Αρχική Λίμνη ΠαμβώτιδαΆρθρο 5 Γενικές διατάξειςΣχόλιο του χρήστη Ανδρέας Παπαπετρόπουλος | 10 Ιανουαρίου 2011, 17:46
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Κατ' αρχάς θα ήθελα να σας συγχαρώ θερμά για την πρωτοβουλία αναθεώρησης και προώθησης του συγκεκριμένου Π.Δ. που προωθεί με τρόπο αποτελεσματικό τη βιώσιμη ανάπτυξης του σημαντικού φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της Λίμνης των Ιωαννίνων (Παμβώτιδας). Οι παρατηρήσεις μου σχετίζονται με την επιχειρούμενη αύξηση της αρτιότητας στις ευρισκόμενες εκτός σχεδίου περιοχές "προστατευόμενου τοπίου" (Ζώνη Β5)και ¨οικοανανάπτυξης" (Ζώνη Γ2) στα 10 στρέμματα. Οι επισημάνσεις αυτές δεν έχουν να κάνουν μόνον με τις διατάξεις του συγκεκριμένου π.δ. όσο με τη γενικότερη πολιτική του Υπουργείου σας που, εκκινώντας από άριστερς προθέσεις, αντιμετωπίζει, δυστυχώς, με εσφαλμένο νομικά και επιστημονικά τρόπο το κρίσιμο ζήτημα της δόμησης των ευρισκόμενων εκτός πολεοδομικού σχεδίου γηπέδων. Πρόκειται μάλλον για την υιοθέτηση μίας άποψης που βλέπει στην εκτός σχεδίου δόμηση τον κατεξοχήν εχθρό της βιώσιμης ανάπτυξης του εθνικού και περιφερειακού μας χώρου. Η άποψη αυτή που εκκινεί από προηγούμενες νομολογιακές κατασκευές του Συμβουλίου της Επικρατείας περί του "προορισμού" της εκτός σχεδιου ιδιοκτησίας (βλ. εντελώς ενδεικτικά ΣτΕ Ολομ. 695/1986, ΣτΕ 2605/2004,1746/2005) είναι πλέον εντελώς παρωχημένη επιστημονικά, ενώ οι ανεπάρκειές της έχουν επισημανθεί με σαφή, συγκεκιριμένο και νομικά απόλυτα δεσμευτικό τρόπο από την πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαικού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) (βλ.ενδεικτικά αποφάσεις ΕΔΔΑ με ημερομηνία 6.12.2007 και 21.2.2008). Παραγνωρίζει, επίσης, η άποψη αυτή που βλέπει στην αύξηση της αρτιότητας των εκτός σχεδίου ευρισκομένων γηπέδων και στη νομοθετική κατάργηση της δόμησης εκτός σχεδίου τη λύση στο πρόβλημα της αυθαίρετης δόμησης όσα ισχύουν σε άλλες ευρωπαικές έννομες τάξεις, όπως είναι για παράδειγμα η γαλλική. Εκεί ισχύει ήδη από το 1983 το ίδιο ακριβώς νομοθετικό καθεστώς για την εκτός σχεδίου δόμηση, το καθεστώς της περιορισμένης δομήσεως εκτός σχεδίου (βλ. σχετικά H. JAQUOT - F. PRIET, Droit de l' Urbanisme, Dalloz, Paris, 2004, σελ. 290 297, Ανδρέας Παπαπετρόπουλος, Δίκαιο κια Πολιτική του Χωροταξικού Σχεδιασμού, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2008). Η μόνη διαφορά με τη χώρα μας είναι ότι στη Γαλλία ο κανόνας της εκτός σχεδίου περιορισμένης δόμησης αφορά ένα πολύ μικρό ποσοστό του εθνικού της χώρου που είναι πολεοδομικά αρρυθμιστο, δεν καλύπτεται δηλαδή από κάποιο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο. Ενώ, δυστυχώς, στη χώρα μας η εκτός σχεδίου δόμηση αφορά ένα τεράστιο ποσοστό του εθνικού μας χώρου, διότι δεν έχει προωθηθεί αποτελεσματικά η κάλυψή του με τα Γ.Π.Σ. του ν. 2508/1997. Εκεί, όμως, ακριβώς εντοπίζεται και η λύση του προβλήματος της εκτός σχεδίου δόμησης που δεν αντιμετωπίζεται διεθνώς με νομοθετικές ρυθμίσεις και απαγορεύσεις, αλλά ,αντίθετα, μόνο με την υλοποίηση και τη γρήγορη εφαρμογή συύγχρονου πολεοδομικού σχεδιασμού και την κάλυψη όλου του χώρου με πολεοδομικά σχέδια που προβλέπουν σύγχρονες χρήσεις γης. Αυτό, άλλωστε, προβλέφθηκε από το Σύνταγμα ήδη από το 1975 (βλ. άρθρο 24 & 2), αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει τύχει πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής από την ελληνική πολιτεία. Η κατεπείγουσα επιτάχυνση, λοιπόν, του πολεοδομικού σχεδιασμού και η κάλυψη του συνόλου του εθνικο0ύ μας χώρου εντός πενταετίας με σύγχρονα Γ.Π.Σ. είναι η λύση στο πρόβλημα της αυθαίρετης δόμησης και όχι ο νομοθετικός περιορισμός της δόμησης εκτός σχεδίου που, δυστυχώς, επιχειρείται και στο παρόν σχέδιο Π.Δ. Είναι, επομένως, αμφισβητήσιμο επιστημονικά κατά πόσον μπορεί η αύξηση της αρτιότητας στις εκτός σχεδίου περιοχές να υποστηρίξει αποτελεσματικά το στόχο της βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης. Είναι, όμως, αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η αύξηση αυτή της αρτιότητας κατά 6 ολόκληρα στρέμματα δημιουργεί ανυπέρβλητα νομικά προβλήματα και δημιουργεί εξαιρετικά επαχθείς δημοσιονομικές συνέπειες για το ελληνικό κράτος σε μία απίστευτα δύσκολη οικονομική συγκυρία. Το σπουδαιότερο, όμως , είναι ότι ενθαρρύνει και διαιωνίζει την αδράνεια της πολιτείας και της αυτοδιοίκησης και την άρνησή τους να προωθήσουν άμεσα ένα σύστημα σύγχρονου πολεοοδμικού σχεδιασμού του εθνικού χώρου μεσω της θεσμοθέτησης των Γ.Π.Σ. Αυτή, άλλωστε, η παρατήρηση ισχύει και για την όλη διαδικασία εκπόνησης Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ), οι οποίες από εντελώς προσωρινό "υποκατάστατο" του πολεοδομικού σχεδιασμού κατά το ν. 1337/1983 και τη σχετική νομολογία του ΣτΕ κατάντησαν μόνιμος τρόπος πολεοδομικού σχεδιασμού, αναπληρώνοντας ουσιαστικά, με ανεπίτρεπτο συνταγματικά τρόπο, την έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού, μέσω της εκπόνησης σύγχρονων πολεοδομικών σχεδίων. Τα νομικά, όμως,προβλήματα που δημιουργεί ο νομοθετικός περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης είναι σαφή και συγκεκριμένα και έχουν αναδειχθεί ευκρινώς από τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Αναφέρονται στην παράνομη προσβολή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης που έχει επιδείξει ο νομοταγής διοικούμενος προς τη διοίκηση. Η εμπιστοσύνη αυτή συνίσταται στη νόμιμη προσδοκία του να οικοδομήσει περιορισμένα γήπεδο ιδοκτησίας του με βάση την αρτιότητα των 4 στρεμμάτων που αυτό είχε κατά το χρόνο που το απέκτησε. Η συνταγματική αυτή αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης αποτελεί έκφραση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της ασφάλειας του δικαίου και αναγνωρίζεται πλέον ρητά από την νομολογία του ΕΔΔΑ που δεσμεύει με απόλυτο τρόπο και τα εθνικά δικασήρια. Με βάση τη νομολογία αυτή αναγνωρίζονται πλέον ρητά δικαιώματα αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες που θίγονται από την αύξηση της αρτιότηας στις εκτός σχεδίου περιοχές της χώρας. Σε περίπτωση δε γενικής εφαρμογής του ατυχούς αυτού μέτρου στις περιοχές του Δικτύου " Natura", όπως δυστυχώς προβλέπεται από το σχέδιο νόμου για τη βιοποικιλότητα, το μέτρο θα θίξει χιλιάδες νομίμως αποκτηθείσες ιδιοκτησίες και θα δημιουργήσει στο ελληνικό δημόσιο την υποχρέωση καταβολής τεράστιων χρηματικών αποζημιώσεων το ύψος των οποίων ξεπερνά κατά πολύ τον ετήσιο προυπολογισμό του Υπουργείου σας. Επειδή ο χώρος δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ περαιτέρω στις νομικές λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν με την ένστασή μου στην επιχειρούμενη αύξηση της αρτιότητας που φαίνεται ότι αποτελεί κεντρική πολιτική σας επιλογή σας παραπέμπω σε σχετικό μου πρόσφατο άρθρο στον ιστότοπο www.nomosphysis.org.gr. Καταλήγω, ελπίζοντας στην υπομονή σας, προσθέτοντας ότι εάν επιμένετε να εφαρμόσετε οπωσδήποτε την αύξηση της αρτιότητας σε συγκεκριμένες εκτός σχεδίου ευρισκόμενες περιοχές, προκειμένου να προστατεύσετε άμεσα το φυσικό ή το ανθρωπογενές περιβάλλον, κάθε σχετική σας πρόταση νμίζω ότι θα έπρεπε τουλάχιστον να συνοδεύεται από την ακόλουθη νομοθετική ρύθμιση που προτείνεται, προκειμένου να αποφεύγεται η καταβολή υψηλότατων αποζημιώσεων στους θιγόμενους ιδιοκτήτες. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των θιγόμενων από την αύξηση της αρτιότητας ιδιοκτητών της κάθε περιοχής θα μπορούσε να έχει την ακόλουθη μορφή: "Ο ιδιοκτήτης γηπέδου που βρίσκεται εκτός εγκεκριμένου πολεοδομικού σχεδίου απολαμβάνει του πολεοδομικού καθεστώτος και των όρων και περιορισμών δόμησης που ίσχυαν κατά το χρόνο κτήσης της κυριότητας του γηπέδου αυτού για εύλογο χρονικό διάστημα που δεν υπεβαίνει τα πέντε έτη από το χρόνο που συντελούνται για πρώτη φορά νομοθετικές μεταβολές στο πολεοδομικό αυτό καθεστώς και αφορούν την αρτιότητα ή την οικοδομησιμότητα του γηπέδου του. Μετά την πάροδο του ευλόγου αυτού χρόνου ο ιδιοκτήτης δεν έχει καμία αξίωση σε βάρος του ελληνικού δημοσίου τόσο γιά αυτήν όσο και για οποιαδήποτε άλλη μεταβολή του πολεοδομικού καθεστώτος της περιοχής στην οποία βρίσκεται το γήποεδο ιδιοκτησίας του". Ελπίζοντας ότι δεν σας κούρασα υπερβολικά παραμένω στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνηση ή επικοινωνία μας. Με τιμή, Ανδρέας Δ. Παπαπετρόπουλος, Διδάκτορας Χωροταξικού Δικαίου του Πανεπιστημίου της Αθήνας, Δικηγόρος.