Αρχική Χωροθέτηση Μικρών Υδροηλεκτρικών Έργων (ΜΥΗΕ)Άρθρο 1 – ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη Βασιλική Λάππα - Κελέση | 20 Αυγούστου 2010, 00:21
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ για την βιώσιμη και αειφορική διαχείριση του φυσικού κεφαλαίου της Ευρυτανίας ως αναπτυξιακό κεφάλαιο της πατρίδας μας www.karpenissi.eu Κείμενο συμμετοχής στη δημόσια διαβούλευση για τoυς Μικρούς Υδροηλεκτρικούς Σταθμούς Ως ΠΟΛΙΤΕΣ αναγνωρίζουμε την πρόθεση του ΥΠΕΚΑ για την ανάγκη συμπλήρωσης των κριτηρίων χωροθέτησης μικρών ΜΥΗΕ, με σκοπό την άμβλυνση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που επιφέρει η κατασκευή τους σε όλα σχεδόν τα ορεινά ρέματα. Η ύπαρξη αυτών των περιβαλλοντικών επιπτώσεων αναγνωρίζεται τόσο από την κείμενη νομοθεσία (Ν. 3468/2006, Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ – ΚΥΑ 2464/08), όσο και από την άμεση εικόνα που έχουμε ως Ευρυτάνες στον τόπο μας, μια από τις πιο σημαντικές ορεινές περιοχές της χώρας σε δασικό και υδάτινο πλούτο. Ως ΠΟΛΙΤΕΣ ταχθήκαμε και τασσόμαστε υπέρ της ανάπτυξης υδροηλεκτρικών έργων, στο μέτρο όμως που οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους δεν ακυρώνουν τα όποια οφέλη προκύπτουν από τη λειτουργία τους. Για να τηρηθεί αυτή η ισορροπία ήταν σαφές ότι χρειαζόταν συμπλήρωση, ειδίκευση και βελτίωση των περιβαλλοντικών όρων, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό αδειών παραγωγής από τη ΡΑΕ στο Νομό μας (οι οποίες έχουν υπερβεί τις 400 σε εθνικό επίπεδο) και των εκατοντάδων νέων αιτήσεων που εκκρεμούν. O ορεινός όγκος της Ευρυτανίας ως σύνολο εκτελεί ήδη εδώ και εκατομμύρια χρόνια το περιβαλλοντικό του χρέος προς τον Ελλαδικό χώρο και τον πλανήτη με τα αρχέγονα δάση του να λειτουργούν, όχι μόνο ως πλούσιοι βιότοποι αλλά και ως αποθήκες άνθρακα. Συνιστά λοιπόν ένα εθνικό κεφάλαιο για την ελληνική πολιτεία και τις δεσμεύσεις της για συμβολή στη μείωση του άνθρακα και την κλιματική αλλαγή καθώς όπως όλοι γνωρίζουμε πρώτη δέσμευση του Πρωτοκόλου του Κιότο που έχουμε προσυπογράψει ως κράτος αποτελεί η διαφύλαξη των δασών, ως εργοστάσια δέσμευσης CO2 . Τα δάση των ορεινών όγκων του Τυμφρηστού, της Καλιακούδας, της Χελιδώνας, της οροσειράς των Αγράφων εγγυώνται τον υδρολογικό κύκλο και το υδάτινο δυναμικό της ευρύτερης περιοχής που υδροδοτεί όχι ένα αλλά τρία μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα της πάλαι ποτέ κραταιάς Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού από τη δεκαετία του ’60, παράγοντας καθαρή ενέργεια (Καστράκι- Κρεμαστά- Πλαστήρα). Καθαρή ενέργεια για την οποία θυσιάστηκε φυσικός ζωτικός χώρος, οικισμοί - χωριά και πολιτισμικά μνημεία σκεπάστηκαν από τα νερά των τεχνητών λιμνών και η Ευρυτανία ερημώθηκε δημογραφικά και εγκαταλείφτηκε από την Πολιτεία έτσι που να έρχεται μετά από μερικές δεκαετίες μια Κ.Υ.Α., με περισσή ασέβεια επιτρέψτε μας, να την χαρακτηρίζει ως ΠΑΠ 2 με αιτιολογικό την πληθυσμιακή της αποψίλωση και το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον των κατασκευαστών για τη δημόσια γη. Φθάνουμε έτσι , σήμερα να συγκεντρώνουμε έναν υπέρογκο αριθμό αδειών για ΜΥΗΕ στις περισσότερες μελέτες των οποίων δεν υπάρχει ολοκληρωμένος σχεδιασμός, δεν εκτιμούνται τα αθροιστικά αποτελέσματα των πολλαπλών εγκαταστάσεων σε κάθε ορεινό ποτάμι ή ρέμα και δεν υπάρχουν πραγματικά ή επικαιροποιημένα δεδομένα (παροχής νερού, είδη ιχθυοπανίδας, κλπ) , όπως οι Δασικές Υπηρεσίες αλλά και ο καθένας μας διαπιστώνει μελετώντας τες. Οι υποψήφιοι κατασκευαστές στηρίζονται συνήθως σε μερικές στιγμιαίες μετρήσεις παροχής, ενώ δεν αντιμετωπίζεται καθόλου το πρόβλημα της στάθμης του νερού κατάντη των έργων, ούτε οι επιπτώσεις από την κατασκευή τους στο χερσαίο και υδάτινο περιβάλλον των ευαίσθητων ορεινών οικοσυστημάτων. Αντίθετα διαβάζουμε ότι οι επιπτώσεις των ΜΥΗΕ είναι σχεδόν «μηδαμινές» και «εξαφανίζονται» εντός 1-2 ετών. Παραλείπεται βέβαια να αναφερθεί ότι η κατασκευή ΜΥΗΕ, και μάλιστα όταν αυτά είναι συνεχόμενα, μπορεί να πλήξει άμεσα: την οικολογική ισορροπία των οικοσυστημάτων (υδάτινα και παραποτάμια) και να προκαλέσει μια μη αντιστρέψιμη αλλοίωση του φυσικού τοπίου της περιοχής, τόσο κατά τη φάση κατασκευής (κόψιμο δέντρων, διάνοιξη δρόμων, διάβρωση εδαφών, παράνομες χαλικοληψίες, κατασκευή παρακαμπτηρίων αγωγών, υποβάθμιση ή/και καταστροφή της παρόχθιας ζώνης και βλάστησης, μη αποκατάσταση φυσικού περιβάλλοντος), όσο και κατά τη φάση λειτουργίας τους (εγκιβωτισμός τμημάτων ρεμάτων, κατασκευή φραγμάτων και κτισμάτων, δυνατότητα για έντονη ανθρωπογενή δραστηριότητα σε περιοχές που πριν δεν υπήρχε πρόσβαση, αλλοίωση αβιοτικών χαρακτηριστικών του νερού όπως η θερμοκρασία). Παραλείπεται επίσης να αναφερθεί ότι η δημιουργία συνεχών φραγμάτων σε ένα ποταμό αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για τους πληθυσμούς των ορεινών ειδών της ιχθυοπανίδας και ότι η επέμβαση για την κατασκευή ενός ΜΥΗΕ μπορεί να έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στην τοπική ιχθυοπανίδα, η οποία πολλές φορές επιβιώνει πλέον μόνο σε μικρά ρέματα ή παραποτάμους, ειδικά στα ποτάμια όπου υπάρχουν ήδη μεγάλα φράγματα, και τα οποία πολλές φορές φιλοξενούν το μοναδικό γενετικό απόθεμα σπάνιων ή ενδημικών ειδών. Πολλοί από τους πληθυσμούς αυτούς προστατεύονται από την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ (Παρ. ΙΙ), όπως η Άγρια Πέστροφα (Salmo spp.), η Μπριάνα (Barbus spp.), η Πετροκαραβίδα (A. torrentium, είδος προτεραιότητας που ζει στα ορεινά ύδατα σε μικρούς πληθυσμούς που δεν έχουν καταγραφεί και που πρόσφατα περιλήφθηκε στο Παρ. ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ). Για τα είδη αυτά η Ελλάδα έχει αναλάβει την υποχρέωση τη διατήρηση του γενετικού τους αποθέματος και των πληθυσμών τους σε ικανοποιητική κατάσταση. Η διακοπή των μετακινήσεων των παραπάνω ειδών και ο χωρισμός των πληθυσμών τους σε δυο ή περισσότερα κομμάτια θέτει σε κίνδυνο τόσο τους πληθυσμούς όσο και το υπάρχον γενετικόαπόθεμα. Δυστυχώς όμως σε καμία ΜΠΕ δεν γίνεται αναφορά στα είδη της ιχθυοπανίδας και είτε «παραλείπονται», είτε γίνεται αναφορά σε βιβλιογραφία που συνήθως είναι ελλιπής για τέτοιες ορεινές περιοχές και συνήθως συμπεραίνεται ότι «δεν υπάρχουν ψάρια στο υδατόρεμα» ή ακόμη καλύτερα «σε επίσκεψή μας δεν παρατηρήθηκε ύπαρξη ψαριών…». Σε ΟΛΑ όμως σχεδόν τα επιφανειακά υδατορέματα συνεχούς ροής (και σε πολλά εποχιακής ροής) υπάρχουν ψάρια που βέβαια δεν «πηδάνε» έξω από το νερό για να τα δει ο επισκέπτης, αλλά ζουν ανάμεσα στη βλάστηση ή πάνω ή και μέσα στον πυθμένα (π.χ. βελονίτσα). Αυτό μας βεβαιώνουν οι επιστήμονες του ΕΘΙΑΓΕ και συγκεκριμένα ο Δρ. Μάνος Κουτράκης (Βιολόγος-Ιχθυολόγος, Αν. Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ-ΙΝΑΛΕ) και οι κύριοι Σταμάτης Ζόγκαρης, Αριστείδης Διαπούλιας και Αρ. Οικονόμου που έχουν παρουσιάσει τα ερευνητικά τους δεδομένα για τις υδρολογικές λεκάνες των ποταμών της Ευρυτανίας – Ταυρωπό, Αγραφιώτη, Καρπενησιώτη, Κρικελλοπόταμο – σε ημερίδα του ΤΕΙ Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος το Μάρτιο του 2009 (www.solon.org) . Αυτό βέβαια αποτελεί ένα ακόμα πρόβλημα της ελληνικής πολιτείας που όφειλε εδώ και χρόνια να καταγράψει την ιχθυοπανίδα σε όλα τα επιφανειακά νερά καθώς και να εναρμονίσει την εθνική νομοθεσία στην Κοινοτική Οδηγία για τα Ύδατα 2000/60. «Διάβασα επίσης, συνεχίζει στην τοποθέτησή του ο κ. Μάνος Κουτράκης, διάφορα σχόλια στη διαβούλευση που «ενοχλούνται» ακόμη και από την ύπαρξη 20 cm βάθους κατάντη των ΜΥΗΕ και το θεωρούν υπερβολικό ! Τα 20 cm όμως είναι κυριολεκτικά μια σπιθαμή βάθους, ας ανοίξει λοιπόν κάποιος το χέρι του και ας σκεφτεί αν μια πέστροφα 20-30 cm μπορεί να κολυμπήσει σε 20 cm βάθος. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η ιχθυοπανίδα μπορεί να επιβιώσει και σε εποχιακά ρέματα ή σε ρέματα που για κάποιο διάστημα έχουν ελάχιστο νερό, όμως αυτό ΔΕΝ γίνεται συνεχώς όπως στην περίπτωση της κατασκευής ΜΥΗΕ αλλά εποχικά. Τον υπόλοιπο χρόνο τα είδη αυτά μπορούν να μετακινηθούν, αναπαραχθούν κλπ. Σε διάφορα σημεία της διαβούλευση γίνεται επίσης αναφορά στην «πράσινη» ενέργεια των υδροηλεκτρικών έργων. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζετε ότι σε έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (FAO Fisheries Report 821, 2006), στο άρθρο 77 δηλώνεται ότι η υδροηλεκτρική ενέργεια ΔΕΝ θεωρείται «πράσινη» πηγή ενέργειας εξαιτίας των καταστροφών που προκαλούνται στα υδάτινα (ηπειρωτικά και θαλάσσια) οικοσυστήματα και κυρίως στην ιχθυοπανίδα τους. Προτείνεται λοιπόν για την αντιμετώπιση των παραπάνω να περιλαμβάνεται στην ΠΠΕ και την ΜΠΕ κάθε έργου ξεχωριστή μελέτη ιχθυοπανίδας από ερευνητικό ινστιτούτο, σχετικό τμήμα πανεπιστημίου ή ΤΕΙ ή έμπειρο επιστήμονα (δυστυχώς στην Ελλάδα οι μελετητές με πτυχίο «Αλιευτικών μελετών» σπάνια καλύπτουν τις ανάγκες τέτοιων μελετών και σίγουρα δεν έχουν τη δυνατότητα δειγματοληψίας με την κατάλληλη μεθοδολογία στα ορεινά αυτά ποτάμια). Αναγκαίες προϋποθέσεις αυτής της μελέτης πρέπει να είναι η εμπειρία στην ιχθυοπανίδα εσωτερικών υδάτων και οι δειγματοληψίες πεδίου από εξειδικευμένο προσωπικό. Η μελέτη θα πρέπει να εξετάσει τους υπάρχοντες πληθυσμούς και την κατανομή τους και να προτείνει λύσεις (παρακαμπτήριο κανάλι, πέρασμα ή ιχθυοκλίμακα) οι οποίες θα προσαρμόζονται ανάλογα με τα είδη. Σημαντική βοήθεια στα παραπάνω μπορεί να δώσει η εφαρμογή (θα έπρεπε να έχει γίνει εδώ και δυο χρόνια) της Οδηγίας 2000/60 για την παρακολούθηση της ποιότητας των επιφανειακών υδάτων όπου η ιχθυοπανίδα αποτελεί σημαντικό δείκτη. Αρκεί βέβαια να επιλεχθούν και αρκετά ορεινά ρέματα των ελληνικών ποταμών. Ας μην θυσιάσουμε στο όνομα της ανάπτυξης της ενέργειας από ΑΠΕ τη βιοποικιλότητα των ορεινών υδάτων, του τελευταίου σχεδόν ανεπηρέαστου ακόμη τμήματος της ελληνικής πανίδας. Η ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΥΤΑΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ έχει προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικράτειας ενάντια στον αντισυνταγματικό και αυθαίρετο χαρακτηρισμό του ορεινού όγκου της Ευρυτανίας σε Περιοχή Προτεραιότητας για έργα ΑΠΕ (Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ – ΚΥΑ 2464/08) καταστρατηγώντας τις αρχές προστασίας των δασών, το Άρθρο 24 (παρ.1 και 2) και άρθρο 25 (παρ.1) του Συντάγματος (του 1975),των περιοχών NATURA 2000 Αγράφων, Παναιτωλικού και Τυμφρηστού (GR2430001,GR231004,GR2430002,GR2110003) και δυναμιτίζοντας τον προσανατολισμό της σε ήπιες μορφές τουριστικής ανάπτυξης. Ειδικά οι περιοχές Natura2000 αποτελούν την κορωνίδα των περιοχών της χώρας από την άποψη της φυσικής αξίας και πρέπει να αποφεύγονται οι χωροθετήσεις έργων ΑΠΕ που αλλάζουν τις χρήσεις της γης. Οι χιλιάδες πολίτες του ορεινού χώρου και οι ακόμα περισσότερες χιλιάδες επισκέπτες του, αξιώνουν από την ελληνική Πολιτεία να σεβαστεί τη βιωσιμότητα του αδιατάρακτου φυσικού κεφαλαίου και να προτάσσει την αειφορική του διαχείριση, έναντι κάθε άλλου επενδυτικού «αναπτυξιακού» στόχου. Καρπενήσι,19 Αυγούστου 2010