Άρθρο 02 – Ορισμοί – Τροποποίηση του άρθρου 1 του ν. 4447/2016

1. Το άρθρο 1 του ν. 4447/2016 (Α’ 241) αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 1
Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) βιώσιμη ανάπτυξη: η ανάπτυξη που συνθέτει και σταθμίζει κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς στόχους με σκοπό την:
αα) επίτευξη διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης με τη δημιουργία ισχυρής παραγωγικής βάσης και έμφαση στην καινοτομία και την αύξηση της απασχόλησης,
ββ) εδαφική και κοινωνική συνοχή, δίκαιη κατανομή πόρων και άρση των αποκλεισμών,
γγ) προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας, του τοπίου και την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων.
β) βιώσιμη χωρική ανάπτυξη: οι χωρικές, εδαφικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και αυτές που σχετίζονται με την ορθολογική οργάνωση του χώρου.
γ) σύστημα χωρικού σχεδιασμού: το κυρίως σύστημα χωρικού σχεδιασμού περιλαμβάνει το σύνολο των χωροταξικών πλαισίων και πολεοδομικών σχεδίων που περιγράφονται στις διατάξεις του παρόντος και στη λοιπή κείμενη νομοθεσία, όπως αυτά διαρθρώνονται συστηματικά και ιεραρχούνται σε επίπεδα, με βάση τη γεωγραφική κλίμακα στην οποία αναφέρονται, την αποστολή και το περιεχόμενό τους. Το ευρύτερο σύστημα χωρικού σχεδιασμού περιλαμβάνει το σύνολο των νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
δ) χωροταξικός σχεδιασμός: ο χωρικός σχεδιασμός που εκπονείται σε εθνική ή περιφερειακή κλίμακα, με τη μορφή πλαισίων, με τα οποία τίθενται οι μεσοπρόθεσμοι ή και μακροπρόθεσμοι στόχοι της ανάπτυξης και οργάνωσης του χώρου, καθώς και οι κατευθύνσεις και οι αναγκαίες, όπου απαιτείται, ρυθμίσεις, για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών ασκήσεως παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των προστατευόμενων περιοχών. Ο χωροταξικός σχεδιασμός είναι κυρίως στρατηγικού χαρακτήρα και περιλαμβάνει κατευθύνσεις και, όπου απαιτείται, ρυθμίσεις.
ε) πολεοδομικός σχεδιασμός: ο χωρικός σχεδιασμός με τον οποίο τίθενται, μέσω σχεδίων, κανόνες και όροι για τη χρήση, τη δόμηση και την εν γένει εκμετάλλευση του εδάφους στον αστικό χώρο και την ύπαιθρο και περιλαμβάνει κυρίως ρυθμίσεις.
στ) κατεύθυνση (χωρικού σχεδιασμού): κατευθυντήρια πρόβλεψη ενός πλαισίου ή σχεδίου, με την οποία επιδιώκεται η επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος και η οποία δεσμεύει, στον βαθμό και με τον τρόπο που η ίδια προσδιορίζει, τον υποκείμενο χωρικό σχεδιασμό, τις αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων και τη χωροθέτηση και αδειοδότηση παραγωγικών δραστηριοτήτων. Τα αρμόδια για τον σχεδιασμό, τις εγκρίσεις και αδειοδοτήσεις όργανα οφείλουν να ακολουθούν τις κατευθύνσεις. Ο βαθμός δεσμευτικότητας μιας κατεύθυνσης είναι συνάρτηση της σαφήνειας και της κανονιστικής της πυκνότητας και διαβαθμίζεται ως εξής: (αα) υποχρέωση πλήρους ευθυγράμμισης (συμμόρφωσης), (ββ) υποχρέωση μη αντίθεσης (συμβατότητας), (γγ) υποχρέωση λήψης υπόψιν αυτής από τα υποκείμενα σχέδια και όργανα χωρίς να είναι υποχρεωτική η ευθυγράμμιση ή η μη αντίθεση. Ο χαρακτήρας κάθε κατεύθυνσης, από την άποψη της δεσμευτικότητάς της, προσδιορίζεται από το κατά περίπτωση πλαίσιο ή σχέδιο, το οποίο μπορεί να προσδιορίζει και όρια ή κριτήρια για τη δυνατότητα του υποκείμενου σχεδιασμού να τροποποιήσει, συμπληρώσει ή εξειδικεύσει μια κατεύθυνση.
ζ) ρύθμιση (χωρικού σχεδιασμού): πρόβλεψη ενός πλαισίου ή σχεδίου που είναι δεσμευτική και αμέσως εφαρμοστέα, χωρίς να χρήζει περαιτέρω εξειδίκευσης.
η) εξειδίκευση μιας κατεύθυνσης ή ρύθμισης: αναλυτικότερη διατύπωση μιας κατεύθυνσης ή ρύθμισης του υπερκείμενου σχεδιασμού από τον υποκείμενο σχεδιασμό, που μπορεί να περιλαμβάνει και διαφοροποίηση ορίων ζωνών ή περιοχών που έχουν καθοριστεί από τον υπερκείμενο σχεδιασμό.
θ) συμπλήρωση μιας κατεύθυνσης ή ρύθμισης: προσθήκη νέων στοιχείων σε μια κατεύθυνση ή ρύθμιση του υπερκείμενου σχεδιασμού από τον υποκείμενο σχεδιασμό, που δεν έρχονται σε αντίθεση με τον πυρήνα της.
ι) τροποποίηση μιας κατεύθυνσης ή ρύθμισης: αλλαγή ή αφαίρεση μη βασικών στοιχείων μιας κατεύθυνσης ή ρύθμισης του υπερκείμενου σχεδιασμού από τον υποκείμενο σχεδιασμό, που δεν έρχονται σε αντίθεση με τον πυρήνα της.
ια) αναθεώρηση ενός πλαισίου ή σχεδίου: η αντικατάσταση ενός πλαισίου ή σχεδίου στο σύνολό του.
ιβ) ανάδραση από υποκείμενο προς υπερκείμενο πλαίσιο ή σχέδιο: πρόταση για εξειδίκευση, συμπλήρωση, τροποποίηση ή άλλη αλλαγή ισχύουσας κατεύθυνσης ή ρύθμισης του υπερκείμενου πλαισίου ή σχεδίου. Οι προτάσεις ανάδρασης δεν έχουν δεσμευτικό περιεχόμενο και η τυχόν υιοθέτησή τους είναι στη διακριτική ευχέρεια του υπερκείμενου πλαισίου ή σχεδίου.
ιγ) οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων: οι περιοχές που αναπτύσσονται βάσει ολοκληρωμένου σχεδιασμού, προκειμένου να λειτουργήσουν κατά κύρια ή αποκλειστική χρήση ως οργανωμένοι χώροι ανάπτυξης παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Ως οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων νοούνται ιδίως οι Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ) του άρθρου 29 του ν. 2545/1997(Α’ 254), οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ) του άρθρου 24 του ν. 1650/1986 (Α’ 160), οι Οργανωμένοι Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων της παρ. 4 του άρθρου 41 του ν. 3982/2011 (Α’ 143), τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (ΕΣΧΑΔΑ) του άρθρου 12 του ν. 3986/2011 (Α’ 152) και τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ) του άρθρου 24 του ν. 3894/2010 (Α’ 204).
ιδ) οργανωμένες μορφές ανάπτυξης: οι οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων της περ. ιγ) και τα Σύνθετα Τουριστικά Καταλύματα του άρθρου 8 του ν. 4002/2011 (Α’ 180).».

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 13:41 | Ειρήνη Τσακιροπούλου, Θύμιος Δημόπουλος, Γιώργος Δημητρόπουλος, Ήβη Νανοπούλου (εκ μέρους του γραφείου Θύμιος Παπαγιάννης και Συνεργάτες ΑΕΜ)

    1.στ) Ορίζεται η κατεύθυνση (χωρικού σχεδιασμού) βάσει 3 βαθμών δεσμευτικότητας. Από αυτούς ο (γγ) δεν απαιτεί καμία συμμόρφωση και ως εκ τούτου δεν αποτελεί ουσιαστικά κατεύθυνση.

  • Άρθρο 2 – Ορισμοί

    Για μία σειρά εννοιών που αναφέρονται στο ΣΝ και αφορούν σε διαδικασίες της διοίκησης για τον σχεδιασμό του χώρου και τη χωροθέτηση εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων, απαιτείται να υπάρχουν ξεκάθαροι ορισμοί στο σχετικό άρθρο προκειμένου να αποφεύγεται η κατά το δοκούν ερμηνεία τους από τις αρμόδιες και συναρμόδιες υπηρεσίες, τους μελετητές, τους φορείς υλοποίησης επενδύσεων και τους λοιπούς εμπλεκόμενους φορείς. Εναλλακτικά στις αντίστοιχες ενότητες είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται έννοιες που έχουν συγκεκριμένο, σαφή ορισμό και χαρακτηριστικά με βάση την ισχύουσα νομοθεσία. Τέτοιες έννοιες που χρίζουν ορισμού και εξειδίκευση είναι: επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, όριο κορεσμού περιοχής, αλλαγές ήσσονος σημασίας, όριο κορεσμού περιοχής, φέρουσα ικανότητα.
    Ειδικότερα θα πρέπει να τονισθεί για τη Φέρουσα Ικανότητα, η πάγια θέση του ΣΕΤΕ (που εναρμονίζεται με την θέση του Μεσογειακού Προγράμματος Δράσης των Ηνωμένων Εθνών) ότι αυτή δεν αποτελεί απόλυτο όριο/ αριθμητικό μέγεθος αλλά αντίθετα εργαλείο διαχείρισης για την προστασία και ανάδειξη περιοχών ιδιαίτερης αξίας – είτε περιβαλλοντικής είτε πολιτισμικής – το μέγεθος του οποίου μπορεί να μεταβάλλεται χρονικά ανάλογα με τις τεχνολογικές ή άλλες, εξελίξεις.
    Σε κάθε περίπτωση η φέρουσα ικανότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα μεταβλητό κριτήριο σε επίπεδο Τοπικού Πολεοδομικού Σχεδιασμού και όχι Περιφερειακού.

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 12:21 | ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού

    Στο άρθρο 2 του σ/ν εντάσσεται η «εδαφική και κοινωνική συνοχή, δίκαιη κατανομή πόρων και άρση αποκλεισμών» στους σκοπούς της «βιώσιμης ανάπτυξης» (σημ.β.β) Η ίδια ακριβώς αναφορά γίνεται και στο άρθρο 1 του Ν. 4447/2016 που τώρα αντικαθίσταται. Θα ήταν σκόπιμο να εξειδικευτούν οι αναφορές σε εδαφική συνοχή κλπ.
    Παρατίθεται σωρεία ορισμών που περιλαμβάνονται, σε μεγάλο βαθμό, σε νόμους και μάλιστα πρόσφατους. Η διαφοροποίηση φραστικών διατυπώσεων, μάλλον περιπλέκει το σύστημα, όταν μάλιστα υπάρχουν ορισμοί που έχουν καθιερωθεί στη μακρά πορεία του σχεδιασμού και είναι κατανοητοί από κάθε πολίτη. Ειδικά ο ορισμός της «βιώσιμης ανάπτυξης» με πρόσθετο ορισμό της «βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης» εγείρει ερωτηματικά ως προς τη σκοπιμότητα που εξυπηρετεί. Η «βιώσιμη ανάπτυξη», αρχή κατοχυρωμένη στο διεθνές και κοινοτικό δίκαιο, αλλά και την αρχή του εθνικού δικαίου, Συνταγματικά και νομολογιακά ακλόνητη, θα ήταν πρέπον να μην υποβάλλεται στον οποιοδήποτε επανακαθορισμό. Αντίστοιχα ισχύει και για την «εδαφική συνοχή» η οποία μνημονεύεται για πρώτη φορά στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης / Συνθήκη της Λισσαβόνας – Άρθρο 174, πρώην 158.

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 09:43 | WWF Ελλάς

    Tο άρθ. 1 του ν. 4447/2016 περιέλαβε, μάλλον για πρώτη φορά σε ελληνικό νόμο, ορισμό της «βιώσιμης» ανάπτυξης, και είναι ατυχές ότι ο ορισμός αυτός δεν είναι ικανοποιητικός. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η βιώσιμη ανάπτυξη είναι και έννοια του ενωσιακού δικαίου [πρβλ. προοίμιο, άρθ. 3(3), 3(5), 21(2) ΣΕΕ, άρθ. προοίμιο και άρθ. 37 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ, όπου αναφέρεται ως «αειφόρος ανάπτυξη»], υπάρχει σε πολλές διεθνείς συνθήκες και κείμενα ήπιου δικαίου, και σχετίζεται με τη συνταγματική «αρχή της αειφορίας»: κατά συνέπεια, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει την ευχέρεια να αγνοήσει τελείως τη διεθνή και συνταγματική διάσταση του θέματος. Για παράδειγμα, ένα ουσιαστικό στοιχείο της βιώσιμης ανάπτυξης που απουσιάζει από τον ορισμό του ν. 4447/2016 είναι η έννοια της διαγενεακής δικαιοσύνης (intergenerational equity) που υπάρχει (στην καλύτερη περίπτωση) μόνο «ανάμεσα» στις λέξεις.
    Δυστυχώς, το νομοσχέδιο κάνει έναν ελλιπή ορισμό ακόμα χειρότερο. Κατά το άρθ. 1 περ. (ε) ν. 4447/2016, «βιώσιμη ανάπτυξη» είναι η ανάπτυξη «που συνθέτει κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς στόχους». Το νομοσχέδιο προσθέτει το ρήμα «σταθμίζει», αφήνοντας να εννοηθεί ότι μέρος (ή το σύνολο) των περιβαλλοντικών στόχων μπορεί να θυσιαστεί για τους οικονομικούς. Ωστόσο, με τη λογική της «στάθμισης», υπονοείται ότι μία κυβέρνηση μπορεί να «σταθμίσει» την οικονομική ανάπτυξη στο 90%, και στο 5% την κοινωνική συνοχή και την προστασία του περιβάλλοντος (με το επιχείρημα – το οποίο ιστορικά έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές- ότι θα μας απασχολήσουν τα υπόλοιπα όταν «αναπτυχθούμε»). Η «στάθμιση» αυτή, όμως, δεν συνιστά βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά ακριβώς το αντίθετό της.
    Πιο συγκεκριμένα, η βιώσιμη ανάπτυξη περιλαμβάνει την αρχή της ενσωμάτωσης ή ενοποίησης (integration principle), η οποία επιβάλλει ακριβώς την πλήρη ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων στις υπόλοιπες πολιτικές (πρβλ., σχετικά, και τη διατύπωση του άρθ. 37 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ: «το υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης»). Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι η επίτευξη των οικονομικών και κοινωνικών στόχων με την ενσωμάτωσή τους στους περιβαλλοντικούς (και αντιστρόφως) – ή η καλύτερη δυνατή συνδυασμένη μεγιστοποίηση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών στόχων από κοινού.
    Τέλος, όσον αφορά τους στόχους της «βιώσιμης ανάπτυξης» [άρθ. 1 περ. (α) στοιχεία (αα) έως (γγ)], η συζήτηση δεν μπορεί να αγνοεί τους «Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης» (ΣΒΑ, Sustainable Development Goals, SDGs) της Agenda 2030, που αποτελούν πλέον και ευρωπαϊκή πολιτική. Ειδικά σε θέματα χωροταξίας, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης δεν μπορεί να αγνοεί τον ΣΒΑ 15, που αφορά την προστασία των οικοσυστημάτων και του εδάφους (πρβλ. σχετικά το άρθ. 5 παρ. 1 ν. 4277/2014, για ΝΡΣΑ, που έχει μία πιο ολιστική προσέγγιση στην χωροταξική βιωσιμότητα, και επισημαίνει διαστάσεις όπως η προστασία της γης και η αξιοποίηση του υφιστάμενου κτηριακού αποθέματος). Δύσκολα η εκτός σχεδίου και η αυθαίρετη δόμηση μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με τον κρίσιμο ΣΒΑ 11, που επιδιώκει τη δημιουργία βιώσιμων οικισμών. Η «άρση των αποκλεισμών» είναι μόνο το πρώτο βήμα για τον ΣΒΑ 10, που μιλάει ευρύτερα για μείωση των ανισοτήτων: εδώ, επίσης, υπονοούνται και οι περιβαλλοντικές ανισότητες, με την έννοια ότι η βιώσιμη ανάπτυξη δεν επιτρέπει τη δημιουργία ή τη διατήρηση θυλάκων ρύπανσης και υποβαθμισμένου περιβάλλοντος (όπως, π.χ., το Θριάσιο ή οι λιγνιτικές περιοχές, ή άτυπες οικιστικές πυκνώσεις), ακόμα και με την καταβολή περιβαλλοντικών τελών (πρβλ. άρθ. 27 παρ. 2 νομοσχεδίου).
    Σε ό,τι αφορά τους λοιπούς ορισμούς για τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, είναι κατ’ αρχήν θετικός ο εμπλουτισμός και η διασαφήνισή τους. Ιδίως ο προσδιορισμός του βαθμού δεσμευτικότητας μιας κατεύθυνσης αναμένεται να συνδράμει θετικά στην επίλυση προβλημάτων δεσμευτικότητας που έχουν παρατηρηθεί κατά την εφαρμογή του νόμου (βλ. σχετικά τις επισημάνσεις του WWF Ελλάς ως προς τα προβλήματα αυτού του είδους που εντοπίζονται στα πρόσφατα εγκεκριμένα ΠΧΠ στο WWF Ελλάς. 2019. Η περιβαλλοντική νομοθεσία στην Ελλάδα, σσ. 37-45). Επίσης, είναι θετική η προσθήκη στους ορισμούς του ν. 4447/2016 της προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας, του τοπίου και της αειφόρου χρήσης των φυσικών πόρων ως σκοπού της βιώσιμης ανάπτυξης.
    Ωστόσο, εντοπίζονται μια σειρά από προβληματικά σημεία:
    (α) Η παράγραφος Στ’ εισάγει τη σαφήνεια και την κανονιστική πυκνότητα ως κριτήρια προσδιορισμού του βαθμού δεσμευτικότητας μίας κατεύθυνσης χωρικού σχεδιασμού. Αυτά τα κριτήρια προσιδιάζουν περισσότερο σε θεωρητικές συζητήσεις για την ερμηνευτική του δικαίου, παρά στις προβλέψεις ενός ειδικού θεματικού νόμου. Πράγματι, αν ο βαθμός δεσμευτικότητας εξαρτάται από την «κανονιστική πυκνότητα» (μία έννοια που δεν ορίζεται στο νομοσχέδιο), τότε παρέλκει η κατηγοριοποίηση που εισάγει το νομοσχέδιο. Προς αποφυγή προβλημάτων ερμηνείας του νόμου, προτείνεται να απαλειφθεί το συγκεκριμένο εδάφιο, έτσι ώστε ο βαθμός δεσμευτικότητας να προσδιορίζεται από τον συντάκτη της πολεοδομικής ή χωροταξικής ρύθμισης: αυτός οφείλει να διατυπώνει τη ρύθμιση με σαφήνεια ως προς τον βαθμό δεσμευτικότητάς της – με άλλα λόγια, να είναι σαφές αν αποτελεί «ρύθμιση», «κατεύθυνση» ή κάτι άλλο. Για τον σκοπό αυτόν, το ΥΠΕΝ μπορεί να συντάξει πρότυπα καλής χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθέτησης, ώστε να αποφευχθεί η νομοθέτηση σχεδίων που είναι διατυπωμένα περισσότερο ως ακαδημαϊκά άρθρα ή τεχνικές μελέτες, και λιγότερο ως νομικές ρυθμίσεις. Παράλληλα, με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε να βελτιωθεί και η ευκρίνεια και η διαφάνεια της νομοθεσίας, ώστε να αποφευχθούν (στο μέτρο του δυνατού) οι αμφισβητήσεις, να διευκολυνθεί ο διοικητικός και δικαστικός έλεγχος, και να υλοποιηθεί ένα βασικό δημοκρατικό αίτημα – η ουσιαστική γνώση της ισχύουσας νομοθεσίας από τους πολίτες .
    (β) Αν και σκόπιμα προβλέπεται ότι ο χαρακτήρας κάθε κατεύθυνσης, από την άποψη της δεσμευτικότητας, προσδιορίζεται από το κατά περίπτωση πλαίσιο ή σχέδιο, δεν λαμβάνεται μέριμνα σχετικά με το πώς θα επιτελεσθεί η απαραίτητη προσαρμογή ενός μεγάλου μέρους του υφιστάμενου εφαρμοστικού δικαίου και ιδίως των ειδικών και περιφερειακών πλαισίων, προκειμένου αυτά να εναρμονιστούν με τις νέες προβλέψεις. Λαμβάνοντας υπόψη τον χρονικό και διαδικαστικό προσδιορισμό της αναθεώρησης πλαισίων και σχεδίων που γίνεται στα επόμενα άρθρα, καθίσταται προφανές ότι θα υπάρξει μία εκτενής μεταβατική περίοδος, κατά την οποία θα εξακολουθήσουν να υφίστανται προβλήματα στον προσδιορισμό της δεσμευτικότητας των κατευθύνσεων που παρέχονται ιδίως από τα χωροταξικά πλαίσια, όπως και των σχέσεων ανάμεσα σε ειδικά και περιφερειακά πλαίσια και ανάμεσα σε πλαίσια και σχέδια. Η κυριότερη προβληματική συνέπεια αυτής της «αναβλητικότητας» είναι ότι και πάλι καλείται η διοίκηση και τα δικαστήρια να ερμηνεύσουν τη νομοθεσία.

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 08:35 | ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ

    Στο «Άρθρο 2 – Ορισμοί» προτείνεται να προστεθεί ο ορισμός «Εδαφική Συνοχή» με το περιεχόμενο που θα κρίνετε.
    Πράγματι, από το 1986 στόχος της πολιτικής για τη συνοχή είναι η ενίσχυση της οικονομικής και κοι-νωνικής συνοχής. Η συνθήκη της Λισαβόνας και η νέα υψηλού επιπέδου στρατηγική της ΕΕ (Ευρώπη 2020) εισήγαγαν μια τρίτη διάσταση: την εδαφική συνοχή, ως μέρος της βιώσιμης ανάπτυξης.
    Η διάσταση αυτή καλύπτεται από την ίδια τη ΣΕΕ (μεταξύ άλλων άρθρα 3,4,174 άρθρο 4 της ΣΛΕΕ κλπ). Ενώ έχει εκφραστεί ήδη από το 2011 και η ΕΟΚΕ.
    Στη Συνθήκη της Λισαβώνας αναγνωρίζεται ρητώς η «εδαφική συνοχή» ως γενικός καταστατικός στόχος, πέραν της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής (7).
    Αντίστοιχα, η Πράσινη Βίβλος για την εδαφική συνοχή του 2008 και η Εδαφική Ατζέντα αποτελούν πολύτιμα σημεία αναφοράς για την ανάδειξης της τρίτης αυτής πτυχής, η οποία συνδέεται άρρηκτα και με την περιβαλλοντική διάσταση.
    Και οι τρεις πτυχές αναφέρονται ως πολιτικοί τομείς κοινής αρμοδιότητας της ΕΕ και των κρατών μελών.
    Ακόλουθα, ο αυτοτελής ορισμός της θα συμβάλλει στην εξειδίκευση αυτής της σοβαρής πτυχής της βιώσιμης ανάπτυξης και στην επίτευξη των στόχων του νομοσχεδίου. Η γνώμη αυτή ενισχύεται από τα εξής:
    Από τις µεγαλουπόλεις του Λονδίνου και του Παρισιού έως τις µικρές κωµοπόλεις και τα χωριά µε ιστορία αιώνων, η χώρα διαθέτει µια απίστευτα πλούσια εδαφική ποικιλοµορφία. Η εδαφική συνοχή αφορά την εξασφάλιση της αρµονικής ανάπτυξης όλων αυτών των περιοχών, καθώς και τη µέριµνα ώστε να είναι σε θέση οι πολίτες τους να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα εγγενή χαρακτηριστικά των εν λόγω εδαφών. Με αυτήν τη µορφή, αποτελεί µέσο για τη µετατροπή της ποικιλοµορφίας σε προτέρη-µα που συµβάλλει στη βιώσιµη ανάπτυξη ολόκληρης της χώρας.
    ∆ιάφορα θέµατα όπως ο συντονισμός της πολιτικής σε µεγάλες περιοχές, η αναβάθµιση των συνθη-κών κατά µήκος των συνόρων, η προώθηση ανταγωνιστικών και βιώσιµων χώρων, η αντιµετώπιση του κοινωνικού αποκλεισµού σε τµήµατα µιας ευρύτερης περιοχής και στις υποβαθµισµένες αστικές συνοικίες, η βελτίωση της πρόσβασης στην εκπαίδευση, στην υγειονοµική περίθαλψη και στην ενέρ-γεια στις αποµακρυσµένες περιοχές και οι δυσκολίες ορισµένων περιοχών µε συγκεκριµένα γεωγρα-φικά χαρακτηριστικά, συνδέονται όλα µε την επιδίωξη της εδαφικής συνοχής. Η ανταγωνιστικότητα και η ευηµερία εξαρτώνται πλέον όλο και περισσότερο από την ικανότητα των ανθρώπων και των επιχειρήσεων να αξιοποιούν στο έπακρο όλα τα εδαφικά προτερήµατα.
    Προτείνεται ακόλουθα να προστεθεί ο ορισμός «Εδαφική Συνοχή», ως εξής
    «Εδαφική Συνοχή» : Σύνολο αρχών για την αρµονική, ισορροπηµένη, αποτελεσµατική και αειφόρο χω-ροταξική ανάπτυξη, καλύτερα προσαρµοσµένης στις ιδιαιτερότητες της περιοχής και η οποία δίνει τη δυνατότητα ίσων ευκαιριών στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, όπου βρίσκονται, να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις εδαφικές τους δυνατότητες

  • 3 Σεπτεμβρίου 2020, 11:34 | ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ ΜΗΧ ΧΩΡΟΤΑΚΤΗΣ

    Είναι θετικό στοιχείο στην παράγραφο στ του άρθρου 2 η εξειδίκευση του βαθμού δεσμευτικότητας των κατευθύνσεων και πρέπει να εφαρμοστεί σε όλα τα επίπεδα σχεδιασμού (Γενικό – ειδικό – Περιφερειακά – τοπικά Σχέδια)

  • 18 Αυγούστου 2020, 18:59 | Αθανάσιος Αθανασιάδης

    Σε μία χώρα με εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλοκο γεωλογικό περιβάλλον όπως η Ελλάδα, η οποία αποτελεί ολόκληρη ένα εκτεταμένο γεωλογικό εργαστήριο, όπου παρουσιάζονται σχεδόν όλες οι μορφές των γεωλογικών χαρακτηριστικών, δομών, φαινομένων κλπ., είναι εξαιρετικά παράδοξο το γεγονός ότι δεν αναφέρεται στους Ορισμούς της Βιώσιμης Ανάπτυξης του Χώρου και στους παράγοντες χάραξης της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, ο παράγοντας γεωλογία και γεωλογικοί κίνδυνοι.

    Αποτελεί άραγε «Εκσυγχρονισμό» της Χωροταξικής και Πολεοδομικής Νομοθεσίας, στην σύγχρονη εποχή, η μη αναφορά στον γεωλογικό παράγοντα και στους γεωλογικούς κινδύνους , ή οπισθοδρομική θεώρηση και μη ολοκληρωμένη αντιμετώπισή της ;;;

    Στην σημερινή εποχή, με την δεδομένη πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής, θα έπρεπε να είναι αυτονόητη για τον Ελληνικό χώρο η γεωλογική διερεύνηση και η εξέταση των κάθε είδους γεωλογικών κινδύνων, παράλληλα και σε κάθε στάδιο του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, όταν θέλουμε να αναφερθούμε στην επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης και στην εφαρμογή μιας ορθολογικής οργάνωσης του Εθνικού χώρου.

    Άλλωστε η μελέτη της γεωλογικής καταλληλότητας και η διερεύνηση των κάθε είδους γεωλογικών κινδύνων και ακαταλληλοτήτων, αποτελεί πρακτική η οποία έχει ήδη θεσμοθετηθεί και εφαρμόζεται με επιτυχία για την προστασία του δομημένου, του ανθρωπογενούς αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος, από κάθε είδους σχετικό κίνδυνο, με ικανοποιητική εξειδίκευση τα τελευταία χρόνια, με τις ισχύουσες προδιαγραφές μελετών γεωλογικής καταλληλότητας κάθε κατηγορίας και κλίμακας. Η εκπόνηση και έγκριση των μελετών γεωλογικής καταλληλότητας γίνεται παράλληλα με το κάθε στάδιο του σχεδιασμού και πάντα η έγκρισή τους προηγείται από την έγκριση του τελικού σχεδίου. Ως εκ τούτου δεν αποτελούν παράγοντα καθυστέρησης της ολοκλήρωσης του σχεδιασμού αλλά παράγοντα ενίσχυσης και προστασίας του.

    Η διερεύνηση της γεωλογίας , της γεωλογικής καταλληλότητας και των γεωλογικών κινδύνων, αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της βιώσιμης ανάπτυξης και της ορθολογικής χωροταξικής και πολεοδομικής οργάνωσης του ιδιαίτερου γεωλογικά Ελληνικού χώρου.

    Αποτελεί ένα αντικείμενο του οποίου η καθοριστική σημασία θα πρέπει να γίνει επιτέλους κατανοητή, ένα αντικείμενο που θα πρέπει να επεκταθεί και να εξειδικευτεί περαιτέρω, για τον ορθολογικό σχεδιασμό του χώρου και όχι να θεωρείται ως ένας παράγοντας που μπορεί να συρρικνωθεί στο όνομα της εφαρμογής «εκσυγχρονιστικών» πρακτικών και διαδικασιών «επιτάχυνσης», παραβλέποντας την απαραίτητη ανά στάδιο χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού διερεύνηση των πολύ σοβαρών γεωλογικών κινδύνων.

    Να σημειωθεί μεταξύ άλλων ότι η μελέτη γεωλογικής καταλληλότητας, σε κάθε στάδιο του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, αποτελεί την πλέον κατάλληλη διαδικασία για την εξέταση της συμβατότητας και της εναρμόνισης των προτεινόμενων χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων με τα θεσμοθετημένα Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων και Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμυρών.

    Θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι αποκαλούμενες διαδικασίες «επιτάχυνσης» και «μείωσης κόστους» του σχεδιασμού, μπορεί να αποδειχθούν εκ των υστέρων σφάλματα που ίσως οδηγήσουν σε δυσανάλογα κόστη και καθυστερήσεις, αλλά κυρίως, σε απώλειες κάθε είδους, λόγω καταστροφικών φαινομένων των οποίων η πιθανότητα εκδήλωσης δεν διερευνήθηκε κατάλληλα ώστε να προβλεφθεί. Αδιάψευστη πραγματικότητα των παραπάνω αποτελούν τα καταστροφικά φαινόμενα που κατά καιρούς εκδηλώνονται στον Ελληνικό χώρο με αυξανόμενη ίσως ένταση, όπως για παράδειγμα αυτά της Μάνδρας ή τα πλέον πρόσφατα στην περιοχή της Εύβοιας, τα οποία δείχνουν εμφατικά που μπορεί να οδηγήσουν οι εκπτώσεις και οι παραβλέψεις στον σχεδιασμό.

    Για τους παραπάνω λόγους πιστεύουμε ότι στο εν λόγω σχέδιο νόμου είναι απαραίτητο να γίνουν οι ακόλουθες τροποποιήσεις / προσθήκες:

    Άρθρο 2 Ορισμοί – Τροποποίηση του άρθρου 1 του ν. 4447/2016
    ……………………………………………………..

    α) βιώσιμη ανάπτυξη ……………………………………………….

    δδ) προστασία του ανθρωπογενούς, του δομημένου αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος από γεωλογικούς κινδύνους και φυσικές καταστροφές που οφείλονται σε πάσης φύσεως γεωλογικά αίτια ή/και σε συνδυασμό με ανθρωπογενείς παρεμβάσεις.

    Άρθρο 10 Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια
    Η αναφορά του εδαφίου γγ) της παραγράφου 6β) Σε Προκαταρκτική Μελέτη Γεωλογικής Καταλληλότητας κρίνεται αδόκιμη και θα πρέπει να αφαιρεθεί από το σημείο αυτό,

    δεδομένου ότι:

    Σε κανένα άλλο άρθρο του εν λόγω σχεδίου νόμου ή σε κανένα άλλο στάδιο του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού όπως αναφέρονται σε αυτό, δεν γίνεται αναφορά στο είδος της απαιτούμενης γεωλογικής διερεύνησης. Το θέμα αυτό θα πρέπει να εξειδικευτεί στις σχετικές προδιαγραφές των διάφορων σταδίων του Πολεοδομικού Σχεδιασμού.

    Δεν αρκεί μόνον η προκαταρκτική μελέτη γεωλογικής καταλληλότητας για την ολοκληρωμένη γεωλογική διερεύνηση ενός Τοπικού Πολεοδομικού Σχεδίου όπως έχει αποδειχθεί από τις μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενες πρακτικές και προδιαγραφές.

    Είναι απαραίτητη η διερεύνηση της γεωλογικής καταλληλότητας σε δύο στάδια, παράλληλα και σε ανάλογη κλίμακα με τα στάδια μελέτης του Χωροταξιού/Πολεοδομικού σχεδίου (ανάλυση/πρόταση).

    Η προκαταρκτική μελέτη γεωλογικής καταλληλότητας συνοδεύει το στάδιο της ανάλυσης του κάθε Σχεδίου ώστε να υπάρξει μία καθοδήγηση για την επιλογή των λύσεων για την διαμόρφωση της πρότασης του σχεδιασμού, ενώ η Μελέτη Γεωλογικής Καταλληλότητας του Β Σταδίου εκπονείται στην κλίμακα της πρότασης πλέον, σε ανάλογη λεπτομέρεια, εξετάζοντας τους πιθανούς κινδύνους της πρότασης ολοκληρώνοντας κατάλληλα την γεωλογική διερεύνηση και δίνοντας κατευθύνσεις/προτεραιότητες για το επόμενο στάδιο. Χωρίς αυτή η γεωλογική διερεύνηση είναι ελλιπής και χωρίς νόημα.

    Αθανάσιος Αθανασιάδης
    Γεωλόγος / MSc στην Μηχανική Περιβάλλοντος
    Μελετητής