• Σχόλιο του χρήστη 'Α΄ Κυνηγετική Ομοσπονδία Κρήτης - Δωδεκανήσου' | 13 Μαΐου 2010, 13:50

    Ο κυνηγετικός κόσμος βρίσκεται ακόμα μια φορά μπροστά σε μια προσπάθεια συρρίκνωσης της κυνηγετικής δραστηριότητας, η οποία στην περίπτωση της τεράστιας έκτασης του Υμηττού προωθείται με αυθαίρετο τρόπο και βασιζόμενη κυρίως στο γεγονός ότι η περιοχή αποτελεί Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ). Η απαγόρευση αυτή προτείνεται χωρίς καμία ανάλυση, αιτιολόγηση και επιστημονική τεκμηρίωση και φυσικά χωρίς να υπάρξει προηγουμένως διάλογος με όλους τους χρήστες της περιοχής. Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι για μία ακόμα φορά γίνεται προσπάθεια παραμερισμού των κυνηγών, ως νόμιμων και παραδοσιακών χρηστών μιας περιοχής. Θεωρούμε αυτονόητο ότι τα όποια μέτρα προστασίας πρέπει να αποφασίζονται σε συνεργασία με τους χρήστες, ειδάλλως είναι καταδικασμένα να αποτύχουν. Πόσο μάλλον με τους κυνηγούς που ασκούν μια καθ’ όλα νόμιμη και αναγνωρισμένη χρήση, η οποία ρυθμίζεται με αυστηρούς όρους, τόσο από την εθνική, όσο και από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Το επιχείρημα ότι η θήρα πρέπει να απαγορευτεί στον Υμηττό επειδή είναι ΖΕΠ δεν υποστηρίζεται από την ίδια την Οδηγία, αλλά και την ερμηνεία της Οδηγίας από την ίδια την Ε.Ε. Ο διαρκής αποκλεισμός της θήρας ως χρήση θεωρούμε ότι δεν εξασφαλίζει από μόνο του ως μέτρο την προστασία της πανίδας. Αντίθετα, όπως έχει αποδειχτεί κάτω από προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει θετικά στην προστασία του περιβάλλοντος. Σε κάθε περίπτωση αναφερόμαστε πια στην πολυμορφική λειτουργία του φυσικού περιβάλλοντος, στη διαχείριση πολλαπλών σκοπών, στις πολλαπλές ωφέλειες και αξίες των φυσικών πόρων. Εξετάζοντας το καθεστώς που διέπει τις ΖΕΠ και ερμηνεύοντας τα άρθρα της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, δεν προκύπτει ότι η κατάταξη μιας περιοχής σε ΖΕΠ αυτόματα σημαίνει και απαγόρευση της θήρας σ’ αυτή. Πιο αναλυτικά, στο άρθρο 7, παρ.4 της Οδηγίας αναφέρεται ότι «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η θηρευτική δραστηριότητα …, όπως προκύπτει από την εφαρμογή των ισχυουσών εθνικών διατάξεων, σέβεται τις αρχές μιας ορθολογικής χρησιμοποιήσεως και μιας οικολογικά ισορροπημένης ρυθμίσεως για τα είδη πτηνών που αφορά, και ότι η πρακτική αυτή είναι συμβιβάσιμη, ως προς τον πληθυσμό των ειδών αυτών, και ιδιαίτερα των αποδημητικών, με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το άρθρο 2. …». Η περί θήρας ελληνική νομοθεσία εξασφαλίζει τα παραπάνω και στην περίπτωση του Υμηττού, στο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος δε γίνεται καμία αναφορά σε κάποιο είδος πτηνού που το κυνήγι να αποτελεί μη συμβιβάσιμη πρακτική ως προς τον πληθυσμό του. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ε.Ε) εξέδωσε το 2004 το ερμηνευτικό κείμενο “Έγγραφο κατευθύνσεων για τη θήρα βάσει της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών - Οδηγία για τα Πτηνά” όπου στο κεφάλαιο 1.5 ερμηνεύονται τα άρθρα 3 και 4 της Οδηγίας, τα οποία αφορούν στην ανάγκη προστασίας των ενδιαιτημάτων και στη δημιουργία των ΖΕΠ και αναφέρονται τα εξής: • Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι κοινωνικο-οικονομικές δραστηριότητες – όπως για παράδειγμα η θήρα - αντιβαίνουν αυτές τις διατάξεις. Ωστόσο, προκειμένου να προλαμβάνεται αυτού του είδους η σημαντική παρενόχληση, είναι απαραίτητη η ορθή διαχείριση και επίβλεψη αυτών των δραστηριοτήτων εντός των ΖΕΠ.. • Η αειφόρος θήρα μπορεί να αποβεί επωφελής σε ό,τι αφορά τη διατήρηση των ενδιαιτημάτων μέσα στις περιοχές και γύρω από αυτές. • Η Επιτροπή, προκειμένου να επιτευχθεί συμβιβασμός της ανθρώπινης χρήσης με τους αντικειμενικούς σκοπούς διατήρησης, συνηγορεί υπέρ της ανάπτυξης σχεδίων διαχείρισης. Συμπερασματικά, θεωρεί ότι οι δραστηριότητες θήρας σε περιοχές NATURA 2000 αποτελούν ουσιαστικά ζητήματα διαχείρισης, τα οποία πρέπει να διευθετούνται σε τοπικό επίπεδο. Για τη βέλτιστη διάρθρωση της εν λόγω διαχείρισης, συνιστάται η εκπόνηση σχεδίου διαχείρισης το οποίο θα διασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες θα είναι συμβατές με τους αντικειμενικούς σκοπούς διατήρησης βάσει των οποίων έχουν χαρακτηριστεί οι περιοχές αυτές. Διακρίνουμε όμως την τάση οι υπηρεσίες του Υ.ΠΕ.Κ.Α. να προωθούν τη συνολική απαγόρευση σε περιοχές του δικτύου NATURA 2000 και ειδικότερα στις Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ), υιοθετώντας έτσι τις θέσεις συγκεκριμένων ΜΚΟ, γνωστών για τις αντικυνηγετικές αντιλήψεις τους. Δεν είναι όμως δυνατόν αυτό να συνεχιστεί και πρέπει επιτέλους να γίνει κατανοητό ότι η προστασία μιας περιοχής δεν μπορεί να ξεκινά και να τελειώνει με την απαγόρευση της θήρας. Στην περίπτωση του Υμηττού τα προβλήματα είναι άλλα και δεν λύνονται, αλλά μάλλον εντείνονται, με την απαγόρευση της θήρας: καταπατήσεις, εκχερσώσεις, αυθαίρετα, πυρκαγιές, μπάζα, σκουπίδια, εγκατάλειψη, κλπ. που υποβαθμίζουν τους βιοτόπους του. Πρέπει να γίνει γνωστό προς κάθε κατεύθυνση ότι ο κυνηγετικός κόσμος και οι οργανώσεις του δεν πρόκειται να ανεχθούν τέτοιες μεθοδεύσεις. Μάταια κανείς αναζητεί σήμερα τον υπεύθυνο ρόλο της πολιτείας σε αυτό που ονομάζεται θηραματική πολιτική, την ευθύνη της οποίας έχουν επωμιστεί εκ των πραγμάτων οι κυνηγετικές οργανώσεις. Αντί λοιπόν η Πολιτεία να έρχεται σε αντιπαράθεση με τους κυνηγούς, με το αποδεδειγμένα μεγάλο έργο στην προστασία της φύσης, θα πρέπει να αξιοποιήσει τη στενή σχέση των 250.000 κυνηγών με τη φύση και να μην τους αποκλείσει από μεγάλα κομμάτια της υπαίθρου, καθώς αποτελούν την εμπροσθοφυλακή στην προστασία και στη διαχείριση του περιβάλλοντος. Οι αόριστες εκφράσεις και οι δήθεν γενικές αρχές για την προστασία του περιβάλλοντος και της άγριας ζωής, χωρίς καμία τεκμηρίωση καταλήγουν στην κοινότοπη πλέον επωδό της απαγόρευσης της θήρας. Σε ένα εθνικό πλαίσιο θηραματικής πολιτικής πρέπει το κράτος, η πολιτεία να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται τη δραστηριότητα της θήρας ως μια δραστηριότητα με οικολογικές,, οικονομικές και κοινωνικοπολιτιστικές πλευρές, οι οποίες αποτελούν γνωστικό αντικείμενο ειδικών επιστημών. Εν κατακλείδι, ζητούμε να αποσυρθεί άμεσα η παράγραφος 3 του άρθρου 7 από το σχέδιο Π.Δ. και επιτέλους να συμπεριλάβετε ως ισότιμους συνομιλητές σας τους κυνηγούς, οι οποίοι άλλωστε στα πλαίσια του ρόλου και του έργου όλων των βαθμίδων των κυνηγετικών οργανώσεων, στοχεύουν στην υλοποίηση των κοινών με την Ευρωπαϊκή Ένωση στόχων, δηλ:  της προστασίας και ανάπτυξης του θηραματικού πλούτου της χώρας, και  της προώθησης του αειφόρου κυνηγιού στην Ελλάδα και την Ευρώπη, σύμφωνα με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως μέσου για την προστασία της βιοποικιλότητας και της διατήρησης της φύσης.