Το άρθρο 8 του ν. 4447/2016, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8
Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια
1. α. Για τη χωρική οργάνωση και ανάπτυξη περιοχών ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων που μπορεί να λειτουργήσουν ως υποδοχείς σχεδίων, έργων και προγραμμάτων υπερτοπικής κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας, για τις οποίες απαιτείται ειδική ρύθμιση των χρήσεων γης και των λοιπών όρων ανάπτυξής τους καταρτίζονται Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΕΠΣ). Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια μπορεί να καταρτιστούν και: (α) για προγράμματα αστικής ανάπλασης ή περιβαλλοντικής προστασίας ή αντιμετώπισης των συνεπειών από φυσικές καταστροφές, (β) για περιοχές παρεμβάσεων στο πλαίσιο προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων από την Ε.Ε. όπως οι Ολοκληρωμένες Χωρικές Παρεμβάσεις, και (γ) σε περίπτωση ανάγκης ταχείας ολοκλήρωσης του πολεοδομικού σχεδιασμού πρώτου επιπέδου από την πολιτεία, λόγω κρίσιμων χωρικών προβλημάτων που επιβάλλουν την άμεση αντιμετώπιση ή την αποτροπή δημιουργίας τετελεσμένων καταστάσεων που οφείλονται σε τυχόν έλλειψη ή ανεπάρκεια πολεοδομικού σχεδιασμού.
Η περιοχή για την οποία καταρτίζεται ένα ΕΠΣ ονομάζεται περιοχή επέμβασης. Το σύνολο της δημοτικής ενότητας που περιλαμβάνει την περιοχή επέμβασης αποτελεί την ευρύτερη περιοχή του ΕΠΣ. Σε περίπτωση που η περιοχή επέμβασης εμπίπτει στα διοικητικά όρια περισσότερων δημοτικών ενοτήτων, το σύνολο των δημοτικών ενοτήτων αποτελεί την ευρύτερη περιοχή του ΕΠΣ. Εάν τα όρια της περιοχής επέμβασης ταυτίζονται με τα διοικητικά όρια μιας δημοτικής ενότητας, η συνολική έκταση του οικείου Δήμου αποτελεί την ευρύτερη περιοχή της παραγράφου αυτής.
Η περιοχή που περιβάλλει την περιοχή επέμβασης και βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με αυτήν λόγω της αλληλεπίδρασης των πολεοδομικών και λοιπών λειτουργιών της, ονομάζεται ζώνη άμεσης επιρροής.
β. Τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια αποτελούν σύνολα κειμένων, χαρτών και διαγραμμάτων με τα οποία καθορίζονται το πρότυπο χωρικής οργάνωσης και ανάπτυξης και τα βασικά προγραμματικά μεγέθη, όρια πολεοδομικών ενοτήτων και οικισμών, οι χρήσεις γης, οι όροι και περιορισμοί δόμησης, οι σημαντικές πολεοδομικές παρεμβάσεις, ζώνες ειδικών πολεοδομικών κινήτρων, το βασικό/κύριο οδικό δίκτυο, τα λοιπά μεταφορικά, τεχνικά και περιβαλλοντικά δίκτυα και υποδομές, τα μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, μέτρα υποστηρικτικά της αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών και διαχείρισης συνεπειών φυσικών και τεχνολογικών καταστροφών και λοιπών απειλών, καθώς και κάθε άλλο μέτρο, όρος ή περιορισμός που απαιτείται, ώστε να καταστεί η περιοχή επέμβασής τους κατάλληλη είτε για τη δημιουργία οργανωμένων υποδοχέων δραστηριοτήτων ή για την πραγματοποίηση των προγραμμάτων και παρεμβάσεων της παρ. 1. Στην περίπτωση που η περιοχή μελέτης του ΕΠΣ περιλαμβάνει ολόκληρες δημοτικές ενότητες, μπορεί επίσης να καθορίζονται σε αυτές Ζώνες Υποδοχής Συντελεστή Δόμησης (ΖΥΣ).
γ. Τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια εναρμονίζονται με τις κατευθύνσεις των Περιφερειακών και των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων και περιέχουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την επίτευξη των σκοπών τους, εντός της περιοχής επέμβασης. Εκτός της περιοχής επέμβασης είναι κατ’ εξαίρεση επιτρεπτό τα ΕΠΣ να προσδιορίζουν υποδομές, μέτρα και όρους που είναι αναγκαίοι για την οργανική ενσωμάτωση της περιοχής επέμβασης στην ευρύτερη περιοχή που την περιβάλλει.
δ. Τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια εντάσσονται στο ίδιο επίπεδο σχεδιασμού με τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια, μπορούν να περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για όλα τα θέματα που ρυθμίζονται από Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια και μπορούν να τροποποιούν τις ρυθμίσεις των εγκεκριμένων Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων.
ε. Πριν από την έγκριση ενός Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου, με σκοπό να κριθεί η καταρχήν δυνατότητα χωροθέτησής του, είναι δυνατόν να προηγηθεί η εξής διαδικασία προέγκρισης: μετά από υποβολή αίτησης προέγκρισης από τον φορέα υλοποίησης του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου, χορηγείται σχετική προέγκριση με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας και σύμφωνη γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου εκδίδεται εντός επτά (7) εργάσιμων ημερών από την έκδοση της γνώμης του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων.
Η αίτηση συνοδεύεται από τεχνική έκθεση που περιλαμβάνει την πρόταση χωρικού προορισμού της περιοχής επέμβασης, τις κατευθύνσεις του ισχύοντος χωροταξικού σχεδιασμού, τις υφιστάμενες, θεσμικές και πραγματικές, χρήσεις γης και τους όρους και περιορισμούς δόμησης στην περιοχή επέμβασης και στη ζώνη άμεσης επιρροής, τα βασικά μεταφορικά και τεχνικά δίκτυα και περιβαλλοντικές υποδομές, τους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους, και γενικά κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την τεκμηρίωση της συγκεκριμένης πρότασης χωρικής ανάπτυξης και σχετικούς χάρτες -υφιστάμενη κατάσταση και πρόταση- κλίμακας 1:5000.
Η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων αφορά την αναγκαιότητα και σκοπιμότητα του προτεινόμενου χωρικού προορισμού ενόψει του ειδικού χαρακτήρα της επιδιωκόμενης ανάπτυξης και της κάλυψης αναγκών παραγωγικής ή επιχειρηματικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης εντός της περιοχής επέμβασης, αφού λάβει υπόψη τους στόχους του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου και την εξασφάλιση της μη ανατροπής της πολεοδομικής και χωροταξικής λειτουργίας της ευρύτερης περιοχής του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου. Όταν με την προέγκριση προβλέπονται ζώνες χρήσεων γης, σε κάθε ζώνη επιτρέπεται καταρχήν ο καθορισμός μόνο μιας γενικής χρήσης. Κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατόν να προβλέπονται περισσότερες της μιας γενικές χρήσεις γης στην ίδια ζώνη. Η απόφαση προέγκρισης κρίνει αποκλειστικά την καταρχήν δυνατότητα χωροθέτησης του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου και δεν εξετάζει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι οποίες κρίνονται στο στάδιο της οριστικής έγκρισης αυτού.
Το Κεντρικό Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων, στο πλαίσιο της διαδικασίας προέγκρισης της υποπαραγράφου αυτής, συνεδριάζει τουλάχιστον τέσσερις (4) φορές ετησίως σε τακτική συνεδρίαση, με αποκλειστικό σκοπό τη γνωμοδότηση επί των αιτήσεων προέγκρισης και διασφαλίζει ότι η διαδικασία αίτησης προέγκρισης περατούται υποχρεωτικά εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή της.
2.α. Για τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι περ. α’ έως δ’ της παρ. 3 του άρθρου 7, σε συνάρτηση με τους επιδιωκόμενους κάθε φορά στόχους. Καταγράφονται αναλυτικά τα προς ρύθμιση στοιχεία, προκειμένου να επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι στόχοι στο πλαίσιο της πρότασης χωρικού προορισμού του συγκεκριμένου Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου.
β. Για τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια εφαρμόζονται αναλογικά οι παρ. 4, 5, 7, και 8 του άρθρου 7, λαμβανομένων υπόψη του χαρακτήρα της περιοχής επέμβασης και της/των δημοτικών ενοτήτων στις οποίες αυτή εντάσσεται και των στόχων των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων.
3.α. Η διαδικασία εκπόνησης των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων εκκινεί από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή από τον οικείο Δήμο ή την οικεία Περιφέρεια ή από ΝΠΔΔ που εποπτεύονται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή από τον φορέα υλοποίησης του σχεδίου, έργου ή προγράμματος. Τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια υπόκεινται σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης.
β. Η έγκριση των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων. Για τις μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αρμόδιο όργανο για τη γνώμη του προηγούμενου εδαφίου είναι το Συμβούλιο Μητροπολιτικού Σχεδιασμού. Η αρμόδια υπηρεσία και τα αρμόδια Συμβούλια ελέγχουν και την εναρμόνιση του περιεχομένου των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων με τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, καθώς και τη συμβατότητα με αντίστοιχα σχέδια (ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΤΠΣ, ΕΠΣ) στην ίδια και σε όμορες Δημοτικές Ενότητες. Με το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα εγκρίνονται επίσης οι κατευθύνσεις, οι όροι και τα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, τα οποία πρέπει να τηρούνται κατά την εξειδίκευση και υλοποίηση των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων, σύμφωνα με τη σχετική Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.
γ. Με το προεδρικό διάταγμα έγκρισης των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων μπορεί να εγκρίνεται και το Ρυμοτομικό Σχέδιο εφαρμογής, όπου αυτό απαιτείται.
δ. Στην περίπτωση που ο φορέας κίνησης της διαδικασίας του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου είναι κύριος της προς πολεοδόμηση έκτασης η διαδικασία δημοσιότητας της περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 10 παραλείπεται.
4. Η οικεία Περιφέρεια παρακολουθεί και αξιολογεί την εφαρμογή των ρυθμίσεων των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων. Για τον σκοπό αυτόν, μπορεί να συντάσσει μετά από την παρέλευση τουλάχιστον πενταετίας, εκθέσεις αξιολόγησης, με τις οποίες αποτιμάται ο τρόπος εφαρμογής των κατευθύνσεων και ρυθμίσεων των ανωτέρω σχεδίων, καταγράφονται αστοχίες, αδυναμίες και προβλήματα που εντοπίστηκαν κατά την εφαρμογή τους και διατυπώνονται προτάσεις αντιμετώπισής τους. Με τις εκθέσεις αξιολόγησης καταγράφεται επίσης η αναγκαιότητα προσαρμογής του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου σε νέα δεδομένα, καθώς και σε κατευθύνσεις που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Ειδικών και Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων. Οι ανωτέρω εκθέσεις κοινοποιούνται στον οικείο Δήμο, στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση και στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και στον φορέα του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη σε σχετικές ενέργειες και δράσεις που άπτονται των σχετικών αρμοδιοτήτων τους. Αντίστοιχες εκθέσεις μπορεί να συντάσσει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που κοινοποιούνται στον οικείο Δήμο, στην οικεία Περιφέρεια, στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση και στον φορέα του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου.
5. α. Τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια αναθεωρούνται ανά πενταετία, εφόσον προκύψει τεκμηριωμένη προς τούτο ανάγκη από την αξιολόγηση που διενεργείται κατά την παρ. 4. Στο χρονικό αυτό διάστημα είναι δυνατή η τροποποίησή τους προκειμένου:
αα) Να αντιμετωπιστούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων και δράσεων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διακρατικού, διαπεριφερειακού ή διαδημοτικού χαρακτήρα,
αβ) να αντιμετωπιστούν εξαιρετικές πολεοδομικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους,
αγ) να αντιμετωπιστούν πρόσθετες ανάγκες σε κοινωνικό εξοπλισμό,
αδ) να αντιμετωπιστούν εξαιρετικές και απρόβλεπτες ανάγκες και νέα δεδομένα που αφορούν στην εφαρμογή σχεδίων, έργων και προγραμμάτων ή παρεμβάσεων μεγάλης κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας.
αε) να προσαρμοστούν σε νομοθετικές τροποποιήσεις μεταγενέστερες της έγκρισής τους ή σε νέα δεδομένα και κατευθύνσεις χωρικού σχεδιασμού που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Χωροταξικών Πλαισίων καθώς και Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων.
β. Τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια μπορούν να αναθεωρούνται σε κάθε περίπτωση μετά από την πάροδο δέκα (10) ετών από την ημερομηνία, κατά την οποία έγινε η ανάθεση της μελέτης, βάσει της οποίας συντάχθηκαν.
γ. Για την αναθεώρηση και τροποποίηση των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 3.
8. Οι ρυθμίσεις των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων είναι δεσμευτικές για όλα τα εκπονούμενα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια, καθώς και για κάθε ένταξη των περιοχών που καλύπτονται από Ειδικό Χωρικό Σχέδιο σε σχέδιο πόλεως. Κατ’ εξαίρεση, με τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια μπορεί να τροποποιούνται όρια και ρυθμίσεις των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων ύστερα από ειδική αιτιολογία και σύμφωνη γνώμη του φορέα ανάπτυξης ή διοίκησης της περιοχής που έχει ενταχθεί σε Ειδικό Σχέδιο. Στις περιπτώσεις αυτές, το προεδρικό διάταγμα για την έγκριση του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου προτείνεται και από τον καθ’ ύλην αρμόδιο για το τροποποιούμενο Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο Υπουργό.
9. Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αποτελούν επίσης:
α) Οι Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ) του άρθρου 29 του ν. 2545/1997, οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ) του άρθρου 24 του ν. 1650/1986, τα Τοπικά Ρυμοτομικά Σχέδια του άρθρου 26 του ν. 1337/1983.
β) Οι Οργανωμένοι Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων της παρ. 4 του άρθρου 41 του ν. 3982/2011.
γ) Τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (ΕΣΧΑΔΑ) του άρθρου 12 του ν. 3986/2011 (Α’ 152), τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ) του άρθρου 24 του ν. 3894/2010 (Α’ 204).
Για τη χωρική οργάνωση των περιοχών των περ. α’ και β’ εφαρμόζονται οι οικείες για κάθε κατηγορία υποδοχέα διατάξεις, καθώς και η διαδικασία της περ. ε’ της παρ. 1. Για τον σχεδιασμό και τη χωρική οργάνωση των περιοχών της περ. γ’ εφαρμόζεται αποκλειστικά το οικείο θεσμικό τους πλαίσιο. Στις περιπτώσεις των ανωτέρω υποδοχέων των περ. α’ , β’ και γ’ η οριοθέτηση των υδατορεμάτων που εμπίπτουν σε αυτούς, γίνεται με τη διοικητική πράξη έγκρισης εκάστου υποδοχέα, ύστερα από υποβολή φακέλου οριοθέτησης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 4258/2014.».
Ο Δήμος από της εγκρίσεως του Διατάγματος του 1923 περί σχεδίου πόλης έως και τις πιο πρόσφατες διατάξεις είναι διαχρονικά αρμόδιος για τη σύνταξη και την εφαρμογή του σχεδίου πόλης και, για τον λόγο αυτό, γνωμοδοτεί για κάθε τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου. Ως εκ τούτου, ο οικείος Δήμος είναι απαραίτητο να διατυπώνει σε κάθε περίπτωση τη γνώμη του επί του προτεινόμενου με το παρόν σχέδιο νόμου Ρυμοτομικού Σχεδίου Εφαρμογής, είτε αυτό εγκρίνεται με Προεδρικό Διάταγμα μαζί με το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο, ανεξάρτητα από τον φορέα κίνησης της διαδικασίας (Υπουργείο, ΝΠΔΔ, Περιφέρεια ή κύριος της έκτασης), είτε αυτό εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού, κατόπιν έγκρισης ΕΠΣ και τήρηση της διαδικασίας από το ΥΠΕΝ.
Ο νομοθέτης θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι σε περίπτωση που το Ρυμοτομικό Σχέδιο Εφαρμογής εκπονείται από άλλον φορέα ή από τρίτο, υπάρχει το ενδεχόμενο ο Δήμος να μην συμφωνεί με το προτεινόμενο σχέδιο, εν μέρει ή εν όλω, και υπό αυτό το πρίσμα να καθίσταται δυσχερής η αντικειμενική κρίση του Δήμου επί τυχόν ενστάσεων που θα υποβληθούν από τρίτους κατά του σχεδίου.
Επομένως, με τον νέο νόμο θα πρέπει πρωτίστως να διασφαλιστεί σε κάθε περίπτωση η γνώμη του οικείου Δήμου επί του Ρυμοτομικού Σχεδίου Εφαρμογής και να προταθεί άλλος φορέας ή θεσμικό όργανο για τη γνωμοδότηση επί των ενστάσεων κατά τη διαδικασία δημοσιοποίησης του ΡΣΕ.
Προτείνεται, στις περιπτώσεις που ο φορέας κίνησης της διαδικασίας σύνταξης Ρυμοτομικού Σχεδίου Εφαρμογής είναι άλλος από τον Δήμο, οπότε η διαδικασία τηρείται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας, η εξέταση των ενστάσεων επί του ΡΣΕ να γίνεται από το αρμόδιο ΚΕΣΥΠΟΘΑ, κατόπιν σχετικής εισήγησης της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου, δεδομένου ότι η τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας δημοσιοποίησης του Ρυμοτομικού Σχεδίου Εφαρμογής γίνεται βάσει της ήδη διατυπωθείσας γνώμης του ΚΕΣΥΠΟΘΑ επί του ΡΣΕ, κατόπιν σχετικής εισήγησης από την ίδια αρμόδια Υπηρεσία του ΥΠΕΝ.
Γενικά: Έχει γίνει εξομοίωση των ΕΠΣ που είναι ειδικού σκοπού με τα ΤΠΣ που αφορούν συνολικό – προγραμματικό σχεδιασμό σε επίπεδο διοικητικής ενότητας. Φαίνεται ότι τα ΕΠΣ γίνονται σχέδια «πασπαρτού» για την αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων, σε όλες τις κλίμακες.
1.α) Ενώ τα ΠΕΧΠ διατηρούνται ως θεσμός, δεν ορίζονται ρητά ως κατηγορία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ΕΠΣ. Επίσης, δεν τεκμηριώνεται γιατί δεν μπορεί να ακολουθηθεί διαδικασία εκπόνησης ΤΠΣ στην περίπτωση (γ) εφόσον το Υπουργείο μπορεί να κινήσει τη διαδικασία σύνταξης ΤΠΣ (βλ. άρθρο 10, παρ. 6.α).
δ) Τα ΕΠΣ μπορούν να τροποποιούν τα ΤΠΣ χωρίς να προβλέπεται η αιτιολόγηση/τεκμηρίωση που προβλεπόταν στον ν.4269/2014, ενώ τα ΕΠΣ τροποποιούνται κατ’ εξαίρεση από τα ΤΠΣ.
Άρθρο 11 – Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια
Απαιτείται στο πλαίσιο του ΣΝ, η περιγραφή της διαδικασίας για τον κατ’ εξαίρεση προσδιορισμό των υποδομών, μέτρων και όρων για την οργανική ενσωμάτωση της περιοχής επέμβασης στην ευρύτερη περιοχή, καθώς και της διαδικασίας που τα ΕΠΣ θα τροποποιούν τα ΤΠΣ με άμεση ισχύ.
Χρειάζεται επίσης να διευκρινιστεί κατά πόσο θα είναι εφικτό το αντίστροφο (βλ. παρ 8 -σύμφωνη γνώμη του φορέα).
Δεδομένου ότι τα ΕΠΣ αποτελούν χωροταξικά «εργαλεία» με τα οποία δύναται, κατόπιν τεκμηρίωσης, να τροποποιηθούν χωρικές ρυθμίσεις, ώστε να καταστεί η περιοχή επέμβασης κατάλληλη είτε για τη δημιουργία οργανωμένων υποδοχέων δραστηριοτήτων ή για την πραγματοποίηση των προγραμμάτων και παρεμβάσεων υπερτοπικής κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας, για την διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών για την κάλυψη της παραγωγικής και επιχειρηματικής ανάπτυξης για έργα, είναι απαραίτητο να επιτραπεί και να διευκρινιστεί ρητώς ότι μέσω των ΕΠΣ υπάρχει η δυνατότητα παρέκκλισης από τους ισχύοντες όρους και περιορισμούς δόμησης. Με την εν λόγω διευκρίνιση θα ενισχυθούν, κατά την διαβίβαση των αποφάσεων ΕΠΣ στο ΣτΕ για έλεγχο και έγκριση πριν την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος ΕΠΣ, οι προτεινόμενες σχετικές παρεκκλίσεις.
Περαιτέρω, κρίνεται απαραίτητο να αποσαφηνιστεί η πρόβλεψη της παρ.11., σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του οικείου θεσμικού πλαισίου για κάθε κατηγορία Οργανωμένου Υποδοχέα, τα οποία αποτελούν ταυτόχρονα και ΕΠΣ. Ειδικώς για περιπτώσεις ΟΥΜΕΔ του Ν.3982/2011, έχει διαπιστωθεί ότι η εν λόγω αναφορά δημιουργεί ζητήματα ερμηνείας από τις αρμόδιες υπηρεσίες, όταν χρειάστηκε η προέγκριση ΕΠΣ και εν συνεχεία η εφαρμογή των διατάξεων του Ν.3982/2011 για την έκδοση της εγκριτικής απόφασης του Αρθ.47 του Ν.3982/2011. Προτείνεται να αναφερθεί ότι για περιπτώσεις ΟΥΜΕΔ του Ν.3982/2011 όπου απαιτείται έγκριση τροποποίησης όρων και περιορισμών δόμησης, χρήσεων γης, και οποιαδήποτε άλλης πολεοδομικής ρύθμισης σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ.9β/Αρθ.8 και στην παρ. 1./Αρθ.8 του Ν.4447/2016, τηρούνται οι προβλεπόμενες διαδικασίες αποκλειστικά μέχρι την έκδοση της προέγκρισης του ΕΠΣ και ακολούθως εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες διαδικασίες του Αρθ.47 του Ν.3982/2011 για την έκδοση της απόφασης έγκρισης ανάπτυξης Επιχειρηματικού Πάρκου.
Αιτιολόγηση προτάσεων που κάναμε σε προγενέστερο σχολιασμό μας.
Είναι ένα άρθρο οι ρυθμίσεις του οποίου μπορούν να «ξεμπλοκάρουν» αγκυλώσεις που προκύπτουν από τη χρονοβόρα, πολυδαίδαλη και εν πολλοίς αναποτελεσματική διαδικασία των χωρικών ρυθμίσεων, ανεξαρτήτως καλών προθέσεων. Έχει πεδίο εφαρμογής κυρίως σε αναπτυξιακά προγράμματα δημοσίων φορέων ή ιδιωτών που απαιτούν πρότερη διαδικασία χωροθέτησης, δίχως να απαιτείται η σύνταξη ολόκληρου σχεδίου (ΓΠΣ – ΣΧΟΟΑΠ ή Τοπικού Πολεοδομικού Σχεδίου) που πολλές φορές επιφέρουν πολύ μεγάλες καθυστερήσεις εις βάρος οποιασδήποτε ιδιωτικής πρωτοβουλίας αφού η εκπόνηση του ευρύτερου πλαισίου που περιλαμβάνει τη χωροθέτηση μπορεί να διαρκέσει και δεκαετίες όπως προειπώθηκε ακόμη και αν υπάρχουν οι καλύτερες των προθέσεων. Κλασική περίπτωση οι Περιοχές Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης (ΠΕΡΠΟ) ένα σύγχρονο «εργαλείο» πολεοδομικού σχεδιασμού κυρίως με ιδιωτικά μέσα που δεν επιφέρει ουδεμία επιβάρυνση στο Δήμο ή στο κράτος. Η απαιτούμενη διαδικασία χωροθέτησης τέτοιων ζωνών μέσα από ΓΠΣ – ΣΧΟΟΑΠ ή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο μέσω των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων, απαιτεί βούληση του οικείου Δήμου να συντάξει τον ευρύτερο σχεδιασμό (ο οποίος τις περισσότερες φορές ακυρώνεται λόγω πολλών παραγόντων που στο μεταξύ υπεισέρχονται) αλλά και πολύ χρόνο. Τόσο στην Περιφέρειά μας όσο και σε επίπεδο χώρας, υπάρχουν ιδιωτικοί φορείς που περιμένουν δεκαετίες για να πολεοδομήσουν την έκτασή τους σαν ζώνη ΠΕΡΠΟ λόγω των αγκυλώσεων που προαναφέραμε.
Στην παρ. 2.α. του παρόντος άρθρου προβλέπεται ότι για τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι περ. α’ έως δ’ της παρ. 3 του άρθρου 7, στις οποίες φαίνεται ότι συμπεριλαμβάνονται και οι ζώνες ΠΕΡΠΟ. Οι ζώνες αυτές όπως προαναφέραμε είναι ένα σύγχρονο εργαλείο πολεοδομικού που δεν επιφέρει επιβάρυνση στο κράτος. Θα ήταν επομένως κρίσιμο αν δινόταν η δυνατότητα στον ίδιο το φορέα της προς πολεοδόμηση έκτασης να κινήσει την κατά νόμο διαδικασία μέσω του παρόντος άρθρου με πεδίο αναφοράς την έκταση προς πολεοδόμηση. Κατόπιν αυτών και επειδή οι γενικεύσεις συνήθως δημιουργούν παρερμηνείες, θεωρούμε ότι πρέπει να αναφερθεί ρητά στο παρόν άρθρο ότι οι ζώνες ΠΕΡΠΟ αποτελούν αντικείμενο των Ειδικών Πολεοδομικών Πλαισίων, όπως ρητά προβλέπεται για άλλες κατηγορίες χρήσεων στην παρ. 9. Η ρύθμιση αυτή είναι κρίσιμη και θα αποτρέψει κυκεώνα ερωτημάτων που θα προκύψουν κατά την εφαρμογή του Νόμου.
Στην παρ. 9Α του άρθρου αυτού, προβλέπεται ότι τα «τοπικά ρυμοτομικά σχέδια» κατά την έννοια των διατάξεων του αρθ. 26 του Ν 1337/83 θεσμοθετούνται σαν Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια με τις ειδικές όμως διαδικασίες που τα διέπουν. Τα σχέδια αυτά χωροθετούν και προσδιορίζουν όρους δόμησης σε εκτός σχεδίου περιοχές για την ανέγερση κτιρίων δημόσιων και δημοτικών σκοπών και γενικά κτιρίων κοινής ωφέλειας. Αποτελούν ένα κρίσιμο «εργαλείο» στα χέρια κυρίως των Δήμων και μια «απλουστευμένη» διαδικασία σχεδιασμού για τη χωροθέτηση και ανέγερση κτιρίων σχολικών μονάδων κλπ.
Η διαδικασία θεσμοθέτησης των σχεδίων αυτών πέρασε όλα τα στάδια. Από τους κρατικούς Νομάρχες, τους Γ.Γ. Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και νυν Συντονιστές, τους Υπουργούς ΠΕΧΩΔΕ για να καταλήξουν σήμερα να θεσμοθετούνται με Π.Δγμα. Η έκδοση του Π.Δγματος αυτού απαιτεί χρόνο δυσανάλογο του επιδιωκόμενου σκοπού. Μπορεί να περάσει και ολόκληρη θητεία μιας Δημοτικής Αρχής και το Δγμα να μην έχει εκδοθεί ακυρώνοντας στην ουσία τον προγραμματισμό των αντίστοιχων Δήμων. Παράλληλα, οι Περιφερειάρχες της χώρας, συμμετέχουν μόνο «γνωμοδοτικά» ή «εισηγητικά» στη διαδικασία αυτή όπως εξ΄αλλου και οι Δήμοι, σε αντίθεση με τα τεκταινόμενα εδώ και δεκαετίες στην Ε.Ε. όπου ο σχεδιασμός αυτού του είδους αποτελεί κλασική αρμοδιότητα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και μάλιστα του Α’ Βαθμού. Όπως προαναφέραμε, η κλασική επωδός για τη μη εκχώρηση αρμοδιοτήτων χωρικών ρυθμίσεων στην Τ.Α. Α’ και Β’ βαθμού είναι ότι κάτι τέτοιο προσκρούσει στο αρθ 24 του Συντάγματος. Στην ουσία όμως πρόκειται για «νομολογίες» που οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση διότι πέραν του αρθ. 24 που αναφέρει ότι ο χωρικός σχεδιασμός ανήκει στη ρυθμιστική αρμοδιότητα του κράτους, υπάρχει και το αρθ. 102 που αναφέρει ότι με Νόμο μπορούν να εκχωρούνται «κρατικές» αρμοδιότητες στην Τ.Α. Θεωρούμε ότι η σύνταξη και θεσμοθέτηση ενός τοπικού ρυμοτομικού αποτελεί εντοπισμένη ρύθμιση μικρής έκτασης και επομένως τοπικό θέμα, η αρμοδιότητα του οποίου θα μπορούσε να μεταφερθεί στους Περιφερειάρχες της χώρας. Με τον τρόπο αυτό θα λύνονταν πολλά προβλήματα (κυρίως από πλευράς χρόνου) των Δήμων που επιθυμούν να δημιουργήσουν κοινωνικές υποδομές (σχολεία κλπ) σε εκτός σχεδίου περιοχές μέχρι την ολοκλήρωση του χωρικού τους σχεδιασμού που μέχρι στιγμής παραμένει σε επίπεδα ευχών.
Προτείνουμε επομένως η θεσμοθέτηση των «τοπικών ρυμοτομικών σχεδίων» να γίνεται με Απόφαση Περιφερειάρχη κατόπιν γνώμης του οικείου ΣΥΠΟΘΑ, ή σαν δεύτερη επιλογή με απόφαση Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης όπως ήταν πριν γίνει με Π.Δγμα.
Επαναλαμβάνουμε ότι μια τέτοια ρύθμιση θα επιδράσει θετικά στη ζητούμενη αποκέντρωση και στον προγραμματισμό των Δήμων.
Ο νόμος 4062/2012 καθιερώνει ειδική διαδικασία για την έγκριση της ανάπτυξης του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγ. Κοσμά, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης. Επομένως, το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγ. Κοσμά αποτελεί ένα ειδικό πολεοδομικό εργαλείο, το οποίο διέπεται από ειδικό νομοθετικό καθεστώς. Με δεδομένα τα παραπάνω, κρίνεται σκόπιμη η ένταξη του ΣΟΑ στην κατάταξη των επιπέδων πολεοδομικού σχεδιασμού του ολοκληρωμένου συστήματος του ν.4447/2016, το οποίο επικαιροποιείται με το ΣχΝ. Ειδικότερα, προτείνεται να ενταχθεί στα Ειδικά Πολεοδομικά σχέδια με την προσθήκη στην παράγραφο 9 του άρθρου 8 του ν.4447/2016 υποπερίπτωσης (δ) ως εξής:
δ) Το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγ. Κοσμά, όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 2 του ν.4062/2012.
• Να αναφερθεί ρητά ότι οι ζώνες ΠΕΡΠΟ αποτελούν αντικείμενο και των Ειδικών Πολεοδομικών Πλαισίων.
• Να γίνει ειδική αναφορά στα «τοπικά ρυμοτομικά σχέδια» ότι ο σχεδιασμός αυτός διέπεται από ίδιο θεσμικό πλαίσιο τη διαδικασία του οποίου μπορούν να κινούν οι φορείς Α βάθμιας και Β βάθμιας Αυτοδιοίκησης και η θεσμοθέτησή τους γίνεται με Απόφαση Περιφερειάρχη κατόπιν γνώμης του οικείου ΣΥΠΟΘΑ. Να εξαιρεθεί δηλαδή ο σχεδιασμός αυτός από τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου και να αποτελέσει κατ΄εξαίρεση ειδική διαδικασία.
Το εργαλείο των ΕΠΣ διατηρεί τον προβληματικό του χαρακτήρα, τον οποίο είχαμε σχολιάσει κατά τη διαβούλευση τόσο του ν. 4269/2014 όσο και του ν. 4447/2016.
Για το παρόν νομοσχέδιο, πρέπει να επισημανθούν, πάλι, πέντε σημεία:
(α) Η δυνατότητα των ΕΠΣ να τροποποιούν τα εγκεκριμένα ΤΠΣ (καθώς και κάθε ανάλογο πολεοδομικό σχέδιο αλλά και τις ΖΟΕ) – εργαλεία δηλαδή που συνεκτιμούν τις ανάγκες βιώσιμης ανάπτυξης ευρύτερων γεωγραφικών ενοτήτων. Συγχρόνως απαλείφεται η υποχρέωση για τα ΕΠΣ να «λαμβάνουν υπόψη τις κατευθύνσεις των εγκεκριμένων Τοπικών Χωρικών Σχεδίων και Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου» [άρθρο 8, παρ. 4(β) ν.4447/2016]. Για οποιονδήποτε χωροταξικό λόγο μπορεί να φανταστεί κανείς, τα ΤΠΣ θα έπρεπε να είναι υψηλότερα στην ιεραρχία. Πρόκειται για χωροταξία με χαριστικές ρυθμίσεις υπέρ συγκεκριμένων φορέων, και μάλιστα όχι δημόσιου συμφέροντος.
(β) Ακόμα χειρότερα, το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα των ΕΠΣ να προσδιορίζουν υποδομές, μέτρα και όρους εκτός της περιοχής επέμβασης (εντός της λεγόμενης «ζώνης άμεσης επιρροής») [παρ. 1(γ)]. Η ιδέα ότι ένας ΠΟΤΑ ή ένα ΕΣΧΑΣΕ μπορεί να καθορίζει μέτρα και όρους και εκτός των ορίων του, καταργώντας όχι μόνο τα ΤΠΣ, αλλά και άλλα ειδικά καθεστώτα ίδιου ή χαμηλότερου επιπέδου, είναι εξωφρενική: για ποιον λόγο, ακριβώς, μία προστατευόμενη περιοχή, ένας αρχαιολογικός χώρος, μία ζώνη ελεγχόμενης ανάπτυξης ή ένας διατηρητέος οικισμός δεν έχει τη δυνατότητα αυτή, και πρέπει να την έχει το ΕΠΣ; Η περίπτωση να περιλαμβάνονται στην «ζώνη άμεσης επέμβασης» ευαίσθητες περιοχές, ακόμα και παράκτια ύδατα ή ΠΕΚ, που θα ρυθμίζονται πλέον από το ΕΠΣ, δεν φαίνεται να έχει ληφθεί υπόψη. Ζητούμε τη διαγραφή των αναφορών σε ζώνες άμεσης επέμβασης. Οι ζώνες άμεσης επέμβασης πρέπει να είναι μέρος του ΕΠΣ, ή ας ενταχθούν τόσο οι περιοχές επέμβασης όσο και οι ζώνες επιρροής σε ένα ευρύτερο εργαλείο.
(γ) Η διαδικασία προέγκρισης ΕΠΣ αντιτίθεται στο ενωσιακό δίκαιο. Κατά το άρθ. 4 παρ. 1 της οδηγίας 2001/42, «η εκτίµηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 3 πραγµατοποιείται κατά την εκπόνηση ενός σχεδίου ή προγράµµατος και πριν από την έγκρισή του ή την έναρξη της σχετικής νοµοθετικής διαδικασίας» [πρβλ., επίσης, τα άρθ. 6 παρ. 2 και 8 της ίδιας οδηγίας]. Το γεγονός ότι «η απόφαση προέγκρισης κρίνει αποκλειστικά την καταρχήν δυνατότητα χωροθέτησης του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου και δεν εξετάζει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι οποίες θα κριθούν στο στάδιο της οριστικής έγκρισης αυτού» δεν ασκεί καμία επιρροή: η «καταρχήν δυνατότητα» δεν είναι ανεξάρτητη, και δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αυτή ακριβώς είναι η ουσία της οδηγίας 2001/42. Είναι επίσης σαφές ότι, με τις αλλαγές που εισάγει το νομοσχέδιο (και ορισμένοι προηγούμενοι νόμοι), το ΕΠΣ δεν είναι μέρος ενός ιεραρχημένου συνόλου – εκτός από την μάλλον απίθανη περίπτωση που υπάρχει κάποια γενική πρόβλεψη σε ένα μελλοντικό ΠΧΠ (οπότε, θα πρέπει να εκτιμηθούν περιβαλλοντικά τα στοιχεία εκείνα του που δεν έχουν εκτιμηθεί σε επίπεδο ΠΧΠ – πρβλ. άρθ. 5 παρ. 2 και παρ. 3 της οδηγίας 2001/42). Άλλωστε, το νομοσχέδιο προβλέπει ρητά ότι η απόφαση προέγκρισης μπορεί να προβλέπει ανάμιξη των γενικών χρήσεων – μία απόφαση με σαφείς, και ιδιαίτερα εκτεταμένες, περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Εδώ, επιβάλλεται μία γενικότερη παρατήρηση: υπάρχει εκτενής νομολογία για την οδηγία 2001/42, τόσο από τα εθνικά, όσο και από τα ενωσιακά δικαστήρια: κατά συνέπεια, δεν είναι εύστοχη η χρήση γλωσσικών ακροβασιών για να αποφευχθούν οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το νομικό πλαίσιο για τις ΣΜΠΕ. Αν μη τι άλλο, έτσι ενισχύεται η πιθανότητα δικαστικών διενέξεων και ανατροπών, που ενδέχεται να εμποδίσουν την υλοποίηση του νομοσχεδίου.
(δ) Απαλείφεται η προϋπόθεση της ιδιότητας του δημόσιου ή δημοτικού επισπεύδοντα φορέα για τη δυνατότητα αναστολής χορήγησης οικοδομικών αδειών κατά τη διαδικασία εκπόνησης του ΕΠΣ (άρθρο 10 ν.4447/2016).
(ε) Είναι προβληματική η δυνατότητα των ΕΠΣ για καθορισμό Ζωνών Υποδοχής Συντελεστή Δόμησης (ΖΥΣ) [τροποπ. παρ. 1(β)]. Σύμφωνα με την επιστημονική πρακτική, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις και το περιεχόμενο της οικείας ΣΜΠΕ (άρθ. 57 του νομοσχεδίου), ο καθορισμός των ΖΥΣ οφείλει να αποτελεί αντικείμενο μελέτης με ευρύτερο πεδίο εφαρμογής και θεματικά αντικείμενα σε σχέση με αυτήν ενός ΕΠΣ. Προτείνεται είτε η κατάργηση της εν λόγω δυνατότητας, είτε η εισαγωγή της προϋπόθεσης οι ΖΥΣ να προσδιορίζονται από άλλα εργαλεία (τα ΤΠΣ ή τις ειδικές πολεοδομικές μελέτες ΖΥΣ).
Πλέον, με την ενίσχυση του περιεχομένου των ΤΠΣ, την εξειδίκευση της χωρικής κλίμακας εφαρμογής (δημοτική ενότητα), αλλά και με την επιχειρούμενη συντόμευση των διαδικασιών κατάρτισης και έγκρισης των ΤΠΣ (άρθρο 10), εκλείπει ο κύριος λόγος ύπαρξης των ΕΠΣ: με άλλα λόγια, η ανάγκη ενός πιο γρήγορου και εστιασμένου εργαλείου πολεοδομικών ρυθμίσεων έναντι των «δυσκίνητων» πολεοδομικών σχεδίων. Επομένως, λείπει πλέον η σκοπιμότητα των ΕΠΣ, και γι’ αυτόν τον επιπλέον λόγο προτείνεται η απόσυρση των ΕΠΣ ως εργαλείου πολεοδομικού σχεδιασμού ή η ριζική αναθεώρησή τους.
Το Άρθρο 11 του νομοσχεδίου Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια – Τροποποίηση του άρ-θρο 8 του ν. 4447/2016 σχολιάζουμε, ως ακολούθως,
Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια μπορεί να εκπονηθούν σε οποιαδήποτε περιοχή επέμβασης, επομένως και τοπική.
Ακόλουθα, επαναλαμβάνεται και εδώ η αναγκαιότητα αποκατάστασης των αρμοδιοτήτων των Δήμων, όπως τεκμηριώθηκε και σε σχόλιά μας σε άλλα άρθρα του νομοσχεδίου.
Χαρακτηριστικό Παράδειγμα είναι οι Προστατευόμενες Περιοχές. Όπως στην περίπτωση του Δήμου Ιεράπετρας.
Οι νέες δυνατότητες και περιορισμοί που εισήγαγε ο ν. 4685 σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη και την εδαφική συνοχή επιβάλλουν να εξαρτάται η έγκριση των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων,
• από τη σύμφωνη Γνώμη του Δήμου και απλή γνώμη των τοπικών κοινοτήτων τους,
• αλλά και από τη Γνώμη των Μονάδων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών
που επηρεάζονται από την Ειδική Πολεοδομική Σχεδίαση.
Η παρ. 11 δεν είναι πλήρως κατανοητή και ενδέχεται να υπάρξουν προβλήματα κατά την έγκριση των σχεδίων των υποδοχέων που αναφέρονται ή σε περίπτωση προσφυγής στο ΣΤΕ. Αναφέρεται ότι για κάθε κατηγορία υποδοχέα εφαρμόζεται το οικείο θεσμικό τους πλαίσιο, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι τα Επιχειρηματικά Πάρκα εγκρίνονται με ΚΥΑ, ενώ τα ΕΠΣ εγκρίνονται με Π.Δ, ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα, καθώς μια διαδικασία δημιουργίας ενός υποδοχέα μπορεί να ξεκινήσει με ΕΠΣ και να ολοκληρωθεί με ΕΠ. Για το λόγο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να αναφέρεται ρητώς ότι στις περιπτώσεις των υποδοχέων αυτών ακολουθείται η διαδικασία προέγκρισης ΕΠΣ για την τροποποίηση των χρήσεων γης και στη συνέχεια εφαρμόζεται το οικείο θεσμικό τους πλαίσιο. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ορισμένες εφαρμοστικές ΚΥΑ για κάποιες κατηγορίες υποδοχέων δεν επιτρέπουν την ίδρυση τους σε ‘αρνητικές’ χρήσεις γης, κάτι που καθιστά επιτακτική την παραπάνω διάταξη.
Τα ΕΠΣ είναι ένα καινοτόμο και ευέλικτο εργαλείο με στόχο τη δυνατότητα δημιουργίας υποδοχέων σχεδίων, έργων και προγραμμάτων υπερτοπικής κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας, για τις οποίες απαιτείται ειδική ρύθμιση των χρήσεων γης και των λοιπών όρων ανάπτυξής του. Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται αναγκαίο να υπάρχει πρόβλεψη με ρητή διάταξη που να επιτρέπει τις παρεκκλίσεις από το ΝΟΚ ή από το καθεστώς της εκτός σχεδίου δόμησης που είναι απαραίτητες για την υλοποίηση εξαιρετικά σημαντικών έργων, προγραμμάτων ή σχεδίων, πάντα με πλήρη και επιστημονική τεκμηρίωση. Για να αποφευχθούν υπερβολικές απαιτήσεις, κρίνεται σκόπιμο να τεθεί όριο στον αριθμό των παρεκκλίσεων για κάθε έργο (για παράδειγμα να μην υπερβαίνει τις δύο σε σε αριθμό παρεκκλίσεις από τους όρους και περιορισμούς δόμησης που ισχύουν με βάση τις κείμενες διατάξεις). Για παράδειγμα για την υλοποίηση έργων υπερτοπικής εμβέλειας, π.χ. μουσείου, μπορεί να απαιτείται ανάλογα με τον χαρακτήρα του πολύ μεγάλο ύψος για να λειτουργεί ως τοπόσημο στην περιοχή. Αλλά και πολύ μεγάλης κλίμακας επενδύσεις εξαιρετικά σημαντικές για την εθνική οικονομία να δίνεται η δυνατότητα παρέκκλισης από ορισμένους όρους δόμησης με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητάς τους και την ανταγωνιστικότητά τους στο διεθνές επίπεδο.
Εκ του πρωτοτύπου υποβληθέντος στο Δήμο Αθηναίων με αρ. πρωτ. 121925/4.6.2020
Απαγόρευση χρήσης καταστημάτων επι της οδού Αρδηττού (κεντρικός οδικός άξονας) στη περιοχή ΜΕΤΣ
Επί της οδού Αρδήττου υπάρχει ένα ιδιαίτερο καθεστώς: ειδικά τα ισόγεια καταστήματα με πρόσοψη επί της Αρδηττού έχουν απαγόρευση όλων των χρήσεων εκτός από κατοικία -κατ’εξαίρεση γραφεία με περιορισμούς-, κατά τα οριζόμενα του ΠΔ 1150δ/93. Το παράδοξο είναι ότι οι εν λόγω ιδιοκτησίες μας έχουν κατασκευαστεί και σχεδιαστεί ως καταστήματα (άδειες οικοδομής και σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών) πολύ πριν την δημοσίευση του εν λόγω ΠΔ.
Με την εφαρμογή των χρήσεων γης στη περιοχή, όποιο κατάστημα παύσει την λειτουργία του (λήξη μίσθωσης, κλείσιμο επιχείρησης, συνταξιοδότησης, αλλαγή επιχειρηματικής δραστηριότητας) δεν μπορεί να ξαναλειτουργήσει νόμιμα ως κατάστημα. Παρότι ως ιδιοκτήτες ακινήτων επιβαρυνόμαστε όπως όλοι oi Έλληνες φορολογούμενοι, με ΈΝΦΙΑ, δημοτικά τέλη, ΤΑΠ κλπ., δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα ακίνητα μας.
Για τον λόγο αυτό ζητάμε την τροποποίηση του εν λόγω διατάγματος ώστε να επιτρέπει χρήσεις συμβατές με καταστήματα, όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη περιοχή, προκειμένου να αξιοποιήσουμε τα ακίνητα μας, και κατ’ επέκταση να συμβάλλουμε στην οικονομική ανάπτυξη του κέντρου της πόλης.
Ακολουθούν δώδεκα υπογραφές ιδιοκτητών