Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η επίλυση σοβαρών και επειγόντων ζητημάτων που αφορούν εν συνόλω την προστασία του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος, καθώς και την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Άρθρο 2
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι:
α) η απλοποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και των περιβαλλοντικών ελέγχων,
β) ο εξορθολογισμός των επιτρεπόμενων χρήσεων γης,
γ) η ρύθμιση της οργάνωσης και διαχείρισης πόρων του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής και του Πράσινου Ταμείου,
δ) η ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν στην προστασία των δασών,
ε) η επικαιροποίηση σημείων της πολεοδομικής νομοθεσίας,
στ) η συνολική ρύθμιση των προϋποθέσεων ανάπτυξης των υπεράκτιων αιολικών πάρκων και
ζ) η αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν στη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης και την κυκλική οικονομία.
Η Οικολογική Παρέμβαση Ηρακλείου, στο πλαίσιο της δημόσιας Διαβούλευσης επί του επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με τίτλο: «Διατάξεις για την απλοποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και την προστασία του περιβάλλοντος, επείγουσες δασικές, χωροταξικές και πολεοδομικές διατάξεις, θέσπιση πλαισίου για την ανάπτυξη των Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων, αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και ζητήματα κυκλικής οικονομίας» θα ήθελε να επισημάνει τα ακόλουθα:
Για άλλη μια φορά γινόμαστε θεατές στην αποδόμηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από την παρούσα κυβέρνηση, με ένα Σχέδιο Νόμου του ΥΠΕΝ που κατατίθεται μέσα στο καλοκαίρι με συνοπτικές διαδικασίες, τον χαρακτηρισμό του κατεπείγοντως και με ασφυκτικά όρια διαβούλευσης που μόνο ως εμπαιγμός της κοινωνίας μπορούν να θεωρηθούν.
Ένα Σχέδιο Νόμου όπου συμπλέκονται διατάξεις για το «πλαίσιο ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών πάρκων», μαζί με «απλουστεύσεις» της περιβαλλοντικής διαδικασίας, ανάμεσα στις οποίες κορυφαίο ζήτημα είναι αυτό που αφορά στις «χρήσεις γης στις προστατευόμενες περιοχές» όπως αυτές θα πρέπει να καθορίζονται στις ΕΠΜ οι οποίες βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη!
Θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο Σχέδιο Νόμου κατεδαφίζει ότι έχει απομείνει από την προστασία του περιβάλλοντος και μαζί και τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 24 ενώ εξαφανίζει ως δια μαγείας τις διεθνείς και ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές υποχρεώσεις που η χώρα έχει υπογράψει ότι θα υιοθετήσει και υλοποιήσει! Μόλις πριν μερικούς μήνες, στο παγκόσμιο συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (IUCN), η κυβέρνηση δεσμεύτηκε «να γίνει πρωταθλήτρια στην πλήρη εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ για την προστασία του περιβάλλοντος», τονίζοντας «πως η ανακήρυξη του καθεστώτος προστασίας για όλες τις περιοχές Natura 2000 θα ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2022, μέσω μιας απολύτως διαφανούς και συμπεριληπτικής διαδικασίας». To νομοσχέδιο αυτό κάνει ακριβώς το αντίθετο!
Το παρόν Σχέδιο Νόμου είναι σε πλήρη αντίθεση με τις κατευθύνσεις του Ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου που αφορούν:
1. Στη στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα ε ορίζοντα το 2030 «Επαναφορά της φύσης στη ζωή μας».
2. Στις οδηγίες και τα κριτήρια για τον ορισμό των προστατευόμενων περιοχών.
3. Στην επικείμενη έκδοση από την ΕΕ Νόμου για την Αποκατάσταση της Φύσης ο οποίος έχει ήδη διαμορφωθεί μετά από πολυετή διαβούλευση.
Το παρόν Σχέδιο Νόμου αλλοιώνει καταφανώς τον διεθνώς αποδεκτό θεσμό των αυστηρά προστατευόμενων περιοχών (κατηγορία στην οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητά από τα κράτη μέλη να εντάξουν τουλάχιστον το 10% της επικράτειας). Επιβαρύνει όλες τις ζώνες προστασίας των προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 με νέες χρήσεις που δεν προβλέπονταν από το έτσι κι αλλιώς προβληματικό ισχύον καθεστώς. Υποβαθμίζει τον ήδη αναξιόπιστο θεσμό των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ), καθώς προβλέπει ότι οι αξιολογητές των ΜΠΕ θα αμείβονται απευθείας από τους φορείς των έργων που ελέγχουν, δημιουργώντας έτσι μια υπαλληλική σχέση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, η οποία ακυρώνει την ανεξαρτησία που πρέπει (σύμφωνα και με τη νομοθεσία της ΕΕ) να περιβάλλει το σύστημα αξιολόγησης των περιβαλλοντικών μελετών. Προεξοφλεί, επίσης, το περιεχόμενο των προεδρικών διαταγμάτων που η Ελλάδα σκανδαλωδώς καθυστερεί εδώ και 10 χρόνια να εκδώσει για την προστασία των περιοχών Natura 2000, προβλέποντας αποσπασματικές διαδικασίες για τη συνέχιση υφιστάμενων και την υλοποίηση νέων έργων και δραστηριοτήτων ανεξάρτητα από τις προβλέψεις των προεδρικών διαταγμάτων και τις οικολογικές ανάγκες οικοτόπων και ειδών. Αυτό παραβιάζει ευθέως τη νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία της φύσης, η οποία δίνει προτεραιότητα στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και επιβάλλει τη θέσπιση των κατάλληλων μέτρων, ώστε να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοσυστημάτων και των προστατευόμενων ειδών.
Ταυτόχρονα το παρόν Σχέδιο Νόμου:
– Απαλλάσσει άμεσα ή έμμεσα από περιβαλλοντική αδειοδότηση, μια σειρά από υποδομές δημόσιου ενδιαφέροντος, πέρα από τα έργα που εξυπηρετούν αμιγώς την εθνική άμυνα, και διευκολύνει τις υπηρεσίες στην έκδοση αποφάσεων τροποποίησης ΑΕΠΟ -χωρίς ή με πρόσθετους περιβαλλοντικούς όρους- χωρίς δημόσια διαβούλευση, με την επίκληση ότι δεν υπάρχει «ουσιώδης μεταβολή των περιβαλλοντικών επιπτώσεων».
– Μετατρέπει την περιβαλλοντική αδειοδότηση σε συναλλαγή μεταξύ των κυρίων των έργων και ιδιωτών αξιολογητών, με τους αξιολογητές των ΜΠΕ να αμείβονται απευθείας για τις μελέτες που ελέγχουν από τις εταιρείες που τις υποβάλλουν στις υπηρεσίες για έγκριση, αντί να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της αξιολόγησης.
– Προσφέρει απλόχερα γη απαλλαγμένη από την εκτός σχεδίου δόμηση, στους κάθε λογής επενδυτές, με σκοπό την προστασία της οικονομικής μεγέθυνσης, θυσιάζοντας το περιβάλλον και την κοινωνία.
– Προτείνει την αποσπασματική «χωροθέτηση» θαλάσσιων αιολικών σταθμών, στο πρότυπο των ΕΣΧΑΔΑ, και την αδειοδότησή τους από την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρία Υδρογονανθράκων.
Όσον αφορά στο πλαίσιο ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών πάρκων, προφανώς δε συντρέχουν λόγοι κατεπείγουσας διαδικασίας. Τίθεται σε διαβούλευση ενάμιση χρόνο μετά από τη «διαβούλευση», που είχε γίνει με πρωτοβουλία της ΕΛΕΤΑΕΝ, εγκαινιάζοντας τότε, μια εποχή όπου επίσημα πλέον οι ίδιες οι εταιρείες ασκούν εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό, κριτικάροντας μάλιστα το δημόσιο για τις ανεπάρκειές του, όπως είχαμε σχολιάσει σε δελτίο τύπου μας με θέμα «Θαλάσσια αιολικά: ένα νέο πεδίο εμπορευματοποίησης της ενέργειας και της θάλασσας», πριν από ένα χρόνο.
Η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε προσπάθεια σύνταξης και έγκρισης Θαλάσσιου Χωροταξικού Πλαισίου, που η χώρα όφειλε να υλοποιήσει μέχρι το Μάρτιο του 2021, σύμφωνα με την Οδηγία 2014/89/ΕΕ «Περί Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού». Κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι αντί γι’ αυτό, το νομοσχέδιο υιοθετεί και εφαρμόζει τον βραχυπρόθεσμο στόχο που είχε προτείνει η ΕΛΕΤΑΕΝ, για αποσπασματικό καθορισμό Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων (ΠΟΑΥΑΠ), στο πρότυπο των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων.
Ο καθορισμός της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρίας Υδρογονανθράκων Α.Ε. ως φορέα Διαχείρισης για τα Υπεράκτια Αιολικά Πάρκα, επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις μας για τη συγγένεια που εμφανίζει η διαδικασία χωροθέτησης και αδειοδότησης των θαλάσσιων αιολικών με την παραχώρηση «οικοπέδων» για την έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων, αλλά και τα εμπόδια που συνιστούν η περιορισμένη στα έξι (6) ναυτικά μίλια αιγιαλίτιδα ζώνη και η έλλειψη καθορισμένης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) στο Αιγαίο, εμπόδια που υπαγορεύουν και τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Παράλληλα, αναδεικνύει πόσο ο χαρακτήρας της υποτιθέμενης αποκεντρωμένης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι στην πραγματικότητα βαθειά συγκεντρωτικός, αφού για τη δημιουργία υπεράκτιων αιολικών σταθμών ενδιαφερόμενες είναι, εκτός από τις μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και όλες οι μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις εξορύξεις υδρογονανθράκων.
Σε μια συγκυρία όπου αναδεικνύονται κρίσεις, όπως αυτές που σχετίζονται με το περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα, την υγεία και τη διατροφή και αναλαμβάνονται σχετικές πολιτικές πρωτοβουλίες, η ελληνική κυβέρνηση παραμένει εγκλωβισμένη σε παρωχημένους «αναπτυξιακούς στόχους», που αποτελούν μια από τις πιο σημαντικές αιτίες για την κακοδαιμονία της χώρας.
Για τους παραπάνω λόγους αλλά και για πολλούς άλλους η Οικολογική Παρέμβαση Ηρακλείου συμφωνεί και προσυπογράφει τις ανακοινώσεις και τα σχόλια για το Σχέδιο Νόμου του ΥΠΕΝ των:
1. 11 περιβαλλοντικών οργανώσεων της χώρας οργανώσεων για το νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ
2. Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Ελληνική Βοτανική Εταιρεία, Ελληνική Οικολογική Εταιρεία και Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης του Πανεπιστημίου Κρήτης
3. Αυτόνομοι Μηχανικοί Ανατολικής Κρήτης (ΑΜΑΚ)
4. Πανελλαδικό Δίκτυο Συλλογικοτήτων για την Ενέργεια, ΚΑΙ
ΖΗΤΕΙ την άμεση απόσυρση του Σχεδίου Νόμου «Διατάξεις για την απλοποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και την προστασία του περιβάλλοντος, επείγουσες δασικές, χωροταξικές και πολεοδομικές διατάξεις, θέσπιση πλαισίου για την ανάπτυξη των Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων, αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και ζητήματα κυκλικής οικονομίας»
Διαφωνώ με το παρόν νομοσχέδιο. Όχι απλά δεν συμβάλει καθόλου στην προστασία της φύσης, αλλά έχει καταστροφική επίδραση στις προστατευόμενες περιοχές και φέρνει τη χώρα σε αντίθετη τροχιά από την ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία
Το παρόν νομοσχέδιο κάθε άλλο παρά συμβάλει στην προστασία της φύσης. Αντιθέτως, έχει καταστροφική επίδραση στις προστατευόμενες περιοχές και φέρνει τη χώρα σε αντίθετη τροχιά από την ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία.
Η διαβούλευση αυτή είναι καθαρά προσχηματική. Δίνετε μόνο μια βδομάδα σε απλούς πολίτες, που δεν έχουμε ειδικές γνώσεις, για να σχολιάσουμε ένα νομοσχέδιο 95 άρθρων. Ζητώ σε όλα τα νομοσχέδια να προβλέπεται αρκετός χρόνος για τον δημόσιο διάλογο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο οι μείζονες περιβαλλοντικές προκλήσεις του καιρού μας.
Θεωρώ πως το νομοσχέδιο βλάπτει τις προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης διότι επιτρέπει:
– Την αλλοίωση των περιοχών απόλυτης προστασίας, επιτρέποντας κατασκευή πλατειών, ερασιτεχνική αλιεία, ελεύθερη βόσκηση, εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνιών, κλπ.
– Την επιβάρυνση όλων των προστατευόμενων περιοχών Natura 2000, προβλέποντας (σε όσες δεν επιτρεπόταν) κατασκευή τουριστικών καταλυμάτων, εγκατάσταση ΑΠΕ, μεταλλεία και εξορύξεις υδρογονανθράκων.
– Την υποβάθμιση των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ), καθώς προβλέπει ότι οι αξιολογητές των ΜΠΕ θα αμείβονται απευθείας από τους φορείς των έργων που ελέγχουν.
Διαφωνώ με το νομοσχέδιο. Μεταξύ άλλων θεωρώ απαράδεκτο ότι το νομοσχέδιο στοχεύει:
-Την εξ αρχής επιβάρυνση όλων των ζωνών προστασίας των προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 με νέες χρήσεις που δεν προβλέπονταν από το έτσι κι αλλιώς προβληματικό ισχύον καθεστώς. Χαρακτηριστικά, στις ζώνες προστασίας της φύσης (δεύτερη σε αυστηρότητα ζώνη προστασίας) προβλέπονται πλέον η κατασκευή και λειτουργία τουριστικών καταλυμάτων και άλλων τουριστικών υποδομών, εγκαταστάσεων ΑΠΕ, καθώς και κατασκηνώσεων, ενώ σε όλες τις κατηγορίες (πλην της “απόλυτης” προστασίας) προβλέπονται πλέον εξορυκτικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των εξορύξεων υδρογονανθράκων.
-Την περαιτέρω υποβάθμιση του ήδη αναξιόπιστου θεσμού των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ), καθώς προβλέπει ότι οι αξιολογητές των ΜΠΕ θα αμείβονται απευθείας από τους φορείς των έργων που ελέγχουν, δημιουργώντας έτσι μια υπαλληλική σχέση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, η οποία ακυρώνει την ανεξαρτησία που πρέπει (σύμφωνα και με τη νομοθεσία της ΕΕ) να περιβάλλει το σύστημα αξιολόγησης των περιβαλλοντικών μελετών.
Όχι απλά δεν συμβάλει καθόλου στην προστασία της φύσης, αλλά έχει καταστροφική επίδραση στις προστατευόμενες περιοχές και φέρνει τη χώρα σε αντίθετη τροχιά από την ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία.
Η κυβέρνηση και το αρμόδιο για τη φύση υπουργείο θα πρέπει να σταθούν στο ύψος της ευθύνης που έχουν για αποτελεσματική θωράκιση της χώρας από την κλιματική και οικολογική κρίση.
Διαφωνώ με το παρόν νομοσχέδιο. Όχι απλά δεν συμβάλει καθόλου στην προστασία της φύσης, αλλά έχει καταστροφική επίδραση στις προστατευόμενες περιοχές και φέρνει τη χώρα σε αντίθετη τροχιά από την ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία.
Η ομάδα πληροφορίας για ανεμογεννητριες Κυθήρων, Kythira Wind Turbines Information Group, συμφωνεί με το πανελλαδικό Δίκτυο συλλογικοτήτων ότι ο χρόνος που έχει δοθεί για τη διαβούλευση για για τη μελέτη και υποβολή τεκμηριωμένων σχολίων και παρατηρήσεων για ένα θέμα τόσο περίπλοκο, είναι παντελώς ανεπαρκής.
Επίσης παραπέμπουμε
στο κείμενο γενικών παρατηρήσεων το οποίο κατάθεσε το δίκτυο, με το οποίο ζητείται η απόσυρση του σχεδίου νόμου.
Ενδεικτικά παραθέτουμε τις εξής αντιθέσεις μας:
1) Είμαστε αντίθετοι στις «απλουστεύσεις» της περιβαλλοντικής διαδικασίας, ανάμεσα στις οποίες κορυφαίο ζήτημα για εμάς είναι αυτό που αφορά στις «χρήσεις γης στις προστατευόμενες περιοχές». Κατεπείγουσα δε θεωρούμε την «ανάγκη» απλούστευσης περιβαλλοντικών διαδικασιών, αλλά την ανάγκη να προκαθοριστεί με νόμο η προοπτική επιβάρυνσης των περιοχών Natura με ενεργειακά ή αναπτυξιακά έργα για να τα συμπεριλάβει και η μελέτη αναθεώρησης του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ. Σύμφωνα με τις αλλαγές που προτείνει το καινούριο πολυνομοσχέδιο, είναι φανερό ότι επέρχεται επιδείνωση του καθεστώτος προστασίας των περιοχών NATURA. Σε μια συγκυρία όπου αναδεικνύονται κρίσεις, όπως αυτές που σχετίζονται με το περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα, την υγεία και τη διατροφή και αναλαμβάνονται σχετικές πολιτικές πρωτοβουλίες, η ελληνική κυβέρνηση παραμένει εγκλωβισμένη σε παρωχημένους «αναπτυξιακούς στόχους». Η Ελλάδα ήδη έχει καταδικαστεί για την έλλειψη μέτρων διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών της και δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για λάθος προτεραιότητες και λάθος καθορισμούς «αναγκών»!
2) Οι ρυθμίσεις του εν λόγω νομοσχεδίου οδηγούν στην αποδόμηση της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας μας με αποκορύφωμα εκείνες που απειλούν το καθεστώς προστασίας των περιοχών Natura 2000, κατά παράβαση των αρχών αειφορίας, των συνταγματικών επιταγών και της ενωσιακής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, γεγονός που θα οδηγήσει με βεβαιότητα τη χώρα μας εκ νέου στο ευρωπαϊκό Δικαστήριο και κυρίως στην απόλυτη απαξίωση της φύσης και της βιοποικιλότητας της, που θα επιφέρει κοινωνική παρακμή και σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις.
3) Ορίζεται ότι οι ιδιώτες ελεγκτές μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα πληρώνονται απευθείας από τον ιδιώτη που ελέγχουν. Η ρύθμιση αυτή είναι προφανώς προβληματική, επεκτείνοντας την ήδη προβληματική ιδέα περί ιδιωτών ελεγκτών περιβαλλοντικών μελετών (με το κράτος να απεκδύεται συνεχώς τον ελεγκτικό του ρόλο και να επιτρέπει την απευθείας συναλλαγή μεταξύ ελεγκτή και ελεγχομένου). Δηλώνουμε κάθετα την αντίθεσή μας σε τέτοια ρύθμιση γιατί προκαλεί σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των ιδιωτών και των συμφερόντων της χώρας, της φύσης και των πολιτών.
4) «πλαίσιο ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών πάρκων»: Ο καθορισμός της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρίας Υδρογονανθράκων Α.Ε. ως φορέα Διαχείρισης για τα Υπεράκτια Αιολικά Πάρκα, επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις μας για τη συγγένεια που εμφανίζει η διαδικασία χωροθέτησης και αδειοδότησης των θαλάσσιων αιολικών με την παραχώρηση «οικοπέδων» για την έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων. Είμαστε αντίθετοι σε μια τέτοια πολιτική. Παρατηρούμε μια υποκριτική διγλωσσία από τη μια «πράσινη ενέργεια» από την άλλη εξόρυξη υδρογονανθράκων.
5) Ζητούμε την απόσυρση του νομοσχεδίου με τις καταστροφικές διατάξεις του σχεδίου νόμου για το περιβάλλον της χώρας.
6) Ζητούμε μια πραγματική διαβούλευση για εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό, με την πραγματική συμμετοχή της κοινωνίας και την πραγματική προστασία του περιβάλλοντος! Ζητούμε έναν αληθινό δημόσιο διάλογο προκειμένου να αντιμετωπίσει η χώρα μας με αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο τις μείζονες περιβαλλοντικές προκλήσεις του καιρού μας, αλλά και σε συμμόρφωση με τις προβλέψεις της διεθνούς Σύμβασης του Άαρχους και του εθνικού κυρωτικού νόμου για τη συμμετοχή του κοινού στη διαμόρφωση πολιτικών για το περιβάλλον [Άρθρο 7 του ν. 3422/2005 (Α΄ 303) για την κύρωση της Σύμβασης για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα]. Χωρίς τη συναίνεση των πολιτών καμία Πράσινη Συμφωνία δεν μπορεί να ευοδωθεί.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ) εργάζεται συστηματικά για να διασφαλίσει μέσα από δράσεις και προτάσεις της, την επιτυχή και βιώσιμη μετάβαση σε μια οικονομία κλιματικής ουδετερότητας, έχοντας ως κεντρικό γνώμονα τη διαφύλαξη της φύσης και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Αναφορικά με τις περιοχές του δικτύου NATURA 2000 υποχρέωση των χωρών μελών της ΕΕ ήταν να θεσπίσουν τους αναγκαίους στόχους και μέτρα διατήρησης εντός 6 ετών από την έγκριση από την Επιτροπή του καταλόγου των περιοχών για κάθε βιογεωγραφική ζώνη. Στην Ελλάδα η προθεσμία αυτή, που σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περιλαμβάνει την εκπόνηση Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών και σχεδίων διαχείρισης, έληξε το 2012. Η καταδίκη της Ελλάδος από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECLI:EU:C:2020:1047, απόφαση C-849/19) έθεσε τα ελληνικά δικαστήρια ενώπιον του διλήμματος εάν πρέπει να συνεχίσουν να αποδέχονται τις ατελείς εθνικές διαδικασίες.
Η χωροθέτηση των ΑΠΕ στον ελληνικό χώρο βασίζεται στο παρωχημένο Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις ΑΠΕ. Εγκρίθηκε το 2008 και είναι ιδιαίτερα προβληματικό, καθώς έχει ως κύριο κριτήριο χωροθέτησης το αιολικό δυναμικό μη λαμβάνοντας υπόψη περιβαλλοντικές παραμέτρους και την κείμενη Ευρωπαϊκή νομοθεσία ως προς τους στόχους του δικτύου NATURA 2000. H βιοποικιλότητα σήμερα παραμένει αθωράκιστη απέναντι στις αρνητικές επιπτώσεις των λανθασμένα χωροθετημένων και πλημμελώς μελετημένων αιολικών πάρκων. Σχεδόν 14 χρόνια μετά, και ενώ η αναθεώρηση του Χωροταξικού για τις ΑΠΕ έχει σημειώσει δραματική καθυστέρηση, είμαστε μάρτυρες στη σχεδιαζόμενη χωροθέτηση ή στην εγκατάσταση αιολικών πάρκων, στη βάση ανεπαρκέστατων περιβαλλοντικών μελετών.
Πλείστες προσφυγές κατά χωροθετήσεων κατατίθενται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ την ίδια στιγμή τοπικές κοινωνίες εκφράζουν τις ενστάσεις τους, καθώς δεν ενημερώθηκαν έγκαιρα και επαρκώς για τα σχεδιαζόμενα αιολικά πάρκα στις περιοχές τους αλλά και γιατί αντιτάσσονται στις εκτός κλίμακας χωροθετήσεις που επιφέρουν καταστροφή σε φυσικά μνημεία και ιστορικά τοπόσημα των περιοχών τους. Η συγκυρία κρίσιμη, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη η αναθεώρηση του Χωροταξικού για τις ΑΠΕ και η εκπόνηση των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών, βάσει τον οποίων θα εκδοθούν τα Προεδρικά Διατάγματα που θα καθορίζουν τις χρήσεις γης και τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες εντός των προστατευόμενων περιοχών.