• Σχόλιο του χρήστη 'Ινστιτούτο Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)' | 16 Σεπτεμβρίου 2024, 10:40

    Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ χαρακτηρίζεται από τον μεγάλο όγκο του και το πλήθος των πληροφοριών που περιλαμβάνει, την εμπεριστατωμένη έρευνα και επεξεργασία των δεδομένων και από τους φιλόδοξους στόχους για το 2030 και 2050, για τους οποίους χρειάζονται πολλές ρυθμίσεις και αποφάσεις από τον κρατικό τομέα. Πρακτικά, όμως, η χρήση του για τις εφαρμογές θα αντιμετωπίσει δυσκολίες, οπότε προτείνεται η εκπόνηση ενός εύχρηστου εγχειριδίου που θα περιλαμβάνει το «δια ταύτα» (implementation plans), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε αυτά που πρέπει να γίνουν έγκαιρα από τον κρατικό τομέα για να γίνουν οι επενδύσεις. Το νέο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ είναι σαφώς πιο ρεαλιστικό σε σχέση με το προηγούμενο έχοντας διορθώσει υπερβολές χωρίς ωστόσο να αποφεύγει τις ασάφειες και τις αποσπασματικές μόνο αναφορές σε σημαντικά θέματα (π.χ. εξόρυξη υδρογονανθράκων). Παρά την πρώτη εντύπωση που δημιουργεί σχετικά με την καθολική πραγμάτευση όλων των θεμάτων που άπτονται άμεσα και έμμεσα με τον τομέα της ενέργειας ωστόσο ολοκληρώνοντας κανείς την μελέτη του διαπιστώνει ότι κάποια θέματα δεν έχουν διερευνηθεί σε βάθος και με την ανάλογη προσοχή και συσχέτιση με συναφείς τομείς. Εντύπωση δε προκαλεί ότι ο κύριος άξονάς του είναι μόνο κλιματοκεντρικός ενώ δημιουργούνται αρκετά ερωτηματικά τόσο για την οικονομική βιωσιμότητα του όλου στρατηγικού πλαισίου ανάπτυξης (υπερβολική ανάπτυξη των ΑΠΕ) όσο και για την εμμονή σε νέες τεχνολογίες (πράσινο υδρογόνο, συνθετική αμμωνία, ανθρακούχα συνθετικά καύσιμα βιομεθάνιο) για τα οποία το ίδιο το ΕΣΕΚ σε κάποια σημεία μιλάει με επιφύλαξη ως μη δοκιμασμένα σε ευρεία κλίμακα και σε οικονομίες κλίμακας. Επίσης, για την αποτελεσματική διαχείριση και εποπτεία του ΕΣΕΚ όσο διαρκεί, θα χρειασθεί η συγκρότηση μιας ομάδας στο ΥΠΑΝ από ικανά και έμπειρα στελέχη που θα συμβάλλουν και στην έγκαιρη αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας για την επιτυχή επίτευξη των στόχων. Γενικά σχόλια 1. Ρεαλιστικότητα των στόχων: Αν και η αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή στο 82% είναι σημαντικά φιλόδοξη, η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί τεράστιες επενδύσεις και άμεση πρόοδο στην αδειοδότηση και στην υλοποίηση έργων ΑΠΕ. Η Ελλάδα έχει βιώσει στο παρελθόν σημαντικές καθυστερήσεις στην διαδικασία αδειοδότησης και υλοποίησης έργων υποδομής, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην επίτευξη των στόχων. 2. Κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις: Η σταδιακή κατάργηση της λιγνιτικής παραγωγής είναι κρίσιμη για την απoλιγνιτοποίηση της χώρας, αλλά οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στις μετά λιγνιτικές περιοχές απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή. Η μετάβαση σε άλλες θέσεις απασχόλησης και η ανάπτυξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων στις περιοχές αυτές κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να αποφευχθεί η κοινωνική αποσταθεροποίηση και η οικονομική ύφεση. 3. Τεχνολογική ωριμότητα και υποδομές: Η έμφαση στις νέες τεχνολογίες, όπως το πράσινο υδρογόνο και τα συνθετικά καύσιμα, δείχνει τη φιλοδοξία της Ελλάδας να πρωτοπορήσει στην απoλιγνιτοποίηση. Ωστόσο, η τεχνολογική ωριμότητα αυτών των λύσεων, καθώς και οι απαιτούμενες υποδομές, παραμένουν προκλήσεις. Υπάρχει ο κίνδυνος να μην είναι έτοιμες να συμβάλλουν αποτελεσματικά στους στόχους για το 2030, γεγονός που θα μπορούσε να ανατρέψει τον προγραμματισμό. 4. Μονάδες φυσικού αερίου: Το νέο ΕΣΕΚ προβλέπει την προσθήκη δύο νέων μονάδων φυσικού αερίου στον υφιστάμενο στόλο χωρίς καμία απόσυρση, ανεβάζοντας τη συνολική εγκατεστημένη ισχύ από 6,037 GW που είναι σήμερα στα 7,885 GW. Η συγκεκριμένη εξέλιξη προκαλεί ερωτήματα για την οικονομική βιωσιμότητα των μονάδων φυσικού αερίου που είναι πιθανό να εξαρτηθεί από επιδοτήσεις, όπως οι μηχανισμοί διασφάλισης επάρκειας ισχύος, αυξάνοντας το κόστος για τους καταναλωτές. Ειδικά σχόλια 1. Αναφέρονται στο ΕΣΕΚ (παρ. 2.3.3, σελίδα 127) οι στόχοι για τις ΑΠΕ (αιολικά και φωτοβολταϊκά), αύξηση κατά 10 GW το 2030, από 12.5 GW τον Μάιο 2024 σε 22.4 GW το 2030, όπως και στον προϋπολογισμό για τις αναγκαίες επενδύσεις. Ανάλογοι στόχοι τίθενται και μέχρι το 2050 σε ΑΠΕ και μπαταρίες. Μέχρι το 2030, όμως, ένα μέρος των ΑΠΕ, ιδιαίτερα εκείνων που εγκαταστάθηκαν στη χώρα πριν το 2010, κλείνοντας το όριο τεχνικής και οικονομικής ζωής τους, πρέπει να αντικατασταθούν, ενώ για το 2050 σχεδόν όλες οι ΑΠΕ που λειτουργούν σήμερα (12.5 GW) θα πρέπει να αντικατασταθούν. Σχετικά με τις μπαταρίες που θα εγκατασταθούν μέχρι το 2030, αυτές θα πρέπει να αντικατασταθούν στην δεκαετία 2040-2050. Επομένως, χρειάζεται αναπροσαρμογή των στόχων προς τα πάνω για νέες ΑΠΕ και για μπαταρίες, οπότε θα πρέπει να συνυπολογίζονται στον σχετικό προϋπολογισμό, καθώς και για τις σχετικές δράσεις και χρηματοδοτήσεις. 2. Αναφορικά με τα υπεράκτια αιολικά πάρκα (σελίδα 127), ο στόχος του 1.9 GW μέχρι το 2030 αν και απόλυτα εφικτός από πλευράς παραγωγής, κατασκευής και εγκατάστασης των απαραίτητων υποδομών τίθεται υπό αμφισβήτηση λόγω μη επέκτασης των χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 νμ, ιδίως σε Κρήτη και Αιγαίο, και της αποτυχίας της πολιτείας να ανακηρύξει ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό έχει τεράστια σημασία στην περίπτωση των υπεράκτιων θαλάσσιων πάρκων στην Ελλάδα γιατί βάσει ανάλυσης των αιολικών δεδομένων οι υψηλές ταχύτητες και σταθεροί άνεμοι απαντώνται μεσοπέλαγα. (βλέπε δημοσίευση των Ευ. Πετεβέ και Ευθ. Τζίμα του JRC στο Petten, στο European Innovation Journal, 2020). Η πρόσφατη (Αύγουστος 2024) αρνητική εμπειρία μετά τις αποφάσεις του ΚΑΣ για απαγόρευση εγκατάστασης υπεράκτιων αιολικών πάρκων σε Κρήτη και Γυάρο περιορίζει μόλις στα 500 MW την εφικτή εγκατεστημένη ισχύ. Εάν η Ελλάδα είχε προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών υδάτων σε Κρήτη και νησιά στα 12 νμ και είχε ανακηρύξει ΑΟΖ θα μπορούσε άνετα να μεταφέρει σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από την ξηρά τις τοποθεσίες των αιολικών πάρκων και άρα να πετύχει τον στόχο του 1.9 GW. Επίσης, αποτελεί σοβαρή παράλειψη του ΕΣΕΚ ότι δεν θέτει στόχους για πολύ μεγαλύτερη εγκατεστημένη ισχύ υπεράκτιων αιολικών πάρκων λχ. στα 20 και τα 30 GW μέχρι το 2035 και 2040. Μόνο εάν τεθούν στόχοι αυτής της τάξης θα μπορέσει η Ελλάδα να στήσει την απαραίτητη αλυσίδα παραγωγής αποκτώντας τεχνογνωσία και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. 3. Σχετικά με την ανάπτυξη των υδροηλεκτρικών (σελίδα 127), στο ΕΣΕΚ προβλέπεται μια σημαντική αύξηση εγκατεστημένης ισχύος (1.6 GW έως το 2050). Για τα μεγάλα υδροηλεκτρικά, αν και είναι ένας κρίσιμος τομέας για τη χώρα και με την διαφαινόμενη λειψυδρία στα επόμενα χρόνια, δεν αναφέρονται θεσμικά και υποστηρικτικά μέτρα για την υλοποίησή τους και επαφίεται (ΕΣΕΚ) στην «ωρίμανση» των έργων που κρατάει δεκαετίες (παράδειγμα ο ΥΗΣ Μεσοχώρας και άλλα). Επομένως, πρέπει να δρομολογηθούν ουσιαστικά μέτρα για την υλοποίησή τους. 4. Για τα νησιά (σελίδα 268), όπου η διείσδυση των ΑΠΕ είναι απογοητευτική και κυριαρχεί το πετρέλαιο με υψηλό κόστος και εκπομπές, στο ΕΣΕΚ προτείνεται η εγκατάσταση των λεγόμενων υβριδικών (ΑΠΕ+αποθήκευση). Αυτό θα αποτελέσει καλή λύση για τα νησιά που πρόκειται να διασυνδεθούν με το εθνικό σύστημα μεταφοράς στα επόμενα χρόνια όπου απαιτείται μια ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας για τις αυξημένες καλοκαιρινές αιχμές μέχρι την διασύνδεσή τους, αντί της προσθήκης νέων μονάδων πετρελαίου, όπως εξαγγέλθηκε και με το αντίστοιχο κόστος. Επιπλέον, μετά την διασύνδεση, οι ΑΠΕ και η αποθήκευση μπορούν να αποτελέσουν ένα σύστημα με τις αρχές και τεχνικές των microgrids για να αποφεύγονται τα blackout σε περίπτωση βλάβης της διασύνδεσης. Για τα νησιά, όμως, που δεν πρόκειται να διασυνδεθούν, αυτή η προτεινόμενη στο ΕΣΕΚ λύση θα υπόκειται δια παντός στην κυριαρχία της μονάδας πετρελαίου με περιορισμένη διείσδυση των ΑΠΕ (οριακά ίσως στο 40% σε ετήσια βάση). Αυτά τα νησιά χρειάζονται ένα νέο σύστημα ΑΠΕ+αποθήκευση με καινοτόμες τεχνολογίες διαχείρισης και διείσδυση των ΑΠΕ >90%, όπου η μονάδα πετρελαίου θα είναι εφεδρική και θα λειτουργεί συμπληρωματικά όταν χρειάζεται. Η ενεργειακή μετάβαση στα νησιά καλύπτοντας όλες τις ενεργειακές ανάγκες με την διείσδυση των ΑΠΕ στο 90% και πέραν για το 2030, με δραστική μείωση του κόστους παραγωγής και ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, θα βασισθεί σε μεταρρυθμίσεις και καινοτομίες, που πρέπει να συμπεριλάβει το ΕΣΕΚ. 5. Στο ΕΣΕΚ, σχετικά με την μεγάλη διείσδυση 76.8% ΑΠΕ στην ηλεκτρική ενέργεια το 2030 (σελίδα 35), δεν γίνεται μνεία για τυχόν απόρριψη πλεονάζουσας παραγωγής των ΑΠΕ. Θα ήταν χρήσιμο να αναφέρεται για να ακολουθήσει έρευνα και αναζήτηση λύσεων για βέλτιστη αντιμετώπιση από τώρα. 6. Οι τραπεζικοί οργανισμοί αποτελούν τον κύριο χρηματοδότη ενός έργου ΑΠΕ και είναι λογικό να επιδιώκεται η εξασφάλιση των κεφαλαίων τους με κάθε τρόπο. Στο παρελθόν η κρατική συμμετοχή, στον πόλο του εγγυητή, δημιουργούσε αίσθημα ασφάλειας στην αγορά και συνθήκες εύκολης χρηματοδότησης. Αναμφίβολα οι διμερείς συμβάσεις PPAs αποτελούν έναν μηχανισμό διαχείρισης κινδύνου, κυρίως για τους τραπεζικούς οργανισμούς. Μέσα από τις μακροχρόνιες διμερείς συμβάσεις (PPAs) εξασφαλίζονται εγγυημένα και σταθερά έσοδα ώστε με ασφάλεια οι τραπεζικοί οργανισμοί να ανακτούν το κόστος κεφαλαίου, ενώ συγχρόνως οι εταιρείες ενέργειας δύναται να χτίσουν ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο, με διαφορετικές τεχνολογίες μονάδων παραγωγής, ώστε να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους που απορρέουν από την χρηματιστηριακή αγορά ενέργειας και την μεταβλητότητα της παραγωγής των μονάδων ΑΠΕ. Είναι λογικό να επιτυγχάνονται χαμηλές τιμές ενέργειας εκτός ανταγωνιστικής διαδικασίας καθώς αναφερόμαστε σε ένα τραπεζικό προϊόν με κύριο μέλημα την εξασφάλιση ανάκτησης του αρχικού κεφαλαίου. Ο τρόπος αυτός επίτευξης χαμηλών τιμών προβληματίζει την ελεύθερη αγορά καθώς οι τελικές τιμές ενός προϊόντος δεν ορίζονται με γνώμονα την ποιότητα του ανταγωνισμού. Αν υιοθετήσουμε ευρέως το συγκεκριμένο μοντέλο με σκοπό την αποσύνδεση των τιμών ηλεκτρισμού από τις τιμές του φυσικού αερίου αντιλαμβανόμαστε ότι οι καθετοποιημένες εταιρείες θα γίνουν ισχυρότερες μέσα σε μια ολιγοπωλιακή αγορά, έχοντας το πλεονέκτημα να αντλήσουν ευκολότερα δάνεια για να αντισταθμίσουν τους κινδύνους της αγοράς. Στον αντίποδα, όσο περισσότεροι καταναλωτές δεσμευθούν σε μακροχρόνια διμερή συμβόλαια τόσο η αγορά θα στερείται την καταναλωτική επίδραση. Οι χαμηλές τιμές στον τελικό χρήστη, οι οποίες εμφανίζονται μέσω μιας μακροχρόνιας διμερούς σύμβασης PPAs δυστυχώς αντιβαίνουν τη θεμελιώδη αρχή του ανταγωνισμού, παράλληλα περιορίζεται ο ρυθμιστικός ρόλος του καταναλωτή αποκλειστικά σε εγγυητή για την αποπληρωμή των δανείων. Παρόλο, που τα PPAs αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο για την ενίσχυση της βιομηχανίας και της οικονομίας γενικότερα, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αντικαταστήσουν τον ανταγωνισμό της αγοράς ενέργειας. Επομένως, η διεύρυνση της εφαρμογής των PPAs πέρα από τους μεγάλους καταναλωτές προκαλεί αποδυνάμωση του ανταγωνισμού καθώς μειώνεται η αλληλεπίδραση που παράγει η δυναμική των καταναλωτών στο σύνολο της αγοράς ενέργειας. 7. Στο Κεφάλαιο 3.9 Μέτρα και πολιτικές για την Έρευνα, Καινοτομία και Ανταγωνιστικότητα (σελίδες 404-420) περιγράφεται (όπως και στο προηγούμενο κεφάλαιο) ένα ευρύ πεδίο ερευνών προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς να δίδονται προτεραιότητες και σε δυσαναλογία με το διαθέσιμο έμψυχο δυναμικό (R&D) και τους τυχόν διαθέσιμους χρηματικούς πόρους. Ανάγκη να τεθούν προτεραιότητες με σαφείς και ουσιαστικούς στόχους, που θα συμβάλλουν αποτελεσματικά και στην ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον, στην σελίδα 405, στο Κεφάλαιο 3.9.1 Μέτρα και πολιτικές για την προώθηση της έρευνας και καινοτομίας, δεν είναι εμφανής ο στόχος της έρευνας, αναφέρεται σε εφαρμογές και όχι σε έρευνα και ανάπτυξη καινοτομιών. Βεβαίως, η ενεργειακή μετάβαση είναι θέμα νέων ιδεών, καινοτόμων τεχνολογιών, μεταρρυθμίσεων, κατάλληλου έμψυχου δυναμικού, ειδικών μελετών και διαρκούς έρευνας στους σχετικούς τομείς και εδώ πρέπει να εστιάσει το ΕΣΕΚ. 8. Η αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας, στην βιομηχανία, στα κτίρια και στις χερσαίες μεταφορές, που όπως παρατηρούμε κυρίως από το 2030 και μετά προβλέπεται πολύ αυξημένη, σημαίνει ότι θα μειωθεί η ζήτηση για ηλεκτρισμό και κατά συνέπεια για καινούργιες ΑΠΕ. Οπότε η ανάπτυξη νέων ΑΠΕ θα πρέπει οπωσδήποτε να ειπωθεί σε σχέση με την αυξημένη ενεργειακή αποδοτικότητα. Αυτό φαίνεται εμφαντικά από την προβλεπόμενη τελική κατανάλωση ενέργειας (Ktoe) (Πίνακας ΕΣ 2, σελίδα 35), όπου ενώ η τελική κατανάλωση ενέργειας συνεχώς ελαττώνεται μέχρι το 2050, η ανάπτυξη των ΑΠΕ συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Αυτό αφενός δικαιολογείται εν μέρει από την αντικατάσταση των συμβατικών καυσίμων στις μεταφορές (σε ένα ποσοστό τουλάχιστον) και στον κτιριακό τομέα από τον ηλεκτρισμό (εξηλεκτρισμός) και εν μέρει από την χρήση ΑΠΕ για παραγωγή πράσινου υδρογόνου αλλά και πάλι η περίσσια ενέργεια που προβλέπεται να δημιουργηθεί από ΑΠΕ μέχρι το 2050 (+60 GW) θα υπερκαλύπτει την τελική ενεργειακή ζήτηση, αφού σε σχέση με σήμερα προβλέπεται υπερτετραπλασιασμός στην εγκατάσταση ΑΠΕ. Να επισημανθεί ότι για τις μεταφορές προβλέπεται μέχρι το 2050 ενεργειακή κατανάλωση μικρότερη κατά ¼ της σημερινής κατανάλωσης – Διάγραμμα Ζ σελ. 49, ενώ για τις χερσαίες μεταφορές προβλέπεται μείωση έως και 50% της σημερινής κατανάλωσης – Σχήμα-ΕΣ 14 σελ. 53. Επίσης, η ισχύς για ηλεκτρόλυση προβλέπεται έως το 2050 στα 5.188 MW. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει επανεκτίμηση του ποσοστού ΑΠΕ, το οποίο χρειάζεται η χώρα σε σχέση με την μείωση της τελικής ζήτησης λόγω της ενεργειακής αποδοτικότητας. 9. Θεωρούμε ότι είναι πιο, επιστημονικά, σωστή η χρήση του όρου «Ενεργειακή Αποδοτικότητα» αντί του χρησιμοποιημένου στο κείμενο «Ενεργειακή Απόδοση». 10. Το κείμενο του ΕΣΕΚ που αναφέρεται στην Ενεργειακή Απόδοση (πχ. σελίδες 311-334) είναι αρκετά αναλυτικό και με σοβαρές προτάσεις για μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, τόσο στον κτηριακό τομέα, όσο στη βιομηχανία. 11. Σχετικά με τις πολιτικές για Εξοικονόμηση Ενέργειας στον κτιριακό τομέα – και ιδιαίτερα σε αυτά του Δημόσιου και ευρύτερου Δημόσιου τομέα - γίνεται εκτενής αναφορά, στο ΕΣΕΚ, στο πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ. Το πρόγραμμα είναι αρκετά καλά δομημένο, όμως, μετά την πρώτη περίοδο υλοποίησης του, έχουν παρατηρηθεί πολλά προβλήματα, ιδιαίτερα γραφειοκρατίας που δυσχεραίνουν και καθυστερούν την υλοποίηση του Προγράμματος (πχ. ιδιοκτησιακό καθεστώς σχολικών κτηρίων, μη συνεργασία φορέων, κα). Ίσως απαιτείται μια νομική παρέμβαση του ΥΠΕΝ σε θέματα ιδιοκτησίας. 12. Υπάρχουν όμως και τεχνικά θέματα στο πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ που θα πρέπει να αναθεωρηθούν. Για παράδειγμα ο λόγος «Κόστος επένδυσης ΜΕΕ ως προς τη εξοικονομούμενη ενέργεια, kWh» θέτει ως ανώτερο όριο το 1,8, με βάση μετρήσεις πραγματικής κατανάλωσης (πχ με μετρητές). Αυτό το όριο είναι δύσκολο να επιτευχθεί σε επενδύσεις που αφορούν εκπαιδευτικά ιδρύματα (πχ. σχολικά κτήρια) κύρια λόγω του ετήσιου μικρού χρόνου λειτουργίας τους. Προτείνεται για έργα ΕΕ σε εκπαιδευτικά ιδρύματα το ανώτερο όριο να τεθεί στο 2,5. Επίσης, ο λόγος αυτός είναι υψηλός για επεμβάσεις ΕΕ σε κλειστά κολυμβητήρια/γυμναστήρια, που θα μπορούσε να είναι της τάξης του 1,4. Η Πρόταση του ΙΕΝΕ είναι να αναθεωρηθεί ο λόγος αυτός και από σταθερός για όλες τις κατηγορίες κτηρίων να είναι διαφορετικός ανά κατηγορία κτηρίων. 13. Να τονισθεί ότι στο αντίστοιχο πρόγραμμα «Εξοικονομώ – Επιχειρώ» που αφορά ιδιωτικές επενδύσεις για εξοικονόμηση ενέργειας ο λόγος «Κόστος επένδυσης ΜΕΕ ως προς τη εξοικονομούμενη ενέργεια, kWh» είναι με βάση την εξοικονομούμενη πρωτογενούς ενέργειας – και όχι με βάση την μετρούμενη ΕξΕ (ΗΛΕΚΤΡΑ) - που υπολογίζεται είτε από τον ενεργειακό έλεγχο είτε από το ΠΕΑ. Παρατηρείται η πολιτική «δυο μέτρων και σταθμών» που δεν αποφέρει κάποιο όφελος αλλά αντίθετα δημιουργεί προβλήματα διείσδυσης της ΕΕ στο δημόσιο τομέα. 14. Επειδή γίνεται αναφορά το κείμενο του ΕΣΕΚ σε ευρωπαϊκά links για κλιματικά δεδομένα προτείνεται η πλήρης αναθεώρηση της ΤΟΤΕΕ 20701-3/2010, που αφορά τα Κλιματικά Δεδομένα Ελληνικών Περιοχών, και ισχύει από το 2010 με μια μικρή αναθεώρηση το 2012. 15. Σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΝ όλα τα άλλα κτήρια (εκτός αυτά του δημόσιου τομέα) που θα πρέπει να αναβαθμιστούν ενεργειακά, σε κατηγορία Ε τουλάχιστον, έως το 2035, ανέρχονται σε 1,3 εκ με υπολογιζόμενο κόστος 25 δις€. Το ΙΕΝΕ θεωρεί ότι η υλοποίηση ενός τέτοιου σημαντικού έργου, που θα βελτιώσει τόσο τη θερμική άνεση εκατομμυρίων ατόμων αλλά και θα ευεργετήσει πολλούς και διαφορετικούς τομείς της εθνικής οικονομίας απαιτεί πιο αναλυτική, λιγότερο γραφειοκρατική και πειστική πολιτική εφαρμογής από το ΥΠΕΝ. 16. Το ΙΕΝΕ θεωρεί σημαντική τη δέσμευση το ΕΣΕΚ για στοχευμένη υποστήριξη των μέτρων ΕΕ στη Βιομηχανία, ιδιαίτερα όσων έχουν υλοποιήσει ενεργειακό έλεγχο, με βάση την αναθεωρημένη Οδηγία 2023/1791/ΕΕ του Σεπτεμβρίου 2023, που θα πρέπει να ενσωματώσει σύντομα το ενεργειακό νομικό πλαίσιο το Ελληνικό Κράτος. 17. Υπάρχει όμως ένα αρκετά σοβαρό ζήτημα που αφορά την εφαρμογή, μέρους ή όλων, μέτρων ΕΕ που έχουν προταθεί από διενεργηθέντες ενεργειακούς ελέγχους (2018/9-σήμερα), και λόγω έλλειψης υποχρεωτικότητας από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο δεν έχουν υλοποιηθεί. Το ΙΕΝΕ προτείνει ένα «Εξοικονομώ στη Βιομηχανία» μόνο για τις βιομηχανίες που έχουν ήδη διενεργήσει ενεργειακό έλεγχο και δεν έχουν υλοποιήσει τα ΜΕΕ, ώστε να επιδοτηθούν, με βάση το ποσοστό των μέτρων ΕΕ που θέλουν να υλοποιήσουν. 18. Το ΙΕΝΕ θεωρεί σημαντικό την εκτενή αναφορά του ΕΣΕΚ στους έξυπνους μετρητές. Όμως, απαιτείται η επιτάχυνση των διαδικασιών για την άμεση εγκατάσταση έξυπνων μετρητών σε υψηλής κατανάλωσης κτήρια ή/και βιομηχανίες (πχ. νοσοκομεία, κλινικές, αθλητικά κέντρα, πανεπιστημιακά campus, κά) 19. Το ΙΕΝΕ θεωρεί σημαντικό την εκτενή αναφορά του ΕΣΕΚ στα βαλλόμενα νοικοκυριά από τις υψηλές ενεργειακές τιμές και την αυξανόμενη ενεργειακή φτώχεια που καταγράφεται στη χώρα. Θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά από το ΥΠΕΝ πρόγραμμα εφαρμογής μέτρων ΕΕ για τις ευπαθείς ομάδες πληθυσμού – ιδιαίτερα στις κλιματικές ζώνες Γ και Δ – και ετήσιο εισόδημα έως και 30.000€. 20. Είναι αλήθεια ότι το καινούριο ΕΣΕΚ θέτει πιο ρεαλιστικές βάσεις για το βιομεθάνιο σε σχέση με το προηγούμενο, καθώς σύμφωνα με τις υποδείξεις μας (συμμετοχή διαβούλευσης του ΙΕΝΕ) τροποποιήθηκαν εμφανώς οι προηγούμενοι προγραμματισμοί, οι οποίοι έθεταν για το 2050 τον ανέφιχτο και μη ρεαλιστικό, όπως είχαμε αναφέρει, στόχο των 9.7 TWh/έτος μειώνοντάς τον σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα λίγο πιο πάνω από 4 TWh/έτος. Ωστόσο, ο στόχος της παραγωγής 2.1 ΤWh/έτος βιομεθανίου για το 2030 έχει μείνει ο ίδιος και κρίνεται επίσης αρκετά φιλόδοξος για τους λόγους τους οποίους αναλύουμε παρακάτω. 21. Σύμφωνα με την ΡΑΕ, η συνολική ετήσια ποσότητα βιοαερίου που παρήχθη το 2022 ήταν 1.28 TWh, και οδηγήθηκε αποκλειστικά στην ηλεκτροπαραγωγή. Αυτή η ποσότητα ισοδυναμεί με 125 ΜΝm3 βιομεθανίου το χρόνο και αντιστοιχεί περίπου στο 10% της συνολικής κατανάλωσης φυσικού αερίου που κατευθύνεται στα δίκτυα διανομής της χώρας κυρίως για μικρής (οικιακής και εμπορικής) κλίμακας παραγωγική κατανάλωση. Στόχος λοιπόν του ΕΣΕΚ, όπως αναφέρεται στη σελίδα 123, είναι να αξιοποιηθεί το δυναμικό παραγωγής βιοαερίου ώστε να εγχυθούν στο δίκτυο αερίου περίπου 2.1 TWh βιομεθανίου το έτος 2030. Αυτό σημαίνει πρώτον ότι οι υπάρχουσες αυτή τη στιγμή 80 μονάδες βιοαερίου συνολικής εγκατεστημένης ισχύος γύρω στα 120 MW θα έπρεπε μέσα σε 5 χρόνια να δαπανήσουν το ποσό των συνολικά €70 εκατ. προκειμένου να τροποποιήσουν την τεχνολογία μετατροπής του βιοαερίου σε βιομεθάνιο αλλά και να χάσουν τις εγγυημένες τιμές, βάσει των συμβολαίων τους και δεύτερον να δημιουργηθούν μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα άλλες 40-50 μονάδες βιομεθανίου. Αυτό κρίνεται επιεικώς δύσκολο έως αδύνατο και οικονομικά ατελέσφορο. Στην Ελλάδα, μάλιστα, που τα 4/5 των ήδη υπαρχουσών μονάδων βιοαερίου είναι μεταξύ 100 KW και 999 KW, δυναμικότητες που θεωρούνται πολύ μικρές σε σύγκριση με άλλες χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Μ. Βρετανία), η μετατροπή τους σε μονάδες βιομεθανίου κρίνεται όχι μόνον προβληματική αλλά και μη οικονομικά βιώσιμη. Ιδίως μάλιστα όταν μια μονάδα βιοαερίου της τάξεως των 500 KW στην Ελλάδα έχει μια σχετική κερδοφορία που προέρχεται μόνον από το ευνοϊκό επιδοτούμενο χρηματοδοτικό πλαίσιο που ισχύει για το βιοαέριο σήμερα (υφιστάμενο feed-in tariff) θα είναι τελείως ασύμφορο για τον επιχειρηματία να προβεί σε μια τέτοια επενδυτική τροποποίηση εκτός κι αν προβλεφθούν πολύ υψηλότερα feed-in tariffs. Σε κάθε περίπτωση, με τις παραπάνω εξαγγελίες του ΕΣΕΚ και την αναγκαστική μετατροπή των μονάδων βιοαερίου σε βιομεθάνιο δημιουργείται επιπλέον και μια ευρύτερη ανασφάλεια στους επιχειρηματίες καθώς φαίνεται ότι θα βρεθούν προ εκπλήξεως τα επόμενα χρόνια σχετικά με ένα νέο πλαίσιο επιδοτήσεων αλλάζοντας εντελώς το IRR των επενδύσεών τους. Όπως παραδέχεται το τελευταίο ΕΣΕΚ, κάτι το οποίο δείχνει τον ρεαλισμό του σε σχέση με το προηγούμενο, το μεγαλύτερο πρόβλημα στην δημιουργία νέων μονάδων βιομεθανίου είναι το θέμα της προμήθειας της πρώτης ύλης στις νέες μονάδες. Ωστόσο, δεν το συνδέει, όπως θα δούμε παρακάτω, ζωτικά με την γεωργία και την κτηνοτροφία, παρότι στο κεφάλαιο 3.1.2 θα μπορούσε να τα συνδέσει με τρόπο επωφελές και για τον γεωργικό τομέα αλλά και μ’ αυτόν του βιομεθανίου. Η Ελλάδα είναι γνωστό ότι αν και έχει αρκετά διευρυμένο κτηνοτροφικό και γεωργικό τομέα που θα μπορούσε στο μέλλον να δώσει αρκετή ζωική βιομάζα προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή βιομεθανίου δεν έχει επιβάλλει στους κτηνοτρόφους τον σταβλισμό των ζώων τους και την δημιουργία ανάλογων υποδομών για την συγκέντρωση, αποθήκευση και συλλογή της υγρής και στερεής κοπριάς με σκοπό την απρόσκοπτη συλλογή της από τις μονάδες (βιοαερίου ή στο μέλλον βιομεθανίου). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αχρήστευση εκατομμυρίων τόνων ζωικών υπολειμμάτων, τα οποία δεν μπορούν να περισυλλεγούν και άρα να χρησιμοποιηθούν. Οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι δείχνουν γενικότερα απροθυμία στον να επενδύσουν σε τέτοιες υποδομές. Μέχρι τώρα, οι ήδη υπάρχουσες μονάδες βιοαερίου έχουν εγκατασταθεί στις λίγες μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες και βιοτεχνίες που υπάρχουν στην Ελλάδα κι έτσι ευνοούνται από τις υποδομές αλλά και την εγγύτητα της πηγής. Είναι ελάχιστες πλέον όμως οι μεγάλες σταυλισμένες μονάδες που έχουν απομείνει και πλέον τα περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας στο βιοαέριο (και άρα στο βιομεθάνιο) είναι πολύ περιορισμένα εκτός κι αν υπάρξει άμεσα ανασχηματισμός του γεωργικού – κτηνοτροφικού τομέα στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, λοιπόν, στο κεφάλαιο «3.1.2 Μέτρα και πολιτικές για τη μείωση των εκπομπών στον αγροτικό» (σελ. 205 – 209) είναι απαραίτητο και αναγκαίο να τονισθεί η ανάγκη σύνδεσης των ενισχύσεων που λαμβάνουν οι αγρότες με την έκδοση ενός πράσινου πιστοποιητικού, το οποίο θα παίρνουν αν συνεργάζονται με μια μονάδα βιοαερίου-βιομεθανίου. Αφού έτσι κι αλλιώς υπάρχει ένα σύστημα ενισχυμένης αιρεσιμότητας που σκοπό έχει να βελτιώσει τις ήδη υπάρχουσες πρακτικές Καλής Γεωργικής και Περιβαλλοντικής Κατάστασης (ΚΓΠΚ) θα πρέπει να οριστεί ως προαπαιτούμενο ιδιαίτερα για τον κτηνοτρόφο και δευτερεύοντος για τον γεωργό να συνεργάζεται με την πλησιέστερη μονάδα επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προκειμένου να του διατίθεται ένα πράσινο περιβαλλοντικό πιστοποιητικό βάσει του οποίου θα μπορεί να λαμβάνει και την επιδότηση για την περιβαλλοντική του δράση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό κυρίως για την πληθώρα των μικρών κτηνοτροφικών μονάδων που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να κάνουν περιβαλλοντικές τροποποιήσεις σύμφωνα με τα αυστηρά στάνταρ που προβλέπουν οι κανονισμοί της ΕΕ (λαγκούν κοπριάς, σταυλισμένες εγκαταστάσεις και υποδομές για την συλλογή στερεής και υγρής κοπριάς και λάσπης κτλ.). Έτσι, δεν θα χρειαζόταν να υποβληθούν σε κοστοβόρες επενδύσεις προκειμένου να είναι εναρμονισμένοι με τις κοινοτικές οδηγίες αλλά αντίθετα η συνεργασία τους με μια μονάδα βιοαερίου-βιομεθανίου και η έκδοση ενός πράσινου πιστοποιητικού που θα πιστοποιούσε ότι το μεγαλύτερο μέρος των ζωικών υπολειμμάτων τους διοχετεύεται στις μονάδες αυτές θα τους έδινε τη δυνατότητα να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στις οικονομικές ενισχύσεις. Από την άλλη, και οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι-γεωργοί θα υποστήριζαν την δημιουργία μονάδων βιομεθανίου προκειμένου να μπορούν να επιδοτηθούν χωρίς δυσκολίες και επιβαλλόμενες κοστοβόρες επενδύσεις. Συμπληρωματικά ως τελευταία παρατήρηση, στον Πίνακα της σελίδας 37 (Προβλεπόμενη πρωτογενής διάθεση ενέργειας), όπως και στα επόμενα 2 διαγράμματα της σελίδας 38, δεν συμπεριλαμβάνεται η συμβολή του βιομεθανίου, των βιοκαυσίμων και του υδρογόνου για να υπάρχει συνολική εικόνα της εκτίμησης διάθεσης ενέργειας. 22. Όπως αναφέρεται στις γενικές παρατηρήσεις στην σελίδα 92 αναφορικά με τον τομέα της βιομηχανίας, είναι πολύ δύσκολο και σχεδόν αδύνατο να μηδενιστούν οι εκπομπές CO2 από τις βιομηχανικές διεργασίες. Αυτό σε συνάρτηση με τις γεωμετρικά αυξανόμενες τιμές δικαιωμάτων εκπομπών, οι οποίες το 2022 κυμαίνονταν στα 60€/t CO2eq, ενώ το 2050 θα φτάσουν σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ τα 490€/t CO2eq (σελ. 431) σημαίνει ένα ασύμφορο κόστος για τον δευτερογενή τομέα, ο οποίος θα μετακυλήσει το κόστος παραγωγής στο τελικό προϊόν και ως εκ τούτου στον καταναλωτή. Αυτό μακροπρόθεσμα θα βλάψει τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ελληνικών βιομηχανιών με άλλες χώρες μη ευρωπαϊκές. Άλλωστε αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους της λεγόμενης ευρωπαϊκής από-βιομηχάνισης. Γι αυτό τον λόγο, θα πρέπει να προβλεφθεί από το ΕΣΕΚ α) το κόστος της ενεργειακής μετάβασης στην βιομηχανία και β) να γίνει τουλάχιστον μια συστηματική και αναλυτική αναφορά στα μέτρα που πρέπει να αναλάβει η πολιτεία για την προστασία του κλάδου και την ισόρροπη λειτουργία των βιομηχανικών μονάδων σε σχέση με το κόστος που θα προκύψει από τις τιμές των δικαιωμάτων. Οι αναφορές που γίνονται στις σελίδες 196-197 κρίνονται υπεραπλουστευμένες για ένα τόσο σημαντικό θέμα. 23. Θα έπρεπε να εξετασθεί το ενδεχόμενο σε ακραίες καταστάσεις όπου μπορεί να υπάρξει διατάραξη του ηλεκτρικού τομέα (θεομηνίες, τρομοκρατικές επιθέσεις, πολεμικές συγκρούσεις κ.α.) να μπορεί ο νευραλγικός τομέας της βιομηχανίας να μην εξαρτά τη λειτουργία του μόνον από τον ηλεκτρισμό (εξαιτίας του εκτεταμένου εξηλεκτρισμού που θα προκύψει) αλλά και από συμβατικά καύσιμα. Το ίδιο πρέπει να ισχύει για δημόσιες υπηρεσίες και νευραλγικά κτήρια δημοσίου οφέλους (νοσοκομεία, υπουργεία, στρατόπεδα κτλ.) 24. Επίσης, η εξόρυξη εγχώριων υδρογονανθράκων και η εκμετάλλευσή τους απουσιάζει παντελώς από την ανάλυση, ενώ αναφέρεται ακροθιγώς (στην σελίδα 155) ότι αποτελεί άξονα της ενεργειακής πολιτικής για την επόμενη περίοδο. Εντούτοις, δεν διευκρινίζεται πώς ακριβώς αποτελεί ενεργειακό άξονα αφού δεν αναλύεται καθόλου αλλά και πώς τελικά ενσωματώνεται στο ευρύτερο πλαίσιο αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πηγών. Προκαλεί μάλιστα ιδιαίτερη εντύπωση ότι το θέμα των υδρογονανθράκων ούτε στο κεφάλαιο της ενεργειακής ασφάλειας έχει συμπεριληφθεί ούτε σ’ αυτό της εξόρυξης εγχώριων ορυκτών αλλά αφήνεται να εννοηθεί ότι σε περίπτωση που γίνουν εκμεταλλεύσιμοι οι εγχώριοι πόροι αυτοί δεν θα κατευθύνονται στην ελληνική αγορά αλλά θα είναι εξαγώγιμα αγαθά. Ωστόσο, η έρευνα και η εξόρυξη υδρογονανθράκων δεν αποτελεί μονάχα θέμα ενεργειακό αλλά και θέμα γεωπολιτικό που ενισχύει την εθνική διπλωματική φαρέτρα αλλά και διασφαλίζει κυρίως την ενεργειακή ασφάλεια. 25. Το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας (σελίδα 346) είναι πλήρως υποβαθμισμένο στο ΕΣΕΚ αφού οι προτάσεις που κατατίθενται κρίνονται ανεπαρκέστατες και προς λάθος κατεύθυνση. Λχ. η στόχευση για την ανάδειξη της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο δεν απαντά το κεφαλαιώδες ερώτημα της βελτίωσης της ενεργειακής ασφάλειας. Η ανάδειξη της χώρας σε κόμβο προμήθειας και μεταφοράς ενέργειας (πετρέλαιο, φ. αέριο, ηλεκτρισμός) δεν σημαίνει ότι αυτόματα βελτιώνεται η ενεργειακή ασφάλεια. 26. Με το ΕΣΕΚ να αποτελεί ουσιαστικά ένα εγχειρίδιο στόχων πολιτικής, προξενεί τεράστια εντύπωση η απουσία στόχων για την βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας μέσω της μείωσης της ενεργειακής της εξάρτησης. Σήμερα υπολογίζεται (2023) ότι η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας αγγίζει το πολύ υψηλό ποσοστό του 80%. Γιατί άραγε δεν τίθενται στόχοι για μείωση του επικίνδυνου αυτού ποσοστού τουλάχιστον προς τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο του 60% μέχρι το 2030 και στο 40% ή και χαμηλότερα μέχρι το 2035? Αυτό βέβαια θα προϋπέθετε την αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων κάτι για το οποίο το ΕΣΕΚ δεν θέτει ουδένα στόχο. 27. Δυστυχώς, το τεράστιο θέμα της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας υποβαθμίζεται πλήρως στο ΕΣΕΚ, το οποίο σκόπιμα αποφεύγει να θέσει ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους αφού το όλο θέμα είναι άμεσα συνυφασμένο με την εξωτερική πολιτική και την εξάσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στις ελληνικές θάλασσες. 28. Σε ό,τι αφορά στην εξόρυξη υδρογονανθράκων και την εκμετάλλευσή τους, αν και ιδιαίτερα σημαντικό για την επιβίωση και λειτουργία του ελληνικού ενεργειακού συστήματος και την μείωση των εισαγωγών (που επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών), το θέμα θίγεται ακροθιγώς. Στην σελίδα 155 αναφέρεται ότι αποτελεί άξονα της ενεργειακής πολιτικής για την επόμενη περίοδο χωρίς όμως να αναλύεται καθόλου πώς τελικά ενσωματώνεται στο ευρύτερο πλαίσιο αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πηγών. 29. Με μια προσεκτική ανάγνωση του πρόσφατου κυβερνητικού ΕΣΕΚ προκύπτει ότι οι υδρογονάνθρακες, και ειδικότερα το φυσικό αέριο, θα εξακολουθούν να συμμετέχουν σε ποσοστό περισσότερο από 50% στο ενεργειακό μίγμα της χώρας, όπως και παγκοσμίως άλλωστε, για αρκετές δεκαετίες ακόμη. Αφού είναι ξεκάθαρο, με βάση πολλές μελέτες ενεργειακών αναλυτών και Ινστιτούτων, πως τα ορυκτά καύσιμα ΔΕΝ πρόκειται να υποκατασταθούν πλήρως, τουλάχιστον μέχρι το 2050, από άλλες πηγές ενέργειας όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και το πράσινο υδρογόνο, και οι ΑΠΕ θα δράσουν συμπληρωματικά ως προς τα ορυκτά καύσιμα, με το φυσικό αέριο να διαδραματίζει το ρόλο του μεταβατικού καυσίμου, η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει χωρίς παλινωδίες και πισωγυρίσματα προς ενίσχυση και επιτάχυνση του προγράμματος έρευνας και εξόρυξης εγχώριων υδρογονανθράκων. 30. Μάλιστα το υπό διαβούλευση αναθεωρημένο ΕΣΕΚ (Αύγουστος 2024) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι για την περίοδο 2025-2030 «σημαντικός παραμένει ο ρόλος του φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα η χρήση του φυσικού αερίου μειώνεται στην ηλεκτροπαραγωγή αλλά συνεχίζει να έχει ρόλο στην ευστάθεια του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής» για να καταλήξει «αποφασίζεται η ανάπτυξη παραγωγής φυσικού αερίου από εγχώρια κοιτάσματα, εφόσον επιβεβαιωθεί τελικώς ότι αυτά είναι εμπορικώς εκμεταλλεύσιμα μετά και τις έρευνες που έχουν λάβει χώρα η βρίσκονται σε εξέλιξη» 31. Μελέτες της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων (ΕΔΕΥΕΠ) και της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά και δημοσιεύσεις έγκριτων ακαδημαϊκών και εταιρειών, συγκλίνουν στην διαπίστωση ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες ύπαρξης πολύ σημαντικών αποθεμάτων φυσικού αερίου στη χώρα (δυτικά και νότια της Κρήτης, Ιόνιο πέλαγος, Θερμαϊκός, Θάσος, Ήπειρος, υδρίτες στη ΝΑ Μεσόγειο, βιογενές αέριο στη ΒΔ Πελοπόννησο, κλπ). Μάλιστα, η ανωτέρω αναφερθείσα μελέτη του ΙΕΝΕ εκτιμά ότι τα εν δυνάμει αποθέματα φυσικού αερίου στη χώρα μπορεί να ανέρχονται σε επίπεδα των 70-90 τρις. κυβικών ποδιών (2 – 2.5 τρις. κυβικά μέτρα), δεδομένου ότι από τις υπάρχουσες σεισμικές καταγραφές έχουν χαρτογραφηθεί περισσότερες από 40 γεωλογικές δομές, οι οποίες χρήζουν περαιτέρω γεωλογικών και γεωφυσικών μελετών και φυσικά γεωτρήσεων για την πιστοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου. 32. Παρά τις διαχρονικές προσπάθειες από το 1975 και εντεύθεν, του Ελληνικού Δημοσίου και των κοινοπρακτικών σχημάτων δημοσίων και ιδιωτικών εταιρειών ελληνικών και ξένων, η ελληνική βιομηχανία Έρευνας και Παραγωγής (Ε&Π) υδρογονανθράκων, πέραν της δραστηριότητας στην περιοχή Πρίνου στο Βόρειο Αιγαίο, δεν κατόρθωσε να αναπτυχθεί σημαντικά. Αυτό συνέβη όχι λόγω αρνητικών τεχνικών αποτελεσμάτων από τις ερευνητικές εργασίες, όσο κυρίως εξαιτίας των πολύχρονων καθυστερήσεων και διακοπών των ερευνητικών εργασιών που προκλήθηκαν από τις παλινωδίες και την έλλειψη συνέχειας και συνέπειας του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες επηρέαζαν αρνητικά τις τεχνικές και επιχειρηματικές επιλογές και αποφάσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι εκτιμήσεις επιχειρηματικών και ακαδημαϊκών κύκλων σχετικά με την ύπαρξη εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων ήταν και εξακολουθούν να είναι αισιόδοξες, βασισμένες στα αποτελέσματα των γεωχημικών, γεωλογικών και γεωφυσικών μελετών και των γεωτρήσεων, σε σύγκριση μάλιστα με ανακαλύψεις στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαιτέρως της τελευταίας δεκαετίας. 33. Η τρέχουσα δραστηριότητα ενεργειακών ομίλων, όπως της αμερικανικής ExxonMobil, των ελληνικών HELLENiQ ENERGY (πρώην ΕΛΠΕ) και Energean, η πρόσφατη παρουσία της γαλλικής Total Energies, της ιταλικής Edison και της ισπανικής Repsol, αλλά και το εκδηλωμένο ενδιαφέρον και άλλων σημαντικών πετρελαϊκών εταιρειών, σε συνδυασμό με τα δημοσιευμένα θετικά αποτελέσματα των ερευνητικών εργασιών, ενισχύουν την προοπτική για ύπαρξη πολύ σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα στις θαλάσσιες περιοχές Ιονίου, Κρήτης και Θερμαϊκού και στην χερσαία περιοχή της Δυτικής Ελλάδας. 34. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται να δοθούν εγγυήσεις και διευκολύνσεις προς τους ανάδοχους επενδυτές των ελληνικών παραχωρηθεισών περιοχών, ώστε να επισπευστούν οι ερευνητικές εργασίες υδρογονανθράκων. Η σταδιακή εξασθένιση της πανδημίας του κορωνοϊού διεθνώς θα οδηγήσει σε σταδιακή αύξηση της ζήτησης και παραγωγής των υδρογονανθράκων. Όσο θα παραμένει μειωμένη η προσφορά τόσο θα παραμένει αυξημένο το ενεργειακό κόστος των υδρογονανθράκων. Η Ελλάδα πρέπει και μπορεί από εξαγωγέας πετρελαιοειδών προϊόντων και εισαγωγέας αργού και φυσικού αερίου να μετατραπεί σε παραγωγός χώρα υδρογονανθράκων και εξαγωγέας φυσικού αερίου καλύπτοντας σε μεγάλο ποσοστό τις ανάγκες των χωρών της ΕΕ αντικαθιστώντας . Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει επιχειρηματικές ευκαιρίες σε συγγενείς βιομηχανικούς τομείς (ναυπηγεία, χημική βιομηχανία, σωληνουργεία, κλπ), με αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, νέες θέσεις εργασίας, με παράλληλη μείωση του συνολικού ενεργειακού κόστους, αύξηση ενεργειακής ασφάλειας και διαφοροποίησης του εφοδιασμού, αναζωογόνηση της χρεωμένης οικονομίας, ενώ προσδίδει αυξημένη γεωπολιτική και γεωστρατηγική αξία στην χώρα μας. 35. Παρόλο που υπάρχει η παραδοχή στην σελίδα 67 του ΕΣΕΚ ότι βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας η πυρηνική ενέργεια συμβάλλει στην εξισορρόπηση ενός συστήματος που βασίζεται κυρίως στις ΑΠΕ, όπως το ελληνικό, εντούτοις δεν γίνεται κάποια αναφορά για επανεκτίμηση αυτής της τόσο σημαντικής πηγής ηλεκτρισμού που εκτός των άλλων θα μπορούσε να βοηθήσει και στην παραγωγή υδρογόνου στην οποία έχει ιδιαιτέρως βασιστεί το παρόν ΕΣΕΚ. Η τεχνολογία των μικρών αρθρωτών πυρηνικών αντιδραστήρων (Small Modular Reactors – SMRs) προωθείται επίσημα από την ΕΕ, ενώ δεν είναι λίγες οι χώρες στην περιοχή μας που σκέφτονται να επενδύσουν, όπως η Ρουμανία, που έχει ήδη μια μακρά εμπειρία αλλά και η Σερβία που τελευταία άνοιξε το θέμα και ήρε την απαγόρευση σχετικά με την πυρηνική ενέργεια. Οι συγκεκριμένοι αντιδραστήρες συναρμολογούνται εύκολα και γρήγορα αλλά και αποσυναρμολογούνται, χτίζονται αρθρωτά και θεωρούνται, σύμφωνα και με τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ, ως ιδανικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που μπορούν να παράσχουν ασφάλεια στο σύστημα για την ανάπτυξη περισσότερων έργων ΑΠΕ. Λειτουργούν με την ίδια τεχνολογία, όπως οι μεγάλοι πυρηνικοί αντιδραστήρες αλλά είναι χαμηλότερου κόστους καθώς για παράδειγμα απαιτούνται λιγότερες ποσότητες νερού για την ψύξη του αντιδραστήρια, ενώ είναι ευέλικτα στο να μετακινηθούν. Ως προς το θέμα της ασφάλειας και της πρόκλησης ατυχήματος, λόγω του μικρού μεγέθους τους μπορούν πιο εύκολα οι χειριστές να σβήσουν αυτές τις μονάδες, ενώ ταυτόχρονα τα συστήματα ασφαλείας που διαθέτουν λειτουργούν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα αποσυνδέοντας ουσιαστικά σε περίπτωση ατυχήματος κρίσιμα μέρη του εξοπλισμού. Ίσως το ΕΣΕΚ θα έπρεπε να κάνει μια αναφορά στην συγκεκριμένη τεχνολογία αφήνοντας ανοιχτή την πιθανότητα σε κάποια επόμενη αναθεώρηση του ΕΣΕΚ να την εντάξει στην ενεργειακή στρατηγική. 36. Στην σελίδα 458, αναφέρεται «βιομηχανία των μηδενικών καθαρών εκπομπών (Net Zero Industry Act)», το «καθαρών» δεν χρειάζεται!