1. Τα όρια των περιοχών που χαρακτηρίζονται στον υπό ανάρτηση δασικό χάρτη ως δασικές και συγχρόνως περιλαμβάνονται
i. εντός οικισμών οι οποίοι δεν έχουν οριοθετηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των π.δ/των της 19.7-25.7.1979 (Δ, 401), της 2.3-13.3.1981 (Δ, 138), ή της 24.4-3.5.1985 (Δ, 181) αλλά σύμφωνα με άλλες διατάξεις, ή
ii εντός των ορίων σχεδίων πολεοδομικών μελετών και σχεδίων πόλεως που δεν έχουν εγκριθεί,
επισημαίνονται με πορτοκαλί περίγραμμα και κίτρινη διαγράμμιση.
Για τις περιοχές αυτές είναι δυνατόν μετά την ανάρτηση του δασικού χάρτη να αναστέλλεται επί δύο (2) έτη, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η διαδικασία υποβολής αντιρρήσεων και η έκδοση ή η αναθεώρηση οικοδομικών αδειών. Η αναστολή μπορεί να παρατείνεται για ένα ακόμη έτος με απόφαση του ιδίου Υπουργού, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος.
2. Με μέριμνα του οικείου πρωτοβάθμιου ο.τ.α. συντάσσεται το αργότερο εντός εννέα (9) μηνών από την τελευταία ανάρτηση του δασικού χάρτη πλήρης έκθεση για τις περιοχές της προηγούμενης παραγράφου, όπου καταγράφονται τεκμηριωμένα:
α. οι υφιστάμενες χρήσεις,
β. ο χρόνος μεταβολής της δασικής μορφής, και
γ. αν η μεταβολή της δασικής μορφής επήλθε δυνάμει διοικητικών πράξεων που δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί. Ακριβή αντίγραφα των πράξεων αυτών ενσωματώνονται σε ειδικό παράρτημα της συντασσόμενης έκθεσης.
Κάθε αποδεικτικό των ανωτέρω στοιχείο υποβάλλεται από τους ενδιαφερόμενους στον οικείο πρωτοβάθμιο ο.τ.α, κατόπιν σχετικής προσκλήσεώς του, η οποία με μέριμνα του ο.τ.α. αναρτάται στο οικείο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα και την ιστοσελίδα και δημοσιεύεται σε μία τοπική εφημερίδα και μία εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας, το αργότερο μέσα σε τρεις (3) μήνες από την τελευταία ανάρτηση του δασικού χάρτη.
Η διαδικασία ελέγχου, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την τεκμηρίωση της αιτίας μεταβολής της δασικής μορφής, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, τα αρμόδια όργανα και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, καθορίζονται από προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
3. Η έκθεση του οικείου πρωτοβάθμιου ο.τ.α που συντάσσεται κατά την προηγούμενη παράγραφο, υποβάλλεται στα αρμόδια Δασαρχεία για τη διατύπωση γνώμης και στη συνέχεια αποστέλλεται στη Διεύθυνση Δασών της οικείας Περιφέρειας. Η Διεύθυνση Δασών διατυπώνει τη γνώμη της ως προς τη μεταβολή της δασικής μορφής και ο φάκελος προωθείται στο Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής για να γνωμοδοτήσει αν συντρέχουν προϋποθέσεις πολεοδόμησης. Η γνώμη κάθε υπηρεσίας παρέχεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της έκθεσης του ο.τ.α. σε αυτήν.
4. α. Μετά τη διατύπωση των γνωμών της προηγούμενης παραγράφου ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής εξετάζει τα στοιχεία του φακέλου και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο. Εφόσον ο δασικός χαρακτήρας της περιοχής έχει μεταβληθεί με πράξεις της Διοίκησης που δεν έχουν ακυρωθεί ή ανακληθεί και συντρέχουν προϋποθέσεις για την πολεοδόμησή της, ο Υπουργός εκδίδει διαπιστωτική πράξη, δημοσιευόμενη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για την περαίωση της διαδικασίας κύρωσης του δασικού χάρτη ως προς την περιοχή αυτή, και την έναρξη της διαδικασία πολεοδόμησής της, εξαιρουμένων των τμημάτων που διατηρούν το δασικό χαρακτήρα τους. Ειδικά για τα τμήματα αυτά η αναστολή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται αυτοδικαίως και εκδίδεται από τη Διεύθυνση Δασών της Περιφέρειας πρόσκληση για την υποβολή αντιρρήσεων κατά της διατάξεις των άρθρων 14 έως 19 του παρόντος νόμου.
β. Η πολεοδομική μελέτη που εκπονείται κατά την προηγούμενη περίπτωση εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Κατά την πολεοδόμηση,
i. τα αδόμητα τμήματα, ανάλογα του μεγέθους τους, είτε χαρακτηρίζονται υποχρεωτικά ως άλση και πάρκα, διεπόμενα από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, είτε διατηρούνται ως δασικές εκτάσεις εκτός σχεδίου, και
ii. καθορίζονται αυστηροί όροι και περιορισμοί δόμησης των πολεοδομούμενων τμημάτων για την ανάδειξη της δασικής βλάστησης.
γ. Η αναστολή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται αυτοδικαίως και στην περίπτωση που διαπιστώνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής το μη επιτρεπτό της μεταβολής του δασικού χαρακτήρα της περιοχής, οπότε η διαδικασία κύρωσης του δασικού χάρτη συνεχίζεται με πρόσκληση των ενδιαφερομένων από τη Διεύθυνση Δασών της οικείας Περιφέρειας για την υποβολή αντιρρήσεων κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 έως 19.
5. Από την ανάρτηση του δασικού χάρτη η έκδοση οικοδομικών αδειών για την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου ή την ανέγερση ή επέκταση κατασκευής σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από αυτόν ως δασικές, επιτρέπεται μόνον σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και ύστερα από άδεια της αρμόδιας δασικής αρχής, ακόμα και στην περίπτωση που η περιοχή τελεί υπό διαδικασία πολεοδόμησης.
6. Μέχρι την ανάρτηση και την κύρωση του αντίστοιχου δασικού χάρτη, η έκδοση νέων οικοδομικών αδειών ή αδειών επέκτασης σε εκτάσεις κείμενες εκτός σχεδίου ή εντός οικισμών οι οποίοι δεν έχουν οριοθετηθεί κατά τις διατάξεις των π.δ/των της 19.7-25.7.1979 (Δ, 401), της 2.3-13.3.1981 (Δ, 138), ή της 24.4-3.5.1985 (Δ, 181) ή έχουν οριοθετηθεί με άλλες διατάξεις ή με αποφάσεις που κρίθηκαν ανίσχυρες ή κρίθηκαν ότι έχουν εκδοθεί χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, επιτρέπεται μόνο αν βεβαιώνεται από το οικείο Δασαρχείο ότι ο χαρακτήρας τους δεν είναι δασικός.
Διαβάζοντας το συγκεκριμένο άρθρο το μόνο που καταλαβαίνω χωρίς να εισέρχομαι σε νομικά ζητήματα περί ανίσχυρων παλαιότερων Π.Δ για θεσμοθέτηση ορίων οικισμών, σε ανίσχυρες αποφάσεις νομαρχών, περιφερειαρχών, σε αλληλοαναιρούμενα έγγραφα διαφόρων Υπηρεσιών (δασαρχεία, πολεοδομίες, υπουργεία κλπ)ότι επικρατεί ένα »μπάχαλο΄΄ που τελικά ο μόνος που δεν ευθύνεται είναι ό ανυποψίαστος και παραπλανημένος πολίτης.
Το ερώτημα που θέτω στην Κα Υπουργό είναι πολύ απλό
Κάποιος που αγόρασε πριν από μερικά χρόνια ένα οικόπεδο, αφού πήρε Όρους δόμησης από την αρμόδια πολεοδομία για το συγκεκριμένο οικόπεδο, αφού πλήρωσε τον αναλογούντα φόρο για αγορά οικοπέδου και όχι φυσικά δασικής έκτασης, αφού ο υποθηκοφύλακας δέχτηκε την νομιμότητα της αγοραπωλησίας και μετέγγραψε το οικόπεδο, αφού έγινε αυτοψία από τον έφορα για την αγοραπωλησία, αφού το οικόπεδο βρίσκεται εντός ορίων οικισμού, πως όλοι αυτοί οι εμπλεκόμενοι φορείς του δημοσίου επέτρεψαν αυτή την »παράνομη» αγοροπωλησία μέσα σε »δασική έκταση»?
Για ποιό λόγο του δεσμεύεται την περιουσία του, τι φταίει ο πολίτης που ξαφνικά έρχεστε σήμερα και του λέτε ότι ο οικισμός αυτός κατά βάση είναι ανίσχυρος επειδή το Π.Δ που θεσμοθετούσε τα όρια του εν λόγω οικισμού δεν είχε συνυπογραφεί από τον τότε Υπουργό Γεωργίας, ή οτιδήποτε άλλο που είναι καθαρά υπαιτιότητα των εμπλεκόμενων κρατικών φορέων.
Αυτά είναι ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΑ πράγματα που το μόνο που κάνουν είναι να κλονίζουν την εμπιστοσύνη του πολίτη προς το Κράτος.
Επειδή ζούμε υποτίθεται σε μια ευνομούμενη χώρα, με αρχές δικαιοκρατίας και ισονομίας, που και η παρούσα κυβέρνηση έχει σύνθημα το »είμαστε δίπλα με τον πολίτη» και όχι απέναντι, μάλλον για να το κάνετε πράξη αυτό θα πρέπει να επαναδιατυπώσετε το παρόν άρθρο που σημαίνει τα εξής
α) Να συμπεριληφθούν ΟΛΑ τα Π.Δ και όχι μόνο τα 19.7-25.7.1979 (Δ, 401), της 2.3-13.3.1981 (Δ, 138), ή της 24.4-3.5.1985 (Δ, 181)που έχουν θεσμοθετήσει όρια οικισμών και μάλιστα προϋφιστάμενα το 1923.
β) Πριν και μέχρι την επικαιροποίηση-κύρωση και ανάρτηση των οριστικών δασικών χαρτών που μάλλον θα πάρουν κάποια χρόνια (εγκρίσεις, ενστάσεις, κλπ)να συμπεριλάβετε διαδικασίες για ΑΜΕΣΗ απεμπλοκή των δεσμευμένων οικοπέδων για έκδοση οικοδομικής άδειας εντός οικισμών που αγοράστηκαν καθόλα νόμιμα, με το καθεστώς που σας ανέφερα παραπάνω, ώστε να σταματήσει η μονόπλευρη εμπλοκή του Δασαρχείου σε αυτές τις περιπτώσεις.
γ) Την απόσυρση του απαράδεκτου εγγράφου του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ/ΓΕΝΙΚΗ ΔΝΣΗ ΔΑΣΩΝ/ΤΜΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΓΑΙΩΝ με στοιχεία αριθμ. πρωτοκ. 94622/417/2-2-2009 που υπογράφει η Κα Μαρία Παφίλη το οποίο έχει αποσταλεί και στο ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ/ΔΝΣΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ/ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ/ΤΜΗΜΑ Α, καθώς και στα πολεοδομικά γραφεία Καπανδριτίου και Αχαρνών, όπου με το εν λόγω έγγραφο έχουν ανασταλεί παράνομα και καταχρηστικά όλες οι εκδόσεις οικοδομικών αδειών στον Δήμο Αγ. Στεφάνου και Ανοίξεως στις περιοχές που δεν έχει ολοκληρωθεί ο πολεοδομικός σχεδιασμός, επικαλούμενο ότι οι περιοχές αυτές δεν έχουν εξαιρεθεί από το πεδίο των διατάξεων της Δασικής Νομοθεσίας.
δ) Την ΑΜΕΣΗ σύσταση επιτροπής από αρμόδιους υπαλλήλους του οικείου Δήμου, της πολεοδομίας και του οικείου Δασαρχείου με σκοπό να γνωμοδοτεί κατά περίπτωση, για το εαν ένα οικόπεδο δύναται να χαρακτηρισθεί δασική έκταση (ή δασικός θύλακας, ή αλσίδιο κλπ) ή όχι με βάση την υφιστάμενη και διαμορφωμένη οικιστική κατάσταση του οικοδομικού τετραγώνου που βρίσκεται το οικόπεδο, την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία που αφορά τον συγκεκριμένο οικισμό και φυσικά σε καμία περίπτωση με βάση τους αναχρονιστικούς δασικούς χάρτες που συμπεριλαμβάνουν ολόκληρους οικισμούς ως δασική έκταση.
ε) Σε αντίθετη περίπτωση να προβλέπεται η αποζημίωση του ιδιοκτήτη που παραπλανήθηκε » από τις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες ώστε να προβεί σε νόμιμη αγορά οικοπέδου και όχι δασικής έκτασης, προκειμένου να το οικοδομήσει.
Υ.Σ Μου προκαλεί απορία πως σε μία τέτοια δύσκολη οικονομική συγκυρία που περνάει η ελληνική οικονομία, που ή ύφεση βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα, που η ανεργία καλπάζει, που το κράτος προσπαθεί να μαζέψει έσοδα, βάζετε τέτοια ταφόπλακα στην οικοδομική δραστηριότητα, αντί να προωθείτε νομοσχέδια που θα κινήσουν πάλι την οικοδομή, προωθείτε νομοσχέδια που κάνετε το εντελώς το αντίθετο.
Στο άρθρο 24 παράγραφος 1 εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις του μόνο οικισμοί που οριοθετήθηκαν με διατάξεις Π.Δ. του 1979 και όχι οικισμοί που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις.
Στην περίπτωση του Αγίου Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιοριστεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο στο οποίο φαίνονται τα όρια του οικισμού.
Ο Δήμος Αγίου Στεφάνου εμμένει στην ήδη εκφρασθείσα άποψη-θέση του, ότι έχει σαφή και αδιαπραγμάτευτα όρια οικισμού προϋφιστάμενα του 1923 τα οποία ουδέποτε ακυρώθηκαν ή ανακλήθηκαν και εξακολουθούν σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Για την Πόλη του Αγίου Στεφάνου, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προϋφιστάμενων του 1923, που είχαν ήδη οριοθετηθεί. Πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθούν και οι περιπτώσεις οικισμών, που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Εάν πραγματικά υπάρχει πολιτική βούληση για επίλυση αυτών των αντιφατικών και παράλογων αποφάσεων που έχουν αναστείλει εκατοντάδες οικοδομικές άδειες τόσο στον Δήμο Αγ. Στεφάνου όσο και στον Δήμο Άνοιξης πρέπει ΑΜΕΣΑ να αποσύρετε οποιαδήποτε παράνομη και καταχρηστική απόφαση που αναστέλλει την οικοδομησιμότητα οικοπέδων που βρίσκονται εντος ορίων οικισμών που έχουν θεσμοθετηθεί με Π.Δ όχι μόνο αυτών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, αλλά και όλων εκείνων που μέχρι χθές η Πολιτεία τα εφάρμοζε κανονικά και φυσικά δεν απέτρεψε κανένα πολίτη να αγοράσει οικόπεδο για να το οικοδομήσει για να έρθει σήμερα να του πει ότι τι το οικόπεδο του είναι δασική έκταση.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΘΡ.24
ΓΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΣΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΤΕ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΜΕΡΙΔΑ ΠΟΛΙΤΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΧΤΙΣΕΙ ΣΤΟΝ ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟ ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΓ.ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ, ΜΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΝΟΜΙΜΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ [ΑΔΕΙΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ,ΠΑΡΟΧΗ ΔΕΗ,ΟΤΕ,ΝΕΡΟΥ,ΠΛΗΡΩΜΗ ΙΚΑ,ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΦΟΡΩΝ,ΕΤΑΚ,ΤΑΠ,Κ.Λ.Π.]ΞΑΦΝΙΚΑ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ ΟΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΧΤΙΣΕΙ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΑΣ[ΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΠΟΙ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ] ΣΕ ΑΝΑΔΑΣΩΤΕΑ ΠΕΡΙΟΧΗ .
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΑΥΤΟ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΕΡΩΤΩ ΜΗΠΩΣ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗΠΩΣ ΔΕΝ ΑΠΟΝΕΜΕΙ ΙΣΟΠΟΛΙΤΕΙΑ?
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΥΘΗΝΗ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡ. 24 & 25.ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΕΧΕΙ ΧΤΙΣΤΕΙ ΜΕ ΣΑΦΗ ΚΑΙ ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΑ ΟΡΙΑ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΠΡΟΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΟΥ 1923 ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΑΚΥΡΩΘΗΚΑΝ Η ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΑΝ.
ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΔΕΝ ΣΚΕΥΘΗΚΕ, ΟΥΤΕ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΧΤΙΖΕΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ Η ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Παπουτσόγλου Κωνσταντίνος
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ακόμα και η Εκθεση του ΣτΠ, που περιλαμβάνει αρκετές ανακρίβειες και «πέφτει» τόσο χαμηλά ώστε να να στηρίξει την επιχειρηματολογία του στο μέγεθος και τύπο γραμματοσειράς χάρτη του 1888, στο τέλος βλέπει το «ΔΑΣΟΣ»:
Έκθεση του Συνήγορου του Πολίτη, 14-10-1999
«Εκτιμούμε ωστόσο ότι τα ανωτέρω προτεινόμενα μέτρα δεν πρέπει να ανατρέξουν στο παρελθόν, να αποκτήσουν δηλαδή αναδρομική ισχύ και να αναπτύξουν τις έννομες συνέπειές τους εις βάρος των καλόπιστων τρίτων που έχουν ήδη αναγείρει κατοικίες στις περιοχές που περιλαμβάνονται στην κτηματογράφηση του Υπουργείου Γερωργίας. Πιο συγκεκριμένα , ο Συνήγορος του Πολίτη υποστηρίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να θιγούν οι υπάρχουσες κατοικίες οι οποίες αναγέρθησαν με άδειες που έχουν εκδοθεί από το Αρμόδιο Πολεοδομικό γραφείο, διότι μια τέτοια πρακτική θα αντέφασκε ευθέως προς τις δικαιοκρατικές αρχές τις δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση και της επιβαλλόμενης σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων.
Τέλος,αυτές οι αρχές επιβάλλουν στη διοίκηση, λόγω της ανοχής και της αδράνειας που έχει επιδείξει στην αντιμετώπιση των έκνομων καταστάσεων, να μεριμνήσει για την περιουσιακή αποκατάσταση των πολιτών που καλόπιστα συναλλάσσονταν με αυτήν και απέκτησαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί δασικών εκτάσεων με την προσδοκία της οικοδομήσης τους».
1. Τα όρια των περιοχών που χαρακτηρίζονται στον υπό ανάρτηση δασικό χάρτη ως δασικές και συγχρόνως περιλαμβάνονται
i. εντός οικισμών οι οποίοι δεν έχουν οριοθετηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των π.δ/των της 19.7-25.7.1979 (Δ, 401), της 2.3-13.3.1981 (Δ, 138), ή της 24.4-3.5.1985 (Δ, 181) αλλά σύμφωνα με άλλες διατάξεις, ή
ii εντός των ορίων σχεδίων πολεοδομικών μελετών και σχεδίων πόλεως που δεν έχουν εγκριθεί,
επισημαίνονται με πορτοκαλί περίγραμμα και κίτρινη διαγράμμιση.
Για τις περιοχές αυτές είναι δυνατόν μετά την ανάρτηση του δασικού χάρτη να αναστέλλεται επί δύο (2) έτη, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η διαδικασία υποβολής αντιρρήσεων και η έκδοση ή η αναθεώρηση οικοδομικών αδειών. Η αναστολή μπορεί να παρατείνεται για ένα ακόμη έτος με απόφαση του ιδίου Υπουργού, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος.
2. Με μέριμνα του οικείου πρωτοβάθμιου ο.τ.α. συντάσσεται το αργότερο εντός εννέα (9) μηνών από την τελευταία ανάρτηση του δασικού χάρτη πλήρης έκθεση για τις περιοχές της προηγούμενης παραγράφου, όπου καταγράφονται τεκμηριωμένα:
α. οι υφιστάμενες χρήσεις,
β. ο χρόνος μεταβολής της δασικής μορφής, και
γ. αν η μεταβολή της δασικής μορφής επήλθε δυνάμει διοικητικών πράξεων που δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί. Ακριβή αντίγραφα των πράξεων αυτών ενσωματώνονται σε ειδικό παράρτημα της συντασσόμενης έκθεσης.
Κάθε αποδεικτικό των ανωτέρω στοιχείο υποβάλλεται από τους ενδιαφερόμενους στον οικείο πρωτοβάθμιο ο.τ.α, κατόπιν σχετικής προσκλήσεώς του, η οποία με μέριμνα του ο.τ.α. αναρτάται στο οικείο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα και την ιστοσελίδα και δημοσιεύεται σε μία τοπική εφημερίδα και μία εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας, το αργότερο μέσα σε τρεις (3) μήνες από την τελευταία ανάρτηση του δασικού χάρτη.
Η διαδικασία ελέγχου, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την τεκμηρίωση της αιτίας μεταβολής της δασικής μορφής, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, τα αρμόδια όργανα και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, καθορίζονται από προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
3. Η έκθεση του οικείου πρωτοβάθμιου ο.τ.α που συντάσσεται κατά την προηγούμενη παράγραφο, υποβάλλεται στα αρμόδια Δασαρχεία για τη διατύπωση γνώμης και στη συνέχεια αποστέλλεται στη Διεύθυνση Δασών της οικείας Περιφέρειας. Η Διεύθυνση Δασών διατυπώνει τη γνώμη της ως προς τη μεταβολή της δασικής μορφής και ο φάκελος προωθείται στο Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής για να γνωμοδοτήσει αν συντρέχουν προϋποθέσεις πολεοδόμησης. Η γνώμη κάθε υπηρεσίας παρέχεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της έκθεσης του ο.τ.α. σε αυτήν.
4. α. Μετά τη διατύπωση των γνωμών της προηγούμενης παραγράφου ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής εξετάζει τα στοιχεία του φακέλου και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο. Εφόσον ο δασικός χαρακτήρας της περιοχής έχει μεταβληθεί με πράξεις της Διοίκησης που δεν έχουν ακυρωθεί ή ανακληθεί και συντρέχουν προϋποθέσεις για την πολεοδόμησή της, ο Υπουργός εκδίδει διαπιστωτική πράξη, δημοσιευόμενη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για την περαίωση της διαδικασίας κύρωσης του δασικού χάρτη ως προς την περιοχή αυτή, και την έναρξη της διαδικασία πολεοδόμησής της, εξαιρουμένων των τμημάτων που διατηρούν το δασικό χαρακτήρα τους. Ειδικά για τα τμήματα αυτά η αναστολή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται αυτοδικαίως και εκδίδεται από τη Διεύθυνση Δασών της Περιφέρειας πρόσκληση για την υποβολή αντιρρήσεων κατά της διατάξεις των άρθρων 14 έως 19 του παρόντος νόμου.
β. Η πολεοδομική μελέτη που εκπονείται κατά την προηγούμενη περίπτωση εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Κατά την πολεοδόμηση,
i. τα αδόμητα τμήματα, ανάλογα του μεγέθους τους, είτε χαρακτηρίζονται υποχρεωτικά ως άλση και πάρκα, διεπόμενα από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, είτε διατηρούνται ως δασικές εκτάσεις εκτός σχεδίου, και
ii. καθορίζονται αυστηροί όροι και περιορισμοί δόμησης των πολεοδομούμενων τμημάτων για την ανάδειξη της δασικής βλάστησης.
γ. Η αναστολή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται αυτοδικαίως και στην περίπτωση που διαπιστώνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής το μη επιτρεπτό της μεταβολής του δασικού χαρακτήρα της περιοχής, οπότε η διαδικασία κύρωσης του δασικού χάρτη συνεχίζεται με πρόσκληση των ενδιαφερομένων από τη Διεύθυνση Δασών της οικείας Περιφέρειας για την υποβολή αντιρρήσεων κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 έως 19.
5. Από την ανάρτηση του δασικού χάρτη η έκδοση οικοδομικών αδειών για την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου ή την ανέγερση ή επέκταση κατασκευής σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από αυτόν ως δασικές, επιτρέπεται μόνον σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και ύστερα από άδεια της αρμόδιας δασικής αρχής, ακόμα και στην περίπτωση που η περιοχή τελεί υπό διαδικασία πολεοδόμησης.
6. Μέχρι την ανάρτηση και την κύρωση του αντίστοιχου δασικού χάρτη, η έκδοση νέων οικοδομικών αδειών ή αδειών επέκτασης σε εκτάσεις κείμενες εκτός σχεδίου ή εντός οικισμών οι οποίοι δεν έχουν οριοθετηθεί κατά τις διατάξεις των π.δ/των της 19.7-25.7.1979 (Δ, 401), της 2.3-13.3.1981 (Δ, 138), ή της 24.4-3.5.1985 (Δ, 181) ή έχουν οριοθετηθεί με άλλες διατάξεις ή με αποφάσεις που κρίθηκαν ανίσχυρες ή κρίθηκαν ότι έχουν εκδοθεί χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, επιτρέπεται μόνο αν βεβαιώνεται από το οικείο Δασαρχείο ότι ο χαρακτήρας τους δεν είναι δασικός.
Η αγορά του οικοπέδου έγινε προ του 1940 στον οικισμό 1923 Δάσος Κουρεμένου. Η οικοδομή κτίστηκε με ΝΟΜΙΜΗ άδεια Πολεοδομίας Καπανδριτίου το 1992.
Πως είναι δυνατό ξαφνικά να είμαστε αναδασωτέα περιοχή;
Προς την Υπουργό Π.Ε.Κ.Α. κ. Τ. Μπιρμπίλη
Υπόμνημα – Σημείωμα
Σταύρου Τροχίδη, πολιτικού μηχανικού
ΘΕΜΑ : Θέσεις και σχόλια επί του άρθρου 24 του προσχεδίου νόμου του Υ.Π.Ε.Κ.Α. υπό τον τίτλο : « Χρηματοδότηση Περιβαλλοντικών Παρεμβάσεων, Πράσινο Ταμείο, Κύρωση Δασικών Χαρτών και άλλες διατάξεις ».
* * *
Επί του ανωτέρω ζητήματος ( και παρότι βέβαιος ότι η « Δημόσια Διαβούλευση » απο-τελεί προπαγανδιστικό εργαλείο και άμβωνα εκτόνωσης των δυσαρεστημένων ) μπαίνω στον πειρασμό να συμπράξω – παρότι βέβαιος ότι απευθύνομαι σε ώτα μη ακουόντων – και να σας παραθέσω και πάλι αυτούσια την 4287/27.4.2010 Πολιτική Επιστολή – Διοικητική Αίτηση Θεραπείας που σας διαβιβάστηκε με το 4009/15.4.2010 έγγραφο του Δήμου Αγίου Στεφάνου, την οποία θεωρώ απολύτως σχετική επί του θέματος – και η οποία, όπως γνωρίζετε, μέχρι σήμερα δεν έτυχε απαντήσεως.
« Αρ. Πρ. Δήμου Αγίου Στεφάνου 4009 /15.4.2010
Αρ. Πρ. Τ. Μπιρμπίλη 4287 / 27.4.2010
Προς : Την Υπουργό Π.Ε.Κ.Α. κ. Τ. Μπιρμπίλη και τους Βουλευτές Αττικής
( Διά του Δήμου Αγίου Στεφάνου )
Πολιτική Επιστολή – Διοικητική Αίτησις Θεραπείας
Σταύρου Τροχίδη, κατ. Αγ. Στεφάνου, Τ.Κ. 14565, οδ. 25ης Μαρτίου, αρ. 22,
τηλ. 210 8140123 και τηλ. – Τ/Ο 210 8140053
ΣΧΕΤΙΚΑ : 1. Η από 5.12.2001 εισήγησης προς το Κ. ΣΧΟΠ του Α΄ τμήματος της Δ/νσης Πολ. Σχεδιασμού του τότε αρμοδίου ΥΠΕΧΩΔΕ
2. Η από 27.2.2002 Γνωμοδότηση του Κ. ΣΧΟΠ ( Συνεδρίαση 6η, Πρ. 38 )
3. Η από 20.8.2009 Γνωμοδότηση των καθηγητών κ.κ. Δ. Χριστοφιλοπούλου και Ν.-Κ. Χλέπα
Με αφορμή τις από 26.1 ε.ε. δηλώσεις-θέσεις της Υπουργού Π.Ε.Κ.Α. στη Βουλή κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου « Απαγόρευση ανοικοδόμησης σε εντός και εκτός σχεδίου πε-ριοχές και προστασία των Δασών και Δασικών εκτάσεων του Νομού Αττικής », και κατά το σημείο που αυτές αφορούν την πόλη μας – θέτω υπ’ όψιν σας τα εξής :
( 1 ) Ο οικισμός που κατά το έτος 1940 ονομαζόταν « ΟΙΟΝ », παλαιότερα « Μπογιάτι » ή « Μπουγιάτι » και μετέπειτα οι Κοινότητες και ήδη Δήμοι « Αγίου Στεφάνου » και « Ανοίξεως », προϋφίσταται όχι μόνον του έτους 1923 αλλά και του 1883.
Διά την ακρίβεια των προαναφερθέντων βλέπετε, ενδεικτικά και μόνον :
α. Τον χάρτη Karten von Attika έτους 1883 της Βαυαρικής Αρχαιολογικής Σχολής
β. Τον από του έτους 1923 χάρτη του εκδοτικού οίκου ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ
γ. Το 7756/96/11.2.1970 Έγγραφο του Γραφείου Πολεοδομίας Αθηνών κ.λπ.
( 2 ) Τα όρια του οικισμού « ΟΙΟΝ » του προϋφισταμένου του έτους 1923 ( όπου σήμερα οι Δήμοι Αγίου Στεφάνου και Ανοίξεως ) προσδιορίσθησαν και καθορίσθησαν με την 12033/8.6.1940 πράξη του, τότε αρμοδίου, Γραφείου Σχεδίου Πόλεως Αττικής και Βοιωτί-ας ( Γ.Σ.Π.Α.Β. ).
Η πράξις αυτή έχει εκδοθεί νομίμως ( βλέπετε κυρίως §§ 4 και 5 του άρθρου 14 του από 17.7.1923 ν.δ. ) υπό της νόμω εξουσιοδοτημένης αρχής ( Γ.Σ.Π.Α.Β. ), διά της νόμω προ-βλεπομένης διαδικασίας και έλαβε υπ’ όψιν της όλα τα υπό του νόμου προβλεπόμενα στοιχεία ( τις εις τα άκρα της πόλεως ευρισκόμενες οικίες, γέφυρες, οδούς, εκκλησίες κ.λπ. ), χωρίς μέ-χρι σήμερα να έχει ανακληθεί, καταργηθεί ή ακυρωθεί.
Επομένως οι όποιες κρίσεις του ακυρωτικού δικαστή όπως :
α. περί ανυπαρξίας αρμοδιότητος σε ολόκληρη ( ! ) την πολεοδομική νομοθεσία « προς έκδοσιν ειδικών πράξεων διαπιστωτικών της υπάρξεως οικισμού διαμορφοθέντος ήδη προ του 1923 και των ορίων αυτού » ( βλ. Σχ. 3 ) είτε
β. ότι οι πράξεις καθορισμού των ορίων οικισμών προ του 1923 είναι κανονιστικές ( δηλαδή απρόσωπες και αφηρημένες ) και όχι ατομικές διαπιστωτικές ( των ορίων του οικισμού ), και άρα υπόκεινται σε διαρκή και απεριόριστο παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητος – πολλές φορές και με μεταγενέστερους κανόνες δικαίου – είναι απαράδεκτες, καταφανώς εσφαλμένες ( βλ. Σχ. 3 ) και προφανώς επικίνδυνες δια την ασφάλεια του δικαίου με ότι αυτό συνεπάγεται για την Εθνική Οικονομία.
Ας σημειωθεί ότι οι οικισμοί αυτοί απέκτησαν όρους δόμησης το πρώτον με το από 15.6/2.7.1968 β.δ. φ.ε.κ. 111 τ. δ΄ « Περί καθορισμού των όρων και περιορισμών δο-μήσεως των οικοπέδων των νομίμως υφισταμένων προ του έτους 1923 οικι-σμών στερουμένων εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου »
Είναι επίσης σκόπιμο να τονιστεί – προς σύγκριση – ότι οι πράξεις εγκρίσεως ρυμοτομι-κών σχεδίων ( οι οποίες περιλαμβάνουν δάση -χωρίς την συνυπογραφή του Υπουργού Γεωργίας – όπως π.χ. Εκάλη, Αιολίδα, Δροσιά, Προκόνησος, Εύξεινος Πόντος, κ.α. ) ή καθορισμού οριογραμμών αιγιαλού ή καθορισμού ορίων Γ.Π.Σ. ή α-κόμη και πράξεις αναδασώσεως – όπως π.χ. η 844/82 του Νομ. Αν. Αττικής – έχουν χαρακτη-ριστεί, από τον αυτό δικαστή, ως γενικές ατομικές και προσβάλλονται μόνον εντός διμήνου από της γνώσεώς των είτε της δημοσιεύσεώς των στην ε.κ. ( βλ. Σχ. 3 )
( 3 ) Των ορίων αυτών της πράξεως 12033 του 1940 ετέλουν εν πλήρη γνώσει και εφήρμοζαν – αδιαλείπτως έκτοτε και μέχρις σήμερα – πέραν των Πολεοδομικών, Οικονομικών-Φορολογικών, Ο.Τ.Α., Κοινής Ωφέλειας κ.λπ. υπηρεσιών και όλες οι υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας από επιπέδου Υπουργού μέχρις Δασονομείου.
Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού επικαλούμαι ενδεικτικά και τα εξής έγγραφα :
( α ) Την 62871/1033/18.7.1947 και κυρίως την 78384/31.5.1950 Αποφάσεις του Υπουργού Γεωργίας και το συνοδευτικό αυτής ρυμοτομικό διάγραμμα υπογεγραμμένο από τον αυτόν υπουργό Γεωργίας, από τα οποία προκύπτει ότι η συ-γκεκριμένη ρυμοτομική πράξη εκδίδεται επειδή η εν λόγω έκταση εμπίπτει εντός των ορίων του προ του 1923 οικισμού « ΟΙΟΝ » τα όρια του οποίου καθορίσθησαν με την 12033/8.6.1940 πράξη του Γ.Σ.Π.Α.Β.
Σημειωθήτω εν προκειμένω ότι η προηγούμενη έκταση ευρίσκεται στην περιφέρεια του οικισμού « ΟΙΟΝ » του Δήμου Αγίου Στεφάνου και αργότερα κηρύχθηκε – παρότι δομημένη νομίμως – αναδασωτέα δια της 844/22.3.1982 πράξεως του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, καθώς επίσης ότι κανένα από τα σχέδια πόλεως της περιοχής που ανα-φέρθηκαν προηγουμένως – για να μη γενικεύσω της Ελλάδος – δεν φέρει την, αναγκαία κατά νό-μον, συνυπογραφή του Υπ. Γεωργίας.
( β ) Τα 889/2.5.1950 και 1165/6.5.1954 Έγγραφα του Δασαρχείου Πεντελικού για των οποίων αναγνωρίζεται και χαρακτηρίζεται ως οικοδομητέα η αυτή ως άνω περιοχή διότι κατόπιν αυτοψίας διαπιστώθηκε ότι η υπ’ όψιν έκταση είναι εντός των ορίων της 12033/8.6.1940 αποφάσεως του Γ.Σ.Π.Α.Β.
( γ ) Τις εκατοντάδες άδειες υλοτομίας του Δασαρχείου Πεντέλης – όπως Χ-12118/29.8.1977, 1113/8.2.1975, Χ-5897/11.7.1975, Χ-714/25.1.1978 κ.λπ. – προκειμένου να ανεγερθούν οικοδομές επί οικοπέδων εντός οικισμού προ του 1923.
( δ ) Το 3136/24.6.1991 έγγραφο του τμήματος προστασίας Δασών του Δασαρχείου Πεντέλης προς την Δ/νση Δασών Αν. Αττικής, το οποίο αναγνωρίζει ότι : « Τα όρια της οικιστικής περιοχής της Κοινότ. Αγίου Στεφάνου – Αττικής που προϋπήρχαν του έτους 1923, καθορίστηκαν με την υπ’ αρ. 12033/1940 απόφαση του Γρα-φείου Πολεοδομίας Αθηνών και στη συνέχεια διευκρινίσθηκαν με την υπ’ αρ. 30628/2903/28.9.1976 ισχύουσα ακόμη απόφαση του κ. Νομάρχη Ανατ. Αττι-κής που δημοσιεύθηκε νόμιμα ( ΦΕΚ 311 τ. Δ΄ της 7.10.1976 ).»
( ε ) Το από 16.2.1999 έγγραφο του Δασονομείου Αγίου Στεφάνου προς την Πολεοδο-μία Καπανδριτίου – με κοινοποίηση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών κ. Κολιούση και στο Δασαρ-χείο Πεντέλης – στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται : « Από νεώτερα στοιχεία που μου έδωσε το Δασαρχείο Πεντέλης προκύπτει ότι η έκταση αυτή που εκδόθηκε η ανωτέρω οικοδομική άδεια εμπίπτει στον προϋφιστάμενο οικισμό του Αγίου Στεφάνου, . . . » και τέλος
( στ ) Το 88680/723/27.3.2008 έγγραφο του τμήματος Αλλαγής χρήσης δασικών γαιών με το οποίο απαντούν στην από 30.1.2008 επιστολή μου, αναφέρουν ανακριβώς ( διαψευδόμενοι από τα προδιαληφθέντα και τα πράγματα ) ότι « 1) Οι απόψεις που διατυπώνουμε στο υπ’ αρ. 85337/52/16-1-2008 έγγραφό μας είναι ίδιες με αυτές που έχουν διατυπωθεί από το Υπουργείο μας, κατά καιρούς, επί τριάντα χρόνια και είναι ταυτόσημες με αυτές που διαλαμβάνονται στο από 14-10-1999 πόρισμα του Συνήγορου του Πολίτη » ).
Καθόσον, αφορά τις απόψεις της Υπουργού Π.Ε.Κ.Α. για « πόρισμα κατα-πέλτης » των κυρίων που στεγάζονται στο πολυτελέστατο γρανιτοσκεπές κτίριο της ο-δού Χατζηγιάννη Μέξη και απολαμβάνουν τις αποδοχές είκοσι ( 20 ) χαμηλοσυνταξιούχων δια-τηρώντας το ισόβιο προνόμιο του ακαταλόγιστου και το ανεύθυνου των πράξεών τους έναντι πάντων, επιδιδόμενοι συστηματικά σε πολιτικές πράξεις συγκεκριμένης παραταξιακής λογικής ( όπως εκείνη της ημερίδας της 28.11.2006 κατά την οποία μαζί με ομάδα δικαστών του Σ.τ.Ε., Δασολόγων από ολόκληρη την Ελλάδα και εκπροσώπων κρατικοδίαιτων οργανώσεων εμπορίας οικολογίας, τρώγοντας πίνοντας και αποζημιούμενοι κανονικά – παρότι εκτός υπηρεσίας – πολι-τικολογούσαν συζητούντες, για την τροποποίηση του άρθρου 24 του Συντάγματος και όχι μόνον ) αρνούμαι να τις αντικρούσω παρότι θα μπορούσα να τους παραπέμψω στις σελίδες 6 – 10 της από 5.12.2001 εισήγησης προς το Κ. ΣΧΟΠ της Δ/νσης Πολ. Σχεδιασμού του τότε αρμοδίου ΥΠΕΧΩΔΕ ( Σχ. 1 ), στην από 20.8.2009 Γνωμοδότηση των καθηγητών κ.κ. Δημητρίου Χρι-στοφιλοπούλου και Νικολάου-Κομνηνού Χλέπα σελ. 5-23 ( Σχ. 3 ), στην περίπτωση ασυλίας της Εκάλης, Αιολίδας κ.λπ., τόποι διαμονής των ισχυρώς κρατούντων.
( 4 ) Καθόσον αφορά την υπ’ αρ. 30628/2903/28.9.1976 απόφαση του κ. Νομάρχη Ανατ. Αττικής ( ΦΕΚ 311 τ. δ΄ της 7.10.1976 ) αυτή δεν καθόρισε νέα όρια αλλά απλώς απέ-δωσε επί χάρτου και δημοσιοποίησε δια της εφημερίδος της Κηβερνήσεως τα όρια της 12033/8.6.1940.
Προς επίρρωση και αυτού του ισχυρισμού παραπέμπω σε αυτή ταύτη την Νομαρχιακή απόφαση ( 30628/2903/28.9.1976 ) στην οποία ρητά αναφέρεται : « Έχοντες υπ’ όψει . . . . . 8. Την ανάγκη διευθετήσεως των ορίων του εν θέματι Οικισμού, . . . κα-θόσον πλείστα των ορίων τούτων περιλαμβανόμενα εις το υπ’ αριθ. 12033/8.6.1940 έγγραφον του Γραφείου Πολεοδομίας Αθηνών, δια του οποί-ου είχαν καθορισθή τα όρια του προ του 1923 οικισμού Οίου Αττικής ήσαν α-σαφή ή είχον εσφαλμένως εφαρμοσθή υπό της Κοινότητος, δεδομένου ότι δεν υπήρχεν τοπογραφικόν διάγραμμα συνοδεύον τούτο και αφ’ ετέρου, διά του άνω εγγράφου καθορίζοντο τα όρια της Κοινότητος Οίον Αττικής, ήτις διεσπάσθη αργότερον εις τας Κοινότητας Αγ. Στεφάνου και Ανοίξεως, αποφασίζομεν . . . », στις 2698/1981 2425/1982 Απ. του Σ.τ.Ε. κ.λπ.
Επειδή ενδέχεται να προβληθούν, απόψεις του τύπου « Καλή και σωστή η απόφαση 12033/8.6.1940 αλλά με την απόφαση του Νομάρχη 30628/2903/28.9.1976 έγινε επέκταση του οικισμού », τονίζεται ότι όχι μόνον επέκταση δεν έγινε αλλά αντιθέτως το 1976 έγινε συρ-ρίκνωση του οικισμού του 1940 λόγω της εν τω μεταξύ διάνοιξης της Εθνικής οδού Αθηνών – Λαμίας ( έτος 1962 – 1964 ) κ.λπ. και τους παραπέμπω, πέραν των άλλων :
( α ) Στην σύγκριση των σημείων 3 – 10 της απόφασης του 1976 και των αντιστοίχων σημείων : . . . φυλάκιον Χατζημιχάλη και από τούτου καθέτως μέχρις της οδού προς Μπάφι, οδός προς Μπάφι μέχρις οικίας Καραβασίλη, οικία Καστρινάκη, οικία Αράπη, Παρυφή δάσους Κουρεμένου, κοινοτικαί κεραμοκάμινοι, . . . της απόφασης 12033 του 1940
( β ) Στην σωρεία αυτοψιών της αρμοδίας πολεοδομίας σε περιφερειακά σημεία του οικισμού ( όπως η από 8.9.1998 Έκθεση Αυτοψίας για την ιδιοκτησία Ι.Μ., τα 3084/99/5.11.1999, 6254/99/11.1999, από 27.10.1999 Έκθεση Αυτοψίας για την ιδιοκτησία Ι. και Π.Κ., το 1568/24.2.2003 Πρακτικό αυτοψίας, κ.λπ. ) κατά το σκεπτικό πάγιας νομολογί-ας του Σ.τ.Ε. όπως των 2029, 2033/78 κ.α..
( 5 ) Τέλος είναι χρήσιμο να αναφερθούν οι διατάξεις του άρθρου 21 § 2 του ν. 3208/2003 κατά τις οποίες : « Οι εκτάσεις των περιπτώσεων . . . ε της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του ν. 998 / 79 ( Σημείωση συντάκτου : πρόκειται για τους οικισμούς προ του 1923 ). . . δεν υπάγονται στις διατάξεις του Δασικού Κώδικα, τυχόν δε α-ποφάσεις με τις οποίες οι εν λόγω εκτάσεις κηρύχθηκαν αναδασωτέες . . . αίρονται υποχρεωτικά με πράξη του αρμόδιου οργάνου ». Κατά ταύτα, σε κάθε περίπτωση, επειδή πρόκειται για περιοχή η οποία καταλαμβάνεται υπό οικισμού προϋφισταμένου του έτους 1923, δηλαδή έκτασις της περίπτωσης ε της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/79, η άρση της υπ’ όψιν αναδασώσεως είναι υποχρεωτική δια την διοί-κηση.
Πέραν τούτου προσθέτως τονίζονται και τα ακόλουθα :
( α ) Η Υπουργική Απόφασις 78384/31.5.1950 του Υπουργού Γεωργίας, ακόμη και σαν γενική ατομική, δεν μπορεί ν’ ανακληθή νομίμως και
( β ) Ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας είναι ο μόνος αρμόδιος κατά νόμον ( άρθρο 21 § 2 ν. 3208/2003 ) να άρει κάθε αναδασωτική πράξη ( όπως π.χ. 844/1982 ) εντός των ορίων του οικισμού Αγίου Στεφά-νου του προϋφισταμένου του 1923.
Άλλως εφόσον ( παρανόμως κατά τα ανωτέρω ) υποστηρίζει και επιμένει ότι η πράξη αναδασώσεως είναι νόμιμη, οφείλει να ζητήσει από τον αρμόδιο Υπουργό την ανάκληση της α-ποφάσεως του 1950, ν’ αποζημιώσει κατά νόμον τους θιγομένους ιδιοκτήτες ( βλ. Αποφάσεις 35332/05/21.2.2008, 9368/06/11.12.2008, 14216/03/28.5.2009 κ.α. του Ευρωπαϊκού Δι-καστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – Ε.Δ.Α.Δ. – κατά Ελλάδος ) και να παραπέμψει τους υφι-σταμένους του ( Διευθυντές Δασών, Δασάρχες, Δασονόμους, Δασοφύλακες κ.λπ. ) αλλά και τους κάθε είδους συναρμόδιους ( Υποθηκοφύλακες, Συμβολαιογράφους, Εφοριακούς κ.α. ) στον αρμόδιο Εισαγγελέα, πάντως – σε κάθε περίπτωση – δεν μπορεί να αδρανεί και να παραλείπει να πράξει το καθήκον του.
Μετά από όλα τα παραπάνω γίνεται πλέον καταφανές ότι :
( 1 ) Ο Δήμος Αγίου Στεφάνου διαθέτει πολεοδομικό κεκτημένο οικισμού προ του 1923 το οποίο ισχύει εδώ και εβδομήντα ( 70 ) χρόνια, και στηρίζεται σε κανόνες δικαίου εκατοντα-ετίας. Συνεπώς αναληθώς αναφέρθηκε στην βουλή ότι τα όρια του οικισμού Αγίου Στεφάνου έχουν καθοριστεί με την Νομαρχιακή Απόφαση του 1976.
( 2 ) Εάν κατά καιρούς, αναρμόδιοι και ακατατόπιστοι υπηρεσιακοί παράγοντες του Υπ. Γεωργίας αλλά και άλλοι ανευθύνως ψευδονομολογούντες και παρακάμπτοντες εκ του ασφαλούς τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο αναπτύσσουν – εν ώρα υπηρεσίας – πολιτική και προπαγανδιστική δράση, αυτούς υποχρεούται η πολιτική εξουσία να τους καταργήσει διότι με την νοοτροπία αυτή πτωχεύσαμε και δεν έχουμε λεφτά να πληρώνουμε πλέον ούτε τους μισθούς τους, ούτε τις ημερίδες τους και κυρίως ούτε τις αποζημιώσεις σε βάρος της Ελλάδας για αποκατάσταση των αδίκως θιγομένων.
Είναι προφανές ότι η όποια πρόσληψή τους σε θέσεις ειδικών συμβούλων και η ανάδει-ξή τους σε ρυθμιστές των πολιτικών πραγμάτων οδηγεί σε ανεπίτρεπτα ολισθήματα όπως ε-κείνο της δήλωσης-θέσης της Υπουργού στην Βουλή στις 16.1.
( 3 ) Ο μόνος αρμόδιος για να λύσει το ζήτημα είναι ο Γενικός Γραμματέας της περιφέρειας, και σε καμία περίπτωση δεν υφίσταται κενό νόμου για να απαιτείται νομοθετική ρύθμιση. Είναι λοιπόν προφανές ότι σε περίπτωση νομοθετικής ρύθμισης δίδεται διοικητικό άλλοθι για πράξεις και παραλήψεις του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας και των υπ’ αυτόν συνυπευθύνων υπαλλήλων των δασικών υπηρεσιών, ενώ αποδυναμώνονται τα πολεοδομικά δικαιώματα δεκαετιών του τόπου.
( 4 ) Εάν για διάφορους λόγους η διοίκηση θέλει να κάνει πολιτικά παιχνίδια και να α-φαιρέσει πολεοδομικά δικαιώματα δεκαετιών, αναδασώνοντας τον νόμιμο οικισμό μας ας απο-ζημιώσει τους οικοπεδούχους πριν αυτοί προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπί-νων Δικαιωμάτων και διασυρθεί για μία ακόμη φορά, και πάλι από υπαιτιότητα των υποθηκευ-τών-διαχειριστών της, η πτωχευμένη χώρα μας
Τέλος δεν μπορεί η διοίκηση ( εν προκειμένω ο γενικός γραμματέας της περιφέρειας ή η Διεύθυνση δασών ή το δασαρχείο ή το δασονομείο ) να αλλάζουν πρόσωπο κατά το δοκούν.
Πόσα πρόσωπα δικαιούνται επιτέλους να έχουν ;
Άγιος Στέφανος 15 Απριλίου 2010
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΡΟΧΙΔΗΣ
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΝ
( 1 ) Εάν μετά ταύτα δεν έχει γίνει κατανοητό ότι το πρόβλημα του Αγίου Στεφάνου είναι δη-μιούργημα και προϊόν της δομής του συστήματος και της νοοτροπίας του ακαταδίωκτου που διατρέχει τους κάθε είδους παράγοντες ( υπηρεσιακούς και μη ) του Δημόσιου βίου τότε, πολύ φοβούμαι, ότι δεν θα γίνουν κατανοητοί ούτε οι λόγοι που απαξίωσαν το πολιτικό σύστημα και οδήγησαν την Χώρα σε πτώχευση.
( 2 ) Άπαντα τα αναφερόμενα ενταύθα στοιχεία είναι και εις χείρας μου και ασφαλώς στην διά-θεση κάθε ενδιαφερόμενου.
Σ.Τ. »
ΠΡΟΣ.ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.ΚΥΡΙΕ ,ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ,ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΙΛΗΦΘΕΙΤΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΑΣ .ΕΑΝ,ΕΣΕΙΣ ΣΑΝ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΤΟ 1984 ΑΓΟΡΑΖΑΤΕ ΕΝΑ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΤΕΦΑΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ,ΒΑΖΟΝΤΑΣ ΔΥΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ ΝΑ ΕΛΕΞΟΥΝ ΤΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΛΕΓΑΝ ΟΤΙ ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΑ ΝΟΜΙΜΟ,Η ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΚΑΠΑΝΔΡΙΤΗ,ΝΑ ΒΓΑΖΑΤΕ ΤΟ 1987 ΑΔΕΙΑ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΙΣΟΓΕΙΟΥ ΜΕ ΥΠΟΓΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΑΝΔΡΙΤΙΟΥ,ΤΟ 1993 ΒΓΑΖΑΤΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΔΕΙΑ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΠΡΩΤΟΥ ΟΡΟΦΟΥ ΠΑΛΙ ΑΠΟ ΤΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΑΝΔΡΙΤΙΟΥ.ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΑΚΕΡΑΙΟ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ,ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΤΩΝ ΑΔΕΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΑ,ΤΑ ΕΞΟΔΑ ,ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΦΟΡΙΑ,ΤΙΣ ΝΟΜΙΜΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΚΑ,ΑΦΟΥ ΥΠΕΣΤΗΝ ΑΛΕΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΕΛΕΓΧΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ,ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΔΕΙΩΝ,ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ,ΕΛΕΓΧΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ,ΓΙΑ ΤΥΧΟΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ, ΕΛΕΓΧΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΝ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ-ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ,ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ,ΥΔΡΕΥΣΗΣ,ΔΕΗ,ΟΤΕ,ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΜΟΥ ΑΝΕΛΛΙΠΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΡΤ. ΩΣΠΟΥ ΚΥΡΙΕ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ ΤΟ 2009 ΟΤΑΝ ΚΑΗΚΕ,ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ,ΕΝΑΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΑΛΛΑ ΑΠΕΦΑΣΙΣΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟ!!!!ΕΠΙ 36 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΠΛΗΡΩΝΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΟΣΑ ΕΠΕΒΑΛΛΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ,ΕΜΑΘΑ ΣΤΑ ΑΝΕΡΓΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ ,ΜΕ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΝΑ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ΤΟ ΕΛΛΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ…ΠΕΣΤΕ ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ,ΤΙ ΛΑΘΟΣ ΕΚΑΝΑ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΟΤΙ….ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ,ΟΛΗ ΣΟΥ ΗΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΠΟΥ ΘΕΣ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΣΕ ΔΥΟ ΕΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΔΗΛΑΔΗ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ….ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΑΣΟΣ!!!!!!!!!!!!ΕΠΕΙΔΗ Η ΘΛΙΨΗ,Η ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ,Η ΟΡΓΗ,ΠΕΡΙΣΣΕΥΟΥΝ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ,ΦΡΙΝΤΙΣΤΕ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ ΝΑ ΛΥΘΕΙ,Α Μ Ε Σ Α ΑΥΤΗ Η Η Λ Ι Θ Ι Α ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑΤΙ Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ!!!!
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.δ. Της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του
Να αποσυρθεί ΑΜΕΣΑ το απαράδεκτο και ανυπόστατο έγγραφο του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ/ΓΕΝΙΚΗ ΔΝΣΗ ΔΑΣΩΝ/ΤΜΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΓΑΙΩΝ με στοιχεία αριθμ. πρωτοκ. 94622/417/2-2-2009 που υπογράφει η Κα Μαρία Παφίλη το οποίο έχει αποσταλλεί και στο ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ/ΔΝΣΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ/ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ/ΤΜΗΜΑ Α, καθώς και στα πολεοδομικά γραφεία Καπανδριτίου και Αχαρνών. Με το εν λόγω έγγραφο έχουν ανασταλλεί όλες οι εκδόσεις οικοδομικών αδειών στον Δήμο Αγ. Στεφάνου και Ανοίξεως στις περιοχές που δεν έχει ολοκληρωθεί ο πολεοδομικός σχεδιασμός, επικαλούμενο ότι οι περιοχές αυτές δεν έχουν εξαιρεθεί από το πεδίο των διατάξεων της Δαικής Νομοθεσίας.
Ο φορέας έκδοσης του εν λόγω εγγράφου φυσικά με την πιό περίτρανη προχειρότητα και ανευθυνότητα, αγνόησε υφιστάμενα Π.Δ που ισχύουν και ουδέποτε έχουν ανακληθεί από κανένα αρμόδιο φορέα την θεσμοθέτηση ορίων οικισμών και μάλιστα προυφιστάμενους του 1923, στους οποίους ήδη η Πολιτεία εδώ και παρα πολλά χρόνια με πράξεις και αποφάσεις της, επέτρεπε την αγορά οικοπέδων, την έκδοση οικοδομικών αδειών, την είσπραξη αναλόγων φόρων, την έκδοση όρων δόμησης, την ανέγερση δημοτικών κτιρίων, την κατασκευή κοινοφελών δικτύων και ένα σορό άλλα που δημιούργησαν τις προυποθέσεις της οικιστικής ανάπτυξης αυτών των οικισμών εν έτη 2010. Έρχετε με αυτό το ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ έγγραφο, τόσο ανεύθυνα να δεσμεύσει περιουσίες πολιτών που με τόσο κόπο απέκτησαν και να τους πεί ότι αυτό που καθόλα νόμιμα απέκτησαν είνα δάσος γιατί ο οικισμός κατα βάση είναι »παράνομος΄΄.
Μία λέξη μπορώ να πώ σαν αγανακτισμένος πολίτης ΕΛΕΟΣ, εν πάσει περιπτώσει εύχομαι η αξιότιμη Υπουργός που ευαγγελίζεται η ίδια και η ιδιαίτερα η κυβέρνηση αυτή, το περί αίσθημα δικαίου, και ισονομίας πολιτών, επιτέλους να αναλάβει προσωπικά το θέμα και να προβεί άμεσα στην απόσυρση τέτοιου είδους εγγράφων που στερούν το δικαίωμα του πολίτη να αξιοποίηση την νόμιμη αποκτειθείσα περιουσία του, και να σταματήσει αυτή την παραφροσύνη των υπηρεσίων που η μία αναιρεί ή ακυρώνει την άλλη με τελική ζημιά στον ανύποπτο και »αδύναμο». πολίτη.
Η πρόταση μου για άμεση επίλυση τέτοιων προβλημάτων και μέχρι της οριστικής κύρωσης των επικαιροποιημένων δασικών χαρτών και την νομιμοποίηση των ήδη υπάρχόντων οικισμών που δεν έχουν θεσμοθετηθεί με τα ανωτέρω διατάγματα, άλλα με άλλα διατάγματα ή αποφάσεις να τροποιηθεί η παράγραφος 6 του παρόντος άρθρου ως εξής;
Μέχρι την ανάρτηση και την κύρωση του αντίστοιχου δασικού χάρτη, η έκδοση νέων οικοδομικών αδειών ή αδειών επέκτασης σε εκτάσεις κείμενες εκτός σχεδίου ή εντός οικισμών οι οποίοι δεν έχουν οριοθετηθεί κατά τις διατάξεις των π.δ/των της 19.7-25.7.1979 (Δ, 401), της 2.3-13.3.1981 (Δ, 138), ή της 24.4-3.5.1985 (Δ, 181) ή έχουν οριοθετηθεί με άλλες διατάξεις ή με αποφάσεις που κρίθηκαν ανίσχυρες ή κρίθηκαν ότι έχουν εκδοθεί χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, επιτρέπεται μόνο αν βεβαιώνεται από το οικείο Δασαρχείο ότι ο χαρακτήρας τους δεν είναι δασικός με βάση την υπάρχουσα κατάσταση και ΟΧΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥΣ ΔΑΣΙΚΟΥΣ ΧΑΡΤΕΣ. Η εν λόγω επιβεβαίωση θα πρέπει να γίνεται με αυτοψία που θα εκτελεί ΕΙΔΙΚΉ επιτροπή αποτελούμενη από αρμόδιο υπάλληλο του οικείου δασρχείου, της πολεοδομίας και του οικείου Δήμου μετά από αίτημα του ενδιαφερομένου.
Η αυτοψία θα γίνεται με βάση την υπάρχουσα διαμορφωμένη κατάσταση, την ισχύουσα δασική νομοθεσία, τους όρους δόμησης της περιοχής, τις υπό έγκριση μελέτες για ένταξη στο σχέδιο πόλης, την κρίση της επιτροπής αν το συκεκριμμένο οικόπεδο αποτελεί δασικό θύλακα εντος του οικισμού, ή αλσίδιο κλπ,
Στην συνέχεια η επιτροπή θα εκδίδει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την βεβαίωση που θα αποφαίνεται για τον χαρακτήρα της δασικότητας του οικοπέδου.
Έλεος! Τουλάχιστον αυτή τη φορά επιδείξτε ΛΙΓΗ σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Πρώτα επιτρέψατε να αγορασθούν οικόπεδα και κατοικίες με ΟΛΑ τα νομιμα έγγραφα και μετά μας χαρακτηρίσατε αναδασωτέους και αυθαιρετούχους. Το γεγόνος ότι μία υπηρεσία του κρατούς δεν συννεοείται και δεν συντονίζεται με την άλλη υπηρεσία (πολεοδομία με δασική υπηρεσίασ), σε τι έχει φταίξει ένας πολίτης που αγόρασε στον Αγιο Στέφανο?
—————
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
ΤΟ 1988 ΑΓΟΡΑΣΑ ΑΚΙΝΗΤΟ ΣΤΑ ΜΠΕΤΑ ΣΤΟ ΑΓ.ΣΤΕΦΑΝΟ,ΜΕ ΔΑΝΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝ.ΤΡΑΠΕΖΑ,ΜΕ ΑΔΕΙΑ ΔΙΟΡΟΦΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΣΤΟ ΥΠΟΘ.ΜΑΡΑΘΩΝΑ,ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΕΠΕΡΑΤΩΣΑ ΤΟ 1990,ΟΠΟΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩ ΩΣ ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ.
Τ0 1995 ΕΓΙΝΕ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ.
ΤΟ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 2009,ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΑΓ.ΣΤΕΦΑΝΟΥ,ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΑΛΛΑ ,ΞΑΦΝΙΚΑ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑΝ ΟΤΙ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΑΝΑΔΑΣΩΤΕΑ ΠΕΡΙΟΧΗ.[21 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ].
ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΣ ΤΑ ΒΓΑΛΟΥΝ ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΙ.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
που εναι οι οικισμοι οι προυφισταμενοι του 1923 πατε καλα????
δεν θα αφησετε τιποτα ορθιο???
Στο άρθρο 24 παράγραφος 1 εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις του μόνο οικισμοί που οριοθετήθηκαν με διατάξεις Π.Δ. του 1979 και όχι οικισμοί που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις.
Στην περίπτωση του Αγίου Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιοριστεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο στο οποίο φαίνονται τα όρια του οικισμού.
Ο Δήμος Αγίου Στεφάνου εμμένει στην ήδη εκφρασθείσα άποψη-θέση του, ότι έχει σαφή και αδιαπραγμάτευτα όρια οικισμού προϋφιστάμενα του 1923 τα οποία ουδέποτε ακυρώθηκαν ή ανακλήθηκαν και εξακολουθούν σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Για την Πόλη του Αγίου Στεφάνου, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προϋφιστάμενων του 1923, που είχαν ήδη οριοθετηθεί. Πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθούν και οι περιπτώσεις οικισμών, που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Εξωραιστικός και Ναυταθλητικος Σύλλογος Φυγόντα Πόρτο Λάφια
Κυρούσης Κωνσταντίνος .Πρόεδρος
Στύρα Ευβοίας
Με ποιό αιτιολογικό αναστάλθηκαν ήδη οι εκδόσεις αδειών οικοδομής σε οικισμούς όπως ο οικισμός Πόρτο Λάφια Δήμου Στυραίων Ευβοίας και ο οποίος οικοδομείται απο το 1969 και μεταβιβάζονται οι τίτλοι
ιδιοκτισιών σύμφωνα με τούς Νόμους του Ελληνικού Κράτους;
Και όταν:
Η υπ’αριθμ. 44357 ΦΕΚ 215Α/14-11-69 απόφαση του νομάρχη Ευβοίας ¨περί δημιουργίας οικισμού στην θέση Πόρτο Λάφια…..¨ είναι έγκυρη και ισχυρή,
Η υπ’αριθμ. 6210 ΦΕΚ 636/9-9-91 απόφαση του ίδιου ως άνω Νομάρχη ‘Κύρωση πινακίδων εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου του οικισμού Πόρτο Λάφια…….’ είναι επίσης νομίμως ισχύουσα.
Οσον αφορά τον χαρακτήρα της έκτασης,επρόκειτο περι θαμνώδους χορτολιβαδικής και εν μέρει αγροτικής χωρίς υψηλή δασική βλάστηση και ο Δασάρχης Χαλκίδας πιστοποίησε πως»δεν είναι έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα και κατα συνέπεια δεν εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων 188,189,191 και 198»περί των οποίων σύνφωνα με την υπ.αρ. 463/68 γνωμοδότηση του Ν.Σ. του Κράτους ήταν απαραίτητη η σύμφωνη γνώμη του Υπ.Γεωργίας για την ένταξη σε σχέδιο.Ως εκ τούτου υπήρξε
έγκυρη και νομότυπη η διαδικασία και η απόφαση εντάξεως σε σχέδιο πόλεως με την ανωτέρω πιστοποίηση του Δασάρχη Χαλκίδας.
Επίσης υπήρξε νομότυπη και κατ’εφαρμογή του αναγκαστικου νόμου 314/68 »περί παροχής εις τον Υπουργό Β. Ελλάδος και τούς Νομάρχας αρμοδιότητος επί θεμάτων εγκρίσεως,επεκτάσεως ή τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων κλπ.»δίχως τυπικά ή ουσιαστικά ελλαττώματα.Παρέλκει έτσι να αναφερθεί ότι έχει νομίμως ρυμοτομηθεί πλήρως η περιοχή ,έχουν δαπανηθεί τεράστια ποσά για την αξιοποίηση της γενικά,έχουν δημιουργηθει 1050 μικροιδιοκτησίες οι μεταβιβάσεις των οποίων βεβαίως φορολογούνται ως εντος σχεδίου και έχουν οικοδομηθεί πολλές κατοικίες με την άδεια της πολεοδομιας και μέχρι το έτος 1980 αλλά και μέχρι σήμερα 41 χρόνια μετά την ένταξη στο σχέδιο πόλεως.
Όσο δε αφορά στις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 998/79 που επισημαίνει το Δασαρχείο Καρύστου στο υπ.αρ. 557/25-11-92 έγγραφό του με το οποίο τότε χαρακτηρίζει δασική έκταση τον οικισμό,
το Νομικό Τμήμα της Διεύθυνσης Νομοθετικού Έργου του ΥΠΕΧΩΔΕ με το υπ.αρ.106093/7641 στις 25-11-93,γνωμοδοτεί ως εξής:
Η παραπομπή στην παρ 3 του ως άνω άρθρου 3,μας πληροφορεί για τον χαρακτήρα της έκτασης παραμένει δασικός ακόμη και αν περιλαμβάνονται σε αυτήν και άλλης,μη δασικής φύσεως εκτάσεις.
Συχρόνως μας πληροφορεί και για το πραγματικό γεγονός,ότι περιλαμβάνονται αυτό το χώρο και άλλες μη δασικής φύσεως εκτάσεις.Περαιτέρω και με την αποδοχή της κατά τα άνω ΄μορφής’
της έκτασης,(έγγραφο 557/25-11-92 του Δασονομείου) ανατρέχουμε στις επόμενες παραγράφους του αυτού ως άνω άρθρου που αφορούν ακριβώς το πρόβλημα μας,δηλαδή τις συνέπειες εντάξεως σε ρυμοτομικό σχέδιο εκτάσεων τέτοιας μορφής.
Άρθρο 3 παρ. 4 του ν .998/79:
»Εις τας διαταξεις του παρόντος νόμου υπάγονται οι εντός τών πόλεων και τών οικιστικών περιοχών
εκτάσεις οι οποίες καλύπτονται υπό δασικής βλαστήσεως……» και
Άρθρο 3 παρ. 6 του ν. 998/79:
»Δεν υπάγονται οπωσδήποτε εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου………………………………………
ε)Αι περιοχαί δια τας οποίας υφίστανται εγκεκριμένα έγκυρα σχέδια……………………»
Εκ του συνδυασμού αυτών των διατάξεων και σύμφωνα με την νομολογία του Συμβουλείου της Επικρατείας,προκύπτει ότι στο προστατευτικο καθεστώς του ν. 998/79 ,δεν υπάγονται οι εντός σχεδίου περιοχές,αλλά μόνο οι εκτάσεις τους που καλύπτονται με βλάστηση δασικής μορφής.Και τέτοιες εκτάσεις νοούνται οι προβλεπόμενοι κοινόχρηστοι χώροι στο ισχύον σχέδιο (τους έχει παραλάβει ο Δήμος Στυραίων με το εγγραφο 1583/69),και επομένως δεν καταλαμβάνονται υπο του νόμου τούτου,οικόπεδα εντός των προβλεπομένων από το ισχύον σχέδιο,οικοδομικών τετραγώνων,έστω κι αν υφίσταται σε αυτά δασική
βλάστηση (Σ.τ.Ε. 281/90).
Κατά συνέπεια,για τις εκτάσεις δασικής μορφής του άρθρου 3 παρ. 3 του ν, 998/79 που βρίσκονται σε οικοδομικά τετράγωνα του ρυμοτομικου σχεδίου του οικισμού (υπ.αρ. 44357/69 Νομαρχιακή απόφαση)
δεν απαιτείται βεβαίωση του Δασαρχείου.Για τις αυτές ως άνω εκτάσεις που αποτελούν κοινόχρηστους χώρους δεν τίθεται θέμα ανοικοδόμησης τους.
Οι Σύλλογοι του οικισμου το 1994 παρετήθηκαν των προσφυγών τους(206/4-10-90 και 209/23-10-90 που ζητούσαν ανάκληση του 557/25-11-92 Δασονομείου Καρύστου και 1586/1-6-89 πραξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη Αλιβερίου),προς τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων με το εγγραφο 244/22-3-94 εφ’όσον το πρόβλημα ελύθη νομίμως διοικητικώς με βάση σχετική απόφαση 281/90 του Σ.τ.Ε. που δέχθηκε πώς οι εντός σχεδίου περιοχές εκφέυγουν της εφαρμογής του ν. 998/79 και έκτοτε εφαρμόζουν νομίμως τα όργανα της Διοίκησης.
Κατόπιν τούτων προκειμένου να αποφευχθούν αδίκως κατά την γνώμη μας μακροχρόνιοι δικαστικοί αγώνες αναμφίβολα άκαρποι για το Ελληνικό Δημόσιο αλλά και για τους πολίτες,οπου το κύρος της διοίκησης
θα εμφανιστεί διάτρητο,είναι αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση ανάλογα με τη ρύθμιση του άρθρου 9 του ν. 999/79 ως ακολούθως:Aποφάσεις Νομαρχών που ελήφθησαν χωρίς τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής
δια των οποίων υπήχθησαν σε ρυμοτομικά σχέδια πόλεων ή κομών,δάση και γενικά δασικές εκτάσεις,θεωρούνται έγκυρα εφ’όσον εκδόθηκαν μέχρι 27-12-1979 εκτός αν οι αποφάσεις αυτές ακυρώθηκαν ή είναι άκυρες εξ’άλλου λόγου.Τυχόν δικαιώματα του Δημοσίου επί των ως άνω δασών και δασικών εκτάσεων δεν θίγονται δια του παρόντος.
Μετα τιμής παρακαλούμε όπως ληφθούν υπ»όψιν τα ανωτέρω και ευχαριστούμε για την ευκαιρεία της συμμετοχης στη διαβούλευση του Υπουργείου σας.
Εξωραιστικός και Nαυταθλητικος Σύλλογος Φυγόντα Πόρτο Λάφια
Κυρούσης Κωνσταντίνος .Πρόεδρος
Οπως σας είναι ήδη γνωστό, υπάρχει σοβαρό θέμα με τμήματα του Δήμου Ανοιξης – π.χ. η περιοχή του οικισμού Ανθέων κλπ.- οι οποίες, ως οικισμός προυφιστάμενος του 1923, εδώ και πολλές δεκαετίες οικοδομούνται με νόμιμες οικοδομικές άδειες, εκδιδόμενες απο την αρμόδια Πολεοδομία. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος των οικισμών αυτών που ήδη είχαν οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις αυτές και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του εν λόγω σχεδίου νόμου και να προστεθεί και αυτή η κατηγορία στις περιπτωσεις οικισμών που εξαιρούνται απο τις διατάξεις του.
Η περιοχή του Οικισμού Ανθέων στην Ανοιξη έχει σήμερα οικοδομηθεί κατά 90%, είναι αδιανόητο λοιπόν να μετατρέπετε νόμιμες ιδοκτησίες σε δάση. Για το θέμα αυτό έχουν ήδη υπάρξει πολλές διαμαρτυρίες και πρέπει να επιλυθεί οριστικά, αφού είναι τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα που επηρεάζει χιλιάδες ανθρώπους στην περιοχή.
Επί του άρθρου 24 του Σχεδίου Νόμου:
1. Η προβλεπόμενη διαδικασία σύστασης, ενημέρωσης και διόρθωσης των δασικών χαρτών έχει πολλά στάδια και εμπλέκει πολλούς φορείς με διαφορετικό «χαρακτήρα» και νομικό πλάισιο λειτουργίας. Οι προβλεπόμενες προθεσμίες για παροχή στοιχείων (όπου προβλέπονται), άν και κάποιες χαρακτηρίζονται «αποκλειστικές», έχουν μόνον νόημα «επιθυμίας της Διοίκησης» καθότι σε μία μόνον από αυτές προβλέπεται κάποια συνέπεια από την υπέρβαση της προθεσμίας. Καμία προθεσμία δεν προβλέπεται για την λήψη τελικών αποφάσεων και την έκδοση των τελικών δασικών χαρτών, αλλά αυτά εξαρτώνται από την συνεκτίμηση και αορίστων στοιχείων από τον Υπουργό (παρ.4).
2. Για τους λόγους αυτούς συνάγω ότι η έκδοση των τελικών δασικών χαρτών δεν θα ολοκληρωθεί σύντομα, πράγμα που πιθανότατα είναι αναγκαίο λόγω της πραγματικής και νομικής περιπλοκότητας του θέματος, παρά την καλή πρόθεση του Υπουργείου για δίκαιη και ταχεία τακτοποίηση του θέματος.
3. Η έκδοση οικοδομικών αδειών (παράγραφος 6), μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας έκδοσης των χαρτών, εξαρτάται από την γνωμοδότηση του Δασαρχείου μόνον, η οποία προφανώς θα εκφράζει την μονομερή του άποψη. Η άποψη δε του Δασαρχείου κατά το Σχέδιο Νόμου δεν είναι επαρκής για την χαρακτηρισμό μιας περιοχής ώς δάσους αλλά απαιτείται η γνωμοδότηση πλειόνων Υπηρεσιών και Φορέων και η τελική απόφαση εναπόκειται στον Υπουργό που ανάμένεται να συγκεράσει τις διαφορετικές οπτικές και επιδιώξεις των εμπλεκομένων.
4. Επομένως η παράγραφος 6 του άρθρου 24 χρειάζεται να συμπληρωθεί ώστε να περιλάβει:
α. Συγκεκριμένη διαδικασία και κριτήρια χαρακτηρισμού
β. Διενέργεια αυτοψίας για διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης
γ. Συμμετοχή των κατ’εξοχήν εμπλεκομένων Φορέων πέραν του Δασαρχείου (πολεοδομία, δήμος, ενδιαφερόμενος)
δ. προθεσμίες έκδοσης απόφασης
άλλως θα αποτελέσει πηγή κωλυσιεργιας και δοσοληψιών
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Στο άρθρο 24 παράγραφος 1 εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις του μόνο οικισμοί που οριοθετήθηκαν με διατάξεις Π.Δ. του 1979 και όχι οικισμοί που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις.
Στην περίπτωση του Αγίου Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιοριστεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο στο οποίο φαίνονται τα όρια του οικισμού.
Ο Δήμος Αγίου Στεφάνου εμμένει στην ήδη εκφρασθείσα άποψη-θέση του, ότι έχει σαφή και αδιαπραγμάτευτα όρια οικισμού προϋφιστάμενα του 1923 τα οποία ουδέποτε ακυρώθηκαν ή ανακλήθηκαν και εξακολουθούν σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Για την Πόλη του Αγίου Στεφάνου, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προϋφιστάμενων του 1923, που είχαν ήδη οριοθετηθεί. Πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθούν και οι περιπτώσεις οικισμών, που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Δεν θα μπω στην νομική πλευρά του θέματος γιατί πιο πάνω έχουν αναφερθεί σχετικά. Θα μπω όμως ίσως στην ουσία του θέματος ή έτσι όπως το καταλαβαίνει ο μέσος πολίτης.
Αν θέλετε να ονομάζετε δάσος τις στέγες των σπιτιών μας μπορείτε να τις λέτε. Αν θέλετε να φυτέψετε δέντρα στις στέγες κάντε το, αν θέλετε να γκρεμίσετε τα σπίτια μας και να φυτέψετε πεύκα κανένα πρόβλημα.
Μπορείτε να μας πείτε όμως γιατί όλες οι υπηρεσίες του κράτους μάς δώνανε τις απαραίτητες άδειες (πολεοδομία, δασαρχείο κ.λπ.) για να χτίσουμε, γιατί πληρώνουμε φόρους, ΔΕΗ, γιατί μας επισκέφτηκαν υπάλληλοι μηχανικοί του κράτους για να καταγράψουν τις ζημίες από την φωτιά του ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ στον Αγ. Στέφανο, γιατί τελικά χρεωθήκαμε σε τράπεζες, γιατί αποπληρώνουμε το δάνειο αφού αυτό που κτίσαμε μάθαμε ξαφνικά ότι είναι δάσος;
Το κακό είναι, ότι ξεκινάει το κράτος (υπουργία, υπηρεσίες του, νομαρχία, δήμος) να νομοθετεί με βάση ότι ο πολίτης είναι απατεώνας, για να καλύψει τους μηχανισμούς της μίζας και της κλεψιάς που θρέφει στα σπλάχνα του. Αυτοί οι μηχανισμοί έχουν προσληφθεί με βάση ψηφοθηρικά κριτήρια και ως εκ τούτου θα πρέπει να προφυλαχθούν. Έτσι και στην περίπτωση του Αγ. Στεφάνου, φάγανε φάγανε (βλεπε Μαυρογιαλούρο) τα δικά μας τα παιδιά και τώρα θα την πληρώσουν οι πολίτες που τήρησαν όλες τις νόμιμες διαδικασίες για την απόκτηση ενός σπιτιού.
Θα πρέπει τελεσίδικα να δώσετε λύση στο πρόβλημα χωρίς καμία επιβάρυνση οικονομική, ψυχική κ.λπ. του πολίτη που νόμιμα έχτισε. Αν δεν μπορείτε για λόγους που ξέρεται εσείς ή οι υφιστάμενοί σας (αυτοί σίγουρα ξέρουν) αποζημιώστε μας εδώ και τώρα για να χαράξουμε ξανά την ζωή μας.
Επιτέλους η ανικανότητα του κράτους δεν πρέπει ξεσπά στους πολίτες του που σέβονται τους νόμους, αυτοί έχουν σημαντικά και δύσκολα να φέρουν πράγματα εις πέρας όπως η ανατροφή των παιδιών τους.
Ένας φτωχός και μόνος ιδιωτικός υπάλληλος.
Δρ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ
Ως προς το άρθρο 24
Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μια Σοσιαλιστική ; κυβέρνηση που έχει κάνει σύνθημα της τα περί κράτους δικαίου θα απειλούσε να μετατρέψει σε πάρκα και άλση περιουσίες που είναι αγώνες μιας ολόκληρης ζωής ,έχουν αποκτηθεί με πάρα πολύ κόπο και θυσίες ,με όλες τις νόμιμες διαδικασίες και ακολουθώντας πιστά όλους τους όρους και προϋποθέσεις που έθεταν οι διάφορες κρατικές Υπηρεσίες (Πολεοδομία ,Υποθηκοφυλακείο, Δήμος, Υπουργείο Οικονομικών , ΔΕΗ, ΟΤΕ και πολλές άλλες ) . Δεν μπορώ να καταλάβω πως είναι δυνατό ένα τόσο σημαντικό νομοσχέδιο , όπως είναι αυτό περί της προστασίας των δασών ,να κτίζεται με τόσο άδικα μέσα !και μάλιστα σε μια χρονική περίοδο που ο λαός στην κυριολεξία υποφέρει από τα δυσβάστακτα μέτρα που του έχουν επιβληθεί .
Ειδικά για την περίπτωση του Αγίου Στεφάνου θα πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να αναγνωριστούν τα όρια του όπως αυτά προσδιορίζονται με α)την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β πράξη της Αρμόδιας Τεχνικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών (Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών) η οποία ποτέ δεν ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε και β) την 44130 / 1939 σχετική Υπουργική Απόφαση εφαρμόζοντας πιστά τους όρους , τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρο 14 (παρ.4 και 5 ) του Ν. Δ του 1923. Μεταξύ πολλών άλλων και η Διεύθυνση Δασών Ανατολικής Αττικής ,με έγγραφο της το 1991, αναγνώρισε ότι τα όρια ,του ως άνω προ του 1923 οικισμού του Αγίου Στεφάνου, καθορίστηκαν με τις παραπάνω αποφάσεις του 1940.
Σε κάθε περίπτωση αναγνωρίζουμε τις προσπάθειες που καταβάλετε για την προστασία των δασών .Αλλά δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι υπάρχουν και οι νομοταγείς άνθρωποι . Αυτούς άραγε ποιος θα τους προστατέψει ; .
ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ να αγοραζεις ενα οικοπεδο αρτιο και οικοδομησημο
συμφωνα με τις διαβεβαιωσεις των Κρατικων Υπηρεσιων Πολεοδομια,Δημος, να κανει τη μεταγραφη το Υποθηκοφυλακιο, να πληρωνεις στην Εφορια το φορο που σου αναλογει, να σου δινει αδεια να οικοδομησεις η Πολεοδομια ,και να ερχετε το ιδιο το κρατος να σου λεει οτι εισαι παρανομος και οταν μας ρωτησες για το οικοπεδο αυτο και σου ειπαμε πως ειναι αρτιο και οικοδομησημο ,τωρα σου λεμε οτι ειναι αναδασωτεα περιοχη και ΣΕ ΞΕΓΕΛΑΣΑΜΕ
και ερωτω την κυρια Υπουργο ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ. Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ. Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ. Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
ΝΙΩΤΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ
Παρακαλώ την αξιότιμη Υπουργό να δείξει κοινωνική ευαισθησία για την αποδέσμευση της ομηρίας χιλιάδων πολιτών που ενώ αγόρασαν οικόπεδα νόμιμα, και ενώ η πολεοδομία εξέδιδε άδειες κανονικά στηριζόμενες σε ισχύοντα Π.Δ και ενώ πλήρωσαν τους αναλογούντες φόρους μεταβίβασης και ενώ έγινε εγγραφή κανονικά στο υποθηκοφυλακείο και ενώ συνεχίζουν να πληρώνουν ΕΤΑΚ δεν μπορούν να οικοδομήσουν τα οικόπεδα τους, διότι με πρόσφατες αποφάσεις διαφόρων κρατικών φορέων έρχονται να τα χαρακτηρίσουν δάση με τους πλέον ακατάλληλους και αναχρονιστικούς προσωρινούς δασικούς χάρτες.
Εάν πραγματικά υπάρχει πολιτική βούληση για επίλυση αυτών των αντιφατικών και παράλογων αποφάσεων που έχουν αναστείλει εκατοντάδες οικοδομικές άδειες τόσο στον Δήμο Αγ. Στεφάνου όσο και στον Δήμο Άνοιξης πρέπει ΑΜΕΣΑ να αποσύρετε οποιαδήποτε παράνομη και καταχρηστική απόφαση που αναστέλλει την οικοδομησιμότητα οικοπέδων που βρίσκονται εντος ορίων οικισμών που έχουν θεσμοθετηθεί με Π.Δ όχι μόνο αυτών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, αλλά και όλων εκείνων που μέχρι χθές η Πολιτεία τα εφάρμοζε κανονικά και φυσικά δεν απέτρεψε κανένα πολίτη να αγοράσει οικόπεδο για να το οικοδομήσει για να έρθει σήμερα να του πει ότι το οικόπεδο του είναι δασική έκταση.
Παρακαλώ και εκλιπαρώ την Κα Υπουργό ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ των νέων δασικών χαρτών να επέμβει προσωπικά στις αρμόδιες πολεοδομίες κυρίως του Καπανδριτίου και των Αχαρνών που με άδικες και παράλογες αποφάσεις έχουν αναστείλει την έκδοση οικοδομικών αδειών σε πολλές περιοχές του Αγ. Στεφάνου, της Άνοιξης κλπ διότι ενώ βρίσκονται τα οικόπεδα εντος ορίων οικισμών τα χαρακτηρίζουν ως δασικά αναιρώντας τους υπάρχοντες οικισμούς.
Να σταματήσει ο έλεγχος οικοπέδων με βάση τους απαράδεκτους προσωρινούς δασικούς χάρτες που βρίσκονται μέσα σε όρια νομίμως και κανονικά θεσμοθετημένων οικισμών για το εάν είναι δάσος ή όχι. Ο έλεγχος να γίνεται με αυτοψία και εισηγητική έκθεση αρμοδίων μηχανικών της πολεοδομίας, του Δήμου και του οικείου Δασαρχείου προκειμένου να αποφαίνονται εάν το εν λόγω οικόπεδο δύναται να χαρακτηρισθεί ως δάσος ΜΕ ΒΆΣΗ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΝΗ ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ και όχι βέβαια με τους δασικούς χάρτες των 50 και 40 προηγούμενων ετών που φυσικά το 50% των περιοχών αυτών ήταν δάση.
ΣΧΟΛΙΑ
Ως προς το άρθρο 24 :
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. tης 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις.
Όσον αφορά τα όρια του οικισμού του προυφιστάμενου του έτους 1923 του Αγ. Στεφάνου, ισχύουν τα κατωτέρω:
Τα όρια του οικισμού προ του έτους 1923 διαπιστώθηκαν με την 12033/8-6-1940 πράξη της, κατά νόμο, αρμόδιας τεχνικής υπηρεσίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν.Δ. του 1923. Η πράξη αυτή ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε και τα όρια του οικισμού εξακολουθούν να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες υπηρεσίες .
Με την απόφαση 30628/2903/1976(ΦΕΚ 311/ΤΔ΄/1976) ο Νομάρχης Ανατολικής Αττικής προέβη σε ακριβή και λεπτομερή αποτύπωση των ορίων του οικισμού προ του 1923 επί χάρτου – τα όρια της απόφασης του έτους 1940 ήταν περιγραφικά-. Και αυτή η πράξη ουδέποτε ακυρώθηκε η ανακλήθηκε.
Για τον Δήμο Αγ. Στεφάνου έχει εγκριθεί Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο- ΓΠΣ-, (Απόφαση Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ 71164/4551/14-7-1995-ΦΕΚ 561Δ).
Η προαναφερθείσα απόφαση με την οποία στα πλαίσια της έγκρισης του ΓΠΣ του Δήμου Αγ. Στεφάνου ¨κυρώνονται και αναγνωρίζονται ¨ εκτός των άλλων, τα όρια του προ του έτους 1923 ομώνυμου οικισμού, εκδοθείσα αρμοδίως από τον υπουργό ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ βάσει των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 3 Ν1337/1983 και δημοσιευθείσα προσηκόντως μαζί με τους χάρτες που την συνοδεύουν στο ΦΕΚ 561Δ/26-7-1995, είναι υποχρεωτικής εφαρμογής για όλες τις υπηρεσίες και διοικητικές αρχές.
Βάσει όλων των ανωτέρω, επί δεκαετίες οι αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες ασκούσαν τα καθήκοντά τους. Πολεοδομία, Υπουργείο Οικονομικών,ΟΣΚ, ΔΕΗ,ΟΤΕ,Υποθηκοφυλακείο Μαραθώνος, Δήμος Αγ. Στεφάνου κ.λ. αντιμετωπίζουν με συνέπεια και συνέχεια την περιοχή ως νόμιμη οικιστική έκταση και μάλιστα αυξημένης αντικειμενικής αξίας.
Πέρα από τις υπηρεσίες του Ελληνικού κράτους έχουν γίνει και δημοτικά έργα συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαική Ενωση επί τη βάση του νομοθετικού καθεστώτος του οικισμού προ του 1923. Η Ε.Ε.δεν θα εκτελούσε έργα μέσα σε δάση οπότε, σ΄αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να της επιστραφούν τα χρήματα και να γίνουμε διεθνώς ρεζίλι!
Η μόνη υπηρεσία που έχει πολλά πρόσωπα με αλλαγές απόψεων κατά το δοκούν με αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις ,και έκδοση εγγράφων με αντιφατικό περιεχόμενο είναι η Δασική υπηρεσία. Συμπεριφέρεται σε βάθος χρόνου ως να μην επιθυμεί την πολεοδομική οργάνωση του οικισμού αλλά να μείνουν τα πράγματα ως έχουν γιατί αυτό βολεύει ορισμένες καταστάσεις και συμφέροντα.
Όλες αυτές τις δεκαετίες η Δασική υπηρεσία δεν εξέφερε εν τοις πράγμασι καμία αντίρρηση για τα όρια του οικισμού του Αγ. Στεφάνου , τουναντίον τα είχε κατ΄ εξακολούθηση αποδεχθεί και εγγράφως ( 889/2-5-1950 έγγραφο του Δασαρχείου Πεντελικού, 78384/31-5-1950 απόφαση του Υπ. Γεωργίας, 3136/24/6/1991 έγγραφο Δασαρχείου Πεντέλης, το από 16/2/1999 έγγραφο Δασονομείου Αγ. Στεφάνου, το 542/22-6-2007 έγγραφο του δασονομείου Αγ. Στεφάνου κ.λ.).
Επίσης, και όταν από τον Οργανισμό Αθήνας με το υπ. αρ. 2913/15-6-1994 έγγραφό του διεβιβάσθη το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Αγ. Στεφάνου ( όπου, όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, κυρώνονται και τα όρια του οικισμού προ του 1923 ) και προς την Δασική υπηρεσία , για την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 1337/83, η Δασική υπηρεσία δεν γνωμοδότησε ώς όφειλε, δεν εξέφερε καμία αντίρρηση, όπως φαίνεται και στην εισήγηση (Συνεδρίαση 41 , πράξη 1 ) του Οργανισμού Αθήνας, για την έγκριση του Γ.Π.Σ.
Όλες οι πράξεις των ιδιοκτητών του ανωτέρω οικισμού ήταν σύμφωνες με αυτά που τους επέβαλλε η διοίκηση. Νόμιμα και καλόπιστα συνεργάζονταν με την διοίκηση , και η διοίκηση οφείλει να μην αντιφάσκει προς τις δικαιοκρατικές αρχές της δικαιολογημένης
εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς την διοίκηση και της επιβαλλόμενης σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων.
Σε αντίθετη περίπτωση η Διοίκηση θα πρέπει να μεριμνήσει για την περιουσιακή αποκατάστασή των ιδιοκτητών που ενώ επί 87 χρόνια είχαν οικοπεδο τώρα με αυτό το νομοσχέδιο -τελείως παράλογα- θα έχουν δάσος.
Η ιδιοκτησία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη και δεν είναι ιδιοκτησία μόνο τα δομημένα οικόπεδα αλλά και τα αδόμητα. Αν δεν αρθεί η κατάφωρη αδικία θα πρέπει να αναφερθεί στο παρόν νομοσχέδιο και ποιος είναι υπεύθυνος σε υπηρεσιακό επίπεδο για την αποζημίωση των ιδιοκτητών των οικοπέδων που χαρακτηρίζονται δασικά, ώστε ο πολίτης που νόμιμα συνεργάστηκε με την διοίκηση για την απόκτησή τους να αποζημειωθεί, καταφεύγοντας στα αρμόδια ελληνικά ή ευρωπαικά δικαστήρια.
Σημείωση: Όλα τα έγγραφα, φωτογραφίες και οι χάρτες που αναφέρονται στην παρούσα αίτηση – ένσταση είναι στην π διάθεση σας και θα προσκομισθούν όταν μας ζητηθούν
Προς την αξιότιμη Υπουργό
Θεωρώ ότι γίνεται μια προσπάθεια μέσω αυτού του νομοσχεδίου να επιλυθούν και όχι απλά να διαιωνσισθούν χρόνια προβλήματα που έχουν ανακύψει από την αδιαφορία, την προχειρότητα και την ανευθυνότητα των κρατικών υπηρεσιών να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα, ηθική και κυρίως λογική »τα περί οριοθέτησης οικισμών, τον χαρακτηρισμό δασικής ή μη έκτασης εντός ορίων θεσμοθετημένου οικισμού, την παραφροσύνη των πολεοδομικών γραφείων να εκδίδουν όρους δόμησης (π.χ πολεοδομία Καπανδριτίου) σε μια περιοχή που είναι οικισμός (π.χ Φασίδερι Δήμου Άνοιξης)με βάση ισχύοντα Π.Δ χωρίς αυτά να έχουν κριθεί ανίσχυρα, ή να έχουν ανασταλεί και στην συνέχεια να μην προχωρούν στην έκδοση οικοδομικής αδείας προφασιζόμενοι ότι με πρόσφατες αποφάσεις νομαρχών, δασαρχών, ή άλλων κρατικών φορέων ο εν λόγω οικισμός είναι »παράνομος’ επικαλούμενοι τους προσωρινούς δασικούς χάρτες που είχαν εκδοθεί πριν 40 και 50 χρόνια.
Το παράδοξο που συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις είναι ότι τεράστια τμήματα δήμων και κοινοτήτων της Β.Α Αττικής που έχουν οικοδομηθεί ΝΟΜΙΜΩΣ, με βάση αυτούς τους αναχρονιστικούς χάρτες να φαίνονται ακόμα δάση. Θεωρώ ότι είναι άδικο και αντισυνταγματικό λόγω άνισης μεταχείρισης πολιτών να εξαιρούνται Π.Δ που έχουν σήμερα θεσμοθετήσει όρια υπαρχόντων και μάλιστα προϋφιστάμενα του 1923 όρια οικισμών και επιλεκτικά να αναφέρονται στο νομοσχέδιο συγκεκριμένα Π.Δ.
Οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν νομοσχέδιο για την κύρωση και ανάρτηση των νέων δασικών χαρτών (διαδικασίες ενστάσεων, κτηματογράφησεων, διοικητικών πράξεων. εγκρίσεων από επιτροπές, συμβούλια, έκδοση Π.Δ, εκδικάσεις σε δικαστήρια, κλπ) όπως φαίνεται με βάση τα προτεινόμενα χρονοδιαγράμματα ούτε σε 10 χρόνια από τώρα δεν πρόκειται εν τέλει να ξεκαθαρίσει τι είναι δασική έκταση ή μη.
Μέχρι τότε εαν κάποιος έχει αγοράσει ένα οικόπεδο εντος ορίων οικισμού και όχι δασική έκταση,και αφού έχει πληρώσει τους νόμιμους φόρους για αγορά οικοπέδου, και όχι για δάσος και αφού έχει πάρει όρους δόμησης κανονικά από την πολεοδομία,και αφού έχει χτιστεί νόμιμα όλο το οικοδομικό τεράγωνο που ανήκει το οικόπεδο αυτό, τι θα κάνεται? Θα πείτε ότι με βάση αυτούς τους αναχρονιστικούς δασικούς χάρτες άτι δεν μπορείτε να χτίσετε γιατί το απεικονίζει δάσος ή θα πείτε ότι κακώς τόσα χρόνια χτίστηκε η περιοχή αφού δεν ήταν νόμιμη οριοθετημένη ως οικισμός, οπότε όσοι πρόλαβαν πρόλαβαν και εσύ Πολίτη αυτής της χώρας δεν πρόκαμες άρα έχασες.
Νομίζω ότι εάν υπάρχει πραγματική πολιτική βούληση και όχι απλά κινήσεις εντυπωσιασμού τα προβλήματα που ταλανίζουν και κρατούν σε ομηρία χιλιάδες πολίτες θα τα επιλύσετε στην βάση του.
Συγκεκριμένα θα πρέπει
α) Να συμπεριλάβετε όλες τις αποφάσεις, διατάξεις και διατάγματα που υπάρχουν για την οριοθέτηση των οικισμών και όχι μόνο αυτά που επιλεκτικά αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
β) Να θεσπίσετε διαδικασίες και μέχρι την κύρωση και ανάρτηση των νέων δασικών χαρτών ΑΜΕΣΟΥ ελέγχου μέσω αυτοψιών για ένα οικόπεδο που βρίσκεται εντός ορίων οικισμού, εάν αποτελεί δασικό τμήμα ή δασικός θύλακας ή αλσίδιο όπως ορίζεται από την σχετική δασική νομοθεσία ΜΕ ΒΆΣΗ ΤΗΝ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ και όχι απλά με βάση τους αναχρονιστικούς προσωρινούς δασικούς χάρτες. Η αυτοψία θα πρέπει να πραγματοποιείται από αρμόδιους υπαλλήλους του δασαρχείου (δασολόγο)της πολεοδομίας (Διπλ. Μηχανικό) και του Δήμου και στην συνέχεια να εκδίδεται από την εν λόγω επιτροπή βεβαίωση για οικοδομησιμότητα ή μη του οικοπέδου προς τον ενδιαφερόμενο προκειμένου ανάλογα να την χρησιμοποιήσει στα έγγραφα του φακέλου για έκδοση σχετικής αδείας.
Ελπίζω όταν η αξιότιμη Κα Υπουργός θα έχει λίγο χρόνο ας κάνει μια βόλτα από τον οικισμό του Φσιδερι του Δήμου Άνοιξης και ας δεί πόσα απο τα εναπομείναντα οικόπεδα ενώ είναι άρτια και οικοδομήσιμα κατά την πολεοδομία δεν δίνεται άδεια γιατί ο εν λόγω οικισμός είναι δάσος.
Επίσης θα ήθελα να αναφερθώ και στην «ευασθησία» αυτού του θέματος. Υπάρχουν πολλοί κάτοικοι, οι οποίοι ακολούθησαν κάθε νόμιμη διαδικασία και προέβησαν σε μια πολύ σημαντική στιγμή για τους περισσότερους Έλληνες, της αγοράς ενός σπιτιού με κόπο και συνέπεια. Με ένα τέτοιο νόμο, αυτό ακυρώνεται, χάνεται κάθε ίχνος κοινωνικής ευθύνης απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους και επίσης δεν επιλύεται ένα κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο δημιουργηθηκε για πολλά χρόνια από μή άρτια λειτουργία κοινωνικών φορέων και οργανισμών.
Καιρός είναι λοιπόν (καθότι αυτό πρεσβεύει συνεχώς η τωρινή κυβέρνηση) να:
– αναστηλωθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος,
– αναληφθούν επιτέλους οι ευθύνες από κάποιον,
– χαραχτεί μια γραμμή εκκίνησης νέας πραγματικότητας που θα ενισχύει και τους πολίτες και το κράτος
– γίνει διαφάνεια βασισμένη στους πυλώνες της δικαιοσύνης.
Πιστσεύω ότι θα γίνει αναγνώριση αυτού του τεράστιου κοινωνικού προβλήματος, που επηρεάζει χιλιάδες ανθρώπους στον Αγ. Στέφανο κι όχι μόνο και θα βρεθεί λύση και για αυτούς αλλά και για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και το περιβάλλον.
ΣΧΟΛΙΑ
ΑΣΛΑΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΣ
ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Στο άρθρο 24 παράγραφος 1 εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις του μόνο οικισμοί που οριοθετήθηκαν με διατάξεις Π.Δ. του 1979 και όχι οικισμοί που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις.
Ο Δήμος Αγίου Στεφάνου εμμένει στην ήδη εκφρασθείσα άποψη-θέση του, ότι έχει σαφή και αδιαπραγμάτευτα όρια οικισμού προϋφιστάμενα του 1923 τα οποία ουδέποτε ακυρώθηκαν ή ανακλήθηκαν και εξακολουθούν σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Για την Πόλη του Αγίου Στεφάνου, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προϋφιστάμενων του 1923, που είχαν ήδη οριοθετηθεί. Πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθούν και οι περιπτώσεις οικισμών, που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Στο άρθρο 24 παράγραφος 1 εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις του μόνο οικισμοί που οριοθετήθηκαν με διατάξεις Π.Δ. του 1979 και όχι οικισμοί που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις.
Στην περίπτωση του Αγίου Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιοριστεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο στο οποίο φαίνονται τα όρια του οικισμού.
Για την Πόλη του Αγίου Στεφάνου, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προϋφιστάμενων του 1923, που είχαν ήδη οριοθετηθεί. Πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθούν και οι περιπτώσεις οικισμών, που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.δ. Της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Με αφορμή την συζήτηση για το προσχέδιο νόμου του Υπουργείου Περιβάλλοντος για κύρωση δασικών χαρτών (άρθρο 24)παρατηρώ ότι μετατρέπετε ιδιοκτησίες που αποκτήθηκαν ΝΟΜΙΜΑ, σε πάρκα και άλση.
Ύστερα από την περικοπή των συντάξεων και των μισθών μας, καταστρέφετε τώρα και τις νόμιμες και με πολύ κόπο αποκτηθείσες περιουσίες.
Είμαι κάτοικος Αγίου Στεφάνου, την μόνη περιοχή που έχετε βάλει στο «μάτι», γιατί άραγε; Όταν άλλες περιοχές όπως Ντράφι, Πεντέλη, Δυόνυσος, Εκάλη, ούτε που τολμάτε να τις αγγίξετε. Οι προαναφερθείσες περιοχές δεν ήταν άραγε δάση;Τι και αν κάποιοι Δήμοι με «μπάρμπα στην Κορόνη» μπόρεσαν να τα εντάξουν στα σχέδια πόλης; Ο Άγιος Στέφανος παρόλο που είναι σε οικισμό, με διάφορα τερτίπια τον θέτετε εκτός οικισμού. Απορώ που είναι τόσα χρόνια η Διεύθυνση Δασών και όλες οι υπηρεσίες του Δημοσίου (Εφορία, Πολεοδομία, Υποθηκοφυλακίο, ΔΕΚΟ) να προστατέψουν και να πληροφορήσουν τους πολίτες και να τους απότρέψουν να επενδύσουν τις οικονομίες τους στην περιοχή, πληρώνοντας φόρους, ΤΑΠ και γενικά όλα όσα προβλέπονται από τους νόμους του κράτους. Το κράτος δικαίου πρέπει να δείξει εδώ το πρόσωπο του σε οικογένειες που όχι μόνο δεν προστατεύτηκαν από τις υπηρεσίες του, αλλά παγιδεύτηκαν κιόλας;Υπάρχει άραγε κάποια σκοπιμότητα;
Ένα δείγμα διαφορετικής εφαρμογής του νόμου είναι η περιοχή του Παρνασσού – ΑΡΑΧΩΒΑ, ας επισκεφτεί η κα Υπουργός την περιοχή!!!!!
Σε όλες αυτές τις περιοχές, ως την ανάρτηση και κύρωση του αντίστοιχου δασικού χάρτη, η έκδοση νέων οικοδομικών αδειών θα πρέπει να συνοδεύεται από βεβαίωση του δασαρχείου της περιοχής ότι ο χαρακτήρας των προς οικοδόμηση εκτάσεων δεν είναι δασικός.
Σύμφωνα με τον πρώην γενικό διευθυντή Δασών- δασολόγο κ. Ελ. Φραγκιουδάκη, το νομοσχέδιο επιχειρεί, ενάντια στη νομολογία του ΣτΕ και το Σύνταγμα, να μη συμπεριλαμβάνονται άμεσα στους δασικούς χάρτες της χώρας αυτές οι εκτάσεις. Με αυτό τον τρόπο, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, «φαλκιδεύονται τα συμφέροντα του Δημοσίου επί των εκτάσεων αυτών όταν το ιδιοκτησιακό ζήτημα των συγκεκριμένων εκτάσεων δεν έχει επιλυθεί ποτέ, είτε διά της διοικητικής είτε διά της δικαστικής οδού, έναντι του Δημοσίου όπως προέβλεπαν διαχρονικά οι νόμοι από της απελευθερώσεως της Ελλάδας έως σήμερα».
Ο κ. Φραγκιουδάκης επισημαίνει ότι αγνοούνται οι διατάξεις του άρθρου 12 του νόμου 3208/2003 με βάση τις οποίες το Δημόσιο οφείλει να προβάλλει δικαιώματα στις εκτάσεις αυτές και προβλέπει ότι θα γίνουν πολλές προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ).
Από το Βήμα
Εκτιμώ ότι είναι απαραίτητο να δημοσιευθεί άμεσα η πλήρης κατάσταση των οικισμών στους οποίους αναφέρεται και ως εκ τούτου επηρεάζει το σχέδιο νόμου. Η επικέντρωση σε συγκεκριμένους οικισμούς δεν επιτρέπει στον πολίτη να σχηματίσει συνολική εικόνα των κοινωνικών , πολεοδομικών και οικονομικών επιπτώσεων του υπο διαυούλευση σχεδιόυ νόμου.
Παραθετω παρακατω αυτουσιο το κειμενο του συμπασχοντος κυριου το οποιο περιγραφει με εξαιρετικη ακριβεια το προβλημα πολλων πολιτων.
Θα ηθελα μονο να προσθεσω τα εξης:
Προχωρησα στην αγορα του οικοπεδου στην Ανοιξη το 2008 αφου πρωτα πηρα ορους δομησης απο την αρμοδια πολεοδομια, οπου κανεις δεν με ενημερωσε ουτε εμενα ουτε τον μηχανικο για το προβλημα της περιοχης.
Η εφορια δε, με φορολογησε με βαση τα τετραγωνικα που θα εχτιζα στο οικοπεδο!
Ο υποθηκοφυλακας δεχτηκε την νομιμοτητα της αγοραπωλησιας και μετεγγραψε το οικοπεδο. Πως ομως αφου αποτελει δασικη γη και διεπεται απο ιδιαιτερους κανονες δεχθηκε κατι τετοιο?
Απο τα παραπανω συμπεραινει κανεις τον τροπο που η πατριδα μου αντιμετωπιζει τους πολιτες της.
Θεωρω πως η επανορθωση της καταφωρης αυτης αδικιας αποτελει την ελαχιστη προσπαθεια επανακτησης της εμπιστοσυνης του πολιτη και της πεποιθησης του οτι ζει σε ενα ευρωπαικο κρατους δικαιου.
ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 24 παραγ. 6 θα πρέπει να καθοριστεί μια άμεση διαδικασία και μέχρι την κύρωση και ανάρτηση των νέων επικαιροποιημένων δασικών χαρτών για την έκδοση βεβαίωσης από το οικείο δασαρχείο αν συγκεκριμένο τμήμα οικοπέδου του οικισμού ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ να έχει ΣΗΜΕΡΑ δασικό χαρακτήρα ή όχι για εκείνες τις περιπτώσεις που η οριοθέτηση των οικισμών έχουν γίνει με άλλες διατάξεις πλην των (Δ401, Δ138, Δ181).
Συγκεκριμένα και γαι παράδειγμα, μέχρι πρόσφατα στην κοινότητα Φασιδερι στον Δήμο Άνοιξης εκδίδονταν νόμιμα πολεοδομικές άδειες και σήμερα μέ προηγούμενη απόφαση της Νομαρχίας Αν. Αττικής προς την αρμόδια πολεοδομία του Καπανδριτίου ζητείται να προηγηθεί έλεγχος του οικοπέδου ως προς τον χαρακτήρα της δασικότητας του ή μη, με βάση τους προσωρινούς δασικούς χάρτες.
Είναι τελείως άδικο και παράδοξο σχεδόν το 90% του οικισμού να έχει οικοδομηθεί(να υπάρχου δρόμοι, δίκτυα κοινωφελή, πεζοδρόμια, οικοδομικά τετράγωνα, κλπ) και να υπάρχει ένα οικόπεδο με φάτσα μπροστά σε δημοτικό δρόμο, τα διπλανά οικόπεδα (δεξιά, αριστερά, πίσω να είναι οικοδομημένα)και οι Υπηρεσίες να μην επιτρέπουν την έκδοση οικοδομικής αδείας του συγκεκριμένου οικοπέδου, γιατί με βάση τους προσωρινούς δασικούς χάρτες το εν λόγω οικόπεδο είναι σε δασική έκταση.
Φυσικά πριν χρόνια σχεδόν όλη η περιοχή ήταν δάσος και όχι μόνο αυτή η περιοχή, όμως καλώς ή κακώς η οικιστική ανάπτυξη έγινε, νόμιμες άδειες δόθηκαν σίγουρα με την έγκριση της Πολιτείας. Σαν πολίτης αυτής της χώρας που πληρώνω τους φόρους μου, που όταν αγόρασα νόμιμα το εν λόγω οικόπεδο πλήρωσα κανονικά τον αναλογούντα φόρο, που έκανα έλεγχο για άδεια οικοδομησιμότητας και η αρμόδια πολεοδομία μου έδωσε βεβαίωση ότι το εν λόγω οικόπεδο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο έρχεται στην συνέχεια να μου αναιρέσει αυτά για τα οποία εγώ προχώρησα στην αγορά του οικοπέδου, όχι βέβαια για να φυτέψω λαχανικά ή να βοσκήσουν τα αιγοπρόβατα μου, αλλά προφανώς για να κτίσω την κατοικία μου. Αυτή τη στιγμή πληρώνω δόσεις στεγαστικού δανείου για την αγορά του οικοπέδου, μένω σε ενοίκιο και σπίτι δεν μπορώ να χτίσω.
Μετά τα ανωτέρω και πέρα από το προσωπικό μου δράμα, εκλιπαρώ την Κα Υπουργό όπως τέτοια θέματα που ταλανίζουν εκατοντάδες πολίτες να δείξει μια ιδιαίτερη ευαισθησία για να σταματήσει αυτή η παραφροσύνη και η συνεχιζόμενη αντιπαλότητα του πολίτη με τις κρατικές υπηρεσίες (που η μία πολλές φορές αναιρεί την άλλη) που αρκετές φορές γίνονται όμηροι του εκάστοτε κρατικού υπαλλήλου που ερμηνεύει κατα το δοκούν το γράμμα του νόμου είτε από πρόθεση, είτε από ανικανότητα, είτε από ανευθυνότητα είτε και από ασάφειες και κενά του ίδιου του νόμου, ή της απόφασης, ή της διάταξης.
Η πρόταση μου για άμεση επίλυση τέτοιων προβλημάτων και μέχρι της οριστικής κύρωσης των επικαιροποιημένων δασικών χαρτών και την νομιμοποίηση των ήδη υπάρχόντων οικισμών που δεν έχουν θεσμοθετηθεί με τα ανωτέρω διατάγματα, άλλα με άλλα διατάγματα ή αποφάσεις να τροποιηθεί η παράγραφος 6 του παρόντος άρθρου ως εξής;
Μέχρι την ανάρτηση και την κύρωση του αντίστοιχου δασικού χάρτη, η έκδοση νέων οικοδομικών αδειών ή αδειών επέκτασης σε εκτάσεις κείμενες εκτός σχεδίου ή εντός οικισμών οι οποίοι δεν έχουν οριοθετηθεί κατά τις διατάξεις των π.δ/των της 19.7-25.7.1979 (Δ, 401), της 2.3-13.3.1981 (Δ, 138), ή της 24.4-3.5.1985 (Δ, 181) ή έχουν οριοθετηθεί με άλλες διατάξεις ή με αποφάσεις που κρίθηκαν ανίσχυρες ή κρίθηκαν ότι έχουν εκδοθεί χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, επιτρέπεται μόνο αν βεβαιώνεται από το οικείο Δασαρχείο ότι ο χαρακτήρας τους δεν είναι δασικός με βάση την υπάρχουσα κατάσταση και ΟΧΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥΣ ΔΑΣΙΚΟΥΣ ΧΑΡΤΕΣ. Η εν λόγω επιβεβαίωση θα πρέπει να γίνεται με αυτοψία που θα εκτελεί ΕΙΔΙΚΉ επιτροπή αποτελούμενη από αρμόδιο υπάλληλο του οικείου δασρχείου, της πολεοδομίας και του οικείου Δήμου μετά από αίτημα του ενδιαφερομένου.
Η αυτοψία θα γίνεται με βάση την υπάρχουσα διαμορφωμένη κατάσταση, την ισχύουσα δασική νομοθεσία, τους όρους δόμησης της περιοχής, τις υπό έγκριση μελέτες για ένταξη στο σχέδιο πόλης, την κρίση της επιτροπής αν το συκεκριμμένο οικόπεδο αποτελεί δασικό θύλακα εντος του οικισμού, ή αλσίδιο κλπ,
Στην συνέχεια η επιτροπή θα εκδίδει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την βεβαίωση που θα αποφαίνεται για τον χαρακτήρα της δασικότητας του οικοπέδου.
ΣΧΟΛΙΑ
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.δ. Της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.δ. Της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
θ. Παπαγλάστρας
ΣΧΟΛΙΑ
ΒΟΡΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΡΡΙΑΣ
ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Παρακαλώ να διευκρινήσεται τι εννοείται στη παράγραφο 2γ του άρθρου 24, διότι στη περιοχή του Αγίου Στεφάνου και της Άνοιξης ανακλήθηκαν άδειες μετά την ολοκλήρωση των οικοδομών, οι οποίες είχαν αναγερθεί με νόμιμες άδειες, με την αιτιολογία ότι είχαν αναγερθεί σε έκταση που κηρύχθηκε αναδασωτέα με την 844/22-3-82 απόφαση Νομάρχη Ανατολικής Αττικής και απαγορεύεται η ανοικοδόμηση στην εν λόγω έκταση. Θα πρέπει να προσέξετε ώστε στην λύση του προβλήματος να μην υπάρχουν άδικες αποφάσεις για ορισμένους κατοίκους.
ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 24 παραγ. 6 θα πρέπει να καθοριστεί μια άμεση διαδικασία και μέχρι την κύρωση και ανάρτηση των νέων επικαιροποιημένων δασικών χαρτών για την έκδοση βεβαίωσης από το οικείο δασαρχείο αν συγκεκριμένο τμήμα οικοπέδου του οικισμού ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ να έχει ΣΗΜΕΡΑ δασικό χαρακτήρα ή όχι για εκείνες τις περιπτώσεις που η οριοθέτηση των οικισμών έχουν γίνει με άλλες διατάξεις πλην των (Δ401, Δ138, Δ181).
Συγκεκριμένα και γαι παράδειγμα, μέχρι πρόσφατα στην κοινότητα Φασιδερι στον Δήμο Άνοιξης εκδίδονταν νόμιμα πολεοδομικές άδειες και σήμερα μέ προηγούμενη απόφαση της Νομαρχίας Αν. Αττικής προς την αρμόδια πολεοδομία του Καπανδριτίου ζητείται να προηγηθεί έλεγχος του οικοπέδου ως προς τον χαρακτήρα της δασικότητας του ή μη, με βάση τους προσωρινούς δασικούς χάρτες.
Είναι τελείως άδικο και παράδοξο σχεδόν το 90% του οικισμού να έχει οικοδομηθεί(να υπάρχου δρόμοι, δίκτυα κοινωφελή, πεζοδρόμια, οικοδομικά τετράγωνα, κλπ) και να υπάρχει ένα οικόπεδο με φάτσα μπροστά σε δημοτικό δρόμο, τα διπλανά οικόπεδα (δεξιά, αριστερά, πίσω να είναι οικοδομημένα)και οι Υπηρεσίες να μην επιτρέπουν την έκδοση οικοδομικής αδείας του συγκεκριμένου οικοπέδου, γιατί με βάση τους προσωρινούς δασικούς χάρτες το εν λόγω οικόπεδο είναι σε δασική έκταση.
Φυσικά πριν χρόνια σχεδόν όλη η περιοχή ήταν δάσος και όχι μόνο αυτή η περιοχή, όμως καλώς ή κακώς η οικιστική ανάπτυξη έγινε, νόμιμες άδειες δόθηκαν σίγουρα με την έγκριση της Πολιτείας. Σαν πολίτης αυτής της χώρας που πληρώνω τους φόρους μου, που όταν αγόρασα νόμιμα το εν λόγω οικόπεδο πλήρωσα κανονικά τον αναλογούντα φόρο, που έκανα έλεγχο για άδεια οικοδομησιμότητας και η αρμόδια πολεοδομία μου έδωσε βεβαίωση ότι το εν λόγω οικόπεδο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο έρχεται στην συνέχεια να μου αναιρέσει αυτά για τα οποία εγώ προχώρησα στην αγορά του οικοπέδου, όχι βέβαια για να φυτέψω λαχανικά ή να βοσκήσουν τα αιγοπρόβατα μου, αλλά προφανώς για να κτίσω την κατοικία μου. Αυτή τη στιγμή πληρώνω δόσεις στεγαστικού δανείου για την αγορά του οικοπέδου, μένω σε ενοίκιο και σπίτι δεν μπορώ να χτίσω.
Μετά τα ανωτέρω και πέρα από το προσωπικό μου δράμα, εκλιπαρώ την Κα Υπουργό όπως τέτοια θέματα που ταλανίζουν εκατοντάδες πολίτες να δείξει μια ιδιαίτερη ευαισθησία για να σταματήσει αυτή η παραφροσύνη και η συνεχιζόμενη αντιπαλότητα του πολίτη με τις κρατικές υπηρεσίες (που η μία πολλές φορές αναιρεί την άλλη) που αρκετές φορές γίνονται όμηροι του εκάστοτε κρατικού υπαλλήλου που ερμηνεύει κατα το δοκούν το γράμμα του νόμου είτε από πρόθεση, είτε από ανικανότητα, είτε από ανευθυνότητα είτε και από ασάφειες και κενά του ίδιου του νόμου, ή της απόφασης, ή της διάταξης.
Η πρόταση μου για άμεση επίλυση τέτοιων προβλημάτων και μέχρι της οριστικής κύρωσης των επικαιροποιημένων δασικών χαρτών και την νομιμοποίηση των ήδη υπάρχόντων οικισμών που δεν έχουν θεσμοθετηθεί με τα ανωτέρω διατάγματα, άλλα με άλλα διατάγματα ή αποφάσεις να τροποιηθεί η παράγραφος 6 του παρόντος άρθρου ως εξής;
Μέχρι την ανάρτηση και την κύρωση του αντίστοιχου δασικού χάρτη, η έκδοση νέων οικοδομικών αδειών ή αδειών επέκτασης σε εκτάσεις κείμενες εκτός σχεδίου ή εντός οικισμών οι οποίοι δεν έχουν οριοθετηθεί κατά τις διατάξεις των π.δ/των της 19.7-25.7.1979 (Δ, 401), της 2.3-13.3.1981 (Δ, 138), ή της 24.4-3.5.1985 (Δ, 181) ή έχουν οριοθετηθεί με άλλες διατάξεις ή με αποφάσεις που κρίθηκαν ανίσχυρες ή κρίθηκαν ότι έχουν εκδοθεί χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, επιτρέπεται μόνο αν βεβαιώνεται από το οικείο Δασαρχείο ότι ο χαρακτήρας τους δεν είναι δασικός με βάση την υπάρχουσα κατάσταση και ΟΧΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥΣ ΔΑΣΙΚΟΥΣ ΧΑΡΤΕΣ. Η εν λόγω επιβεβαίωση θα πρέπει να γίνεται με αυτοψία που θα εκτελεί ΕΙΔΙΚΉ επιτροπή αποτελούμενη από αρμόδιο υπάλληλο του οικείου δασρχείου, της πολεοδομίας και του οικείου Δήμου μετά από αίτημα του ενδιαφερομένου.
Η αυτοψία θα γίνεται με βάση την υπάρχουσα διαμορφωμένη κατάσταση, την ισχύουσα δασική νομοθεσία, τους όρους δόμησης της περιοχής, τις υπό έγκριση μελέτες για ένταξη στο σχέδιο πόλης, την κρίση της επιτροπής αν το συκεκριμμένο οικόπεδο αποτελεί δασικό θύλακα εντος του οικισμού, ή αλσίδιο κλπ,
Στην συνέχεια η επιτροπή θα εκδίδει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την βεβαίωση που θα αποφαίνεται για τον χαρακτήρα της δασικότητας του οικοπέδου.
Στο άρθρο 24 παρ.2γ αναφέρετε ότι «…αν η μεταβολή της δασικής μορφής επήλθε δυνάμει διοικητικών πράξεων που δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί.»
Εδώ ίσως χρειάζεται κάποια διευκρύνηση ώς προς το τι ενοείτε, αφού στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου και της Άνοιξης ανακλήθηκαν οικοδομικές άδειες μετά την ολοκλήρωση των οικοδομών οι οποίες είχαν αναγερθεί νομίμως με νόμιμες άδειες, με το αιτιολογικό ότι αυτές είχαν αναγερθεί «σε έκταση που κηρύχθυκε αναδασωτέα με την 844/22-3-82 απόφαση Νομάρχη Αν. Αττικής και η παραπάνω απόφαση απαγορεύει την ανοικοδόμηση στην εν λόγω έκταση». Η λύση του προβλήματος θα πρέπει να είναι συνολική και ενιαία για τις περιοχές, έτσι ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα ενστάσεων και πολύχρονων δικαστικών αγώνων των κατοίκων, για μεροληπτικές και άδικες συμπεριφορές της Διοίκησης.