• Σχόλιο του χρήστη 'Γιώργος Πιλάτος' | 12 Απριλίου 2024, 14:46

    Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ, Αξιότιμε Κύριε Γενικέ Γραμματέα, Το προηγούμενο χρονικό διάστημα ενημερωθήκαμε για τις προθέσεις σας να προχωρήσετε σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε μία ολοκληρωμένη και πιο αποτελεσματική διαχείριση των ελληνικών δασικών οικοσυστημάτων. Θα θέλαμε να σας γνωρίσουμε, ότι οι Ελληνικές επιχειρήσεις ξυλείας, ένας από τους πιο σημαντικούς εταίρους της αλυσίδας αξίας του κλάδου, υποδέχεται με ικανοποίηση τις εξαγγελίες σας. Θέλοντας να υποστηρίξουμε τις μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζετε να εφαρμόσετε, παρακαλούμε λάβετε υπόψη σας τις παρακάτω προτάσεις μας, που απορρέουν από την πολυετή εμπειρία μας και άμεση εμπλοκή μας στην διαχείριση των ελληνικών δασών. Διαχείριση-Εκμετάλλευση Δασών & Υλοτομίες Έγκαιρη σύνταξη των διαχειριστικών μελετών, για το σύνολο των δασικών οικοσυστημάτων (δημόσια, δημοτικά, συνιδιόκτητα, ιδιωτικά, κ.λπ.), με επί τόπου επισκέψεις στις προς υλοτόμηση περιοχές, με στόχο την αποφυγή υπερεκτιμήσεων ή και υποεκτιμήσεων (τις περισσότερες φορές) του λύματος. Είναι γεγονός ότι η μεθοδολογία που ακολουθείται για την σύνταξη των διαχειριστικών μελετών την τελευταία 30ετία, έχει προκαλέσει σωρεία προβλημάτων στην εγχώρια αλυσίδα παραγωγής δασοκομικών προϊόντων. Πλέον με την οριστικοποίηση των δασικών χαρτών, θα είναι εφικτή η σύνταξη διαχειριστικών μελετών που θα βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα κι όχι μόνο στις προηγούμενες διαχειριστικές μελέτες που είχαν συνταχθεί κατά το παρελθόν, οδηγώντας με την πάροδο του χρόνου σε «εικονική» μείωση του προς αξιοποίηση λύματος. Η ανάγκη επιμήκυνσης του χρόνου υλοτομίας είναι κάτι που έχει επισημανθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια από όλους τους εμπλεκόμενους με το συγκεκριμένο αντικείμενο (Δασική Υπηρεσία, Πριστήρια, Ειδικούς Επιστήμονες κλπ.) και η μη εφαρμογή της έχει κυρίως να κάνει με δύο ζητήματα: Το πρώτο είναι η βασική υποδομή (και κυρίως το κλείσιμο των δασικών δρόμων μετά τις πρώτες βροχές) και το δεύτερο η υποδομή, ο εξοπλισμός και η αντιμετώπιση του προβλήματος εκ μέρους των υλοτόμων. Εξίσου σημαντικό ζήτημα που θα πρέπει να εξετασθεί διεξοδικότερα από τους εμπλεκομένους είναι και η ενδεχόμενη αλλαγή του καθεστώτος εκμετάλλευσης των ελληνικών δασών, με την διενέργεια αποψιλωτικών υλοτομιών (όπου οι γεωμορφολογικές συνθήκες το επιτρέπουν), αντικαθιστώντας το μοντέλο των επιλεκτικών που εφαρμόζεται τα τελευταία 90 και πλέον χρόνων κι έχουν οδηγήσει στην «απαξίωση» των ελληνικών δασοκομικών προϊόντων, καθώς και σε μη παραγωγικά δάση. Σε κάθε περίπτωση κι επειδή οι αποψιλωτικές υλοτομίες οδηγούν στη μείωση της εξατμισοδιαπνοής και του ρυθμού παραγωγής, θα πρέπει μετά από τις υλοτομικές επεμβάσεις να ακολουθεί η τεχνητή φύτευση (αναδάσωση), το κόστος της οποίας θα επιβαρύνει τον εκμεταλλευτή του δάσους. Παράλληλα, αναδασώσεις θα πρέπει να προβλέπονται και σε περιοχές όπου δεν ευνοείται η φυσική αναγέννηση του δάσους. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί και στα είδη που θα χρησιμοποιούνται στις αναδασώσεις (φύτευση ιδίου είδους με αυτό που υλοτομείται), έτσι ώστε να μην διαταράσσεται το φυσικό οικοσύστημα και να διασφαλίζεται η αειφορία του. Μία τέτοιου είδους αλλαγή του καθεστώτος εκμετάλλευσης θα επέτρεπε την πλήρη αξιοποίηση των δασοκομικών προϊόντων (τεχνητή ξυλεία-θρυμματισμού-καυσόξυλα-βιομάζα), ενισχύοντας: τη βέλτιστη αξιοποίηση των φυσικών (δασικών) πόρων της χώρας, την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας της αλυσίδας παραγωγής δασοκομικών προϊόντων, τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης και την ορθολογική διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων. Εκτιμούμε, ότι ο τρόπος διαχείρισης δασών με τον νόμο 2169/1993 και το Π.Δ. 126/86 θεωρείται πλέον ξεπερασμένος και δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες μεθόδους διαχείρισης που εφαρμόζονται σε πολλές προηγμένες δασικές οικονομίες, καθώς δεν υφίστανται πλέον οι λόγοι για τους οποίους εφαρμόστηκαν (εντοπιότητα και προσπάθεια αποκέντρωσης). Αντιθέτως, δημιουργεί προβλήματα καθώς δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις σημερινές απαιτήσεις διαχείρισης (χρόνος εκμετάλλευσης των δασών, διαβάθμιση και ποιοτική ταξινόμηση ξυλείας, παραγωγή βιομάζας, κ.λπ). Παράλληλα, η εγκατάλειψη της βιομάζας λόγω μη οικονομικού οφέλους, καταλήγει να γίνεται δασικό απόβλητο και να μένει στον χώρο υλοτομίας με τα όποια προβλήματα δημιουργεί (πυρκαγιές, μυκητιασικές μολύνσεις δασών, εμπόδιο στην προσβασιμότητα, κ.α.). Πρόταση του των ελληνικών μονάδων επεξεργασίας ξύλου είναι να εκσυγχρονισθεί το παραπάνω αναφερόμενο νομοθετικό πλαίσιο διαχείρισης, καθώς έχει κλείσει ο κύκλος εφαρμογής του και να γίνει μία ουσιαστική μεταρρύθμιση στην αλυσίδα αξίας του ξύλου, όπως αντικαταστάθηκε παλαιότερα και η Κρατική Εκμετάλλευση Δασών (ΚΕΔ). Εισαγωγή προτύπου Προδιαγραφών Ταξινόμησης Στρογγυλής Ξυλείας στην Ελληνική Νομοθεσία. Δεδομένης της έλλειψης προδιαγραφών ταξινόμησης της στρογγυλής ξυλείας που υλοτομείται στα δασικά συμπλέγματα και δάση της Ελλάδας, τα τελικά προϊόντα της δασικής παραγωγής δεν τυγχάνουν την αναγνώριση της αγοράς κι ως εκ τούτου η τιμή διάθεσή τους παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και δεν ανταποκρίνεται στα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Με βάσει τα παραπάνω θα πρέπει να υπάρξει ενεργός συμμετοχή της Ελλάδας στην υπό διαμόρφωση Ευρωπαϊκή Προδιαγραφή prEN 1927-1 (2007) για την ποιοτική ταξινόμηση της στρογγυλής ξυλείας κωνοφόρων και την επιτάχυνση της ενσωμάτωση της στην Ελληνική Νομοθεσία. Καθεστώς λειτουργίας και προνόμια Δασικών Συνεταιρισμών. Με τον τρόπο με τον οποίο διακινείται σήμερα η στρογγυλή ξυλεία, οι τιμές διαμορφώνονται ουσιαστικά ανάλογα με τις διαθέσεις και την μικροπολιτική των Δασικών Συνεταιρισμών. Δεν είναι για παράδειγμα λίγες οι φορές που, οι ίδιοι οι Συνεταιρισμοί, για τις ίδιες ποσότητες και ποιότητες στρογγυλής, προσφέρουν το προϊόν τους σε τιμές που μπορεί να έχουν διακύμανση μεγαλύτερη από 2--25% από χρόνο σε χρόνο. Η πραγματικότητα αυτή οδηγεί συνήθως σε ένα ατελείωτο «παζάρι» με τους επιχειρηματίες, οι οποίοι και εισπράττουν όλο το βάρος αυτών των αυξήσεων. Η δεδομένη και ετήσια λοιπόν διαδικασία «παζαριού» με τους Δασικούς Συνεταιρισμούς, σημαίνει πρακτικά ότι οι επιχειρηματίες δεν γνωρίζουν στην αρχή της χρονιάς τις τιμές στις οποίες θα πουλήσουν τα τελικά τους προϊόντα. Με άλλα λόγια, επειδή δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη λογική διαμόρφωσης των τιμών της στρογγυλής ξυλείας, είναι πρακτικά αδύνατον να δεσμευτεί ένα πριστήριο για τις τιμές των τελικών προϊόντων του που θα διαθέτει στην επόμενη χρονιά. Εκτός όμως από τις τυχαίες αυξομειώσεις των τιμών, υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα και με το κόστος και τα περιθώρια κέρδους των Δασικών Συνεταιρισμών. Τα ποσοστά αυτά είναι τεράστια σε σχέση με την εργασία που παρέχεται και την ποιότητα των προϊόντων που παράγονται, και στην ουσία δεν συγκρίνονται σε καμία περίπτωση με τα ποσοστά κέρδους που μπορούν να έχουν οι μονάδες που κατεργάζονται αυτήν την ξυλεία, και οι οποίες είναι επιπλέον υποχρεωμένες να επενδύουν σε μηχανολογικό εξοπλισμό, σε κεφάλαια κίνησης, να διατηρούν μόνιμο προσωπικό, κ.λπ. Επιπλέον, η «ευνοϊκή» μεταχείριση των Δασικών Συνεταιρισμών που στο πλαίσιο των πολιτικών ενίσχυσης του αγροτικού εισοδήματος των κατοίκων-μελών των συνεταιρισμών των ορεινών περιοχών, όπως αυτές ίσχυσαν τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες, ενίσχυσαν τη θέση των συνεταιρισμών στην υλοτόμηση των δασικών εκτάσεων, χωρίς όμως να επιφέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα στις τοπικές οικονομίες. Σημαντικότεροι παράγοντες για την εξέλιξη αυτή ήταν αφενός μεν η δημιουργία πολυάριθμων συνεταιρισμών με λίγα μέλη κι αφετέρου η πολύ μικρή συμμετοχή των μελών στις υλοτομίες, που σε πολλές περιπτώσεις επιβεβαιώνεται από την απασχόληση μη μελών κατά την εξέλιξη των δασικών εργασιών. Παρ’ όλα αυτά όμως οι δασικοί συνεταιρισμού ακόμη και σήμερα και παρ’ όλες τις ενέργειες ενίσχυσης του έργου τους τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια (Κ.Π.Σ., ΕΣΠΑ & Εθνικά Προγράμματα) συνεχίζουν να λειτουργούν «ηγεμονικά», με δυσάρεστες συνέπειες στην εκμετάλλευση του δασικού πλούτου. Για το λόγο αυτό θα πρέπει τόσο η Κεντρική Διοίκηση, όσο και η Τοπική Αυτοδιοίκηση να επανεξετάσουν τις διαδικασίες απευθείας παραχώρησης των υλοτομιών στους δασικούς συνεταιρισμούς, αφού έχουν εκλείψει ουσιαστικά τα κοινωνικά κριτήρια βάσει των οποίων επιλέγονταν έως και σήμερα, έτσι ώστε να εκλείψει το μονοπωλιακό καθεστώς που έχει δημιουργηθεί και λειτουργεί εις βάρος της ανάπτυξης της δασικής παραγωγής και κατ’ επέκταση του οικονομικού οφέλους από την αξιοποίηση της. Παράλληλα, θα πρέπει ο ρόλος τους να περιοριστεί στην υλοτόμηση και στην μετατόπιση των δασικών προϊόντων, κι όχι σε αυτή του εμπόρου-μεσάζοντα. Προτείνουμε την ιδιωτική εκμετάλλευση των συστάδων-δασών μέσω δημοπρασιών έτσι ώστε να γίνεται η σωστή εκμετάλλευση και επεξεργασία όλων των παραγόμενων δασικών προϊόντων. Αυτό θα έχει το μικρότερο οικονομικό κόστος για το Δημόσιο, κυρίως λόγω της απεμπλοκής των δασικών υπαλλήλων, ο ρόλος των οποίων πλέον θα είναι εποπτικός. Ταυτόχρονα θα επιφέρει το μεγαλύτερο οικονομικό όφελος για το Δημόσιο, καθώς θα εισπράττει το μέγιστο από την αξία των προϊόντων και όχι μέρος αυτού, όπως γίνεται σήμερα, το οποίο ανέρχεται περίπου στο 18%. Ρόλος Διευθύνσεων Δασών και Δασαρχείων. Η αποδυνάμωση κι «αποψίλωση» των Δασικών Υπηρεσιών σε επιστημονικό προσωπικό και σε πόρους, τόσο από την πλευρά της Κεντρικής Διοίκησης (λόγω οικονομικής στενότητας), όσο και από το ίδιο το ανθρώπινο δυναμικό των υπηρεσιών, συνέτεινε στο μη γίνονται ουσιαστικές παρεμβάσεις για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, που σαν αποτέλεσμα είχαν την απαξίωση του ρόλου τους. Βέβαια, αρκετές φορές η νοοτροπία των ανθρώπων που στελεχώνουν τις Δασικές Υπηρεσίες, αποτέλεσε τροχοπέδη στην αναστροφή αυτού του κλίματος. Επιπλέον, η λογική και ο βαθμός εμπλοκής των Δασικών Υπηρεσιών κατά τη διαδικασία από την προσήμανση μέχρι και την καταμέτρηση των κορμών, είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση της δασικής παραγωγής. Με δεδομένο ότι η αμοιβή των Συνεταιρισμών υπολογίζεται με βάση την ξυλεία που θα κοπεί, πολλές φορές οι υπάλληλοι των Δασικών Υπηρεσιών «πιέζονται» από τα μέλη των Συνεταιρισμών, να προσημάνουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες ποσότητες σε σχετικά προσβάσιμα τμήματα των συστάδων και κυρίως στην περίμετρό τους, με αποτέλεσμα οι πυρήνες των συστάδων να παραμένουν εκτός υλοτομίας. Οι οποιεσδήποτε παρεμβάσεις γίνονται, έχουν τοπικό χαρακτήρα και κινούνται από τις συνήθειες, τις ανάγκες και τα ευκαιριακά δεδομένα των επιμέρους συντελεστών: Η κάθε Διεύθυνση Δασών και το κάθε Δασαρχείο, ανάλογα με το προσωπικό, τις διαθέσιμες πιστώσεις και την προσωπική άποψη του εκάστοτε Δασάρχη, σχεδιάζει τη δική του πολιτική και τις δικές του παρεμβάσεις, χωρίς ποτέ να γνωρίζει ή να παίρνει υπόψη του την πολιτική και τις παρεμβάσεις που σχεδιάζουνοι όμορες Δ/νσειςΔασών ή Δασαρχεία. Μια σημαντική μεταρρύθμιση που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ουσιαστική βελτίωση του διαχειριστικού πλαισίου του δασικού πλούτου της χώρας μας, είναι η άμεση ενεργοποίηση κι εμπλοκή των ιδιωτικών δασοτεχνικών γραφείων, σε όλα τα στάδια της διαχείρισης των δασικών συμπλεγμάτων. Δεδομένης της υποστελέχωσης των δασικών υπηρεσιών, θα μπορούσε το έργο της σύνταξης κι εφαρμογής των διαχειριστικών μελετών, να ανατεθεί σε ιδιώτες δασολόγους οι οποίοι και θα φέρουν την ευθύνη του σχεδιασμού και της υλοποίησης των απαιτούμενων δασοτεχνικών εργασιών. Οι δασικές υπηρεσίες θα έχουν την ευθύνη της επίβλεψης κι ελέγχου της ορθής εφαρμογής των διαχειριστικών μελετών. Με τον τρόπο αυτό θα αναβαθμιστεί ο ρόλος των δασικών υπηρεσιών, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην βελτίωση του διαχειριστικού πλαισίου των ελληνικών δασών. Αξιοποίηση υπολειμμάτων υλοτομίας για την παραγωγή βιομάζας. Τα υπολείμματα των υλοτομιών που είναι ακατάλληλα για οποιαδήποτε περαιτέρω επεξεργασία, καθώς επίσης η μη εμπορεύσιμη ξυλεία και η κατακείμενη μη εκμεταλλεύσιμη στρογγυλή ξυλεία, που σήμερα παραμένουν ως «δασικά απορρίμματα», μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή βιομάζας για την παραγωγή ενέργειας. Σε περιοχές όπου το ξυλαπόθεμα είναι άφθονο η παραγωγή ενέργειας με την εκμετάλλευση της δασικής βιομάζας είναι αυτονόητη επιλογή. Τα ξυλώδη υπολείμματα που λαμβάνονται από την επεξεργασία του ξύλου (πριονίδι, ροκανίδι, θρύμματα ξύλου, κλπ.), καθώς και υπολείμματα ξυλείας που παράγονται κατά την υλοτόμηση των δέντρων και είναι ακατάλληλα για περαιτέρω επεξεργασία, μπορούν να χρησιμοποιηθούν με διαφορετικούς τρόπους για την παραγωγή βιοενέργειας, είτε για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος ή για να καλύψει ανάγκες θέρμανσης. Για να καταστεί εφικτή η απόληψη των υπολειμμάτων των υλοτομιών, θα πρέπει να συνταχθούν οι απαιτούμενες διαχειριστικές μελέτες, κάτι που δεν προβλέπεται από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο της χώρας μας. Επιπλέον, θα πρέπει τα υλοτομημένα δέντρα να μεταφέρονται σε κορμοπλατεία, κι εκεί να γίνεται ο διαχωρισμός τους σε ποιοτική τεχνική ξυλεία, καυσόξυλα, ξυλεία θρυμματισμού και υπολείμματα. Επιπλέον, τα οφέλη από την απομάκρυνση των υλοτομικών υπολειμμάτων, καθώς και της μη χρήσιμης ξυλείας, θα συμβάλλει στο μέγιστο βαθμό στην αειφορική διαχείριση των δασών και την προστασία τους από πυρκαγιές, ενώ παράλληλα ο «καθαρισμός» του δάσους θα μπορούσε να συνδυαστεί και με τη διευθέτηση-διαχείριση του υδρολογικού δικτύου, καθώς και με την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αξιότιμοι Κύριοι, Οι ελληνικές επιχειρήσεις επεξεργασίας ξύλου, πάντοτε αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν βασικό πυλώνα των τοπικών οικονομιών, δημιουργώντας θέσεις απασχόλησης και στηρίζοντας το τοπικό εισόδημα. Παράλληλα, παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει στο παρελθόν δεν «προστατεύτηκαν» όπως άλλοι κλάδοι της εθνικής οικονομίας με μικρότερη οικονομική συνεισφορά, με αποτέλεσμα σήμερα να αντιμετωπίζουν μία σειρά από δομικά προβλήματα, που καθιστά το αύριο αβέβαιο. Οι πιέσεις που δέχεται το εγχώριο προϊόν ξύλου από την εισαγόμενη οικοδομική ξυλεία, με μοναδικό επιχείρημα τις ανταγωνιστικές τιμές, θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν από τις διορθωτικές κινήσεις όπως σας έχουμε επισημάνει παραπάνω, εξασφαλίζοντας τις χιλιάδες θέσεις εργασίας στην αλυσίδα αξίας του ξύλου. Είμαστε στη διάθεσή σας, να συζητήσουμε και να συμβάλουμε στην βελτίωση της ολοκληρωμένης διαχείρισης των δασικών οικοσυστημάτων της Ελλάδας όπως την οραματίζεστε, με μοναδικό σκοπό να αξιοποιήσουμε στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα ελληνικά δάση, σεβόμενοι πάντα την αειφορία τους. Με εκτίμηση, Γιώργος Πιλάτος