος όπου δεν αναμένονται άλλα άξια λόγου ακραία φαινόμενα( κυκλώνες, ξηρασία κλπ) που θα ανακόπτουν την ομαλή πορεία της εφαρμογής των σχεδίων ή πολύ περισσότερο, θα δημιουργούν τάσεις αναθεώρησής τους και μιας διαρκούς επικαιροποίησης που θα στοιχίζει σε χρόνο και οικονομικό κόστος. Ε. Τι προοιωνίζει η σπουδή της ιδιωτικοποίησης των υδάτων, σε συνδυασμό με το γεωργικό μοντέλο που προτείνεται; Η διεθνής εμπειρία από την εφαρμογή αυτού του συνδυασμού παραπέμπει σε καταστάσεις, όπου το μόνο σίγουρο είναι πως θα επισπεύσουν ακόμη περισσότερο τη φυγή πολλών γεωργών από την παραγωγική διαδικασία, τη συρρίκνωση του ενεργού πληθυσμού της υπαίθρου και τη διόγκωση του άλλου προσώπου της Ερημοποίησης που έχει να κάνει με την ανθρώπινη παρουσία στην ύπαιθρο. Κυρίως όμως, αυτός ο συνδυασμός θα δείχνει το αληθινό του πρόσωπο σε περιόδους έντασης των καιρικών φαινομένων και δη της λειψυδρίας. Κι επειδή ένα Σύστημα που στηρίζεται σε μια οργάνωση της παραγωγής, που έχει ως κύριο μέλημα την κάλυψη των αναγκών της διεθνούς Αγοράς κι όχι των επισιτιστικών αναγκών του πληθυσμού της Περιφέρειας που παράγει τα αγαθά, λειτουργεί προνοητικά, είναι σχεδόν σίγουρο πως το ριζικά δημόσιο – κοινωνικό αγαθό που λέγεται νερό θα καταστεί χρηματιστηριακό προϊόν με επακόλουθα τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης, δηλ. η εκ των προτέρων δέσμευση ποσοτήτων νερού από μεγαλοεπενδυτές, που θα έχουν προκύψει εν τω μεταξύ. Τι είδους “διαστροφή” θα έχει συμβεί εν τω μεταξύ σε μια τέτοια περίπτωση; με δεδομένο ότι οι επενδυτές γης και νερού θα έχουν ως μέλημα την κάλυψη των αναγκών της διεθνούς Αγοράς και λιγότερο της ντόπιας, θα σημειωθεί το παράδοξο, μαζί με το προϊόν που εξάγεται, να εξάγεται και το υδατικό περιεχόμενο, υπό τη μορφή του Εικονικού νερού* και μάλιστα σε περιόδους έλλειψής του! * εικονικό νερό: είναι η ποσότητα νερού που έχει καταναλωθεί για να παραχθεί μια μονάδα βάρους ή όγκου του προϊόντος. π.χ για την παραγωγή ενός κιλού μοσχαρίσιου κρέατος απαιτούνται σε όλη την παραγωγική του διαδικασία 16 κ.μ νερού, για ένα μπουκάλι κρασί, 400 ίδια μπουκάλια νερού κοκ.