1. Τα όρια των περιοχών που χαρακτηρίζονται στον υπό ανάρτηση δασικό χάρτη ως δασικές και συγχρόνως περιλαμβάνονται
i. εντός οικισμών οι οποίοι δεν έχουν οριοθετηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των π.δ/των της 19.7-25.7.1979 (Δ, 401), της 2.3-13.3.1981 (Δ, 138), ή της 24.4-3.5.1985 (Δ, 181) αλλά σύμφωνα με άλλες διατάξεις, ή
ii εντός των ορίων σχεδίων πολεοδομικών μελετών και σχεδίων πόλεως που δεν έχουν εγκριθεί,
επισημαίνονται με πορτοκαλί περίγραμμα και κίτρινη διαγράμμιση.
Για τις περιοχές αυτές είναι δυνατόν μετά την ανάρτηση του δασικού χάρτη να αναστέλλεται επί δύο (2) έτη, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η διαδικασία υποβολής αντιρρήσεων και η έκδοση ή η αναθεώρηση οικοδομικών αδειών. Η αναστολή μπορεί να παρατείνεται για ένα ακόμη έτος με απόφαση του ιδίου Υπουργού, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος.
2. Με μέριμνα του οικείου πρωτοβάθμιου ο.τ.α. συντάσσεται το αργότερο εντός εννέα (9) μηνών από την τελευταία ανάρτηση του δασικού χάρτη πλήρης έκθεση για τις περιοχές της προηγούμενης παραγράφου, όπου καταγράφονται τεκμηριωμένα:
α. οι υφιστάμενες χρήσεις,
β. ο χρόνος μεταβολής της δασικής μορφής, και
γ. αν η μεταβολή της δασικής μορφής επήλθε δυνάμει διοικητικών πράξεων που δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί. Ακριβή αντίγραφα των πράξεων αυτών ενσωματώνονται σε ειδικό παράρτημα της συντασσόμενης έκθεσης.
Κάθε αποδεικτικό των ανωτέρω στοιχείο υποβάλλεται από τους ενδιαφερόμενους στον οικείο πρωτοβάθμιο ο.τ.α, κατόπιν σχετικής προσκλήσεώς του, η οποία με μέριμνα του ο.τ.α. αναρτάται στο οικείο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα και την ιστοσελίδα και δημοσιεύεται σε μία τοπική εφημερίδα και μία εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας, το αργότερο μέσα σε τρεις (3) μήνες από την τελευταία ανάρτηση του δασικού χάρτη.
Η διαδικασία ελέγχου, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την τεκμηρίωση της αιτίας μεταβολής της δασικής μορφής, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, τα αρμόδια όργανα και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, καθορίζονται από προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
3. Η έκθεση του οικείου πρωτοβάθμιου ο.τ.α που συντάσσεται κατά την προηγούμενη παράγραφο, υποβάλλεται στα αρμόδια Δασαρχεία για τη διατύπωση γνώμης και στη συνέχεια αποστέλλεται στη Διεύθυνση Δασών της οικείας Περιφέρειας. Η Διεύθυνση Δασών διατυπώνει τη γνώμη της ως προς τη μεταβολή της δασικής μορφής και ο φάκελος προωθείται στο Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής για να γνωμοδοτήσει αν συντρέχουν προϋποθέσεις πολεοδόμησης. Η γνώμη κάθε υπηρεσίας παρέχεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της έκθεσης του ο.τ.α. σε αυτήν.
4. α. Μετά τη διατύπωση των γνωμών της προηγούμενης παραγράφου ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής εξετάζει τα στοιχεία του φακέλου και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο. Εφόσον ο δασικός χαρακτήρας της περιοχής έχει μεταβληθεί με πράξεις της Διοίκησης που δεν έχουν ακυρωθεί ή ανακληθεί και συντρέχουν προϋποθέσεις για την πολεοδόμησή της, ο Υπουργός εκδίδει διαπιστωτική πράξη, δημοσιευόμενη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για την περαίωση της διαδικασίας κύρωσης του δασικού χάρτη ως προς την περιοχή αυτή, και την έναρξη της διαδικασία πολεοδόμησής της, εξαιρουμένων των τμημάτων που διατηρούν το δασικό χαρακτήρα τους. Ειδικά για τα τμήματα αυτά η αναστολή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται αυτοδικαίως και εκδίδεται από τη Διεύθυνση Δασών της Περιφέρειας πρόσκληση για την υποβολή αντιρρήσεων κατά της διατάξεις των άρθρων 14 έως 19 του παρόντος νόμου.
β. Η πολεοδομική μελέτη που εκπονείται κατά την προηγούμενη περίπτωση εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Κατά την πολεοδόμηση,
i. τα αδόμητα τμήματα, ανάλογα του μεγέθους τους, είτε χαρακτηρίζονται υποχρεωτικά ως άλση και πάρκα, διεπόμενα από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, είτε διατηρούνται ως δασικές εκτάσεις εκτός σχεδίου, και
ii. καθορίζονται αυστηροί όροι και περιορισμοί δόμησης των πολεοδομούμενων τμημάτων για την ανάδειξη της δασικής βλάστησης.
γ. Η αναστολή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται αυτοδικαίως και στην περίπτωση που διαπιστώνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής το μη επιτρεπτό της μεταβολής του δασικού χαρακτήρα της περιοχής, οπότε η διαδικασία κύρωσης του δασικού χάρτη συνεχίζεται με πρόσκληση των ενδιαφερομένων από τη Διεύθυνση Δασών της οικείας Περιφέρειας για την υποβολή αντιρρήσεων κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 έως 19.
5. Από την ανάρτηση του δασικού χάρτη η έκδοση οικοδομικών αδειών για την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου ή την ανέγερση ή επέκταση κατασκευής σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από αυτόν ως δασικές, επιτρέπεται μόνον σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και ύστερα από άδεια της αρμόδιας δασικής αρχής, ακόμα και στην περίπτωση που η περιοχή τελεί υπό διαδικασία πολεοδόμησης.
6. Μέχρι την ανάρτηση και την κύρωση του αντίστοιχου δασικού χάρτη, η έκδοση νέων οικοδομικών αδειών ή αδειών επέκτασης σε εκτάσεις κείμενες εκτός σχεδίου ή εντός οικισμών οι οποίοι δεν έχουν οριοθετηθεί κατά τις διατάξεις των π.δ/των της 19.7-25.7.1979 (Δ, 401), της 2.3-13.3.1981 (Δ, 138), ή της 24.4-3.5.1985 (Δ, 181) ή έχουν οριοθετηθεί με άλλες διατάξεις ή με αποφάσεις που κρίθηκαν ανίσχυρες ή κρίθηκαν ότι έχουν εκδοθεί χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, επιτρέπεται μόνο αν βεβαιώνεται από το οικείο Δασαρχείο ότι ο χαρακτήρας τους δεν είναι δασικός.
Θεόδωρος Καβούρης
Αγ. Αγγέλων 11
Άνοιξη Τ.Κ. 145 69
ΧΗΜΙΚΟΣ
Από μόνος του ο τίτλος του άρθρου 24 «Οικισμοί στερούμενοι νόμιμης έγκρισης» φανερώνει τις προθέσεις της πολιτείας.
Οι προθέσεις της είναι εισπρακτικές με αλλαγή του ονόματος του ταμείου σε «ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΑΜΕΙΟ».
Εφ’ όσον είναι οικισμοί, όπως φανερώνει ο τίτλος του άρθρου, σημαίνει ένα σύνολο οικιών με δίκτυα ΝΕΡΟΥ-ΡΕΥΜΑΤΟΣ-ΤΗΛΕΦΩΝΟΥ-ΔΡΟΜΟΥΣ κλπ., που τις περισσότερες φορές έχουν πληρώσει ιδίοις εξόδοις οι πολίτες και στη συνέχεια πληρώνουν για τα «παράνομα» σπίτια τους και οικόπεδά τους εφορία με υψηλές αντικειμενικές αξίες.
Τελικά υπηρεσίες από άλλη χώρα πολεοδομούν και από άλλη χώρα φορολογούν και σε μία τρίτη χώρα ανήκει η δασική υπηρεσία.
Επίσης, θα ήθελα να σημειώσω ότι έχουμε χάσει τις έννοιες τι είναι νόμιμο και τι είναι παράνομο, τι είναι αστικό και τι είναι δασικό.
Ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε
• Ιπποκράτειος Πολιτεία. Αστική περιοχή με προσυπογραφή του Υπουργείου Γεωργίας ΜΗ ΔΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ στην καρδιά της Πάρνηθας.
• Κηφισιά. Δεν έχει υπογραφή του Υπουργείου Γεωργίας. Είναι αστική περιοχή για κάποιο μέρος του κράτους και για το Υπουργείο Γεωργίας είναι ΔΑΣΟΣ.
Δεν ξέρω αν το ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΣΤΡΙ και το σπίτι του Πρωθυπουργού αν βάλουμε τους δασικούς χάρτες επάνω στους υπάρχοντες, τι είναι; ΑΛΣΟΣ!!
Ερχόμαστε στην περιοχή της Άνοιξης, στην περιοχή Φασίδερι.
Είμαι 57 ετών και γεννήθηκα εκεί.
Δηλαδή, το 1953 ήταν κτισμένο το σημερινό σπίτι μου. Βέβαια, τότε δεν καταλάβαινα ότι ήμουν παράνομος και η σημερινή Υπουργός καμία σχέση ήταν αγέννητη.
Έρχεται, λοιπόν, σήμερα, μετά από έξι δεκαετίες να μας πει ότι ο τότε οικισμός ήταν παράνομος!!
Γιαυτό, λοιπόν, υποστηρίζω ότι ο νόμος αυτός αφορά το «ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΑΜΕΙΟ».
Τότε, περιμέναμε να μεγαλώσουν τα πευκάκια, που ήταν κομμένα στην κατοχή, για να έχουμε σκιά και να βρούμε κανένα κλαρί να κρεμάσουμε την κούνια. Πού να ξέραμε ότι σκάβαμε το λάκο μας και καταστρέφαμε την περιουσία μας.
Βέβαια, τότε, μάλλον, δεν υπήρχε Κράτος ή υπήρχε και δεν ασχολείτο με τέτοια θέματα, τότε έπρεπε να κινηθεί η οικονομία.
Το 1977 ήρθε η Νομαρχία και νομιμοποίησε και στα χαρτιά την περιοχή Φασίδερι και η νομιμοποίηση του Οικισμού δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Έρχεται, λοιπόν, σήμερα το Υπουργείο και λέει παράνομη η Νομαρχία που έβγαλε την απόφαση ή μάλλον καλύτερα η απόφαση της Νομαρχίας στερείται νομιμότητας.
Τελικά σε αυτή τη χώρα κανείς δεν ξέρει τι είναι νόμιμο και τι είναι ηθικό.
Η Πολιτεία (πάνω από την Κηφισιά) τα βουλευτικά είναι νόμιμα αστική περιοχή μη δασική!!
Και ερχόμαστε ξανά στην περιοχή Φασίδερι.
Έρχεται το κράτος το 1995 και ειδικότερα ο Οργανισμός της Αθήνας και δίνει τη θετική του ψήφο μετά από αίτηση της Κοινότητας Άνοιξης να προχωρήσει η μελέτη για ένταξη στο σχέδιο (ΓΠΣ).
Ο Δήμος, λοιπόν, Άνοιξης με τη Νομαρχία και την συγκατάθεση του Οργανισμού της Αθήνας με ένα τεράστιο κονδύλι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αναθέτει σε ένα έμπειρο γραφείο πολεοδόμησης, που ηγούνται άνθρωποι που γνωρίζουν τα σχετικά περί πολεοδόμησης και νομοθεσίας από μέσα και απ΄ έξω, δηλαδή, το καταλληλότερο και ενώ έχουμε φτάσει στη φάση της πρώτης ανάρτησης και ενώ έχουμε και πάλι ξοδέψει χρήματα, κόπο και χρόνο έρχεται το Κράτος, το Υπουργείο, αυτοί που ενέκριναν τα χρήματα το κονδύλι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σταματάει τα πάντα. Γυρίζουμε στον 248/76.
Χαμένα τα χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παράνομες οι προηγούμενες αποφάσεις, λες και μιλάμε για άλλο κράτος.
Τελικά, αυτή η διαβούλευση θα πρέπει να είναι ανοικτή, αλλά να διαβάζουν και οι Ευρωπαίοι να ξέρουν που πάνε τα κονδύλια.
Τέλος, οι Έλληνες πολίτες μόνο εκεί μπορούν να βρουν το δίκιο τους, τη λογική και τη νομιμότητα.
Η προσφυγή ότι αφορά τον οικισμό Φασίδερι, του οποίου σαν μόνιμος κάτοικος από το 1953 γνωρίζω την εξέλιξη πρέπει να γίνει μόνο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, που έδωσε τα λεφτά και εκεί πρέπει να αναζητήσουμε το δίκιο μας.
Επίσης, μου κάνει εντύπωση ότι δεν συμμετέχει στην Δημόσια διαβούλευση που εξ΄ επαγγέλματος παλαιότερα μηχανικός στην Πολεοδομία και Δήμαρχος Άνοιξης, σήμερα, δεν καταθέτει τις απόψεις του.
Σε όλη αυτή την παρέμβαση αναφέρομαι σε όσα γνωρίζω, όντας μόνιμος κάτοικος.
Δεν αναφέρομαι σε νόμους και διατάγματα, διότι δεν είμαι ούτε νομικός, ούτε μηχανικός, όπως αντιλαμβάνεσθε από τα στοιχεία μου.
Με την ιδιότητα του απλού πολίτη η άποψη που προτείνω για να τροποποιήσετε τα επί σειρά ετών κακώς κείμενα, να εφαρμόσετε πολιτικές που βοηθούν το κράτος και τους πολίτες.
Πολιτικές ρεαλιστικές που θα τακτοποιήσουν μια για πάντα τις αντικρουόμενες νομοθεσίες.
Μη ξεχνάτε η απλότητα είναι Σοφία.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Στο προσχέδιο Νόμου «Χρηματοδότηση Περιβαλλοντικών Παρεμβάσεων, Πράσινο Ταμείο, Κύρωση Δασικών Χαρτών και άλλες Διατάξεις» του ΥΠΕΚΑ το οποίο έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση έχουμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α) Η άποψή μας είναι ότι αντί να επιλύει το πρόβλημά μας, περιπλέκει τα πράγματα για τον Δήμο Αγίου Στεφάνου και Άνοιξης, παρά τις υποσχέσεις της Υπουργού ΥΠΕΚΑ στην βουλή τον Φεβρουάριο του 2010
β) Δικαιώματα επί της γής χιλιάδων συμπολιτών μας που προκύπτουν με νόμιμα συμβόλαια νομίμως μεταγεγγραμένων για τα οποία έχουν πληρωθεί οι αναλογούντες φόροι και τέλη χάνονται με το νομοσχέδιο κατά τον πλέον αντισυνταγματικό τρόπο, χωρίς αποζημίωση. Άνθρωποι καθόλα νόμιμοι θεωρούνται παράνομοι από ανθρώπους που αγνοούν τελείως την ιστορία, τους νόμους και την πολεοδομική πρακτική
γ) Σε περίοδο οικονομικής αλλά και κοινωνικής κρίσης ωθούνται χιλιάδες άνθρωποι στα Ελληνικά δικαστήρια για δικαίωση αλλά κυρίως στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπου είναι βέβαιο ότι θα τους επιδικασθούν τεράστια ποσά εν γνώσει των υπεύθυνων που νομοθετούν σήμερα σε βάρος ανθρώπων που με βάσανα και δουλειά μιάς ζωής εξασφάλισαν ένα οικόπεδο τηρώντας όλους τους νόμους και τις διατάξεις σε ένα κράτος που δεν σέβεται και δεν τηρεί καμία δέσμευση και κανένα νόμο.
Επειδή στόχος του νομοσχεδίου πρέπει να είναι να προστατεύσει τις περιουσίες και την ζωή ανθρώπων που έχουν ενεργήσει απολύτως νόμιμα και να αποκαταστήσει την έννοια του δικαίου και της χρηστής διοίκησης, παραθέτουμε κατωτέρω τις αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν στο άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.δ. Της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Δημήτρης Γιαννιός-Πρόεδρος
Θεόδωρος Παπαγλάστρας-Αντιπρόεδρος
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ, ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΑΜΕΙΟ, ΚΥΡΩΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΧΑΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.
Από τον Δημοτικό Σύμβουλο Δήμου Άνοιξης
Και Δικηγόρο
Αντώνη Χρ. Γεωργακόπουλο.
Α) ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ.
1) Πρόκειται για νομοσχέδιο, το οποίο αντί να επιλύει προβλήματα, δημιουργεί, εμμένοντας σε παρωχημένες και ξεπερασμένες οικολογικές απόψεις, αδιαφορώντας για τις δημιουργημένες από 70ετίας οικιστικές καταστάσεις της ευρύτερης οικιστικής περιφέρειας του Δήμου Άνοιξης.
2) Είναι έργο, κατά υποστηριζόμενα από υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου Περιβάλλοντος, ιδιώτη ο οποίος διαθέτει ανώνυμη εταιρία ασχολούμενη με περιβαλλοντικές εργολαβίες, στη εταιρεία του οποίου φημολογείται ότι έχει ανατεθεί η σύνταξη δασικών χαρτών.
3) Είναι άκρως γραφειοκρατικό, καθότι, για την σύνταξη των δασικών χαρτών αποφαίνονται με σχετική γνωμοδότηση τους, κατά σειρά το οικείο Δασαρχείο, η οικεία διεύθυνση Δασών κλπ.
4) Παραπέμπει σε πολλές περιπτώσεις στη ολοκλήρωση πολλών εργασιών με ανάθεση μέσω της εταιρείας ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α. Ε σε ιδιωτικές εταιρείες.
5) Τις ενστάσεις της κρίνει Επιτροπή, η οποία διορίζεται από τον εκάστοτε Υπουργό Περιβάλλοντος, τα δύο από τα τρία μέλη της οποίας είναι δημόσιοι υπάλληλοι (δασολόγος και μηχανικός) και το ένα μέλος δικηγόρος. Με τέτοια σύνθεση η επιτροπή κρίσεως των ενστάσεων, δεν παρέχει εχέγγυα αντικειμενικότητας διότι κρίνοντες και κρινόμενοι είναι πρόσωπα του Δημοσίου και έχουν κοινά επί του θέματος συμφέροντα.
Αρχικώς είχε γραφτεί ότι πρόεδρος της επιτροπής θα ήταν Συνταξιούχος Δικαστικός.
6) Παρέχει στην κα Υπουργό το δικαίωμα αναστολής μετά την ανάρτηση του
δασικού χάρτη την δυνατότητα να αναστέλλει επί δύο (2) έτη, με απόφαση της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η διαδικασία υποβολής αντιρρήσεων και η έκδοση ή η αναθεώρηση οικοδομικών αδειών. Η αναστολή μπορεί να παρατείνεται για ένα ακόμη έτος με απόφαση του ιδίου Υπουργού, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος. Γεγονός που σημαίνει ότι για τρία και πλέον χρόνια μπορεί να ανακοπή κάθε οικονομική και κοινωνική πρόοδος στην πόλη μας.
ΠΡΟΤΑΣΗ
Οι ενστάσεις που θα υποβληθούν, να κριθούν από τους κατά τόπον Ειρηνοδίκες, οι οποίοι και να τις εκδικάσουν επί της ουσίας. Από τα οικεία Ειρηνοδικεία, άλλωστε είχαν κριθεί και οι ενστάσεις, όταν το 1983 – 1984 και πάλι τα οικεία Δασαρχεία είχαν αμφισβητήσει τον δασικό ή μη χαρακτήρα της οικιστικής περιοχής της Άνοιξης και είχαν αναρτήσει σχετικούς δασικούς χάρτες. Μάλιστα και τότε τα δασαρχεία είχαν εισηγηθεί στον τότε Υφυπουργό Δασών τον κο Γικόνογλου να κριθούν οι ενστάσεις μας από Διοικητικές Επιτροπές, πλην όμως επικράτησε η άποψη ότι η αντικειμενικότητα της κρίσης επέβαλε την δικαστική κρίση επί του θέματος που δημιουργήθηκε τότε.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Σας κατέστησαν γνωστό κα Υπουργέ ότι οι τότε ενστάσεις μας έγιναν δεκτές σε ποσοστό 99%, τόσο σε πρώτο βαθμό όσο και σε δεύτερο από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών ?
Σας γνώρισαν κα Υπουργέ ότι με τις εν λόγω αποφάσεις διατασσόταν η διόρθωση των δασικών χαρτών και ο χαρακτηρισμός των περιουσιών μας ως μη δασικών ?
Ρωτήσατε του δασικούς υπαλλήλους γιατί δεν συμμορφώθηκαν με το διατακτικό των εν λόγω αποφάσεων ?
Πως λοιπόν μετά τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις θα επανακριθεί ένα θέμα το οποίο έχει λυθεί από την δεκαετία του 1980 και μάλιστα με δικαστικές αποφάσεις οι οποίες επειδή δεν προσεβλήθηκαν από τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης και κατά συνέπεια αυτού έχουν καταστεί αμετάκλητες ?
ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ.
1ο) Επιχειρείται με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο να συνταχθούν Δασικοί Χάρτες σε περιοχή η οποία :
α) Διαθέτει όρια οικισμού προϋφιστάμενα του 1923 προσδιορισθέντα από την αρμόδια προς τούτοις τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών δηλ. από το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, με την υπ’ αριθμ. 12.033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β πράξη του, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 και 5 του Ν, Δ του 1923 και της 44130/1939 σχετική Υπουργικής Απόφασης. Και
β) Τα όρια αυτά επαναπροσδιορίστηκαν με ιδιαίτερα ακριβή και λεπτομερή αποτύπωση δυνάμει των υπ’ αριθμ. 35246/3338 από Νοεμβρίου 1976 απόφαση του τότε Νομάρχη Ανατολικής Αττικής. Ενώ το Ιανουάριο του 1977 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2796/241 απόφαση του Αναπληρωτή νομάρχη Ανατολικής Αττικής η οποία καθόρισε τα όρια τα προϋφιστάμενα το έτος 1923 του οικισμού των Αγ. Αγγέλων (φασίδερι) της τότε Κοινότητας Άνοιξης.
Και οι δύο αυτές Νομαρχιακές Αποφάσεις (35246/3338/1976 & η 2796/241/1997) εκδόθηκαν επί τη βάση των όσων διελάμβανε η από 6-12-1975 υπ’ αριθμ. Ε 35400 (ΦΕΚ Δ 10 – 12/1/1976) απόφαση του Υπουργού Δημοσίων έργων, «περί του τρόπου καθορισμού ορίων οικισμών προ του 1923 στερουμένων σχεδίου ρυμοτομίας.
Τα αρμόδια δασαρχεία θεωρούν τις εν λόγω αποφάσεις μη νόμιμες ή ότι στερούνται κύρους.
Με ποιο σκεπτικό όμως ισχυρίζονται τα παραπάνω ?.
Υπογραμμίζω στο σημείο αυτό ότι, από κανένα διοικητικό όργανο και ειδικότερα από καμία δασική υπηρεσία δεν προσεβλήθησαν οι ανωτέρω αποφάσεις του τότε Νομάρχη και αναπληρωτή Νομάρχη Ανατολικής Αττικής.
2ον) Όπως είναι γνωστό, η ανωτέρω Υπουργική απόφαση σε συνδυασμό με τις Νομαρχιακές αποφάσεις έδιναν οικιστικές λύσεις στους οικισμούς εκείνους, – δηλαδή στο σύνολο σχεδόν των οικισμών της Ελλάδος -, οι οποίοι δεν διέθεταν ρυμοτομικό σχέδιο. Και οι οποίοι δεν ήταν εφικτό, από λόγους οικονομικούς, και τεχνικής επάρκειας να αποκτήσουν ρυμοτομικό σχέδιο ή να ενταχθούν στο σχέδιο πόλης.
Αναμφισβήτητο γεγονός όμως είναι, πως οι οικισμοί που έχουν χαρακτηριστεί ως οικισμοί προϋφιστάμενοι του έτους 1923, σύμφωνα με τον νόμο 998/1976, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δασικοί, ως μη διαθέτοντες δασικές εκτάσεις. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο και οι αρμόδιες πολεοδομίες εξέδωσαν χιλιάδες νόμιμες άδειες ανέγερσης νέων οικοδομών, από δημοσίευση των ανωτέρω Νομαρχιακών αποφάσεων στο ΦΕΚ, με συνέπεια η Άνοιξη από Κοινότητα να καταστεί εντός ελάχιστου χρονικού διαστήματος Δήμος. Και να κατοικείται σήμερα από 20.000 τουλάχιστον κατοίκους.
3ον) Τα όρια του οικισμού της Άνοιξης τα προ του έτους 1923, έχουν γίνει αποδεκτά και από τον Οργανισμό της Αθήνας, και δη όπως αυτά έχουν προσδιορισθεί από το έτος 1940, αλλά και όπως αυτά εν συνεχεία λεπτομερέστερα προσδιορίσθηκαν με τις υπ’ αριθμ. 35246/3338/1976 & η 2796/241/1997 αποφάσεις του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, κατά την εκπόνηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Άνοιξης, που δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμ. 797/1999 Φ. Ε. Κ τεύχος Δ , ο οποίος φέρει και την υπογραφή του τότε Υφυπουργού Δασών Παρασκευά Φουντά. Της ανυπαρξίας δασικού χαρακτήρα περιοχών, εντός των ορίων του οικισμού μας, αναγνωρισθείσας κατά πανηγυρικό τρόπο από το πλέον αρμόδιο διοικητικό όργανο, ήτοι από τον επί των δασών και δασικών υποθέσεων υφυπουργό.
Με έμφαση υπογραμμίζεται στο σημείο αυτό πως ο Οργανισμός της Αθήνας, διερεύνησε επισταμένως την ύπαρξη η μη δασικών περιοχών εντός των ορίων του οικισμού μας προκειμένου να εκπονήσει τον Γ. Π. Σ της Άνοιξης.
4ον) Το νομοσχέδιό σας δεν λαμβάνει υπ’ όψη του καθόλου το πραγματικό γεγονός, ότι ή Άνοιξη από το 1940 που χαρακτηρίσθηκε οικισμός προϋφιστάμενος του 1923, μέχρι και σήμερα, ήτοι για 60 ολόκληρα χρόνια, παρήγαγε πλήθος άλλων παράγωγων της ανωτέρω ιδιότητάς της διοικητικές πράξεις, (όπως έκδοση πολεοδομικών άδειών, καταβολή φόρων από μεταβιβάσεις ακινήτων κείμενων εντός του οικισμού της, υπαγωγή των εντός του οικισμού ακινήτων στο αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού του καταβαλλόμενου φόρου μεταβίβασής τους, σύνδεση των ακινήτων με τις παρεχόμενες υπηρεσίες πλήθους Δεκο, – ΔΕΗ ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ -) χωρίς οι πράξεις αυτές να προσβληθούν από οιαδήποτε δασικό όργανο, ή από οιαδήποτε δασική υπηρεσία πολύ δε περισσότερα από εκείνες που σήμερα αμφισβητούν την νομιμότητα της ύπαρξής μας ως οικισμού προϋφιστάμενου του έτους 1923.
5ον) Η ανυπαρξία δάσους εντός των ορίων του οικισμού μας προκύπτει επίσης και από το γεγονός ότι τα αρμόδια δασαρχεία και ειδικότερα η διεύθυση Δασών ουδέποτε συνέταξαν πράξη διαχείρισης δασικής έκτασης που να αφορά «δασικές» περιοχές εντός των ορίων του οικισμού μας. Αντίθετα έχουν συντάξει πλήθος αποφάσεων αποχαρακτηρισμού περιοχών οι οποίες όμως κείνται εκτός των ορίων του οικισμού μας.
6ον) Η απόπειρα να χαρακτηρισθούν, με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, δασικές εκτάσεις τμήματα του οικισμού της Άνοιξης, του προϋφιστάμενου του έτους 1923 ανατρέπει την νομιμότητα που οι ίδιες οι υπηρεσίες σας με τις πράξεις τους καθιέρωσαν για 60 περίπου έτη. Για αυτό και το νομοσχέδιό σας προσκρούει στην αρχή της ισότητας έναντι των πολιτών, καθότι εάν τούτο γίνει δεκτό, θα δημιουργήσετε από πλευράς ιδιοκτητών γης, πολίτες δύο κατηγοριών. Εκείνους που πρόλαβαν να κτίσουν σε ότι εσείς με το υπό συζήτηση νομοσχέδιό σας αποκαλείται δασική έκταση, και σε εκείνους οι οποίοι κατέβαλαν χρήματα για την αγορά γης εντός οικισμού, προϋφιστάμενου του 1923, ο οποίος επιπλέον ήταν και οικοδομήσιμος, αφού η αρμόδια πολεοδομία εξέδιδε νόμιμες άδειες ανέγερσης οικοδομών, των οποίων τα νόμιμα δικαιώματα και περιουσίες τους ανατρέπονται αν ψηφιστεί ως έχει το υπό συζήτηση νομοσχέδιο.
7ον) Είναι τελείως αυθαίρετη η απόπειρά σας να αγνοήσετε τελείως το χαρακτηρισμό μας ως οικισμού προϋφιστάμενου του 23, από το έτος 1940, και εν συνεχεία το 1976, δεχόμενοι τελείως αυθαίρετα ως νόμιμα οριοθετημένες μόνο τις περιοχές εκείνες οι οποίες έχουν οριοθετηθεί:
ι) σύμφωνα με τις διατάξεις των π.δ/των της 19.7-25.7.1979 (Δ, 401), της 2.3-13.3.1981 (Δ, 138), ή της 24.4-3.5.1985 (Δ, 181) αλλά σύμφωνα με άλλες διατάξεις, ή
ii) εντός των ορίων σχεδίων πολεοδομικών μελετών και σχεδίων πόλεως που δεν έχουν εγκριθεί
Και αυτό διότι το Κράτος δεν οριοθετεί οικισμούς όποτε το βολεύει αλλά από τότε που προβαίνει σε τούτο. Και η ύπαρξη νόμιμου οικισμού οριοθετημένου από το 1940 για την Άνοιξη είναι μια παγιωμένη πραγματική κατάσταση την οποία κανένα άδικο παράλογο και άσχετο προς την πραγματικότητα νομοσχέδιο δεν πρόκειται να ανατρέψει δίκαιά μας.
Οι περιοχές που είναι χαρακτηρισμένοι οικισμοί προ του 1923 σύμφωνα με την πάγια νομολογία δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν και δη μετά από 60 χρόνια ως δασικές περιοχές.
ΠΡΟΤΑΣΗ:
Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο στο άρθρο 24 να αναγνωρίσει ως νόμιμα τα όρια του Οικισμού του Δήμου της Άνοιξης, όπως αυτά έχουν προσδιοριστεί, το μεν, με την υπ’ αριθμ. 12.033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β πράξη του, από το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, επί τη βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 και 5 του Ν, Δ του 1923 και της 44130/1939 σχετική Υπουργικής Απόφασης, το δε με τις υπ’ αριθμ. 35246/3338/1976 & 2796/241/1997 αποφάσεις του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής.
Αντώνιος Χρ, Γεωργακόπουλος
Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Άνοιξης
Δικηγόρος
Υπουργείο Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Άρθρο 24 Οικισμοί στερούμενοι νόμιμης έγκρισης)
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΩΝ ΑΣΚΕΛΙΟΥ ΠΟΡΟΥ
Μοναστηρίου 30 Τ.Κ. 180 20
Τηλ. 2298024419
Αν στις οριοθετήσεις οικισμών σύμφωνα με άλλες διατάξεις της παρ. 1ί περιλαμβάνονται και οι οικισμοί που οριοθετήθηκαν σύμφωνα με την νουμ. Ε22314/29.7.1964 απόφαση του Υφυπ. Δ. Ε. ως προϋφιστάμενοι του έτους 1923, προ της έναρξης της ισχύος του Συντ/τος του 1975, όπως οι οικισμοί Ασκέλι και Νεώριο του Δήμου Πόρου Τροιζηνία, έχουμε να σημειώσουμε αναφερόμενοι στο προσχέδιο νόμου «Χρημ/ση…κύρωση δασικών χαρτών και άλλες διατάξεις» άρθρο 24 παραγρ. 4/βι όσον αφορά τη τύχη των αδόμητων τμημάτων τα εξής:
Α. 1. Οι οριοθετήσεις των οικισμών που μας αφορούν ήταν διαπιστωτικές πράξεις των ορίων και οικισμών που προϋφίσταντο του 1923 σύμφωνα με έγγραφο της Δ/νσης Πολεοδ. Πειραιά.
2. Σύμφωνα με το Ν. 998/79 άρθρο 3 παρ. 6 ε΄ «Δεν υπάγονται στις διατάξεις του αι περιοχαί που καταλαμβάνονται υπό οικισμών προϋφισταμένων του έτους 1923».
3. Η κρίση για το εάν στη θέση που θα ανεγερθεί η οικοδομή υπάρχει ή όχι οικισμός διαμορφωμένος προ του 1923, ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην Πολεοδομική Υπηρεσία που πρέπει να είναι αιτιολογημένη (ΣτΕ 1489/1984, 191/1998, 3534/1988, 1742/1994).
Αναφέρουμε επίσης:
Β. 1. Το έγγραφο νουμ. 25956/16.06.2006 του ΥΠ.ΠΕΧΩΔΕ Δ/νση Νομοθ. Εργου – Τμ. Νομικό – Συμβάσεων που μας αφορά.
2. Την νουμ. 1286/2009 αποφ. του ΣτΕ (απώλεια του δασικού χαρακτήρα πριν την 11η Ιουνίου 1975 εξαιτίας επεμβάσεων με βάσει διοικ. Πράξη).
3. Τους πίνακες προσδιορισμού της αντικειμενικής αξίας του Υπ. Οικονομικών εις το οποίο οι οικισμοί «Νεώριο», «Ασκέλι», «Γκρεμίλες», «Πέρλια». «Συνοικισμός», αναφέρονται ως προϋφιστάμενοι του έτους 1923.
Το θέμα των οικισμών αυτών το έχουμε θέσει με πληθώρα προγενέστερων εγγράφων μας στο Υπουργείο σας.
(α. Εγγραφ. νουμ. 669/8.3.2000 Υφυπ. κ. Κολιοπάνο β. Εγγραφ. νουμ. 4770/6.11.03 Υφυπ. κ. Ροδούλα Ζήση γ. Εγγραφ. νουμ. 626/16.2.2007 Υφυπ. κ. Στ. Καλογιάννη).
Στο Υπουργείο Γεωργίας:
Α. Εγγραφ. νουμ. 3328/29.10.03 Υφυπ. κ. Χατζημιχάλη
Β. Εγγραφ. νουμ. 3583/19.11.03 Υφυπ. κ. Χατζημιχάλη
Στη Νομαρχία Πειραιά:
Α. Εγγραφ. νουμ. 632/9.3.2000 και β. Εγγραφ. νουμ. 15/23.6.2008 ( RE 378855337 GR 22.7.2008 ).
Kαταπιάνεσθε με την επίλυση του Δασικού Ζητήματος που είναι αδήρητη ανάγκη και που μέχρι σήμερα δεν λύθηκε για πάρα πολλούς λόγους που οι περισσότεροι δεν ήταν άδολοι. Εάν στ’ αλήθεια είναι επιθυμητό να εμπεδωθεί στη συνείδηση του Ελληνα πολίτη, το αίσθημα ασφαλείας, δικαίου και όχι «όποιος πρόλαβε Τον Κύριο είδε», η παράγραφος 4, βί του άρθρου 24 πρέπει να απαλειφθεί, γιατί είναι αδύνατο να πείσετε πως στην περίπτωση που δύο οικόπεδα είναι οικοδομημένα με οικοδομικές άδειες και όρους δόμησης οικισμού προ του 1923, το μεταξύ τους άκτιστο οικόπεδο θα πρέπει να χαρακτηρισθεί υποχρεωτικά όπως λέτε άλσος ή δασική έκταση εκτός σχεδίου.
Πόρος, 19.07.2010
Με τιμή για το Σύλλογο Ιδιοκτητών Ασκελίου Πόρου Τροιζηνίας
Δημήτριος Βαμβακάς.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
———————————————————————ΖΗΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΙΑΤΡΟΣ -ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ.ΑΘΗΝΩΝ
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
———————————————————————ΣΤΑΜΟΥΛΗ ΘΕΑΝΩ -ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ
κάτοικος οικ.Αγίας Παρασκευής,
Άγιος Στέφανος Αττικής
Η αμφισβήτηση των ορίων του Δήμου Αγίου Στεφάνου Αττικής, αποτελεί μια από τις πλέον κραυγαλαίες περιπτώσεις Διοικητικής δυσλειτουργίας του κράτους, με μεγάλο θύμα τον ανυποψίαστο, καλόβουλο πολίτη, ο οποίος μπορεί να κατηγορηθεί μόνο για μια ενέργεία του΄το να εμπιστευθεί το Ελληνικό Δημόσιο για την αγορά οικοπέδων και την έκδοση οικοδομικών αδειών. Έτσι σήμερα εκατοντάδες πολίτες ενώ κατέχουν νόμιμες οικοδομικές άδειες ή είναι απλώς ιδιοκτήτες οικοπέδων, βρίσκονται στη δυσμενή θέση να κινδυνεύει η περιουσία τους να χαρακτηριστεί ως Δασική!
Αυτά τα τραγελαφικά γεγονότα μόνο σε τριτοκοσμικές χώρες πιστεύαμε ότι θα μπορούσαν να συμβούν.
Ελπίζουμε, ότι η νέα ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και οι εμπλεκόμενοι συναρμόδιοι φορείς θα δώσουν επιτέλους σαφείς και δίκαιες λύσεις που θα συνδιάζουν την προώθηση του Δημοσίου συμφέροντος, χωρίς αυτό να συνεπάγεται τη φυσική και ηθική εξόντωση εκατοντάδων ιδιοκτητών κατοικιών και οικοπέδων.
Ενδεικτικά αναφέρουμε:1)Τα όρια του οικισμού του προ του 1923 Αγίου Στεφάνου διαπιστώθηκαν και καθορίστηκαν το 1940 με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β πράξη,βάσει του άρθρου 14 παρ.4 του Ν.Δ του 1923 και ουδέποτε ακυρώθηκαν ή ανακλήθηκαν. 2)Υπάρχει εγκεκριμένο Γ.Π.Σ με την υπ’αρ.71164/4551/14-7-95 απόφαση ΥΠΕΧΩΔΕ. 3)Η οικιστική ανάπτυξη της πόλης του Δήμου του Αγίου Σρεφάνου αποτελεί σήμερα μια αδιαπραγμάτευτη και μη αναστρέψιμη πραγματική κατάσταση, με χιλιάδες νόμιμες οικοδομικές άδειες από τη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής, που χρήζουν περεταίρω έννομης προστασίας και πραγματικού ενδιαφέροντος από την Πολιτεία. 4)Κραυγαλαίο παράδειγμα διοικητικής ασυνεννοησίας αποτέλει ο πολυπάθης οικισμός Αγίας Παρασκευής του Δήμου Αγίου Στεφάνου. Παρ’ότι και σύμφωνα με το Γ.Π.Σ του Δήμου ο οικισμός αυτός ανοίκει στην ΠΕ2, δηλαδή στο κέντρο του Δήμου,έχει κυρηχθεί αναδασωτέος 2 φορές, το 1982 και το 2009! Αναδάσωση λοιπόν μέσα σε οικισμό σε όλη της την μεγαλοπρέπεια, εσφαλμένα και καταχρηστικά.
Φυσικά η εσφαλμένη αναδάσωση του 1982 ουδέποτε υλοποιήθηκε γιατί η ίδια η Νομαρχία Ανατολικής Αττικής που την εξέδωσε συνέχισε να εκδίδει κανονικά εκατοντάδες οικοδομικές άδειες. 5)Σήμερα ο οικισμός Αγίας Παρασκευής είναι κατοικημένος κατά το 97%! 6)Σύσσωμη η διοίκηση έως σήμερα (Νομαρχία- ΥΠΕΧΩΔΕ)με την έκδοση χιλιάδων οικοδομικών αδειών από το 1940, και με την έγκριση του Γ.Π.Σ, δέχεται ως ισχυρά τα όρια του Δήμου.Μόνο η αναξιόπιστη υπηρεσία του Δασαρχείου Πεντέλης εκφράζει διφορούμενη άποψη, παρ’ότι έως το 1983 εξέδιδε άδειες υλοτομίας για την έκδοση οικοδομικών αδειών, που με τον υπ’αρ.1337/83 νόμο η αρμοδιότητα αυτή ανοίκει στην οικία πολεοδομική αρχή.
———————————————————————
ΖΗΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΙΑΤΡΟΣ -ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΝ.ΑΘΗΝΩΝ
υπάρχει ένα πρόβλημα με τις διατάξεις αυτές. Πρέπει να προβλεφθεί αποζημίωση των οικοπέδων που δεν θα έχουν δικαίωμα οικοδόμησης τα οποία στην ουσία απαλλοτριώνονται. Αν δεν γίνει αυτό θα γίνουν προσφυγές και θα χαθεί η ευκαιρία να λυθεί το απαράδεκτο πρόβλημα των καταπατήσεων. Βλέπετε οι καταπατητές δεν νοιάζονται για τη φύση αλλά μόνο για το σπιτάκι τους. Αν όμως πολεοδομηθούν οι περιοχές, πράγμα που είναι άμεση ανάγκη καθώς οι καταπατητές μας κρατούν σε ομηρεία και ως προς αυτό, από τις εισφορές σε γη και χρήμα που όλοι μας θα δώσουμε δεν θα αποζημιωθούν; Να πάνε στο καλό και να προσέξετε να μην κάνουν τα ίδια σε καμία άλλη περιοχή. Γιατί μη μου πείτε ότι δεν ήξεραν…
Νίκος Πανίκας
Για την πόλη του Αγίου Στεφάνου, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείρηση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προϋφιστάμενων του 1923, που είχαν ήδη οριοθετηθεί.Πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθούν και οι περιπτώσεις οικισμών,που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Προσυπογράφω και επισυνάπτω το σημείωμα του Δημάρχου Αγίου Σρεφάνου, κου Παναγιώτη Βορριά.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
———————————————————————
ΖΗΡΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ -ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ
κάτοικος οικισμού Αγίας Παρασκευής,
Άγιος Στέφανος Αττικής
Συνυπογράφω τις προτάσεις του Δημάρχου Αγ. Στεφάνου κ. Παναγιώτη Βορριά
Για την πόλη του Αγίου Στεφάνου, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείρηση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προϋφιστάμενων του 1923, που είχαν ήδη οριοθετηθεί.Πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθούν και οι περιπτώσεις οικισμών,που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Προσυπογράφω και επισυνάπτω το σημείωμα του Δημάρχου Αγίου Σρεφάνου, κου Παναγιώτη Βορριά.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
———————————————————————
ΣΤΑΜΟΥΛΗ ΘΕΑΝΩ -ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ
κάτοικος οικισμού Αγίας Παρασκευής,
Άγιος Στέφανος Αττικής
μην ακούτε τις φωνές των καταπατητών που έχουν γεμίσει το διαδίκτυο. Ο λαός του αγίου στεφάνου είναι μαζί σας. Δώστε λύση στο πρόβλημα των ορίων και μην ακούτε τους Δημάρχους που θέλουν να γεμίσει ο τόπος σπίτια σε ένα δάσος πυκνό. Όλοι όσοι ξέρουν την περιοχή έχουν αναγνωρίσει το τεράστιο έγκλημα που έχει γίνει. Ο συνήγορος του Πολίτη σε πολυσέλιδη αναφορά του έχει καταγράψει κάθε λεπτομέρεια και έχει εκθέσει όλους τους εμπλεκόμενους, Δήμο, Πολεοδομία, δασαρχείο (ποτέ δεν έκαναν μια αυτοψία)και καταπατητές εργολάβους και ιδιώτες. Αυτοί τώρα φωνάζουν για τα λιγοστά οικόπεδα που έχουν απομείνει. Λοιπόν αν ήταν το κράτος σωστό θα τα γκρέμιζε και αυτά που αναγνωρίζει και θα τους έδειχνε το δρόμο προς τη δικαιοσύνη./ Γιατί το περιβάλλον είναι αγαθό ίσο με την ιδιοκτησία. Το αποτέλεσμα είναι ότι τόσα χρόνια κανένας δήμαρχος δεν έχει ενδιαφερθεί να κάνει στοιχειώδη έργα. Ούτε πεζοδρόμια δεν έχουμε , ούτε αποχέτευση ούτε τίποτα. τα παιδιά μας δεν μπορούν να βγουν να παίξουν στο δρόμο γιατί δεν υπάρχει ούτε μια παιδική χαρά, ένας τόπος να συναντηθούν με άλλα παιδιά. Κρανίου τόπο το έκαναν οι δήμαρχοι και οι κατασκευαστές. Γιαυτό λέμε ότι είναι καλό αυτό που προτείνετε. Αρκεί να μην ακυρωθεί στην πράξη από τα κοράκια τους δικηγόρους. Θέλει προσοχή. Να φέρετε στον περιοχή τους υπαλλήλους σας να καταγράψουν την κατάσταση. να δουν τι εγκλήματα έχουν γίνει. Να δείτε που αδειάζουν τους βόθρους τα βράδια στους δρόμους και οι νομαρχία δεν κάνει τίποτα. Να δείτε που κόβουν τα δέντρα μέρα νύχτα. Είστε η τελευταία μας ελπίδα να σωθεί ο όμορφος μας τόπος. αλλιώς τον χάσαμε.
Πανόπουλος Γιώργος
Κάτοικος Αγίου Στεφάνου
ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΟΙΚΟΟΔΟΜΗΣΗ ΝΟΜΙΜΑ ΜΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ,ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΕΛΗ , ΕΦΟΡΕΙΕΣ ,ΤΑΠ ,ΗΛΕΚΤΡΟΔΟΤΗΣΕΙΣ , ΥΔΡΟΔΟΤΗΣΕΙΣ , ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΑΛΛΟ ΕΧΕΙ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΚΤΙΣΤΗ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ. ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΧΡΕΙΑΣΤΙΚΑΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΟΓΓΥΛΕΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ. ΕΑΝ ΛΟΙΠΟΝ ΟΙ ΣΤΡΟΓΓΥΛΕΣ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ,ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ. ΟΣΟΙ ΕΒΑΛΑΝ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΙΣ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ. ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΑΓΝΟΙΑ ΝΟΜΟΥ ΤΙΜΩΡΗΤΕ. ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΕΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΙ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΛΟΓΟΔΟΤΟΥΝ. ΝΑ ΕΛΕΞΟΥΝ ΠΡΩΤΑ ΑΥΤΟΥΣ ΕΑΝ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣΗ.Η ΕΧΟΥΝ ΠΛΟΥΤΙΣΗ.
ΕΜΕΙΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΕΠΙΚΡΟΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΚΑΙ ΣΥΜΠΑΡΕΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
ΣΧΟΛΙΟ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΓ.ΣΤΕΦΑΝΟΥ
κ.ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΡΡΙΑ
——————————–
ΖΗΡΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ-ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ
κάτοικος Αγ.Στεφάνου Αττικής,
περιοχή Αγίας Παρασκευής
Συμφωνώ και αποδέχομαι τις προτάσεις του Δημάρχου Αγ. Στεφάνου κ. Π. Βορριά.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ο κάθε νομοταγής πολίτης φροντίζει να είναι καθαρός προς τις υποχρεώσεις του. Ξαφνικά, επειδή κάποιοι το θέλουν ο νομοταγής γίνεται παράνομος με προβλήματα, παρ’όλο το ότι έχει φροντίσει να είναι υπεύθυνος και σωστός. Με νόμιμη άδεια που δόθηκε από το κράτος χτίσαμε τα σπίτια μας, και ξαφνικά το κράτος μας δημιουργεί προβλήματα επειδή ορισμένοι το επιδιώκουν.
Είμαστε στην κατηγορία που σεβόμαστε το ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ διατηρόντας 300τμ. μέτρα κήπο με 10 δέντρα ΟΠΟΡΩΦΟΡΑ και ΜΗ !!!!!
Συμφωνώ με τα σχόλια των περισσότερων συμπολιτών μου και, για το λόγο αυτό, ακολουθεί η επιστολή του Δημάρχου Αγίου Στεφάνου.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Παρακάτω επαναδημοσιεύω το σχόλιο του Δημάρχου Αγίου Στεφάνου το οποίο και προσυπογράφω.
Παπαδονικολάκη Σιεστίνη
Οδός Κρυστάλλη
Περιοχή Αγία Παρασκευή
Άγιος Στέφανος
—————————————————-
Σχόλιο Δημάρχου:
ΣΧΟΛΙΑ
ΒΟΡΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΡΡΙΑΣ
ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Είναι ντροπή και αίσχος κάποιοι δήθεν »οικολόγοι και ευαισθητοποιημένοι για το περιβάλλον » πολίτες με τόση περίσσεια υποκρισίας να δηλώνουν ότι με το παρόν άρθρο η Πολιτεία » διασφαλίζει την άρση των μέχρι τώρα κακώς κείμενων» Εαν κάποιοι από αυτούς με την έγκριση της πολιτείας τους επέτρεψαν στο παρελθόν να προβούν σε νόμιμη αγορά οικοπέδου εντός ορίων οικισμών, πληρώνοντας τους αναλογούντες φόρους, παίρνοντας βεβαίωση οικοδομησιμότητας από την οικεία πολεοδομία, πληρώνοντας τα έξοδα μετεγγραφής στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο ως οικόπεδο και όχι φυσικά ως δημόσια δασική έκταση κλπ τι θα τους έλεγε σήμερα η Κα υπουργός?
Πηγαίνετε να βρείτε το δίκιο σας στα δικαστήρια, ή ας πρόσεχαν διότι έπρεπε να είχαν διαισθανθεί ότι κάποια στιγμή στο μέλλον το οικόπεδο που αγόρασαν, κάποιος υπουργός ή νομάρχης, ή περιφερειάρχης ή ανώτατος δικαστής θα το χαρακτήριζε δάσος?
Έαν κάποια Π.Δ κρίθηκαν αργότερα ανίσχυρα όσον αφορά την οριοθέτηση οικισμών εντός Δήμων, εαν κάποιοι κρατικοί φορείς δεν έκαναν σωστά την δουλειά τους, είτε από ανικανότητα, είτε από ανευθυνότητα, είτε από πρόθεση και δόλο, είτε από ότι θέλετε, τι φταίει ο πολίτης σήμερα να πληρώσει λάθη κυβερνώντων, με αποτέλεσμα να του δεσμεύεται το δικαίωμα αξιοποίησης της περιουσίας του.
Παρακαλώ την Κα Υπουργό να εξετάσει με δικαιοσύνη, αμεροληψία και με πολιτικό θάρρος τέτοιου είδους ζητήματα που προσβάλουν την αξιοπρέπεια και το αίσθημα περί δικαίου και ίσης μεταχείρισης πολιτών που βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στην παραφροσύνη των κρατικών υπηρεσιών, στερώντας το δικαίωμα του να αξιοποιήσει την καθόλα νόμιμα αποκτηθείσα περιουσία του.
Εαν δεν μπορεί να το πράξει τούτο, παρακαλώ να προστεθεί ειδικό άρθρο στο νομοσχέδιο που να προβλέπει διαδικασίες αποζημίωσης των παθόντων πολιτών ένεκα των ανίσχυρων, έκνομων Π.Δ και αποφάσεων-διατάξεων που η Πολιτεία »παραπλάνησε» ανυποψίαστους νομοταγείς πολίτες να αγοράσουν νόμιμα οικόπεδα στο παρελθόν για να έρθει σήμερα να του πει ότι αυτό που αγόρασες τότε, κάναμε λάθος που σου το επιτρέψαμε, διότι σήμερα διαπιστώσαμε ότι το οικόπεδο σου είναι μέσα σε δημόσια δασική έκταση.
όπως βλέπετε με προτροπή του Δημάρχου του ΠΑΣΟΚ κ. Βορριά, οι καταπατητές της Αγ. Παρασκευής κανιβάλισαν το opengov δημοσιεύοντας εκατοντάδες φορές τη γνωμοδότηση του δικηγόρου τους κ. Χλέπα. Με τον τρόπο αυτό ακυρώνουν την ιδέα της δημόσιας διαβούλευσης καθώς όποιες διαφορετικές φωνές οι οποίες υπάρχουν και εΙναι ΠΟΛΛΕΣ εδώ στον Αγ. Στέφανο πνίγονται μέσα στην οργανωμένη μειοψηφία των καταπατητών. Αυτών που μετά την περσινή φωτιά που οδήγησε τον τόπο μας στην καταστροφή δεν έχουν να πουν τίποτα για το δάσος εκτός από το να κόβουν τα «βρώμικα και επικίνδυνα πεύκα» ανεξέλεγκτα, λόγω της απουσίας του κράτους από την περιοχή. Αυτών που στο όνομα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας κατέλυσαν κάθε νομιμότητα στην περιοχή. Ποιό δικαίωμα ιδιοκτησίας στην πολύπαθη περιοχή μας υπάρχει όμως; Μια περιοχή που το πυκνό δάσος έχει πλέον καταστραφεί τελείως.
Για το λόγο αυτό θα ήθελα να πω τα εξής: δυστυχώς δεν φτάνουν οι νόμοι. χρειάζονται έργα επί του εδάφους. Οι πολεοδομίες ουδέποτε έκαναν μια αυτοψία στις περιοχές μας να δουν τα χιλιάδες δέντρα που κόβονται παρανόμως κάθε χρόνο. Η επιτροπή περιβάλλοντος αγίου στεφάνου στο blog της τα έχει τεκμηριώσει με φωτογραφίες κλπ. http://perivallonagstefanos.blogspot.com/
Υπάρχει λοιπόν απόλυτη ανάγκη να αλλάξει η πολεοδομία. Όλοι οι υπάλληλοι είναι είτε αδιάφοροι είτε μιλημένοι.
Πρέπει το κράτος και το υπουργείο να έρθει στην περιοχή μας. Να διαμορφώσει άμεση αντίληψη των παρανομιών επί τους εδάφους.
Οι φορείς αν μην εμπιστευτούν σε αυτό το Δήμο. Οι Δήμαρχοι και λυπάμαι να το πω , ιδιαίτερα ο δήμαρχος του αγίου στεφάνου που είναι και ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα χρόνια έδιναν βεβαιώσεις ότι προφανή δασικά οικόπεδα ήταν εντός των ορίων του οικισμού. Και έτσι χτίσανε σε συνεργασία με 1, 2 κατασκευαστές όλο το δάσος.
Σας στηρίζουμε και έχουμε ανάγκη τη βοήθειά σας γιατί δεχόμαστε απειλές από το σινάφι των κατασκευαστών. Προχωρήστε, προσέξτε τις πιθανές ασάφειες του νόμου που μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση στην πράξη. Είμαστε μαζί σας.
Κώστας Γεωργιάδης
Κάτοικος Αγ. Στεφάνου
19 Ιουλίου 2010, 8,30πμ ΣΟΦΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Προς την Κα Υπουργό Περιβάλλοντος
Είμαι κάτοικος Αγ. Στεφάνου στην οδό Ιάσμης 2(πάροδο Λεβάντας) από το 1996.
Το έτος 1987 αγόρασα με όλες τις νόμιμες διαδικασίες, πληρώνοντας όλους τους αναλογούντες φόρους και αφού προηγουμένως είχα ελέγξει ότι το οικόπεδο δεν ήταν δασική έκταση ή αμφισβητούμενη με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.Έκτοτε πληρώνουμε ΦΟΡΟΥΣ-ΔΕΗ-ΟΤΕ-ΕΥΔΑΠ γιά το συγκεκριμένο ακίνητο…
Αναρωτιέμαι μαζί με όλους τους συντοπίτες μου πως είναι δυνατόν να περνούν από το μυαλό σας σκέψεις μιας τέτοιας απίστευτης σε μέγεθος
και ποσότητος πολιτών σας παρανομίας…
Περιμένω την απόδοση της δικαιοσύνης όπου πραγματικά υπάρχει παρονομία και ΟΧΙ σε νομιμόταγείς πολίτες
ΤΕΛΟΣ
Συμφωνώ με τα σχόλια των περισσότερων συμπολιτών μου και, για το λόγο αυτό, παραθέτω και εγώ με τη σειρά μου την επιστολή του Δημάρχου Αγίου Στεφάνου.
Αλέξης Σοφιανοπουλος τηλ.210 8142259
Κάτοικος Ιάσμης 2 (πάροδος Λεβάντας) Αγίας Παρασκευής
Άγιος Στέφανος Αττικής
___________________________________________________
ΣΧΟΛΙΑ
ΒΟΡΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:κ.λ.π
Προσυπογράφουμε τη θέση του Δημάρχου Αγιου Στεφάνου, κου Παναγιώτη Βορρια σχετικά με το θέμα που έχει προκύψει όσον αφορά τα ορια του Αγίου Στεφάνου:
«Για την Πόλη του Αγιου Στεφάνου, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται απο το αρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προϋφιστάμενων του 1923, που είχαν οριοθετηθεί. Πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθούν και οι περιπτώσεις οικισμών, που εξαιρούνται απο τις διατάξεις του.»
Παναγιώτου Δημοσθένης- Παναγιώτης
Παναγιώτου Ευθυμία
Παναγιώτου Ευαγγελία
Παναγιώτου Ιωάννης
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ευχαριστώ
Γιώργος Τραγουστης
ΝΑ ΕΥΧΗΘΟΥΜΕ να εισακουστούν και οι διαμαρτυρίες-σκέψεις και προτάσεις των » απω κάτω » πολλές φορές καλύτερες, πρακτοκότερες και ΔΙΚΑΙΟΤΕΡΕΣ απ’άυτες της ΝΕΚΡΑΣ ΒΟΥΛΗΣ.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Με την ΕΛΠΙΔΑ για ΛΟΓΙΚΟΤΕΡΟ ΑΥΡΙΟ
Ειρήνη Γκιζελή
Κατοικος ταλαιπωρημένου Αγ.Στεφάνου
Προς την Κα Υπουργό Περιβάλλοντος
Ονομάζομαι Μανώλης Παγανέλης, είμαι κάτοικος Αγ. Στεφάνου στην οδό Ολύμπου 54 από το 1996. Το έτος 1987 αγόρασα με όλες τις νόμιμες διαδικασίες, πληρώνοντας όλους τους αναλογούντες φόρους και αφού προηγουμένως είχα ελέγξει ότι το οικόπεδο δεν ήταν δασική έκταση ή αμφισβητούμενη με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.
Μέχρι τον Αύγουστο του 2009 δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα περί της νομιμότητας του ακινήτου μου. Και σας ερωτώ πώς είναι δυνατό η φωτιά, η οποία σταμάτησε στο διπλανό οικόπεδο (δηλαδή Ολύμπου 56) να έκανε αμέσως το οικόπεδο και το ακίνητό μου να γίνει δασική έκταση και να χαρακτηριστεί αναδασωτέα; Παρακαλώ λάβετε επίσης υπόψη ότι το διπλανό ακίνητο από το σπίτι μου στην Ολύμπου 52, το χαρακτηρίσατε μη δασικό και ως εκ τούτου μη αναδασωτέο και ερωτώ με ποιά κριτήρια και με ποια διαδικασία;
Όσο αφορά το νομοσχέδιο για το πράσινο ταμείο και τους δασικούς χάρτες θα ήθελα να επισημάνω ότι:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του
Οταν εμεις οι απλοι πολιτες αποφασιζουμε να κανουμε ενα σπιτι μετα απο χρονων κοπους και θυσιες για τα παιδια μας, μας υποχρεονουν να ειμαστε νομιμοι και συνεπεις στις υποχρεωσειςμας ,δηλ. Αγορα οικοπεδου, αδεια πολεοδομιας ,αδεια ηλεκτροδοτησης – υδροδοτησις και τηλεφωνικης συνδεσις με τους απαραιτητους φορους δασμους δημοτικα τελη και οτι αλλο φανταστει ο καθενας. Πληρωνοντας ολα τα νονιμα τελη. ερχονται τωρα και μας λενε οτι δεν ειμαστε νομιμοι. Που ειναι κυριοι αυτοι που βαλανε ολες αυτες τις υπογραφες για να γινη ενα σπιτι . Και που δεν ειναι και λιγες. Ποιος θα λογοδοτηση για αυτες τις ανομιες ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ.
Βαλτε το μυαλο σας να σκεφτη οτι ειμαστε αλληλεγγυοι με τον Δημαρχο του Αγιου Στεφανου .
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
ΣΥΝΤΑΣΣΟΜΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ Κ. ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΣΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΑΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΑΣΙΚΟΥΣ ΧΑΡΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΤΗΤΑ ΤΩΝ.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΡΩΤΗΣΩ ΤΟΥΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥΣ ΝΑ ΜΑΣ ΠΟΥΝ ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ. ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΝΕΡΓΗΣΕΙ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ, ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΟΜΙΜΗ ΑΔΕΙΑ – ΤΗΝ ΝΟΜΙΜΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ – ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ, ΤΑ ΕΤΑΚ ΚΛΠ… ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟ ?
ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣΕΙ !!!!!
Είμαι ένας από τους κατοίκους του Αγίου Στεφάνου, στον οικισμό της Αγ. Παρασκευής και εντάσομαι σε αυτούς που δεν είναι νόμιμοι σήμερα και υποφέρουν, ενώ αγόρασαν το οικόπεδό τους και έχτισαν απόλυτα νόμιμα, με ευθύνη και κοθοδήγηση της πολιτείας.
Με το παρόν νομοσχέδιο αισθάνομαι την θέση και διάθεση της πολιτείας να διορθώσει την αδικία και το λάθος της.
Ο χρόνος που δείχνει το παρόν νομοσχέδιο ότι απαιτείται για την επίλυση, αν δεν κάνω λάθος, είναι της τάξεως των 1 -2 έτη.
Λόγω αυτής της διάρκειας του χρόνου επίλυσης, το παρόν νομοσχέδιο δεν καλύπτει ένα σημαντικό θέμα και για το οποίο πρέπει να προνοήσει σχετικά.
Ο υφιστάμενος νόμος για την ρύθμιση των ημιυπαίθριων χώρων έχει προθεσμία μέχρι το τέλος του 2010.
Εμείς που, με βάση το παρόν νομοσχέδιο θα δικαιωθούμε και θα αποκτήσουμε ξανά νόμιμη ιδιοκτησία, δεν θα έχουμε τα ίδια δικαιώματα σε σχέση με ΟΛΟΥΣ τους ΛΟΙΠΟΥΣ έλληνες πολίτες για να μπορέσουμε να κάνουμε χρήση των σχετικών διατάξεων που ισχύουν σήμερα.
Ζητώ λοιπόν, στα πλαίσια της ίσης μεταχείρισης με όλους τους λοιπούς έλληνες πολίτες, να περιλάβει το παρόν νομοσχέδιο και σχετική διάταξη δίνοντας σε αυτούς που θα δικαιωθούν στα πλαίσια του παρόντος νομοσχεδίου, παράταση όσον αφορά την χρήση του νόμου για την ρύθμιση των ημιυπαίθριων.
Εκτιμώ ότι το παραπάνω θέμα είναι ουσιαστικό και σημαντικότατο για ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ συμπολίτες μου που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με μένα, και τους δίνεται η ευκαιρία της δικαίωσης και εξόδου από την κρίση που αντιμετωπίζουμε χρόνια τώρα χωρίς υπαιτιότητά μας.
Επίσης ξανατονίζω την ανάγκη μας να έχουμε τα ίδια δικαιώματα όπως όλοι οι έλληνες στην ρύθμιση των χώρων, και να μην οδηγηθούμε σε νέες περιπετειες).
Ελπίζω σε μια δίκαιη μεταχείριση, σε συνέχεια των εξαιρετικών προθέσεων του νομοσχεδίου.
Συνυπογράφω τις προτάσεις του Δημάρχου Αγ. Στεφάνου κ. Παναγιώτη Βορριά.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Με εκτίμηση,
Αντώνης Θεοδωρακόπουλος
Περιοχή Καπιτένια, Άγιος Στέφανος.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ειμαι κάτοικος του Αγ. Στεφάνου και διαμένω μόνιμα με την οικογένειά μου από το 1995 σε οικοδομή που αναγέρθηκε νόμιμα στη συνοικία της Αγ. Παρασκευής, στη περιοχή δηλαδή του Οικισμού Αγ. Στεφάνου, η οποία μετά την παρέλευση 25 χρόνων από την ξενόφερτη πυρκαγιά της 4ης Αυγούστου 1981, χαρακτηρίστηκε επίσημα ‘Αναδασωτέα’, κατόπιν σχετικής Απόφασης του ΣτΕ το 2005.
Αυτή η Απόφαση του ΣτΕ βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην Έγκριση για χαρακτηρισμό ως αναδασωτέων περιοχών των Οικισμών Αγ. Στεφάνου και Άνοιξης, που είχαν πληγεί από την ανωτέρω πυρκαγιά, την οποία είχε εκδόσει η Νομαρχία Ανατ. Αττικής το 1982, μετά από εισήγηση του οικείου Δασαρχείου, χωρίς το ΣτΕ να αποφανθεί αν τα όρια των Οικισμών αυτών ήταν ισχυρά ή όχι, επικεντρώνοντας την προσοχή του στο γεγονός ότι μέχρι τότε ίσχυε η Απόφαση περί Αναδάσωσης του Νομάρχου και δεν είχε γίνει ποτέ η ακύρωση ή η άρση της. Εξάλλου μέχρι σήμερα τα όρια αυτά ισχύουν και δεν έχουν ακυρωθεί με έκδοση σχετικού ΦΕΚ.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Δασικός Χάρτης που συνόδευε το 1982 την χαρακτηρισθείσα αναδασωτέα περιοχή των Οικισμών Αγ. Στεφάνου και Άνοιξης δεν είχε αποτυπωμένα τα όρια της επέκτασης του Οικισμού Αγ. Στεφάνου, που είχε εγκριθεί με σχετικό ΦΕΚ το 1976 κατόπιν Απόφασης του προηγούμενου Νομάρχου, με αποτέλεσμα ο νεοδιορισθείς Νομάρχης από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (βλ. εκλογική του νίκη τον Οκτώβριο 1981) μη γνωρίζοντας δικαιολογημένα ακόμη τις προηγούμενες Αποφάσεις να υπέγραψε (καλή τη πίστη προς τον Δασάρχη) την σχετική Απόφαση Αναδάσωσης. Αντίθετα ο Δασικός Χάρτης, που συνόδευε το 2010 την χαρακτηρισθείσα από τον Περιφερειάρχη αναδασωτέα περιοχή του Οικισμού Αγ. Στεφάνου μετά την πυρκαγιά της 22ας Αυγούστου 2009, έχει αποτυπωμένα τα όρια της επέκτασης του Οικισμού Αγ. Στεφάνου, όπως αυτά είχαν εγκριθεί από το 1976.
Θέλω λοιπόν να επισημάνω το γεγονός, που δεν επιδέχεται καμία πλέον αμφισβήτηση, ότι τα εμπλεκόμενα κατά καιρούς αρμόδια Δασαρχεία Πεντέλης, Καπανδριτίου και Αγ. Στεφάνου κράτησαν μία περίεργη, αν μη τι άλλο απαθή στάση, βλέποντας τα 25 αυτά χρόνια να οικοδομείται πλήρως η ‘Αναδασωτέα’ περιοχή μας, ενώ όφειλαν αν πράγματι ήταν η περιοχή μας ‘Δημόσια Δασική Έκταση’, όπως ισχυρίζονταν, να την περιφρουρήσουν ως κόρη οφθαλμού. Αντίθετα δεν προέβησαν σε καμία εμπεριστατωμένη ενημέρωση στους Δημόσιους Οργανισμούς του τόπου μας, με αποτέλεσμα:
• Το Υποθηκοφυλακείο Καπανδριτίου να μεταγράψει μέχρι σήμερα εκατοντάδες τίτλους ιδιοκτησίας για την εν λόγω αναδασωτέα περιοχή μας, χωρίς ποτέ το Δασαρχείο να εγείρει θέμα ακυρώσεώς τους.
• Η Εφορία (ΔΟΥ) Αγ. Στεφάνου, δηλαδή το Δημόσιο, να εισπράξει από το 1982 μέχρι σήμερα εκατομμύρια ευρώ από φόρους για μεταβιβάσεις, αγοροπωλησίες, δωρεές, κληρονομιές, γονικές παροχές κ.ά. ακινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των σημειωμάτων ΕΤΑΚ, εντός της περιοχής μας, χωρίς ποτέ το Δασαρχείο να εγείρει θέμα επιστροφής των προς αυτούς που ‘κακώς’ τα κατέβαλαν.
• Η Πολεοδομία Καπανδριτίου να εκδώσει άνω των 400 Οικοδομικών Αδειών για ανεγέρσεις νέων κτιρίων εντός της χαρακτηρισμένης ως ‘Αναδασωτέας’ περιοχής μας (απομένουν μόνον 10 -15 άκτιστα οικόπεδα), χωρίς ποτέ το Δασαρχείο να εναντιωθεί σ’ αυτό. Περιστασιακά μόνον κατά καιρούς έστειλε κάποιους από τους συμπολίτες μας στα δικαστήρια με την καταγγελία ότι περιέφραξαν ή υλοτόμησαν σε δασική περιοχή και οι οποίοι όλοι αθωόθηκαν, αφού είχαν όλοι νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας εντός των εγκεκριμένων ορίων του Οικισμού, που ποτέ δεν ακυρωθήκαν.
• Οι Δημοτικές Αρχές να εισπράξουν από το 1982 μέχρι σήμερα όλες τις απαιτούμενες εισφορές για ΤΑΠ, Δημοτικά Τέλη από ακίνητα της περιοχής μας, χωρίς ποτέ το Δασαρχείο να εγείρει θέμα επιστροφής των προς αυτούς που ‘κακώς’ τα κατέβαλαν.
• Οι αντίστοιχες ΔΕΚΟ να έχουν προβεί στην πλήρη υδροδότηση, ηλεκτροδότηση, κάλυψη με σταθερό τηλεφωνικό δίκτυο, ακόμα και υπογειοποίηση δικτύου οπτικών ινών στη καρδιά της ‘Αναδασωτέας’ περιοχής μας, όταν μόνον το κέντρο της Αθήνας διαθέτει τέτοιο δίκτυο.
Φυσικά ποτέ το Δασαρχείο μέχρι σήμερα δεν εμπόδισε την κατασκευή έργων υποδομής σε μια περιοχή που την θεωρεί ‘Δημόσια Δασική Έκταση’, ως όφειλε να κάμει.
Συνοψίζοντας, πιστεύω ακράδαντα ότι όπως όλοι οι συμπολίτες μας ενήργησαν σύμφωνα με τον νόμο για να διασφαλίσουν την περιουσία τους και να την αξιοποιήσουν με κάθε νόμιμο τρόπο, έτσι πρέπει εδώ και τώρα η Πολιτεία να επιλύσει το θέμα αυτό χωρίς υπεκφυγές και χρονοβόρες διαδικασίες, που επισημαίνονται στα άρθρα 24 και 25 του προς διαβούλευση Νομοσχεδίου, καθότι αυτές οι διαδικασίες αυτές μπορεί ν’ αφορούν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όχι όμως στους Οικισμούς Αγ. Στεφάνου και Άνοιξης, για τους οποίους οι πολίτες τους έπραξαν στο ακέραιο αυτά που η ισχύουσα Πολεοδομική Νομοθεσία όριζε μέχρι τώρα.
Συμφωνώ απόλυτα με το αναρτημένο στη παρούσα ιστοσελίδα σχόλιο του Δημάρχου Αγ. Στεφάνου κ. Π. Βορριά για τα προβλήματα που θα επιφέρουν τα σχετικά άρθρα 24 και 25 του Νομοσχεδίου, αν αυτά δεν τροποποιηθούν, για να πάψει επιτέλους το θέατρο του παραλόγου να ταλαιπωρεί όλους εμάς τους κατοίκους της περιοχής αυτής, όπως σωστά είχε διαπιστώσει και είχε υποσχεθεί να βοηθήσει στην επίλυσή του κατά την πρόσφατη προεκλογική της εκστρατεία η νυν Υφυπουργός κα. Χριστοφιλοπούλου, η οποία, ως γνωστόν, εκλέχθηκε γι’ αυτόν τον λόγο με τις περισσότερες ψήφους απ’ όλους τους άλλους υποψηφίους της όλων των παρατάξεων στην εκλογική μας περιφέρεια.
18-7-2010
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΣΙΠΟΥΛΑΡΙΔΗΣ
Ως προς το άρθρο 24
1. Στο Δήμο Διονύσου, όπως διαμορφώθηκε με τον “Καλλικράτη”, υπάρχουν έξι (6) οικισμοί προϋφιστάμενοι του έτους 1923, εκ των οποίων τρεις, οι οικισμοί Αγ. Στεφάνου, Παλαιού Μπογιατίου (Άνοιξης) και Σταμάτας-Σπάτων, προϋφίστανται ακόμη και του έτους 1883. Οι άλλοι τρεις οικισμοί είναι η Ραπεντώσα, οι Άγ. Άγγελοι (Φασίδερι) και το Σπατατζίκι (Πευκόφυτο).
Οι οικισμοί Αγ. Στεφάνου και Παλαιού Μπογιατίου συναπαρτίζουν τον πάλαι ποτέ οικισμό Οίον (Μπουγιάτι) τον προϋφιστάμενο του έτους 1883, για τον οποίο υπάρχει καθορισμός ορίων έτους 1940 (γενόμενος βάσει του άρθρου 14 του ν.δ. της 17-7-1923) καθώς και διευκρίνιση των ίδιων ορίων αυτών με νομαρχιακές αποφάσεις έτους 1976, μετά και τη δημιουργία των ξεχωριστών κοινοτήτων Αγ. Στεφάνου και Άνοιξης, λόγω της οποίας ο οικισμός Οίον διαχωρίστηκε στους δύο πιο πάνω οικισμούς.
Για του οικισμούς Άγ. Αγγέλων και Ραπεντώσας υπάρχουν νομαρχιακές αποφάσεις καθορισμού των ορίων τους, έτους 1977.
Για τους οικισμούς Σταμάτα-Σπάτα και Σπατατζίκι υπάρχουν σχετικές διαπιστωτικές της ύπαρξης τους ως οικισμών προϋφισταμένων του έτους 1923 νομαρχιακές αποφάσεις, τα δε όρια του οικισμού Σταμάτα-Σπάτα έχουν προσδιορισθεί με αποφάσεις του οικείου Κοινοτικού Συμβουλίου Σταμάτας.
Ουδενός εκ των άνω οικισμών τα όρια έχουν καθοριστεί με κάποια των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 1 περ. i του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου «Χρηματοδότηση Περιβαλλοντικών Παρεμβάσεων, Πράσινο Ταμείο, Κύρωση Δασικών Χαρτών και άλλες διατάξεις», συνεπώς, αν το συγκεκριμένο άρθρο ψηφισθεί ως έχει, όλες οι περιοχές που καταλαμβάνουν οι άνω οικισμοί θα έχουν εξομοιωθεί, πλέον, ευθέως, προς περιοχές εκτός σχεδίου. Περί τούτου ουδεμία απολύτως αμφιβολία καταλείπεται, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του επίμαχου άρθρου.
Εν όψει των ανωτέρω, γίνεται άμεσα αντιληπτό το μέγεθος και η βαρύτης των επιπτώσεων της εν λόγω διάταξης του νομοσχεδίου στις περιοχές που καταλαμβάνουν οι ως άνω οικισμοί.
2. Αναμφισβήτητα, οι περιοχές που καταλαμβάνουν οι οικισμοί οι προϋφιστάμενοι του έτους 1923 είναι περιοχές αστικών ακινήτων, το δε γεγονός ότι, κατά κανόνα, στερούνται εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, επ’ ουδενί αναιρεί των άνω χαρακτήρα τους ως αστικών ζωνών προορισμένων για την οικιστική αποκατάσταση του πληθυσμού της χώρας. Ο αστικός χαρακτήρας των περιοχών που καταλαμβάνουν οι οικισμοί οι προϋφιστάμενοι του έτους 1923 κατοχυρώνεται τουλάχιστον από του χρόνου ενάρξεως ισχύος του ν.δ. της 17-7/16-8-1923, το οποίο νομοθετικό διάταγμα, σημειωτέον, είναι προγενέστερο της αλληλοδιαδόχως ισχύουσας δασικής νομοθεσίας (ν. 4173/1929, ν.δ. 86/1969, ν. 998/79, κλπ). Ως εκ των ανωτέρω, ο αστικός χαρακτήρας των περιοχών αυτών είναι ισχυρότατος και απαράγραπτος, αφού ανατρέχει σε βάθος χρόνου περίπου εννέα δεκαετιών.
Κατά ταύτα, η ανατροπή του προορισμού των εν λόγω ακινήτων, ως αστικών ακινήτων, μέσω της προεκτεθείσης εξομοίωσής τους προς περιοχές εκτός σχεδίου (πρωτοφανής ταχυδακτυλουργική διαδικασία, χωρίς κανένα απολύτως νόμιμο έρεισμα στην πολεοδομική ή άλλη εν γένει νομοθεσία), γεννά, πέραν πάσης αμφιβολίας, υποχρεώσεις πλήρους αποζημίωσης των ιδιοκτητών τους, περί της οποίας όμως ουδείς απολύτως λόγος γίνεται στο νομοσχέδιο ούτε και προβλέπονται σ’ αυτό, ως έδει, τα αντίστοιχα απαιτούμενα κονδύλια και η προέλευσή τους.
Κατόπιν τούτων γίνεται σαφές ότι πρόκειται για κλασσική περίπτωση de facto απαλλοτρίωσης, δηλαδή για μία διαδικασία πλήρους αδρανοποίησης του προορισμού των υπ’ όψιν ακινήτων προς ανοικοδόμηση, άνευ καταβολής της αντιστοίχου αποζημιώσεως (οιονεί δήμευση).
Όμως, όπως είναι πλέον γνωστό, αυτή η διαδικασία de facto απαλλοτρίωσης (τουλάχιστον σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) δεν αντέχει ούτε καν στις περιπτώσεις ακινήτων καθαρά εκτός σχεδίου, κατά μείζονα λόγο δεν αντέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση ακινήτων, τα οποία, πέραν πάσης αμφιβολίας, σήμερα προορίζονται προς ανοικοδόμηση.
Εν όψει των προεκτεθέντων, πρέπει να προβλεφθεί στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο ο τρόπος, καθώς και το ύψος και η προέλευση των σχετικών κονδυλίων, για τις αποζημιώσεις των θιγομένων ιδιοκτητών, οι οποίοι, αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου (αν ψηφισθεί ως έχει η επίμαχη διάταξη), από την μία στιγμή στην άλλη, από ιδιοκτήτες οικοδομήσιμων ακινήτων θα έχουν καταστεί ιδιοκτήτες (μη οικοδομήσιμων φυσικά) δασοτεμαχίων.
3. Το επίμαχο άρθρο εδράζεται στα εξής δύο ιδεολογήματα:
α) Τα όρια των οικισμών που δεν έχουν οριστεί με τα διατάγματα του άρθρου 24 παρ. 1 περ. i του υπ’ όψιν νομοσχεδίου, αλλά σύμφωνα με άλλες διατάξεις, είναι ανίσχυρα.
β) Ανίσχυρος καθορισμός όρίων σημαίνει ανύπαρκτα όρια και αυτό, με τη σειρά του, ότι η περιοχή των οικισμών είναι περιοχή εκτός σχεδίου.
Για να επιχειρηματολογήσω συγκεκριμένα, επιλέγω τις περιπτώσεις Αγ. Στεφάνου και Άνοιξης.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο πιο πάνω ιδεολόγημα, έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο πληθώρα σχετικών σχολίων, αντιπροσωπευτικά των οποίων είναι τα σχετικά σχόλια του Δημάρχου Αγ. Στεφάνου, που τεκμηριώνονται και επιστημονικά, με την από 20 Αυγούστου 2009 σχετική προς τούτο γνωμοδότηση των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.κ. Δημήτρη Χριστοφιλόπουλου και Νικολάου-Κομνηνού Χλέπα. Όλοι οι πιο πάνω καταρρίπτουν το εν λόγω ιδεολόγημα με ακλόνητα επιχειρήματα, αποδεικνύοντας ότι τα όρια των πιο πάνω οικισμών είναι όχι μόνον ισχυρά αλλά και απρόσβλητα.
Σε ότι αφορά το δεύτερο ιδεολόγημα, εκτίθενται τα εξής: Ως γνωστό, βάσει και της σχετικής πάγιας νομολογίας του Σ.τ.Ε., ακόμη και σε περίπτωση πλήρους ανυπαρξίας καθορισμένων ορίων οικισμού προϋφισταμένου του έτους 1923, η περιοχή του οικισμού, ως αστική ζώνη, δεν παύει να αναπτύσσεται οικιστικά, αλλά οι εκεί οικοδομικές άδειες χορηγούνται με όρους δόμησης οικισμών (και όχι, βέβαια, εκτός σχεδίου) κατόπιν σχετικής αυτοψίας υπαλλήλων της οικείας πολεοδομικής αρχής, που αποφαίνονται αιτιολογημένα για τη θέση του ακινήτου μέσα στον οικισμό.
Αυτό και μόνο αρκεί για να γίνει δεκτό ότι και το δεύτερο ιδεολόγημα είναι σαθρό.
Βάσει της επίμαχης διάταξης, αφού πρώτα, και με έρεισμα το σαθρό πιο πάνω δεύτερο ιδεολόγημα, η περιοχή του οικισμού, αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, έχει τεθεί εκτός σχεδίου, ακολουθεί μέσω μιας δαιδαλώδους γραφειοκρατικής διαδικασίας, ένα παζάρι με διαφόρους κρατικούς υπαλλήλους, για το ποιος θα γλυτώσει και ποιός όχι. Το (καθ’ όλα αξιοπρεπές) νόημα που εκπέμπεται είναι το εξής: Όποιος πρόλαβε τον Κύριο οίδε. Όποιος πρόλαβε να χτίσει, δάσος–ξεδάσος γλυτώνει, οι άλλοι χάνουν το οικόπεδο.
Όμως εδώ υπάρχει το εξής πρόβλημα: Το νομοσχέδιο προβλέπει ευμενή μεταχείριση αν η μεταβολή της δασικής μορφής επήλθε δυνάμει διοικητικών πράξεων (δηλαδή, κυρίως, οικοδομικών αδειών) που δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί. Αλλά, όπως επισημαίνουν και οι προαναφερθέντες καθηγηταί στην γνωμοδότησή τους, η πάγια νομολογία του Σ.τ.Ε., όπως έχει διαμορφωθεί και υφίσταται σήμερα, δέχεται ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις μπορούν να απωλέσουν τον χαρακτήρα τους δυνάμει νόμιμων διοικητικών πράξεων, μόνον αν οι πράξεις αυτές έχουν προηγηθεί της 11ης Ιουνίου 1975. Έτσι, και τα χτισμένα οικόπεδα (μαζί με τα άχτιστα) μπαίνουν και αυτά στο κάδρο, τουλάχιστον όταν η σχετική οικοδομική άδεια έχει εκδοθεί μετά την 11η Ιουνίου 1975.
5. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 6 περ. ε του ν. 998/79 “αι περιοχαί που καταλαμβάνονται υπό οικισμών προϋφισταμένων του έτους 1923 ” δεν υπάγονται, “οπωσδήποτε”, στη δασική νομοθεσία. Δηλαδή, η εν γένει νομοθεσία, είτε πολεοδομική είτε δασική, όχι μόνο δεν υπαγορεύει τις επίμαχες διατάξεις αλλά, το αντίθετο, τις απαγορεύει. Οπότε προκύπτει εύλογα το εξής ερώτημα. Γιατί το ΥΠΕΚΑ ανακατεύει, παράνομα, απρόκλητα και με δική του πρωτοβουλία, τα δάση με τους οικισμούς;
6. Η περιοχή βοά ότι πρόκειται για ένα στοίχημα “δικαίωσης” που σχετίζεται με ένα (μέχρι προ τινος κατεψυγμένο) πόρισμα του Σ.τ.Π. και το οποίο (στοίχημα) πρέπει οπωσδήποτε να κερδηθεί, έστω και ετεροχρονισμένα. Το στοίχημα αυτό (ξαναζεσταμένο) έλαβε δημοσιότητα όταν η νυν Υπουργός ΠΕΚΑ υιοθέτησε το συγκεκριμένο πόρισμα μέσα στη Βουλή χαρακτηρίζοντάς το “Πόρισμα-Καταπέλτη” (σε βάρος των ορίων του οικισμού του Αγ. Στεφάνου). Οι γνωρίζοντες το θέμα εξεπλάγησαν τότε, διατί η Κα Υπουργός προτίμησε το «πόρισμα-καταπέλτη» του Σ.τ.Π. και όχι τα υπηρεσιακά «έγγραφα-καταπέλτες» του ιδίου του υπουργείου της, που απεδείκνυαν τη σαθρότητα του εν λόγω πορίσματος.
Ενδεικτικά, αναφέρομαι και επικαλούμαι το περιεχόμενο της από 5-12-2001 σχετικής Εισήγησης της Δ/νσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού ΥΠΕΧΩΔΕ προς το Κεντρικό ΣΧΟΠ, στην οποία, μετά από συνεκτίμηση και του περιεχομένου του συγκεκριμένου πορίσματος του Σ.τ.Π. (σχετ. 7), απορρίπτονται εμπεριστατωμένα οι αιτιάσεις του σε βάρος του οικισμού. Η εν λόγω εισήγηση έγινε δεκτή με την 38η πράξη της 6ης Συνεδρίασης της 27-2-2002 του Κεντρικού ΣΧΟΠ και έγινε δεκτό, επίσης, ως όριο του οικισμού του Αγ. Στεφάνου η περιβάλλουσα των ορίων του 1940 και του 1976.
Αργότερα μαθεύτηκε ότι εις εκ των συντακτών του
“πορίσματος-καταπέλτη” τυγχάνει σύμβουλος της Κας Υπουργού, φέρεται μάλιστα και ως βασικός συντελεστής σύνταξης του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου. Έτσι ερμηνεύτηκε το πώς και το γιατί κατελύθη εν προκειμένω η οφειλόμενη «συνέχεια και συνέπεια» του κράτους.
Η Κα Υπουργός, αντί να υιοθετήσει τις διαχρονικές υπηρεσιακές θέσεις και απόψεις, υιοθέτησε τις θέσεις και απόψεις του Κου Συμβούλου.
7. Εφ’ όσον κάτι από τα πιο πάνω δεν είναι εσφαλμένο (αν είναι, παρακαλώ την Κα Υπουργό ή τον Κο Σύμβουλο να με διορθώσουν άμεσα) είναι δικαιολογημένη η κοινή πεποίθηση ότι ελλείπει εν προκειμένω το τεκμήριο της αμεροληψίας. Άλλωστε η πεποίθηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η επίμαχη ρύθμιση “φωτογραφίζει” το “πόρισμα-καταπέλτη” του Σ.τ.Π. σε όλες του τις προτάσεις, πλην μιάς.
8. Συγκεκριμένα, το εν λόγω «πόρισμα-καταπέλτης», αφού προηγουμένως αναφέρεται στις “δικαιοκρατικές αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου προς τη Διοίκηση και της επιβαλλόμενης σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων”, καταλήγει ως εξής (τελευταία παράγραφος-σελ. 76):
«Τέλος, αυτές οι αρχές επιβάλλουν στη Διοίκηση, λόγω της ανοχής και της αδράνειας που έχει επιδείξει στην αντιμετώπιση των εκνόμων καταστάσεων, να μεριμνήσει για την περιουσιακή αποκατάσταση των πολιτών που καλόπιστα συναλλάσσονταν με αυτήν και απέκτησαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί δασικών εκτάσεων με την προσδοκία της οικοδόμησής τους».
Που πήγαν, που χάθηκαν οι πιο πάνω αρχές στο νομοσχέδιο; Γιατί η Κα Υπουργός εφαρμόζει το «πόρισμα-καταπέλτη» επιλεκτικά και μόνον όπου βολεύει; Μήπως γιατί, αν το νομοσχέδιο έλεγε την αλήθεια, δηλαδή ότι θα απαιτηθούν τεράστια κονδύλια για αποζημιώσεις, αυτό δε θα περνούσε από το Υπουργείο Οικονομικών και τη Βουλή (λόγω «πτώχευσης»);
Μήπως αν η Κα Υπουργός ενημέρωνε πόσο θα κοστίσει το νομοσχέδιο, δε θα το ενέκρινε καν το Υπουργικό Συμβούλιο;
9. Τέλος, έχει σημασία να τονισθεί το εξής: Η συγκεκριμένη διάταξη με την οποία (κατ’ αρχήν) τα οικόπεδα, γενικά όλων των οικισμών, μετατρέπονται σε δάση, ταυτόχρονα με την ψήφιση του νομοσχεδίου, είναι η παρ. 6 του άρθρου 24 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου.
Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι, αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, η ανοικοδόμηση των οικοπέδων αυτών θα επιτρέπεται μόνον κατόπιν βεβαίωσης του οικείου Δασαρχείου ότι ο χαρακτήρας τους δεν είναι δασικός. Τέτοια βεβαίωση όμως, προκειμένης έκδοσης οικοδομικής αδείας, δεν απαιτείται για οικόπεδα οικισμών αλλά, αποκλειστικά και μόνον, για γήπεδα εκτός σχεδίου. Άρα, η μετατροπή (κατ’ αρχήν όλων) των οικισμών σε εκτός σχεδίου περιοχές συντελείται άμεσα, με την ψήφιση του νομοσχεδίου.
Εν συνεχεία όμως, σύμφωνα με την παρ. 1 του επίμαχου άρθρου, το ζήτημα θα περιοριστεί μόνο στις περιοχές “που χαρακτηρίζονται στον υπό ανάρτηση χάρτη ως δασικές και συγχρόνως περιλαμβάνονται” στα όρια των οικισμών. Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι ο δασικός χάρτης θα γίνει, κατόπιν στόχευσης, σε επιλεγμένα τμήματα επιλεγμένων οικισμών (και πάλι το στοίχημα “δικαίωσης”).
Δηλαδή, τελικά, η ρύθμιση θα περιοριστεί σε συγκεκριμένα τμήματα συγκεκριμένων οικισμών, που, προφανώς, θα επιλεγούν κατόπιν στόχευσης σκοπιμοτήτων.
Ο σκοπός λοιπόν της επίμαχης διάταξης ασφαλώς δεν φέρει το τεκμήριο της προστασίας των δασών μέσα στους οικισμούς (όπως, έστω, εμφανίζονται να εννοούν την προστασία αυτή οι συντάκτες του νομοσχεδίου), διότι, αν πράγματι επρόκειτο περί τούτου, το μέτρο θα ήταν γενικό, δηλαδή θα αφορούσε, ξεκάθαρα, όλους τους οικισμούς της χώρας και σε όλη την έκτασή τους.
10. Διαβούλευση σημαίνει, αμφίδρομη επικοινωνία. Γι’ αυτό η Κα Υπουργός οφείλει να απαντήσει, σαφώς και χωρίς περιστροφές, στα κάτωθι ερωτήματα και οι απαντήσεις ν’ αναρτηθούν στο διαδίκτυο.
10.1 Τα σημερινά οικοδομήσιμα οικόπεδα των οικισμών που, μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, θα έχουν μετατραπεί σε εκτός σχεδίου (μη οικοδομήσιμα φυσικά) δάση, θα αποζημιωθούν, ναι ή όχι;
10.2. Σε καταφατική περίπτωση, πόσο υπολογίζεται να κοστίσει το νομοσχέδιο; Πως και από πού θα εξασφαλιστούν τα αντίστοιχα κονδύλια;
10.3. Οι περιοχές των οικισμών με “ανίσχυρα όρια” είναι αστικές ζώνες ή περιοχές εκτός σχεδίου;
10.4. Αν είναι αστικές ζώνες, γιατί το νομοσχέδιο δεν προβλέπει κονδύλια αποζημιώσεων για τα οικόπεδα που θα μετατραπούν σε δάση;
10.5. Αν είναι περιοχές εκτός σχεδίου:
10.5.1. Σε τι χρειάζεται και ποιες περίεργες σκοπιμότητες εξυπηρετεί η επίμαχη διάταξη; Διότι, η διάταξη αυτή θα είχε νόημα αν, εκτός από τις γνωστές και κανονικές περιοχές εκτός σχεδίου, αυτές που γνωρίζουν και καταλαβαίνουν όλοι, υπήρχαν και άλλου είδους «εκτός σχεδίου» περιοχές, όπου, στις δεύτερες αυτές «εκτός σχεδίου» περιοχές θα μπορούσαν να γίνονται ρυθμίσεις διαφορετικές απ’ αυτές που ισχύουν για τις κανονικές και γνωστές σε όλους περιοχές εκτός σχεδίου.
10.5.2. Αν υπάρχουν (που δεν υπάρχουν, εξ όσων γνωρίζουμε) περιοχές « εκτός σχεδίου» , σε ποιο σημείο ακριβώς της πολεοδομικής νομοθεσίας μπορούμε να τις βρούμε;
10.5.3. Αν δεν υπάρχουν (που δεν υπάρχουν) άλλες πλην των κανονικών και γνωστών σε όλους περιοχές εκτός σχεδίου, πως εξασφαλίζεται η νομιμοποίηση των οικοδομών σε δάση εκτός σχεδίου με άδειες μετά το 1975, εν όψει αντιθέτου πάγιας νομολογίας του Σ.τ.Ε.; Αβλεψία ή σκόπιμη παράλειψη για να αποκοιμηθούν αυτοί που έχουν κτίσει;
10.6. Γιατί δεν καταρτίζονται δασικοί χάρτες σε ολόκληρες τις εκτάσεις, όλων των οικισμών, αλλά σε επιλεγμένες εκτάσεις επιλεγμένων οικισμών; Γιατί, εν τέλει, λαμβάνεται μέριμνα για την προστασία των “δασών” σε επιλεγμένα τμήματα επιλεγμένων οικισμών; Τα υπόλοιπα δεν είναι “δάση”; Μήπως είναι «δάση» μόνον αυτά που βρίσκονται στην περιοχή του στοιχήματος;
10.7. Τι θα γίνει με τους οικισμούς που δεν έχουν καθοριστεί καθόλου όρια; (Σπατατζίκι)
10.8. Τι θα γίνει με τους οικισμούς για τους οποίους έχουν καθοριστεί όρια με αποφάσεις Κοινοτικού Συμβουλίου; (Σταμάτα – Σπάτα)
10.9. Ο πρώην ειδικός επιστήμων στον Σ.τ.Π., που συμμετείχε στη σύνταξη του «πορίσματος – καταπέλτη» σε βάρος του οικισμού του Αγ. Στεφάνου, συμμετείχε, ναι ή όχι, και στη σύνταξη του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου;
10.10. Ζήτησε η Κα Υπουργός γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το ζήτημα των αποζημιώσεων; Αν όχι, γιατί; Μήπως γιατί το Ν.Σ.Κ., ως χειριστής των σχετικών υποθέσεων, γνωρίζει τις σχετικές «αποφάσεις-καταπέλτες» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις de facto απαλλοτριώσεων;
11. Κατόπιν όλων των ανωτέρω ζητώ:
11.1 Ν’ αποσυρθεί ολόκληρο το επίμαχο άρθρο 24 και οι οικισμοί να εξαιρεθούν των δασικών χαρτών, ανεξαιρέτως του τρόπου που καθορίστηκαν τα όριά τους.
11.2. Οι περιοχές των οικισμών χωρίς όρια να εξαιρεθούν και αυτές, διότι για την παράλειψη του καθορισμού των ορίων τους, από το 1923 μέχρι σήμερα, ευθύνεται η Πολιτεία και, σε κάθε περίπτωση, η παράλειψη αυτή δεν αναιρεί τον αστικό χαρακτήρα της περιοχής που καταλαμβάνουν οι οικισμοί αυτοί,
12 Αν το ΥΠΕΚΑ θέλει άλση και πάρκα μέσα στους οικισμούς να προβλέψει κονδύλια στο νομοσχέδιο και ν’ απαλλοτριώσει καταβάλλοντας πλήρεις αποζημιώσεις. Αυτή είναι η τίμια και η νόμιμη λύση. Τα λοιπά, και δη οι de facto απαλλοτριώσεις, είναι κοινή κλοπή και μας ρεζιλεύουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου καγχάζουν, διασκεδάζοντας με τις κουτοπονηριές του “homo hellenicus”.
13. Ας το ξανασκεφθεί η Κα Υπουργός. Είναι ώρα τώρα, που κόπηκαν μισθοί και συντάξεις, η ανεργία καλπάζει και το μέλλον διαγράφεται ζοφερό, να δημεύονται και περιουσίες;
Συντάσσομαι με τις θέσεις του Δημάρχου Αγίου Στεφάνου, όπως αυτές παρατίθενται στο κείμενο των προτάσεών του, που κατατέθηκε στη Δημόσια Διαβούλευση, το οποίο και επαναδημοσιεύω αυτούσιο
Προτάσεις Δημάρχου Αγ. Στεφάνου κ. Παναγιώτη Βορριά στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος για το Πράσινο Ταμείο & τους Δασικούς Χάρτες
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
H Επιτροπή Περιβάλλοντος Αγ. Στεφάνου (σωματείο πολιτών), συμμερίζεται και συμφωνεί με τη φιλοσοφία των προτεινόμενων ρυθμίσεων, σχετικά με την τακτοποίηση των οικισμών που έχουν κτιστεί σε δασικές εκτάσεις. Επί σειρά ετών, ο σύλλογός μας έχει αναλάβει μια σειρά πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση της ισχυροποίησης των ορίων και της προστασίας του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος της περιοχής μας. Ιστορικά, με παρέμβασή του σωματείου μας στον Οργανισμό Αθήνας, πετύχαμε τη μείωση συντελεστών δόμησης και κάλυψης στο Γ.Π.Σ. του ’95, στις υπό ένταξη στο σχέδιο πόλεως (4 ενότητα) δασικές εκτάσεις, να υπάρχουν δηλαδή φιλικοί προς το περιβάλλον όροι δόμησης. Στη συνέχεια, υπήρχε η διγλωσσία ανάμεσα στην ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ και της πολεοδομίας Καπανδριτίου, με αποτέλεσμα με την πρώτη ένσταση επί της έγκριση του σχεδίου, να κριθούν ανίσχυρα από το Σ.τ.Ε. τα όρια του οικισμού και να ξεκινήσει η χρυσή εποχή για όσους θέλησαν να μετατρέψουν τον Αγ. Στέφανο σε μεζονένες, διότι οι συντελεστές δόμησης, δεν ήταν φιλικοί πλέον με το περιβάλλον, αλλά αυτοί που ίσχυαν για οικισμούς προ υφιστάμενους του 1923. Τις δικές μας ανησυχίες και προτάσεις, δυστυχώς, δεν υιοθέτησε καμία τοπική εξουσία, ισχυριζόμενοι, πάντα, ότι τα όρια είναι τα ισχυρότερα της Ελλάδας.
Νομικοί και ειδικοί δασολόγοι, που συνεργάστηκαν μαζί μας, μας κατάρτισαν σχέδιο νόμου με τη σχετική αιτιολογική έκθεση, το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή και σε κάθε αρμόδιο φορέα. Σήμερα, με ιδιαίτερη χαρά διαπιστώνουμε ότι το Υπουργείο προτείνει ένα πλέγμα ρυθμίσεων προς αυτή την κατεύθυνση.
Συμβάλλοντας στη διαβούλευση, καταθέτουμε ξανά προς ενημέρωση και προβληματισμό το σχέδιο νόμου και την εισηγητική έκθεση που έχουμε διαμορφώσει. Παράλληλα, επιτρέψτε μας να εκφράσουμε τους προβληματισμούς μας για κάποια των προτεινόμενων ρυθμίσεων του Υπουργείου.
Α) Διατηρούμε έντονες επιφυλάξεις για τη συνταγματικότητα της ρύθμισης ως προς τα δικαιώματα ιδιοκτησίας που υπάρχουν για τα οποία προκύπτει, ενδεχομένως, περιορισμός, αλλά και ως προς το άρθρο 24 του Συντ.
Β) Οι ρυθμίσεις περί πολεοδόμησης των εν λόγω περιοχών μάς βρίσκουν σύμφωνους. Ωστόσο, θα θέλαμε να διατυπώσουμε κι εδώ βάσιμες επιφυλάξεις ως προς τη συνταγματικότητά τους, λόγω των αντίθετων απόφάσεων του ΣτΕ.
Είμαστε στη διάθεση σας για κάθε περαιτέρω συνεργασία.
ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Μέγα θέμα έχει τεθεί όσον αφορά στο πολεοδομικό καθεστώς που ισχύει για πολλές Κοινότητες και Δήμους της Χώρας, που ενώ στερούνται εγκύρου πολεοδομικού σχεδιασμού, εφαρμόζουν παλιές οριοθεσίες οικισμών, που καθόρισαν κάποιες Επιτροπές βάσει εγγράφων οδηγιών αρχικά του Υπουργείου Συγκοινωνιών και μετέπειτα του Υπ. Δημοσίων Έργων (Σχετ. Απόφ. Υπουργού συγκοινωνιών 44130/10.8.1939 όπως τροποποιήθηκε με την απόφ.Ε.22314/29.7.1964 Υπ. Δημ. Έργων). Οι οριοθεσίες αυτές κρίθηκαν ως διοικητικές πράξεις από το ΣτΕ επανειλημμένα από του έτους 1977 και εντεύθεν ότι στερούνται εκτελεστότητας και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες και συμπαρασύρονται σε ακυρότητα και αι επί τη βάσει αυτών εκδιδόμενες οικοδομικές άδειες, επειδή δεν εξεδόθη ποτέ σχετική διάταξη νόμου που να καθορίζει τέτοιο έργο Επιτροπών και ούτε καθορίσθηκε σχετική διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα με το Ν.Δ της 17.7/16.8.1923 «περί σχεδίων πόλεων», ετέθησαν οι βασικοί κανόνες και περιορισμοί δομήσεως και χρήσεως ακινήτων με προέκταση και σε οικισμούς και συνοικισμούς της Χώρας προϋφισταμένους του 1923. Από παράληψη του νομοθέτου, δεν ετέθησαν τότε και διαδικασίες καθορισμού των ορίων των οικισμών και συνοικισμών, ούτε προσδιορίσθηκε θεσμικά το όργανο εκείνο που θα εφάρμοζε αυτές τις διαδικασίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διατυπωθούν σχετικά ερωτήματα από μέρους των πολεοδομικών γραφείων της χώρας και στη συνέχεια να εκδοθούν εγκύκλιες οδηγίες, που όμως δεν στηριζόταν σε εξουσιοδότηση νόμου. Με βάση τις οδηγίες αυτές εκδόθηκαν νομαρχιακές πράξεις που υιοθέτησαν τον καθορισμό ορίων που διενήργησαν συσταθείσες έκνομα Επιτροπές, βάσει δε των οριοθεσιών αυτών εκδιδόταν οικοδομικές άδειες σε εφαρμογή του κατά τα ανωτέρω Ν.Δ/τος. Αφορμής δοθείσης, το ΣΤΕ με την 2033/78 απόφασή του, εντόπισε και έκρινε την κατά τα ανωτέρω έλλειψη εκτελεστότητος των πράξεων αυτών. Προς θεραπεία των έκνομων αυτών καταστάσεων με τον Νόμο 947/1979 «περί οικιστικών περιοχών», παρεσχέθη σχετική εξουσιοδότηση στον Υπουργό Δημοσίων Έργων, να εισηγηθεί την έκδοση σχετικού Προεδρικού Διατάγματος για νόμιμο καθορισμό των ορίων των οικισμών αυτών με αποφάσεις Νομαρχών, πράγμα που έγινε, εκδοθέντος του από 21 Νοεμβρίου 1979 Π.Δ/τος (ΦΕΚ 693 Δ/79). Σημειωτέον ότι δεν υπήρξε πρόβλεψη με την διάταξη αυτή(Σχ. Άρθρο 62 παρ.8 Ν.947/79), για εγκυροποίηση των ήδη μέχρι των νέων νομίμων οριοθεσιών, εκδοθεισών ανίσχυρων οικοδομικών αδειών. Παρά την έκδοση του Δ/τος αυτού, ισχυρά συμφέροντα πρέπει να μην άφησαν όχι μόνο να επαναοριοθετηθούν (νόμιμα πλέον) οι ήδη παρανόμως οριοθετημένοι οικισμοί της χώρας με αποτέλεσμα να συνεχίζεται μέχρι σήμερα η έκδοση αδειών επί τη βάσει των παρανόμων οριοθεσιών, αλλά και με το άρθρο 9 του μετέπειτα εκδοθέντος Π.Δ/τος «Πολεοδόμηση και επέκταση οικισμών της χώρας μέχρι 2000 κατοίκων και τροποποίηση του από 24.4.1985 Π.Δ/τος (ΦΕΚ181Δ)» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 414Δ στις 30.8.1985, επιχειρήθηκε να μην οριοθετούνται πλέον οικισμοί περιοριστικοί, που αποτελούσαν ενιαίο οικιστικό σύνολο με τα αστικά ή ημιαστικά κέντρα που περιέχονται μέσα σε εγκεκριμένα όρια Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων, σύμφωνα με τον Ν.1337/83. Έτσι παρεσχέθη άλλοθι σε πολλούς ΟΤΑ να επισπεύσουν την έγκριση Γ.Π. Σχεδίων, προκειμένου να αποφύγουν την νόμιμη οριοθέτηση των οικισμών και αποκτήσουν ερείσματα νομιμοφανούς συνέχισης της δόμησης των περιοχών τους.
Από όλη αυτήν την πολεοδομική παραφροσύνη, σημαντική ζημιά υπέστη το φυσικό περιβάλλον και κύρια το δασικό με την έντονη υποβάθμιση περιοχών που εικονικά εμφανίσθηκαν να περιλαμβάνονται σε οικισμούς προ του 1923 και δευτερευόντως οι κάτοικοι που βλέπουν και υπομένουν την πολεοδομική αναρχία και την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους. Μέχρι σήμερα είναι γεγονός, ότι οι οικισμοί αυτοί εξακολουθούν να μην έχουν νόμιμη πολεοδομική ταυτότητα και κατά συνέπεια δεν μπορούν νόμιμα να εκτελούνται και έργα υποδομών ως επί εγκύρων πολεοδομικών σχεδιασμών. Πόλεις και χωριά ξεπέρασαν ήδη τους 2000 κατοίκους, χωρίς σχέδια και με εικονική χρήση όσον αφορά την δόμηση των γαιών (αστική). Πολίτες πέφτουν έτσι θύματα παραπληροφόρησης όσον αφορά το πολεοδομικό καθεστώς των γαιών, με ευθύνη της ίδιας της πολιτείας που διατηρεί σαθρό το πολεοδομικό καθεστώς αυτών τω περιοχών.
Επειδή στις κατά τα ανωτέρω ανίσχυρες οριοθεσίες, συμπεριελήφθησαν σε πάρα πολλές περιπτώσεις, δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις οι οποίες εν πολλοίς άλλαξαν χρήση με έκδοση οικοδομικών αδειών, που κατά τα ανωτέρω έχουν κριθεί ανίσχυρες από το ΣΤΕ αλλά και ότι δεν μπορούν να αναστείλουν την υποχρεωτική κατά τα εν άρθροις 117 παρ. 3 του Συντάγματος οριζόμενα, κήρυξή τους ως αναδασωτέων, σε πρώτη φάση και μέχρι να αντιμετωπισθούν συνολικά οι έκνομες καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί σε αυτή την κατηγορία εδαφών, με ενδεχόμενη τροποποίηση του άρθρου 24 παρ.2 του ισχύοντος Συντ/τος, οι εκτάσεις αυτές πρέπει να τεθούν εκτός ρυθμίσεως.
Προτείνεται ο τερματισμός αυτής της αναρχίας, με θεσμική παρέμβαση της Πολιτείας. Η διάταξη που προσεγγίζει κατά την άποψή μας την επίλυση του όλου προβλήματος είναι η κάτωθι:
Άρθρο
1. Πυκνοδομημένες περιοχές πρώτης κατοικίας, που έχουν δημιουργηθεί σε οικισμούς της χώρας κάτω των 5000 κατοίκων, εκδοθεισών οικοδομικών αδειών, στηριζομένων σε εσφαλμένες και μη εκτελεστές πράξεις της διοίκησης, που εκδόθηκαν πρό του από 21 Νοεμβρίου 1979 Π.Δ/τος (ΦΕΚ 693 Δ/79), θεωρώντας ότι περιοχές συμπεριλαμβάνονται σε όρια οικισμών προϋφισταμένων του 1923, εντάσσονται υποχρεωτικά σε έγκυρο πολεοδομικό σχεδιασμό, με επισήμανση παντός έχοντος έννομο συμφέρον και μετά από εισήγηση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας προς το ΥΠΕΧΩΔΕ. Η ένταξη των περιοχών αυτών σε σχέδιο πόλης, γίνεται χωρίς να προηγηθεί έγκριση Γ.Π.Σ, τυχόν δε ύπαρξη σε ισχύ Γ.Π.Σ, παύει να ισχύει ως προς τις εκτάσεις αυτές.
2. Αναστέλλεται η δόμηση στις περιοχές αυτές, μέχρι να εκδοθεί το σχετικό Π.Δ/γμα. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να επιτραπεί δόμηση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής που προβλέπεται από το Π.Δ/γμα της 21 Νοεμβρίου 1979 (ΦΕΚ 693 Δ/79).
3. Στις κατά τα ανωτέρω πυκνοδομημένες περιοχές, προσμετρώνται και οικοδομές που δεν κατοικούνται, εφ’ όσον κατά την έναρξη εφαρμογής του παρόντος έχουν περατωθεί οι εργασίες οπλισμένου σκυροδέματος.
4. Η ένταξη στο σχέδιο πόλης γίνεται εκδιδομένου σχετικού Προεδρικού Διατάγματος μετά από εισήγηση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, που λαμβάνει δεσμευτικά υπόψη τους κάτωθι όρους και προϋποθέσεις :
α) Ως προς τη δόμηση των ακάλυπτων χώρων και τη περιβαλλοντική προστασία, λαμβάνονται υπόψη οι ρυθμίσεις του Ν.Δ του 1923 «Περί σχεδίων πόλεων».
β) Οι εντασσόμενες εκτάσεις είναι ιδιωτικές και δεν υφίστανται αξιώσεις από μέρους του Δημοσίου με βάση την νομοθεσία που εφαρμόζουν οι υπηρεσίες του.
γ) Κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι μέχρι ποσοστού 60% επί του συνόλου των εκτάσεων των εντασσομένων στο σχέδιο, περιέρχονται αυτοδίκαια από της εκδόσεως του Π.Δ στον οικείο ΟΤΑ, θεωρουμένων των εκτάσεων ότι εντάσσονται με την διαδικασία ιδιωτικής πολεοδόμησης και ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει κατ’ αντιστοιχία εφαρμογή ο Νόμος 690/48.
δ) Στην προτεινόμενη για νομοθετική ρύθμιση περιοχή, υπάρχουν πολλές μικρές ιδιοκτησίες πλάι σε οικοδομές που έχουν κατασκευαστεί με νόμιμες άδειες της πολεοδομίας. Με πιο δικαίωμα μπορούμε να τους αφαιρέσουμε την ιδιοκτησία χωρίς τη νόμιμη αποζημείωση; Υπάρχουν ιδιοκτησίες – οικόπεδα σε πυκνοδομημένες περιοχές (περιοχή Αγ. Παρασκευής) που έχουν χαρακτηριστεί αναδασωτέες. Υπάρχουν, επίσης, εκτάσεις στην περιοχή που είτε ανήκουν στο δημόσιο είτε σε ακτήμονες καλλιεργητές είτε σε ιδρύματα. Τι θα γίνει με αυτές; Προτείνουμε οι ιδιοκτησίες, στην υπό ρύθμιση περιοχή, να παραχωρούν στους ΟΤΑ ένα ποσοστό επί της ιδιοκτησίας τους, αναλογικά.
5. Με την έκδοση του Π.Δ/τος, καθίστανται έγκυρες και ισχυρές οι εκδοθείσες βάσει των παρανόμων οριοθεσιών, οικοδομικές άδειες.
Πιστεύουμε ότι η ρύθμιση που προτείνει το Υπουργείο θα λύσει ένα χρόνιο πρόβλημα και θα διασωθούν τεράστιες εκτάσεις πρασίνου.
Για το ΣΔ της Επιτροπής Περιβάλλοντος Αγ. Στεφάνου
Ο πρόεδρος, Βύρων Χρηστίδης
Οι αντιπρόεδροι, Γιώργος Δαρδανός, Γιάννης Πρίφτης
Η γραμματέας, Ναταλία Τζωρτζίδου
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Συνυπογράφω τα ακόλουθα.
Ο Δήμος Αγίου Στεφάνου εμμένει στην ήδη εκφρασθείσα άποψη-θέση του, ότι έχει σαφή και αδιαπραγμάτευτα όρια οικισμού προϋφιστάμενα του 1923 τα οποία ουδέποτε ακυρώθηκαν ή ανακλήθηκαν και εξακολουθούν σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Για την Πόλη του Αγίου Στεφάνου, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προϋφιστάμενων του 1923, που είχαν ήδη οριοθετηθεί. Πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθούν και οι περιπτώσεις οικισμών, που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
ΣΥΝΥΠΟΓΡΑΦΩ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΓ.ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Το άρθρο 24 παρ. 1 εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. Της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5).
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Όταν μετά από κόπους μιας ζωής, δικούς μου και του συζύγου μου, ήρθα σε θέση να φτιάξω ένα σπίτι, διάλεξα την περιοχή της Αγίας Παρασκευής στον Άγιο Στέφανο. Το οικόπεδο που αγόρασα ήταν ένα από τα λίγα απούλητα στην περιοχή. Όλη η περιοχή της Αγίας Παρασκευής ήταν και είναι κατοικημένη, τα σπίτια είναι χιλιάδες, το ένα δίπλα στο άλλο. Ναι, υπήρχαν πολλά πεύκα, τίποτα όμως που να μου λέει ότι έχτιζα μέσα σε δάσος.
Εννοείται πως, για να χτίσουμε, πήραμε όλες τις σχετικές άδειες, πληρώσαμε φόρους, τέλη και ό,τι άλλο έπρεπε. Κανείς νόμιμος εκπρόσωπος της Πολιτείας δεν μας είπε ότι υπήρχε η παραμικρή υπόνοια πως κάναμε κάτι παράνομο.
Πώς είναι λοιπόν δυνατόν, τόσα χρόνια μετά, να έρχεται η ίδια Πολιτεία και να μας λέει ότι έχουμε χτίσει μέσα σε δάσος, ότι είμαστε παράνομοι;
Τέλος, οφείλω να θυμίσω πως το γεγονός ότι αυτή η περιοχή εξακολουθεί να έχει χιλιάδες δέντρα, χιλιάδες στρέμματα πράσινου, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής ήταν εδώ σε όλες τις πρόσφατες πυρκαγιές – με αποκορύφωμα την πυρκαγιά του Αυγούστου 2009 – για να σώσουν ό,τι μπορούσαν, για να διατηρήσουν το πράσινο περιβάλλον.
Είμαστε αυτοί που, ακόμα και σήμερα, καθαρίζουμε το ρέμα της Κρυστάλλη, τους δρόμους, τα οικόπεδα που είναι παρατημένα από τους ιδιοκτήτες τους, ποτίζουμε τα δέντρα και αγωνιούμε για να ξαναπρασινίσει η γειτονιά μας. Όλα αυτά, τα κάνουμε μόνοι μας, χωρίς καμμία συμμετοχή και βοήθεια του Δασαρχείου, της Νομαρχίας ή οποιουδήποτε άλλου φορέα της Πολιτείας, μιας Πολιτείας που, όψιμα πλέον, δείχνει το νομοθετικό ενδιαφέρον της για την προστασία των δασικών περιοχών.
Τέλος, συμφωνώ με τα σχόλια των περισσότερων συμπολιτών μου και, για το λόγο αυτό, παραθέτω και εγώ με τη σειρά μου την επιστολή του Δημάρχου Αγίου Στεφάνου.
Βιβή Τζαμουράνη
Κάτοικος Αγίας Παρασκευής
Άγιος Στέφανος Αττικής
___________________________________________________
ΣΧΟΛΙΑ
ΒΟΡΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΡΡΙΑΣ
ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Παρακάτω επαναδημοσιεύω το σχόλιο του Δημάρχου Αγίου Στεφάνου το οποίο και προσυπογράφω. Οφείλω όμως να προσθέσω το σχόλιό μου ως πολίτης του Αγίου Στεφάνου.
Όταν κάποιος αγοράζει ένα οικόπεδο και χτίζει το σπίτι του ακολουθώντας όλες τις καθ’ όλα νόμιμες διαδικασίες ενός ευνομούμενου Κράτους, περιμένει μια αντίστοιχα συνεπή αντιμετώπιση από το Κράτος αυτό.
Είναι εντελώς αδιανόητο, όλοι εμείς οι χιλιάδες πολίτες που θιγόμαστε από μια τέτοια προφανώς βιαστική απόφαση να καλούμαστε να πληρώσουμε (οικονομικά, ηθικά και ψυχολογικά) για ένα αδίκημα που ποτέ δεν πράξαμε.
Προσωπικά, δεν πιστεύω πως έχτισα ένα σπίτι μέσα σε δάσος. Έχτισα ένα σπίτι δίπλα σε εκατοντάδες άλλα σπίτια που λίγο-πολύ υπάρχουν στην περιοχή αυτή εδώ και πάνω από εκατό χρόνια. Αν εδώ ήταν κάποτε δάσος, αν εδώ υπάρχουν αρκετά δέντρα για να το ονομάζει κάποιος αυθαίρετα «δάσος», ας μου το έλεγε όταν έπαιρνα την άδεια οικοδομής, όταν πλήρωνα φόρους, τέλη ακίνητης περιουσίας και όλες τις άλλες νόμιμες επιβαρύνσεις του Κράτους που τώρα με χαρακτηρίζει λίγο-πολύ ως παράνομο.
Σωτήρης Συρμακέζης
Οδός Κρυστάλλη
Περιοχή Αγία Παρασκευή
Άγιος Στέφανος
—————————————————-
Σχόλιο Δημάρχου:
ΣΧΟΛΙΑ
ΒΟΡΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΡΡΙΑΣ
ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
παρακαλώ η κυρία υπουργός να μη λάβει υπόψην κανένα σχόλιο διότι καλά ήταν όταν με εμπρησμούς και λαδώματα και πιέσεις σε υπουργούς που ελέγχανε κάποιες υπηρεσίες οικοδομήθηκαν δάση και ήρθε σαν ειρωνεία πάλι μια πυρκαγιά να καταδείξει τις καταπατήσεις. η αρμόδια υπηρεσία ουδέποτε ρωτήθηκε και είναι γνωστό γιατί. Αν χτίσει κανείσ στην θάλασσα θα αγνοήσει το λιμενικό?
Τέλος πάντων για να μην υπάρχουν παράπονα για έξοδα που έκαναν φερρόμενοι ως ιδιοκτήτες ας τους δώσουν σπίτια αλλού. Στα μέγαρα κατην ελευσίνα για παράδειγμα
Ελπίζω να βρεθεί σύντομα αρμόδια κρατική αρχή. για να λύσει σύντομα το πρόβλημα που ταλεπωρεί τοσο καιρό τους ιδιοκτήτες της Ανοιξης (Συνοικ.Ανθέων)
και Αγίου Στεφάνου ( Συνοικ.Αγίας Παρασκεύς) Μετά από τόσες διαμαρτυρίες , παραστάσεις, και υποσχέσεις από όλους τους τοπικούς άρχοντες Δήμαρχοι,Νομάρχης,περιφερειάρχης Βουλευτές κλπ , το πρόβλημα να λυθεί σύντομα ,και να σταματήσει η ταλαιπωρεία τόσων συμπολιτών .
Τα σχόλια που αναρτήθηκαν μέχρι τώρα ελπίζω να εισακουστούν από τη νέα ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου ,γιατί οι προηγούμενοι δεν άκουσαν ή δεν μπόρεσαν ή δεν τόλμησαν και τελικά πλήρωσαν το τίμημα στις προηγούμενες εκλογές,αφού ολόκληρος περιφερειάρχης δεν τόλμησε να πάρει την ευθύνη που του αναλογούσε.
Οι διαδικασίες που προβλέπει το άρθρο 24 είναι και πολύπλοκες καιχρονοβόρες ,και ασύμβατες με τη κρατούσα κατάσταση.
Πάρτε γρήγορα αποφάσεις.
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.
Όπως και σε τόσα άλλα πράγματα που μας έχει φέρει σε αυτο το χάλι στο επίπεδο της οικονομίας και μας έχετε διασύρει παγκοσμίως, σκοπίμως βολεύεστε να αγνοείται την πραγματικότητα που εσείς δημιουργήσατε: εκαντοντάδες νοικυκαιρέοι με νόμιμες άδειες να τους αποκαλείται αναδασωτέους. Εστω σε αυτό το ζήτημα, δώστε λύση επί της πραγματικότητας αφηνόντας επι μέρους για μια στιγμή τη δημιουργία της «τέλειας κοινωνίας».
Ευχαριστούμε την υπουργό και το ΥΠΕΚΑ για την σημαντικότατη πρωτοβουλία διάσωσης μιας από τις οικολογικά πιο ευαίσθητες και δυστυχως καταστραμένες περιοχές, αυτής του Αγ. Στεφάνου. Μιας περιοχής που λόγω της οικολογικής αδιαφορίας των τοπικών αρχών και των κατοίκων που έχουν κτίσει παράνομα την περιοχή εδώ και χρόνια, γνωρίζοντας τα προβλήματα ως προς το δασικό χαρακτήρα της περιοχής έχει φτάσει στα όρια της περιβαλλοντικής καταστροφής. Είμαστε μαζί σας και δηλώνουμε ότι θα σταθούμε στο πλάι σας σε κάθε πρωτοβουλία σαν αυτή. Μην δίνετε σημασία στις επαναλαμβανόμενες αναρτήσεις της γνώμης του νομικού συμβούλου των καταπατητών, του κ. Χλέπα. είναι αυτοί που έχουν κατατρομοκρατήσει τους απλούς κατοίκους του Αγ. στεφάνου που λόγω των απειλών δεν τολμούν να δηλώσουν την υποστήριξή τους στο νομοσχέδιο. Αυτό που υποστηρίζουμε και για το οποίο παλεύουμε όλα αυτά τα χρόνια είναι η ισχυροποίηση των ορίων του οικισμού μας, το πάγωμα των οικοδομικών αδειών στις ενότητες που έχουν κριθεί αναδασωτέες και την οικοδόμηση, όπου αυτή είναι νομικά δυνατή με ευνοικούς για το περιβάλλον όρους, δηλαδή χαμηλούς συντελεστές δόμησης και φυσικά επαναφορά του δάσους.
Είμαστε δίπλα σας σε κάθε πρωτοβουλία που συμβαδίζει με τα παραπάνω.
Τζακακίδης Γεώργiος
Κάτοικος Αγίου Στεφάνου.
Αγίου Κωνσταντίνου 4
Κύριοι
Για την δίκαιη αποκατάσταση του προβλήματος που έχει προκύψει στον Αγ. Στέφανο (περιοχή Αγ. Παρασκευής) είστε υποχρεωμένοι στην ρύθμιση να συμπεριλάβετε και τα ελάχιστα οικόπεδα που έχουν μείνει αδόμητα (15 περίπου στον αριθμό) και έχουν αθροιστικά έκταση 1% -2% της συνολικής περιοχής που έχει οικοδομηθεί
Τα οικόπεδα αυτά έχουν αγοραστεί σε ψηλές αγοραστικές αξίες στο παρελθόν επειδή συνοδεύονταν από επίσημες βεβαιώσεις του κράτους
ότι είναι ΕΝΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΙΜΑ και έχουν διαχρονικά καταβληθεί όλοι οι φόροι που προβλέπονται από τον νόμο (Φόροι Μεταβίβασης , ΦΜΑΠ , Τεκμήρια αγοράς , ΕΤΑΚ , ΤΑΠ κτλ)
Αν η ρύθμιση θεωρήσει τα οικόπεδα αυτά “ΑΛΣΗ” θα δημιουργήσει σωρεία προσφυγών και δικαστικών αγωγών που αφενός θα πλήξουν την εγκυρότητα και νομιμότητα όλης της ρύθμισης και αφετέρου θα προσθέσουν δυσβάστακτα βάρη σε νομοταγείς πολίτες που έπεσαν θύματα των οργανισμών της Διοίκησης.
Σε περίπτωση εξαίρεσης των ελάχιστων αυτών οικοπέδων από την ρύθμιση θα πρέπει στο ίδιο Νομοσχέδιο να προβλεφθεί είτε διαδικασία Αποζημίωσης σε αγοραίες τιμές είτε ανταλλαγής τους με άλλη έκταση ίσης αξίας στην περιοχή.
Αυτό επιβάλλεται γιατί το νομοσχέδιο πρέπει να αποκαταστήσει πλήρως τους αδικημένους πολίτες οι οποίοι δεν “πρόλαβαν” να οικοδομήσουν είτε επειδή τους έληξε η νόμιμη άδεια που εξέδωσαν στην Πολεοδομία είτε γιατί δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν μαζί με τους υπόλοιπους.
Με εκτίμηση
Γ. Γαρμανής
Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1:
Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής:
Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) :
«1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925).
2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία .
3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει.
4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί.
5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων».
Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923.
Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού.
Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες.
Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.