Αρχική Χωροθέτηση Μικρών Υδροηλεκτρικών Έργων (ΜΥΗΕ)Άρθρο 3 – Συμπλήρωση και εξειδίκευση τεχνικών και λοιπών λεπτομερειώνΣχόλιο του χρήστη ΗΛΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ | 27 Αυγούστου 2010, 23:16
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το θέμα της οικολογικής παροχής κατάντη φραγμάτων έχει απασχολήσει για αρκετά χρόνια την διεθνή επιστημονική κοινότητα και μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί μια ευρέως εφαρμόσιμη μέθοδο για τον ακριβή υπολογισμό της. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια αδυναμία της επιστημονικής κοινότητας παγκοσμίως, ούτε μόνο στην περιπλοκότητα των υδάτινων συστημάτων και των υδροοικολογικών τους διεργασιών. Οφείλεται κατά κύριο λόγο στην διαφορετικότητα κάθε συστήματος και στην ανάγκη για επιμέρους μελέτη, κατανόηση και επιτόπια εξέταση του μιας σειράς παραμέτρων σε κάθε περίπτωση. Γιαυτό και χώρες παραδοσιακά προηγμένες στην Περιβαλλοντική Έρευνα αποφεύγουν να καθορίσουν μια συγκεκριμένη τιμή για την οικολογική παροχή ή ακόμη και ένα συγκεκριμένο τρόπο υπολογισμού με κάποιο μαθηματικό τύπο. Στην Ελλάδα, βέβαια, η μέχρι σήμερα πρακτική της εκτίμησης των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και του καθορισμού των Περιβαλλοντικών Όρων έχει αποτύχει οικτρά (εκ του αποτελέσματος) γιατί έχει μετατραπεί σε μια τυπική διαδικασία που μόνο σκοπό έχει να πάρθουν οι απαιτούμενες εγκρίσεις για να προχωρήσει γρήγορα το ‘έργο’. Έτσι λοιπόν με την παραδοχή της Δημόσιας Διοίκησης για την αδυναμία ελέγχου, επί της ουσίας, των μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, του τρόπου καθορισμού αλλά και της ορθής εφαρμογής των Περιβαλλοντικών Όρων, προκρίνεται μια συγκεκριμένη τιμή βάθους για την εξασφάλιση της ‘οικολογικής παροχής’. Είναι προφανές και από αυτά που ανέφεραν στην διαβούλευση διακεκριμένοι ιχθυολόγοι, ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν είναι επιστημονικά ορθή αφού σε κάποιες περιπτώσεις τα 20cm βάθους μπορεί να είναι επαρκή ενώ σε κάποιες άλλες όχι (εξαρτάται από τα είδη, τις ηλικίες και τους πληθυσμούς της ιχθυοπανίδας στην περιοχή) ενώ υπάρχει και μια σειρά από άλλες παραμέτρους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να είναι η εν λόγω παροχή ‘οικολογική’ (πχ ταχύτητα ροής, πλάτος διαβρεγμένης διατομής, κλίσεις, κτλ) . Έτσι, για παράδειγμα, σε ορισμένες περιπτώσεις τα 20cm βάθους ενδέχεται να εξασφαλίζουν ελάχιστη ταχύτητα ροής που να μην επαρκεί για τα είδη που συναντώνται στην συγκεκριμένη περιοχή ενώ σε άλλα ρέμματα τα 20cm να είναι υπεραρκετά με βάση τις οικολογικές απαιτήσεις των τοπικών ειδών (και ενδεχομένως το βάθος αυτό σε συγκεκριμένες εποχές να μην υπάρχει στο ρέμμα έτσι και αλλιώς). Ως εκ τούτου, δεν είναι λογικό να καθορίζεται σε ένα νομικό κείμενο μια ενιαία τιμή οικολογικής παροχής για όλες τις περιπτώσεις και για όλα τα υδάτινα συστήματα (όπου απαντάται ιχθυοπανίδα). Θα περίμενε κανείς η Υ.Α. να καθορίσει το πλαίσιο ή έστω τις βασικές αρχές εκτίμησης της οικολογικής παροχής σε κάθε ρέμμα λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ανωτέρω παραμέτρους και να απαιτήσει για την έγκριση κάθε έργου ΜΥΗΕ μια σοβαρή, σχετική, μελέτη την οποία η Διοίκηση να ελέγξει πραγματικά (με την βοήθεια και των συμβουλευτικών της οργάνων – βλέπε ερευνητικά κέντρα, Πανεπιστήμια, κτλ), όχι μόνο στην φάση της εκπόνησης αλλά και κατά την υλοποίηση της. Θα μπορούσε μάλιστα να επιβάλλει την εγκατάσταση ενός αυτόματου μετρητικού σταθμού στάθμης/παροχής κατάντη του φράγματος (το κόστος είναι μικρότερο από 4-5.000 ευρώ) έτσι ώστε να υπάρχει συνεχής παρακολούθηση των υδρολογικών συνθηκών (κάτι που θα διευκολύνει και τον διαχειριστή του φράγματος) ενώ για την ανανέωση της άδειας λειτουργίας θα μπορούσε να απαιτείται επικαιροποίηση της ιχθυολογικής μελέτης ώστε να διαπιστώνεται η προσαρμογή της ιχθοπανίδας στις διαμορφούμενες από το φράγμα υδρολογικές συνθήκες και να επαναπροσδιορίζεται η οικολογική παροχή (εφόσον αυτό απαιτείται από τα ευρήματα της μελέτης). Με αυτό τον τρόπο θα μπορεί και η ποσότητα του νερού που απελευθερώνεται από το ΜΥΗΕ να πλησιάσει την ‘οικολογική παροχή’ αλλά και η λειτουργία του έργου να είναι οικονομικά βιώσιμη.