Αρχική Χωροθέτηση Μικρών Υδροηλεκτρικών Έργων (ΜΥΗΕ)Άρθρο 3 – Συμπλήρωση και εξειδίκευση τεχνικών και λοιπών λεπτομερειώνΣχόλιο του χρήστη ΑΛΚ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΣΤΑΜ. ΖΟΓΓΑΡΗΣ | 27 Αυγούστου 2010, 20:33
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Στον «Οδηγό για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των μικρών Υδρο-Ηλεκτρικών Έργων», έργο που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (http://greeningtea.unep.org/downloads/Guide%20to%20Enviromental%20Approach%20and%20Impact%20Assessment%20of%20Small%20Hydro%20Electric%20Plants-EU.pdf), προσδιορίζονται κριτήρια και διαδικασίες για την αντικειμενική αξιολόγηση των επιπτώσεων (θετικών ή αρνητικών) τέτοιων έργων. Ο Οδηγός προτείνει μία πολυ-παραμετρική προσέγγιση που περιλαμβάνει μία σειρά κριτηρίων (υδρολογικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών, τεχνικών, κλπ.) και τονίζει την ανάγκη της ύπαρξης επαρκών ποσοτικών δεδομένων, τουλάχιστον για όσες παραμέτρους επιδέχονται ποσοτικοποίηση. Οι συντάκτες του Οδηγού αναγνωρίζουν ότι απόλυτη αντικειμενικότητα είναι δύσκολο να υπάρξει, δεδομένου ότι οι οικολόγοι δίνουν βάρος στα περιβαλλοντικά κριτήρια ενώ οι επενδυτές εντοπίζουν τα οικονομικά κριτήρια σαν πιο σημαντικά. Μια τέτοια αντιπαράθεση είναι εμφανής και στην παρούσα διαβούλευση και μόνον εν μέρει μπορεί να αποδοθεί στη διαφορετική έμφαση που αποδίδουν οι συμμετέχοντες στις βιολογικές, υδρολογικές, οικονομικές, τεχνικές και διοικητικές συνιστώσες του γενικότερου ζητήματος χωροταξικού σχεδιασμού και ανάπτυξης ΜΥΗΕ. Μία άλλη σημαντική αιτία της αντιπαράθεσης είναι ο μεγάλος βαθμός υποκειμενικότητας και αβεβαιότητας των ρυθμίσεων για την κριτήρια χωροθέτησης, που πηγάζει από την έλλειψη επαρκών και αξιόπιστων περιβαλλοντικών ιδίως δεδομένων. Θέλοντας να συμβάλλουμε στη διαβούλευση θα καταθέσουμε τις απόψεις και προτάσεις μας προσπαθώντας να τηρήσουμε μία όσο γίνεται αντικειμενική στάση. Ο σκοπός της παρέμβασης μας είναι διττός. Από τη μία πλευρά, θέλουμε να καταδείξουμε τη μοναδικότητα της ενδημικής Ελληνικής ιχθυοπανίδας και να τονίσουμε την ανάγκη προστασίας της. Από την άλλη πλευρά, θα επιχειρηματολογήσουμε ότι μερικές από τις προτεινόμενες και άλλες υφιστάμενες διατάξεις (π.χ. περί βαθους ροής και οικολογικής παροχής) για την προστασία της ιχθυοπανίδας δεν είναι ίσως οι καταλληλότερες, ούτε εύκολα εφαρμόσιμες, επειδή δεν προβλέπονται/επιβάλλονται αποτελεσματικές διαδικασίες απόκτησης κατάλληλων δεδομένων για την έγκαιρη διαπίστωση (δηλαδή πριν από τα στάδια αδειοδότησης και έναρξης κατασκευής) του βαθμού συμμόρφωσης με τα συγκεκριμένα κριτήρια. Αντίθετα, θα ισχυρισθούμε ότι μόνο μία «περίπτωση ανά περίπτωση» ανάλυση στηριζόμενη σε καλής ποιότητας έρευνες και μελέτες που παίρνει υπόψη τα βιολογικά, περιβαλλοντικά και άλλα χαρακτηριστικά της προτεινόμενης θέσης, καθώς και της ευρύτερης περιοχής, μπορεί να προσφέρει αξιόπιστες εκτιμήσεις χωροθέτησης. Θα ξεκινήσουμε με τρεις διαπιστώσεις. Πρώτον, στην Ελλάδα δεν υπάρχει μία στερεή βάση πληροφοριών για τα υδρολογικά, χημικά και βιολογικά χαρακτηριστικά των ποταμών, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην εκπόνηση περιβαλλοντικών μελετών και στην αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των έργων. Οι υπάρχουσες βάσεις δεδομένων είναι διάσπαρτες σε πολλούς φορείς, δεν είναι πάντα προσβάσιμες, και πολλές φορές στερούνται μεθοδολογικής τυποποίησης. Παράλληλα, οι διαθέσιμες χρηματοδοτήσεις (που σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζουν και τις ερευνητικές κατευθύνσεις) δεν έχουν επιτρέψει τη δημιουργία κατάλληλης στελεχικής και υλικοτεχνικής υποδομής για την υποστήριξη των μελετητικών προσπαθειών, τουλάχιστον όσο αφορά τα βιολογικά πεδία. Οι ειδικευμένοι βιολόγοι σε θέματα γλυκών νερών είναι ελάχιστοι. Τα υπάρχοντα βιολογικά δεδομένα αποκτήθηκαν κυρίως σαν παραπροϊόν άλλων ερευνών, δεδομένου ότι (α) η ΕΕ δεν χρηματοδοτεί έρευνες τοπικού ή στενά εθνικού χαρακτήρα που αποσκοπούν απλά στην απόκτηση δεδομένων, και (β) υπήρξε απροθυμία από εθνικούς φορείς για τη χρηματοδότηση σχετικών προγραμμάτων (π.χ. οικολογικής παρακολούθησης ή ανάπτυξης υδρο-οικολογικών μεθόδων προσδιορισμού της διατηρητέας παροχής). Δεύτερον, υπάρχει έλλειψη συνολικής εθνικής στρατηγικής για τα εσωτερικά ύδατα και οικοσυστήματα που συνδέονται με αυτά , ίσως όχι σε επίπεδο πολιτικών προθέσεων, αλλά εξαιτίας της ανεπάρκειας της νομοθεσίας, της πολυπλοκότητας των οργανωτικών δομών και της δυσλειτουργίας των διοικητικών μηχανισμών. Στον τομέα της διαχείρισης των υδάτινων πόρων επικρατεί ακόμα η νοοτροπία του τομεακού σχεδιασμού, όπου κάθε υπουργείο, υπηρεσία ή ακόμα και ιδιωτικός φορέας προγραμματίζει τα δικά του έργα, σύμφωνα με τις δικές του αναπτυξιακές αντιλήψεις και προτεραιότητες (ενδεικτικά, οι κύριες διαχειριστικές αρμοδιότητες κατανέμονται σε δύο Υπουργεία, ΥΠΕΚΑ και ΥΠΑΑΤ). Ένα από τα αποτελέσματα της ανεπάρκειας του εθνικού σχεδιασμού είναι ότι η Οδηγία-Πλαίσιο για το νερό, δέκα χρόνια τώρα από την ψήφισή της, δεν έχει αρχίσει να υλοποιείται. Τρίτον, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται, από μεγάλη κλιματική και γεωμορφολογική ποικιλότητα, που αντανακλάται σε μεγάλη ποικιλότητα τοπίων και οικοσυστημάτων, αλλά επίσης παρουσιάζει βιολογικές ιδιαιτερότητες που επιβάλλουν ειδικές προσεγγίσεις των ΜΠΕ και έμφαση στα τοπικά χαρακτηριστικά. Πράγματι, η Ελλάδα διαθέτει τον υψηλότερο ίσως βαθμό ενδημισμού σε ψάρια του γλυκού νερού (πιθανόν και άλλους σε υδρόβιους οργανισμούς – δεν έχει γίνει ακόμα επαρκής βιολογική διερεύνηση) ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές χώρες. Αυτά τα ενδημικά ψάρια, υπολείμματα της αρχαίας Ευρωπαϊκής ιχθυοπανίδας που εξαφανίσθηκε από άλλες περιοχές όταν οι παγετώνες του Πλειστοκαίνου σάρωσαν την Ευρώπη, βρίσκονται εδώ πολύ πριν εμφανισθεί ο σύγχρονος άνθρωπος στη γη, με την εξελικτική ιστορία ορισμένων ειδών να ανάγεται στο Μειόκαινο. Πολλά είδη έχουν πολύ περιορισμένη γεωγραφική κατανομή (μερικά απαντούν μόνο σε ένα υδάτινο σύστημα ή σε κάποιο μικρό του κομμάτι) και ορισμένα κινδυνεύουν να εξαφανισθούν κάτω από την πίεση του ανθρώπου. Έχουμε το δικαίωμα να στερήσουμε από τις επόμενες γενεές αυτή τη μοναδική φυσική κληρονομιά στο όνομα μιας όποιας ανάπτυξης; Δεν αμφισβητούμε τις καλές προθέσεις του ΥΠΕΚΑ για συμπλήρωση και βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου για τα ΜΥΗΕ με τη θέσπιση κριτηρίων χωροθέτησης. Ωστόσο, με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, διερωτώμεθα κατά πόσο τα προτεινόμενα κριτήρια (καθώς και άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, π.χ. περί οικολογικής παροχής, φέρουσας ικανότητας, συνοδών έργων και ευπαθών οικοσυστημάτων, όπως περιγράφονται στην ΚΥΑ 49828 - ΦΕΚ 2464Β/08) μπορούν να προσφέρουν αποδεκτή περιβαλλοντική προστασία όταν: (α) υπάρχει σοβαρή έλλειψη αξιόπιστων υδρολογικών και βιολογικών δεδομένων πάνω στα οποία υποτίθεται ότι πρέπει να στηριχθεί η αξιολόγηση των επιπτώσεων των έργων. (β) κριτήρια όπως αυτό του βάθους ροής εμπεριέχουν σημαντικό βαθμό ασάφειας και υποκειμενικότητας, δεδομένου ότι η ροή μεταβάλλεται εποχιακά, διαχρονικά και κατά μήκος της κοίτης, και επίσης επηρεάζεται από άλλες υφιστάμενες ή μελλοντικές χρήσεις νερού. (γ) οι υπάρχοντες μηχανισμοί της δημόσιας διοίκησης δεν εγγυώνται αποτελεσματικούς ελέγχους αξιολόγησης, έγκρισης και παρακολούθησης των έργων. Όλοι συμφωνούμε ότι το επιδιωκόμενο είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Όμως το περιβάλλον δεν προστατεύεται με διατάξεις δύσκολης εφαρμοστικότητας και αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Παράλληλα, υπάρχει κίνδυνος να επικεντρωθεί η επιχειρηματολογία των επενδυτών, μελετητών και ελεγκτών σε τεχνικά ζητήματα, όπως το βάθος ροής ή ο υπολογισμός του μέγιστου μήκους εκτροπής, αποτρέποντας έτσι την εστίαση σε πιο ουσιαστικές οικολογικές παραμέτρους. Πως θα αξιολογηθεί η οικολογική και φυλογενετική σημασία των ψαριών μίας περιοχής και ποιος θα αξιολογήσει την αξία της τοπικής βιοποικιλότητας; Με τι κριτήρια θα διαπιστωθεί η περιβαλλοντική σημασία ενός συστήματος και η τρωτότητα των τοπικών ειδών; Με ποιες διαδικασίες θα ερευνηθεί η επίδραση ενός έργου στη μεταναστευτική τους συμπεριφορά ή τα αναπαραγωγικά τους πεδία? Τι κατασκευαστική μεθοδολογία πρέπει να επιλεχθεί για την άμβλυνση των επιπτώσεων των έργων στα τοπικά είδη και στο οικοσύστημα? Μία συνηθισμένη μελετητική πρακτική είναι να προτείνεται η κατασκευή ιχθυοδιαδρόμων, που έχουν κατασκευαστικό και διαχειριστικό κόστος, χωρίς να διερευνάται σε βάθος αν αυτοί είναι απαραίτητοι ή κατάλληλοι για την τοπική ιχθυοπανίδα. Φοβόμαστε ότι κανένα υδρολογικό ή γεωμετρικό μοντέλο δεν μπορεί να ενσωματώσει τις τοπικές βιολογικές ιδιαιτερότητες. Αν και το κριτήριο βάθους των 20 εκ. προσφέρει μία κάποια προστασία στην ιχθυοπανίδα, αυτό από μόνο του δεν είναι ικανό να διασφαλίσει ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης των τοπικών ψαριών (ενίοτε μπορεί να οδηγεί και σε υπερεκτίμηση των αναγκών για νερό). Τόσο το ελάχιστο βάθος, όσο και η οικολογική παροχή, διαφοροποιούνται ανάλογα με τη σύσταση της τοπικής ιχθυοπανίδας και το σωματικό μέγεθος και το βαθμό ρεοφιλίας των ειδών. Ίσως κάποιοι ισχυρισθούν ότι άλλες διατάξεις της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στη χωροθέτηση και περιβαλλοντική αξιολόγηση των ΜΥΗΕ (π.χ. ένταξη ή όχι μίας περιοχής σε προστατευόμενες περιοχές του δικτύου "Natura 2000", ή η παρουσία σε κάποια περιοχή ειδών που περιλαμβάνονται στους καταλόγους ειδών των παραρτημάτων της Οδηγίας για τους οικότοπους 92/43/EC). Αυτό ισχύει σε μικρό μόνο βαθμό. Οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» γνωρίζουν ότι η κατάρτιση του οικολογικού δικτύου "Natura 2000" της Ελλάδας δεν έλαβε υπόψη υδρόβιους οργανισμούς (η χώρα δεν ήταν επιστημονικά και διοικητικά προετοιμασμένη να συμβάλλει με κατάλληλη πληροφορία). Επίσης, ότι οι λίστες ειδών που υπέβαλε η Ελλάδα στην ΕΕ για να περιληφθούν στην Οδηγία για τους Οικότοπους ήταν ελλιπείς ή εσφαλμένες, με αποτέλεσμα πολλά εξαιρετικά απειλούμενα είδη να μην περιέχονται στις λίστες (εδώ υπήρχε θέμα διοικητικής αδράνειας, γιατί υπήρχε επαρκής και διαθέσιμη πληροφορία). Καμία νομοθετική επιβολή «τεχνικών» μέτρων δεν θα μπορούσε να αξιολογήσει τις οικολογικές επιπτώσεις των έργων στο ευαίσθητο υδάτινο οικοσύστημα του Άνω Ερύμανθου ή στα μεγάλης ιχθυολογικής σημασίας και υψηλής αισθητικής αξίας ρέματα της Ευρυτανίας. Αναγνωρίζουμε ότι άλλες ανθρωπογενείς πιέσεις, με κυριότερη την υπεράντληση νερών για αρδευτική χρήση, είναι περισσότερο επιζήμιες για τους ιχθυοπληθυσμούς και άλλες υδρόβιες βιοκοινωνίες. Ωστόσο, τα ΜΥΗΕ εγκαθίστανται συνήθως στην ορεινή και την ημιορεινή ζώνη όπου η επίδραση του ανθρώπου είναι σχετικά μικρή και τα υδάτινα οικοσυστήματα διατηρούνται ακόμα σε ικανοποιητική κατάσταση. Επομένως, οι οικολογικές επιπτώσεις των ΜΥΗΕ αποκτούν μεγαλύτερη σχετική σημασία από ότι οι επιπτώσεις άλλων «πιο καταστροφικών» έργων σε πεδινές περιοχές. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον από τα συνοδά έργα (π.χ. διάνοιξη δρόμων). Δεν παραγνωρίζουμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τέτοια έργα μπορεί να έχουν θετικές επιπτώσεις στην τοπική ανάπτυξη και απασχόληση. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις όμως η ζημιά είναι μεγαλύτερη των ωφελημάτων γιατί τα έργα επηρεάζουν αδιατάρακτα οικοσυστήματα και ένα παρθένο φυσικό περιβάλλον το οποίο, ακόμα και αν το δούμε από την οικονομική σκοπιά, μπορεί να προσφέρει στην τοπική κοινωνία ευκαιρίες ανάπτυξης (π.χ. οικοτουρισμός, αναψυχή). Θεωρούμε λοιπόν ότι το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον μίας περιοχές να συνυπολογίζεται στη χωροθέτηση. Εδώ έγκειται ο ρόλος της πολιτείας αλλά και των επιστημονικών και ελεγκτικών φορέων στη διασφάλιση ικανοποιητικών κριτηρίων και διαδικασιών αξιολόγησης. Η νομοθεσία πρέπει να παρέχει κατευθυντήριες γραμμές όσο αφορά παραμέτρους και μεθοδολογίες. Για παράδειγμα, μπορεί να απαιτεί να διενεργούνται σε υποψήφιες περιοχές ιχθυολογικές έρευνες για την ποσοτική σύσταση και ηλικιακή κατανομή της ιχθυοπανίδας, τους τοπικούς ενδημισμούς, τους οικολογικούς θώκους και το καθεστώς προστασίας των ειδών, κλπ.. Τέτοιες έρευνες (που μπορεί να συνοδεύονται από έρευνες ενδιαιτημάτων, υδρολογικών και φυσικοχημικών παραμέτρων, κλπ), δεν είναι δύσκολες, και υπάρχει ήδη σωρευμένη αξιοποιήσιμη πληροφορία για τη βιολογία και οικολογία των ειδών. Ωστόσο, για τη διασφάλιση της ποιότητας αυτών των ερευνών, αυτές πρέπει όμως να ανατίθενται σε ειδικούς επιστήμονες με ουσιαστική ιχθυολογική εμπειρία στα γλυκά νερά, και όχι απλώς σε άτομα με τυπικά προσόντα μελετητή. Σε τελική ανάλυση, η ποιότητα της αξιολόγησης εξαρτάται σημαντικά από το βαθμό επάρκειας και εμπειρίας των ερευνητών, των μελετητών και των διοικητικών υπαλλήλων. Με κάθε σεβασμό στο έργο και το ρόλο των μελετητών, επισημαίνουμε ότι ορισμένες μελέτες είναι κακής ποιότητας από πλευράς πληρότητας ή ερμηνείας των δεδομένων και των λύσεων που προτείνουν, σε βαθμό που να μπορούν να χαρακτηρισθούν σαν παραπλανητικές. Βέβαια, το πρόβλημα ανάγεται τελικά στις υπηρεσίες που αποδέχονται τέτοιες μελέτες. Ας μη ξεχνάμε ότι μέχρι σχετικά πρόσφατα δεν υπήρχε στην Ελλάδα ένα αποτελεσματικό Υπουργείο για το Περιβάλλον για να ρυθμίσει το πλαίσιο λειτουργίας των μελετητικών φορέων. Φυσικά, όπως προαναφέρθηκε, η ποιότητα της αξιολόγησης εξαρτάται πολύ ισχυρά και από την διαθεσιμότητα και καταλληλότητα χρονοσειρών βιολογικών και υδρολογικών δεδομένων. Εδώ αναδεικνύεται η σημασία των προγραμμάτων οικολογικής παρακολούθησης που η χώρα μας δεν έχει ακόμα εγκαταστήσει, κατά παράβαση των διατάξεων της Οδηγίας-Πλαίσιο για τα ύδατα. Μετά τη διαπίστωση των προβλημάτων ακολουθεί το ερώτημα «τώρα τι κάνουμε». Είναι γνωστό ότι το ΥΠΕΚΑ έχει αναλάβει δεσμεύσεις για τη μείωση του διοξειδίου άνθρακα, και ότι η χώρα επιθυμεί την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Ωστόσο, πρόσκαιρες και αποσπασματικές ρυθμίσεις που επιτείνουν το πρόβλημα της πολυνομίας, και ίσως στο μέλλον καταργηθούν, τροποποιηθούν ή συμπληρωθούν με νέες ρυθμίσεις, σίγουρα δεν είναι καλή λύση. Ίσως αύριο διαπιστώσουμε ότι το συνολικό σχέδιο ανάπτυξης των ΜΥΗΕ δεν εναρμονίζεται πλήρως με την Οδηγία για τα Ύδατα 2000/60. Η Οδηγία αυτή προάγει μία «οικοσυστημική προσέγγιση» για την αξιολόγηση της κατάστασης του υδάτινου περιβάλλοντος και επιτάσσει μία πολιτική ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδατικών πόρων, όπου το σύμπλοκο των οικολογικών, οικονομικών, κοινωνικών, νομικών και τεχνικών παραμέτρων που σχετίζονται με τη προστασία, αποκατάσταση και αειφόρο χρήση των πόρων θα εξετάζονται από κοινή βάση. Ίσως ακόμα διαπιστώσουμε, όπως αναφέρθηκε σε άλλο σχόλιο, ότι η δραστηριότητα των ΜΥΗΕ είναι σήμερα παράνομη λόγω μη υποβολής στην ΕΕ διαχειριστικών σχεδίων λεκανών απορροής. Τέλος, τι θα γίνει με άλλες δραστηριότητες που επίσης δημιουργούν σημαντική όχληση στο περιβάλλον (π.χ. ανεξέλεγκτες απολήψεις αρδευτικού νερού, που αποτελούν τη σημαντικότερη ίσως απειλή για τα υδάτινα οικοσυστήματα); Χωριστά νομοθετήματα και διαφορετικές προσεγγίσεις χωροθέτησης; Και αν ναι, πως θα υπολογισθεί το συνδυαστικό αποτέλεσμα όλων των πιέσεων; Θεωρούμε ότι κοινή βάση όλων των προβλημάτων είναι η ανεπάρκεια της διοικητικής και επιστημονικής υποδομής. Πληρώνουμε το τίμημα λανθασμένων πολιτικών επιλογών και ανεπίτρεπτων καθυστερήσεων που οδήγησαν στη συσσώρευση και επιδείνωση των προβλημάτων. Δεν υπάρχουν εύκολες βραχυπρόθεσμες λύσεις. Σαν μεσο-μακροπρόθεσμες λύσεις προτείνουμε: (α) τη δημιουργία διεπιστημονικής ομάδας (όπως προτείνεται και σε άλλα σχόλια), που θα περιλαμβάνει και εκπροσώπους της διοίκησης και των επενδυτών, η οποία θα εξετάσει την υπάρχουσα κατάσταση και τη φύση των προβλημάτων, και θα υποβάλλει σχετικές προτάσεις. (β) την ένταξη της στρατηγικής ανάπτυξης των ΜΥΗΕ στη γενικότερη στρατηγική της ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδατικών σε επίπεδο λεκάνης απορροής, όπως άλλωστε επιβάλλεται από τις πολιτικές κατευθύνσεις της ΕΕ (Οδηγία–Πλαίσιο για τα ύδατα). Αλκιβιάδης Οικονόμου, Υδροβιολόγος – Ιχθυολόγος Σταμάτης Ζόγκαρης, Γεωγράφος – Βιολόγος Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών