Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Θα ήθελα να συγχαρώ το Υ.Π.Ε.Κ.Α. για την κατάθεση “επιτέλους” της Κ.Υ.Α. σχετικά με το «Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης των Υδατοκαλλιεργειών». Οι σχετικοί με τον κλάδο, επενδυτές και ερευνητές, γνωρίζουν πόσο σημαντική είναι αυτή η Κ.Υ.Α. για την περεταίρω ανάπτυξη των Υδατοκαλλιεργειών και η κατάθεση της αναμενόταν για πολύ καιρό. Το κείμενο της Κ.Υ.Α. λαμβάνει αρχικά υπόψη τις διατάξεις διάφορων Υπουργικών Αποφάσεων και Εγκυκλίων, αλλά και τις Οδηγίες και τους Κανονισμούς της Ε.Ε., σχετικά με τον κλάδο των Υδατοκαλλιεργειών με ένα τρόπο ολοκληρωμένο και δομημένο, καλύπτοντας ένα μεγάλο κενό στην Ελληνική Νομοθεσία, αφού μέχρι σήμερα δεν έχει αναληφθεί η πολιτική πρωτοβουλία κατάθεσης ενός Νομοσχεδίου για τις Υδατοκαλλιέργειες παρά τις προσπάθειες των υπηρεσιακών παραγόντων. Η Κ.Υ.Α. θέτει στρατηγικούς στόχους για την αειφόρο ανάπτυξη των Υδατοκαλλιεργειών, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η ισότητα, η κοινωνική συνοχή και η οικονομική ανάπτυξη. Οι στρατηγικοί αυτοί στόχοι συμβαδίζουν με αυτούς του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας 2007-2013. Όπως κάθε δραστηριότητα έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον και ένας από τους σημαντικούς στόχους φαίνεται να είναι η προώθηση των υδατοκαλλιεργειών με θετικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (π.χ. καλλιέργεια Φυκών ή εκτροφή Δίθυρων Μαλακίων), καθώς και αυτών που ελαχιστοποιούν τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (π.χ. κλειστά κυκλώματα). Η αειφόρος ανάπτυξη προϋποθέτει εκτός από την προστασία του περιβάλλοντος και την οικονομική ανάπτυξη. Ο τομέας των Υδατοκαλλιεργειών πρέπει να ενισχυθεί, καθώς έχει έντονο εξαγωγικό χαρακτήρα, ιδιαίτερα στη σημερινή οικονομική συγκυρία. Η Ελλάδα είναι LEADER στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο σχετικά με την παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού και πρέπει να παραμείνει, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας ιδιαίτερα έναντι της Τουρκίας. Με την εν λόγω Κ.Υ.Α. δίνεται η δυνατότητα επέκτασης των υφιστάμενων μονάδων και ίδρυσης νέων σε συγκεκριμένες ζώνες και με ορισμένες προϋποθέσεις. Με τον τρόπο αυτό αναμένεται η ελεγχόμενη αύξηση της παραγωγής των υδατοκαλλιεργειών και ξεπερνιούνται αγκυλώσεις του παρελθόντος. Ακόμα θα έλεγα ότι θα βοηθήσει στην καταγραφή της πραγματικής παραγωγής, αφού οι παραγωγοί μη έχοντας νομικά τη δυνατότητα επέκτασης, αναγκαζόντουσαν να προβούν σε ενέργειες (π.χ. αύξηση της ιχθυοπυκνότητας) μη προβλεπόμενες από τις σχετικές άδειες τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να δηλώσουν επίσημα την επιπλέον παραγωγή τους ή ακόμα και αν το έκαναν να μην μπορούν να επιδοτηθούν. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η φυγή των μεγάλων εταιρειών για επενδύσεις στο εξωτερικό και κυρίως στην Τουρκία, η οποία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει συνεχή αύξηση της παραγωγής τσιπούρας και λαβρακιού και καθίσταται ανταγωνιστική. Η δημιουργία των Π.Ο.Α.Υ.ή Π.Α.Σ.Μ. αποτελεί μία δέσμευση της χώρας απέναντι στην Ε.Ε., καθώς προβλέπεται από το Ε.Π. Αλιείας, προκειμένου να ενισχυθούν μέτρα σχετικά με την αύξηση της παραγωγής που αποτελεί και ένα από τους βασικούς στόχους του προγράμματος. Το πιο σημαντικό όμως κατά τη γνώμη μου είναι ότι θα επιλυθούν διαδικαστικά προβλήματα σχετικά με τη μετεγκατάσταση των μονάδων, η οποία θα μπορεί και να επιδοτηθεί από το Ε.Π.Αιείας. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να διορθωθούν λάθη του παρελθόντος και συγχρόνως να απορροφηθούν κονδύλια από την Ε.Ε. Η νοοτροπία των υδατοκαλλιεργητών έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, καθώς από την εμπειρία τους πλέον έχουν διαπιστώσει ότι οι προβληματισμοί των ειδικών επιστημόνων έχουν δικαιωθεί. Θέλουν οι ίδιοι να προστατέψουν το υδάτινο περιβάλλον προς όφελος της παραγωγής τους. Στα πλαίσια άλλωστε της συνεργασίας που επιδιώκουν οι υδατοκαλλιεργητές με τους ερευνητές ιδρύθηκε πρόσφατα και η Πλατφόρμα Τεχνολογίας και Καινοτομίας για την Ελληνική Υδατοκαλλιέργεια. Πολύ θετική βρίσκω την πρόβλεψη στην Κ.Υ.Α. της υδρανάπευσης, ως διαδικασίας για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας, αφού μάλιστα θα συνδυάζεται με απλούστευση διαδικασιών στα πλαίσια μίας οργανωμένης χωροθέτησης των μονάδων. Επίσης, πολύ θετική είναι η μνεία για τις πειραματικές μονάδες για είδη με ειδικές απαιτήσεις, για την πολυκαλλιέργεια, για την αξιοποίηση των λιμνοθαλασσών με μορφές υδατοκαλλιέργειας φιλικές προς το περιβάλλον, καθώς και για τη βιολογική υδατοκαλλιέργεια. Συγχρόνως αναδεικνύεται και ο ρόλος των υδατοκαλλιεργειών στη κοινωνική συνοχή της χώρας με την αξιοποίηση των νησιωτικών και απομακρυσμένων περιοχών και τη συγκράτηση του πληθυσμού. Ο συνδυασμός της υδατοκαλλιεργητικής δραστηριότητας με παράλληλη ανάπτυξη του αλιευτικού τουρισμού αναμένεται να συμβάλλει θετικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και ιδιαίτερα στην πολυαπασχόληση των κατοίκων παράκτιων περιοχών. Στο κείμενο της Κ.Υ.Α. δίνονται ορισμοί που συμβάλλουν στην αποσαφήνιση εννοιών, συστημάτων, ενεργειών, κλπ. Όμως, νομίζω ότι θα ήταν σκόπιμο η επιμέλεια της ορολογίας του κειμένου να γίνει από εξειδικευμένους επιστήμονες. Ενδεικτικά αναφέρω ότι ως υδατοκαλλιέργεια ορίζεται η καλλιέργεια ή εκτροφή των υδρόβιων οργανισμών (που νοείται ότι αναφέρεται αντίστοιχα σε φυτικούς ή ζωικούς οργανισμούς), ενώ στο κείμενο πολλάκις αναφέρεται ο όρος «καλλιέργεια» αντί για «εκτροφή» για τους ζωικούς οργανισμούς. Επίσης, τα Δίθυρα Μαλάκια αναφέρονται ως όστρακα. Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι για την επίτευξη των στόχων που τίθενται, καλό θα ήταν να προβλεφθούν και μηχανισμοί ελέγχου των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων στις χωροθετημένες περιοχές ανάπτυξης των υδατοκαλλιεργειών. Με την έννοια του ελέγχου εννοώ την ύπαρξη μηχανισμών υποβοηθητικών προς τους παραγωγούς, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν σε τακτά χρονικά διαστήματα πληθώρα παραμέτρων, βιοτικών και αβιοτικών. Οι αναλύσεις της ποιότητας του νερού, η μελέτη των κινήσεων του νερού, καθώς και η παρακολούθηση της δομής των πλαγκτονικών και βενθικών βιοκοινωνιών απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και ιδιαίτερες εργαστηριακές υποδομές. Θα πρέπει το κράτος να είναι αρωγός σε μία τέτοια προσπάθεια με τη θέσπιση μηχανισμών και την αξιοποίηση των κατάλληλων ερευνητικών υποδομών της χώρας μας και των εξειδικευμένων επιστημόνων. Με τιμή Μήλιου Ελένη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εργαστήριο Εφηρμοσμένης Υδροβιολογίας Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών