• Σχόλιο του χρήστη 'Σωματείο «ΔΙΑΖΩΜΑ»' | 11 Απριλίου 2024, 13:43

    Συμμετοχή στη διαβούλευση Μέρος Β: Διαχείριση και Προστασία Δασών Κεφάλαιο Α΄ Διαχείριση Δασών Αξιότιμε κ. Υπουργέ, Ως φορέας πολιτισμού με κύριο στόχο και μέλημα την ένταξη της φύσης και του πολιτισμού στο κέντρο της ζωής των πολιτών, της αειφορίας και της βιώσιμης ανάπτυξης, συμμετέχουμε στην παρούσα διαβούλευση για να θέσουμε τους προβληματισμούς και τις προτάσεις μας στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου. Έχοντας μια πολυετή εμπειρία σε έργα πολιτισμού και μια πολύ έντονη πρόσφατη εμπειρία στο μεγάλο έργο της ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας, πεποίθησή μας είναι ότι για την επιτυχία μιας πολιτικής απαραίτητο συστατικό είναι οι κοινωνικές συνέργειες και τα κίνητρα προκειμένου ο κάθε ενδιαφερόμενος πολίτης να γίνει μέρος αυτής της πολιτικής και να την εντάξει στη ζωή του. Με αυτή την αρχή, συμμετέχουμε στη διαβούλευση εστιάζοντας σε στοιχεία που θα φέρουν την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία πιο κοντά στη διαχείριση των δασών. Εξαρχής επισημαίνουμε ότι η πρωτοβουλία σας είναι αξιέπαινη και απαντά σε σύγχρονες ανάγκες της διαχείρισης των δασών και ειδικότερα της αξιοποίησης της δασικής βιομάζας. Ωστόσο, θεωρούμε ότι στοιχεία του νομοσχεδίου απομακρύνουν το δάσος από την τοπική κοινότητα και την αξιοποίησή του από αυτή. Ειδικότερα: Στο άρθρο 15 προβλέπεται η σύσταση υβριδικών συνεργατικών σχημάτων με τη συμμετοχή κατά 50% ΔΑ.ΣΕ και κατά 50% υφιστάμενων εταιρειών (τουλάχιστον πέντε έτη πριν τη δημοσίευση της πρόσκλησης) και με κύκλο εργασιών 5 εκ. ευρώ ή 3 εκ. ευρώ αναλόγως τη δραστηριότητα. Οι οικονομικές απαιτήσεις για τις ως άνω εταιρείες καθιστούν σαφές ότι οι ΔΑΣΕ θα συμβληθούν με εταιρείες κολοσσούς, των οποίων ο τζίρος παραπέμπει σε καθαρή επιχειρηματική δραστηριότητα με μόνο στόχο το κέρδος. Παράλληλα, στη σύγκριση δυνάμεων των δύο εταίρων, είναι προφανές ποιος είναι ο δυνατός και ποιος θα αποφασίζει και δυστυχώς και με ποια κριτήρια. Στην περίπτωση όμως του δάσους, το κέρδος δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Το δάσος, στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης, απαιτεί εναλλακτικές μορφές οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής, διανομής, κατανάλωσης και επανεπένδυσης, βασισμένη στις αρχές της δημοκρατίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, καθώς και του σεβασμού στον άνθρωπο και το περιβάλλον. Δυστυχώς οι έννοιες αυτές απουσιάζουν από το κεφάλαιο «Διαχείριση Δασών». Τι αντιπροτείνουμε; Τη συμπερίληψη στο άρθρο 15 -αν όχι την αποκλειστική πρόβλεψη- σχημάτων/νομικών μορφών που βάζουν το δάσος και τον πολίτη στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων (το αυτονόητο!). Με άλλα λόγια, σχημάτων που προσφέρον περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό όφελος στα μέλη τους αλλά και στις τοπικές περιοχές δραστηριοποίησής τους. Τα σχήματα αυτά είναι γνωστά στον νομοθέτη και δη στον «περιβαλλοντικό» νομοθέτη σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο που οι ενεργειακές κοινότητες - που έχουν θεσπιστεί με επιλογή του Έλληνα νομοθέτη με μορφή αστικού συνεταιρισμού (ν. 1667/1986 )- έχουν χαρακτηριστεί από την ευρωπαϊκή νομοθεσία ως θεσμός που επιτρέπει την ενεργή συμμετοχή των πολιτών στην αγορά ενέργειας και που συμβάλλει στην επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, στην αύξηση της τοπικής αποδοχής των έργων ενέργειας και στην ενίσχυση του τοπικού ενεργειακού εφοδιασμού. Αντίστοιχα και για την διαχείριση των δασών, θα έπρεπε να προβλεφθεί μία νομική μορφή που θα δίνει βάρος στην επιδίωξη του συλλογικού οφέλους και στην εξυπηρέτηση των γενικότερων κοινωνικών συμφερόντων. Θα μπορούσε να είναι και πάλι ένας αστικός συνεταιρισμός αλλά η δική μας πρόταση είναι να πάμε σε μία ειδικότερη μορφή αστικού συνεταιρισμού, στη Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚΟΙΝ.ΣΕΠ) (ν. 4430/2016), η οποία ως μία πιο σύγχρονη μορφή αστικού συνεταιρισμού, υπογραμμίζει καλύτερα και εντονότερα τους σκοπούς της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, ως μορφή εναλλακτικής οργάνωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων. Στην ΚΟΙΝ.ΣΕΠ το κέρδος δεν είναι ο στόχος καθώς ποσοστό τουλάχιστον 5% διατίθεται για το σχηματισμό αποθεματικού, ποσοστό έως 35% αποδίδεται στους ίδιους τους εργαζόμενους του φορέα και το υπόλοιπο διατίθεται για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη διεύρυνση της παραγωγικής δραστηριότητάς του. Παράλληλα, στο νομικό πλαίσιο των ΚΟΙΝ.ΣΕΠ προβλέπεται ειδικότερα η Κοιν.Σ.Επ Συλλογικής και Κοινωνικής Ωφέλειας για δραστηριότητες βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή δραστηριοτήτων που, όπως αναφέρει ο ίδιος ο νομοθέτης, προωθούν την αειφορία του περιβάλλοντος, την κοινωνική και οικονομική ισότητα, δημιουργούν υποδομές σε δημοκρατική συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες, προωθούν την προστασία και την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας. Με την πρόβλεψη της Κοιν. Σ.Επ συλλογικής και Κοινωνικής Ωφέλειας υπηρετείται και υποστηρίζεται – λόγω του νομοθετικού πλαισίου της- το όραμα ανάδειξης και αξιοποίησης των δασών, για τη δημιουργία αξίας και πλούτου, κάτω από τις αρχές της αειφορίας και της βιώσιμης ανάπτυξης, και ιδιαίτερα τη βελτιστοποίηση της κοινωνικής ωφέλειας από την κατανόηση του δάσους και των δασικών εκτάσεων της χώρας ως οικονομικών αγαθών, δηλαδή ως συνεκτικού και ενιαίου οργανικού συστήματος αξιοποιήσιμων πρωτογενών προϊόντων και υποπροϊόντων, υπηρεσιών και επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων καθώς και σχετιζόμενων ομάδων πληθυσμού και οικονομικών – παραγωγικών κλάδων και δραστηριοτήτων (εφεξής και συνολικά ως σύνολο σχέσεων, η «οικονομία του δάσους»). Παράλληλα, ενισχύονται οι δραστηριότητες που βασίζονται στις αρχές της αλληλεγγύης και της ισότιμης πρόσβασης σε όλες τις ομάδες του πληθυσμού, παρέχουν κοινωνική αρωγή, συμβάλλουν στην άμβλυνση ανισοτήτων με κοινωνικούς όρους και προάγουν τη ποιότητα ζωής και την αξιοπρεπή διαβίωση παιδιών, εφήβων, ηλικιωμένων και ατόμων με αναπηρία ή χρόνιες παθήσεις οποιασδήποτε μορφής και μειονεκτούντων ως προς την ομαλή ένταξή τους στην αγορά εργασίας, όπως ορίζονται στον ν.4430/2016. Με βάση τα ανωτέρω και δεδομένης της ύπαρξης επαρκέστατης, κατάλληλης και σύγχρονης νομοθεσίας στο ελληνικό δίκαιο αναφορικά με τη δημιουργία σχημάτων διαχείρισης του περιβάλλοντος, η πρόβλεψη με το παρόν σχέδιο νόμου ενός νέου εταιρικού κερδοσκοπικού σχήματος – και ειδικά για τα δάση- χωρίς καμία αναφορά σε βασικές αρχές αειφορίας, προστασίας και αλληλέγγυας οικονομίας, μόνο ερωτηματικά προκαλεί. Στο ίδιο πλαίσιο απομάκρυνσης του δάσους από την τοπική κοινωνία και την αλληλέγγυα οικονομία, κινείται και η πρόβλεψη του άρθρου 16 για την ανάθεση της υλοποίησης και της εκμετάλλευσης δημοσίων δασών σε όλη την Ελλάδα κατόπιν δημόσιας πρόσκλησης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος και ελέγχει την όλη διαδικασία (συγκροτεί την επιτροπή διενέργειας του διαγωνισμού, αναθέτει, αποφασίζει ο ίδιος για τις ενστάσεις αντί της σύστασης άλλης επιτροπής). Με την εν λόγω απόφαση/πρόσκληση του Υπουργού καλούνται μόνο τα νέα εταιρικά σχήματα να συμμετέχουν στη διαδικασία ανάθεσης της υλοποίησης της διαχείρισης και εκμετάλλευσης δημοσίων δασών εξαιρουμένων ρητώς άλλων εταιρικών μορφών. Με αυτή τη διαδικασία είναι προφανές ότι η διαχείριση του δάσους γίνεται υπόθεση των γραφείων της Αθήνας και ειδικότερα του Υπουργού καθώς δεν γίνεται καμία αναφορά στη συμβολή των αποκεντρωμένων δασικών υπηρεσιών, οι οποίες γνωρίζουν καλύτερα από όλους τις τοπικές ανάγκες ή άλλων γνωμοδοτικών οργάνων που επίσημα, βάσει του νόμου, θα κληθούν να συμβάλουν στη διαδικασία κατάρτιση της πρόσκλησης, στην ανάθεση και στον έλεγχο της προσήκουσας εκτέλεσης της σύμβασης. Η μόνη αναφορά στην τοπική κοινωνία γίνεται στο άρθρο 23 όπου και πάλι δεν καθορίζεται κανένα πλαίσιο προσδιορισμού του ποσοστού των καυσοξύλων ούτε και του ύψους του χαμηλού τιμήματος πώλησης αυτών στους μόνιμους κατοίκους της περιοχής. Με αυτόν τον τρόπο εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε Υπουργού να προσδιορίζει τη μόνη άμεση ωφέλεια που προβλέπεται για την τοπική κοινότητα κατά τη βούλησή του. Η δε έμμεση ωφέλεια μέσω της απόδοσης ποσοστού 2% στους ΟΤΑ (εάν είναι α΄ή β΄βαθμού ή και οι δύο δεν προσδιορίζεται) είναι πολύ μικρή και δεν προσδιορίζεται πώς αποδίδεται και σε ποια χρονικά διαστήματα ούτε προβλέπεται η έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης. Τέλος, είναι απαραίτητο ο έλεγχος της αποληπτόμενης βιομάζας να μπορεί να γίνει και από την ίδια την τοπική δασική υπηρεσία και όχι μόνο από συνεργαζόμενους ιδιώτες (εταιρείες ή από το μητρώο). Η εμπειρία μας -ιδίως στο χώρο του πολιτισμού- έχει αποδείξει ότι τις περισσότερες φορές οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι αυτοί που προστατεύουν καλύτερα από τον κάθε ιδιώτη την δημόσια «περιουσία» που υπηρετούν. Καταλήγοντας, κύριε Υπουργέ, η διαχείριση και προστασία των δασών είναι μια διαδικασία που είναι σωστό μεν να αποτελεί οικονομική δραστηριότητα αλλά από την άλλη πρέπει να τεθούν όλοι οι όροι και προϋποθέσεις προκειμένου ως δραστηριότητα να διαφοροποιείται από τις αυστηρά ιεραρχικές δραστηριότητες της τυπικής ιδιωτικής αγοράς που στοχεύει στο κέρδος και να στηρίζεται σε μια δημοκρατική, ισότιμη, αλληλέγγυα και συνεργατική μορφή οργάνωσης που θέτει στο επίκεντρο τον άνθρωπο, την κοινότητα, τις ανάγκες τους και την αειφόρο και βιώσιμη ανάπτυξη. Ο Πρόεδρος του Σωματείου «ΔΙΑΖΩΜΑ» Σταύρος Μπένος