Τροποποιείται το άρθρο 8 του ν. 4342/2015 (Α’ 143) και το άρθρο 8 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 8
Ενεργειακή απόδοση στις αγορές από δημόσιους φορείς
(άρθρο 6 της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ)
«1. Οι φορείς της κεντρικής δημόσιας διοίκησης αγοράζουν προϊόντα, υπηρεσίες και κτίρια υψηλής ενεργειακής απόδοσης, εφόσον αυτό συνάδει προς την οικονομική αποδοτικότητα, την οικονομική σκοπιμότητα, τη γενικότερη βιωσιμότητα, την τεχνική καταλληλότητα και τον επαρκή ανταγωνισμό, σύμφωνα με το Παράρτημα III.
2. Η υποχρέωση της παρ. 1 για αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και κτιρίων υψηλής ενεργειακής απόδοσης μπορεί να εκτείνεται, εκτός από τους φορείς της κεντρικής δημόσιας διοίκησης, και στους υπόλοιπους δημόσιους φορείς της παρ. 8 του άρθρου 3.
Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων, του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ορίζονται οι σχετικές προϋποθέσεις και λοιποί όροι εφαρμογής, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των εκατέρωθεν αρμοδιοτήτων και της διοικητικής διάρθρωσης, καθώς και του υποδειγματικού ρόλου των φορέων της κεντρικής δημόσιας διοίκησης.
3. Οι δημόσιοι φορείς μπορούν, κατά τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με σημαντικό ενεργειακό περιεχόμενο, να εκτιμούν κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα σύναψης μακροχρόνιων συμβάσεων ενεργειακής απόδοσης, οι οποίες επιφέρουν μακροπρόθεσμη εξοικονόμηση ενέργειας.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Περιβάλλοντος και Ενέργειας ορίζονται οι σχετικές προϋποθέσεις και λοιποί όροι εφαρμογής των Συμβάσεων Ενεργειακής Απόδοσης, ιδίως οι διαδικασίες σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.
4. Η υποχρέωση της παρ. 1 εφαρμόζεται στις συμβάσεις των ενόπλων δυνάμεων, εφόσον η εφαρμογή της δεν προσκρούει στις δραστηριότητες των ενόπλων δυνάμεων. Η υποχρέωση δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις προμήθειας στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως ορίζεται στον ν. 3978/2011 (Α’ 137), σχετικά με τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας.
5. Με την επιφύλαξη της παρ. 1, κατά την αγορά δέσμης προϊόντων η οποία καλύπτεται στο σύνολό της από το άρθρο 11 της κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με αριθμό 12400/1108/2.9.2011 (Β’ 2301), οι δημόσιοι φορείς κατά την έννοια της παρ. 8 του άρθρου 3, διατυπώνουν την απαίτηση ώστε η συνολική ενεργειακή απόδοση να έχει προτεραιότητα έναντι της ενεργειακής απόδοσης επιμέρους προϊόντων, αγοράζοντας τη δέσμη προϊόντων που πληροί το κριτήριο της ανώτερης κατηγορίας ενεργειακής απόδοσης.
6. Κατά τη σύναψη νέας σύμβασης μίσθωσης ή αγοράς κτιρίου από δημόσιους φορείς, το οποίο προορίζεται για στέγαση των υπηρεσιών του φορέα, απαιτείται το κτίριο να ανήκει τουλάχιστον στην ενεργειακή κατηγορία Β’, όπως αυτή καθορίζεται στον Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (Β’ 2367/2017) και να είναι σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας από 1ης.1.2021 και εφεξής.».
ΕΜΠΟΔΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ. OI ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΜΙΔΑ
Το άρθρο 5 παρ. 6 του σ.ν. με τις μαξιμαλιστικές και απαγορευτικές προδιαγραφές που θέτει σε άμεση ισχύ για την ενεργειακή κατηγορία των κτιρίων τα οποία θα μπορεί κυρίως να εκμισθώσει ο δημόσιος τομέας, θα οδηγήσει σε πλήρη αδυναμία του να βρει ιδιωτικά κτίρια απαραίτητα για τη στέγαση των υπηρεσιών του, ενώ θα απαξιώσει όλα τα υπάρχοντα ιδιωτικά κτίρια που είναι κατάλληλα για δημόσια χρήση, εξ αιτίας και των διατάξεων που επιτρέπουν στο Δημόσιο τη μονομερή λύση κάθε μίσθωσης που συνάπτει ως μισθωτής, χωρίς καμιά αποζημίωση του ιδιοκτήτη.
Για να επιτευχθεί ενεργειακή αναβάθμιση που να φτάνει υποχρεωτικά στην Ενεργειακή Κατηγορία Β και με σχεδόν μηδενική ενεργειακή κατανάλωση κυρίως σε οικοδομές που προϋφίσταται του 1980 (οι οποίες αποτελούν την πλειοψηφία των οικοδομών στα κέντρα πόλεων και οι οποίες κατά κανόνα ανήκουν στην Ενεργειακή Κατηγορία Ζ και Η) απαιτείται σειρά επεμβάσεων που δεν είναι μόνο χρονοβόρες αλλά και κυρίως κοστοβόρες, πέραν πάσης οικονομικής και ενδεχομένως και τεχνικής δυνατότητας υλοποίησής τους. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ένα κτίριο της δεκαετίας του ’70 θα πρέπει να προβεί σε πλήρη αλλαγή του συστήματος θέρμανσης και ψύξης-κλιματισμού πέραν των αυτονόητων επεμβάσεων της αλλαγής κουφωμάτων και της θερμομόνωσης/ θερμοπρόσοψης του όλου κτιρίου.
Ακόμα και για τα κτίρια που έχουν οικοδομηθεί με τον Κανονισμό Θερμομόνωσης (μετά το 1980 συνήθως κατηγορίας Ε ή Δ τα κτίρια δεκαετίας ‘90) απαιτείται μια ουσιαστικά δαπανηρή και εκτεταμένη δέσμη παρεμβάσεων. Επί της ουσίας το σχέδιο νόμου τελικώς υποχρεώνει το Δημόσιο να στρέφεται μόνον σε πλήρως/ριζικά ανακαινισμένα παλαιά κτίρια ή κτίρια κατασκευής μετά το 2000 τουλάχιστον, που αποτελούν πολύ μικρή μειοψηφία του οικιστικού πλούτου της χώρας. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Ελλάδα βγαίνει από 10ετή μνημόνια και στα χρόνια αυτά υπήρχε μηδαμινή ανοικοδόμηση και κυρίως κτιρίων που μπορούν να καλύψουν τις στεγαστικές ανάγκες του Δημόσιου τομέα.
Έτσι εάν ισχύσουν τα αναγραφόμενα στο σχέδιο νόμου το Δημόσιο θα βρεθεί σε πλήρη αδυναμία να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες σε μισθωμένα κτίρια. Μάλιστα λόγω της σπανιότητας κτιρίων για δημόσια χρήση, με τις προδιαγραφές του σχεδίου νόμου ιδιαίτερα εκπαιδευτήρια και άλλα ειδικά κτίρια, ιδιαίτερα εκείνα τα οποία εκμισθώνονται από Πανεπιστήμια κλπ., το Δημόσιο θα υποχρεωθεί να καταβάλλει και υπέρογκα μισθώματα όταν αργότερα θα εμφανιστούν ελάχιστα τέτοια κτίρια στην αγορά.
Στην σημερινή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα και με τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν στη φορολογία κεφαλαίου (ΕΝΦΙΑ+συμπληρωματικός φόρος) και εισοδήματος ακινήτων αλλά από τις συνεχιζόμενες μειώσεις ενοικίων, είναι ουσιαστικά αδύνατο ένας ιδιοκτήτης να μπορεί να αναλάβει εξ ολοκλήρου όλο αυτό το κόστος της παραπάνω ενεργειακής αναβάθμισης (σημειώνεται ότι τα επαγγελματικά κτίρια ακόμα εξαιρούνται από το πρόγραμμα Εξοικονομώ-Αυτονομώ). Στην ουσία δηλαδή απαξιώνονται όλα τα ακίνητα που είναι κατασκευασμένα μέχρι το 2.000!!! Είναι κατανοητό η ενεργειακή Κατηγορία Β να είναι προϋπόθεση για αγορά ακινήτου από το ελληνικό Δημόσιο έτσι ώστε αυτό να μην δαπανήσει επιπλέον για την ενεργειακή του αναβάθμιση. Όμως με δεδομένο ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία των μισθώσεων Δημοσίου, αυτό μπορεί να αποχωρήσει αναίτια και απροειδοποίητα και ανά πάσα στιγμή, λύνοντας μονομερώς οποιαδήποτε μίσθωση χωρίς καμιά αποζημίωση του ιδιοκτήτη, είναι τελείως παράλογο να αξιώνεται από τον ιδιοκτήτη να πραγματοποιήσει ιδιαιτέρως δυσανάλογα έξοδα χωρίς το παραμικρό εχέγγυο για την διάρκεια της μίσθωσης και την απόσβεσή τους κατά τη συμφωνημένη διάρκεια της μίσθωσης. Παραθέτουμε κατωτέρω τη σχετική νομοθεσία, η οποία πρέπει να τροποποιηθεί άμεσα προκειμένου κάθε ιδιοκτήτης που προτίθεται να εκμισθώσει το κτίριό του προς το δημόσιο τομέα να είναι βέβαιος ότι και το δημόσιο θα τιμήσει τις υποχρεώσεις του προς αυτόν, ώστε να πεισθεί να προβεί στην απαιτούμενη τεράστια επένδυση ενεργειακής αναβάθμισης του κτιρίου του, και πράγματι θα επιτευχθεί η απόσβεση της δαπάνης του.*
Γι΄αυτό προτείνουμε με την διάταξη αυτή να διαφοροποιηθούν οι απαιτήσεις μεταξύ αγοράς και μίσθωσης ακινήτων από το Δημόσιο τομέα ως εξής:
Α) Κατά την αγορά κτιρίου από δημόσιους φορείς, το οποίο προορίζεται για στέγαση των υπηρεσιών του φορέα, απαιτείται το κτίριο να ανήκει τουλάχιστον στην ενεργειακή κατηγορία Β’, όπως αυτή καθορίζεται στον Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (Β’ 2367/2017) και να είναι σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας από 1.1.2026 και εφεξής.».
Αυτό είναι αναγκαίο ώστε να έχουν αναβαθμιστεί τα υπάρχοντα ή κατασκευαστεί τέτοια νέα κτίρια, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες του Δημοσίου για αγορά ακινήτων.
Β) Όσον αφορά τις μισθώσεις: α)Κατά τη νέα μίσθωση κτιρίου η ενεργειακή κλάση Β΄ του ακινήτου να αξιώνεται ως προϋπόθεση μετά από πενταετία, ήτοι από 1.1.2026, και
β) Κατά την παράταση ή αναμίσθωση κτιρίου που αφορά παραμονή της υπηρεσίας στο ίδιο ακίνητο στο οποίο βρίσκεται εγκατεστημένη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, να απαιτείται από την 1.1.2026 η αναβάθμισή τους κατά μία ενεργειακή κλάση.
Γ) Και στις δύο περιπτώσεις η 12ετής νόμιμη διάρκεια της μίσθωσης θα πρέπει να δεσμεύει όχι μόνον τον ιδιοκτήτη αλλά και το μισθωτή -Δημόσιο ή Οργανισμό του Δημόσιου τομέα.
Αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο γιατί μόνον έτσι θα πεισθεί ο ενδιαφερόμενος ιδιοκτήτης να προβεί στη σημαντική επένδυση που απαιτείται για την αναβάθμιση ή κατασκευή κτιρίου τόσο υψηλής ενεργειακής κλάσης για δημόσια χρήση. Για να γίνει αντιληπτό γιατί αυτό είναι αναγκαίο, παραθέτουμε κατωτέρω την απαράδεκτη ισχύουσα νομοθεσία που επιτρέπει στο Δημόσιο να λύνει μονομερώς κάθε μίσθωση κτιρίου οποτεδήποτε και να αποχωρεί αυθαιρέτως, χωρίς καμιά αποζημίωση του εκμισθωτή ή άλλη κύρωση, καταστρέφοντας οικονομικά τον ιδιώτη που το εμπιστεύτηκε. Αν δεν αλλάξει άρδην η νομοθεσία αυτή, το Δημόσιο θα έχει αποκλείσει τον εαυτό του από κάθε δυνατότητα να στεγάσει τις υπηρεσίες του, με ευνόητα αποτελέσματα για τη λειτουργία των υπηρεσιών του σε όλη τη χώρα!
Η ισχύουσα νομοθεσία μονομερούς λύσης μισθώσεων του δημόσιου τομέα έχει ως εξής:
Άρθρο 19 του Ν.3130/2003. Πρόωρη λύση μίσθωσης
1. Το Δημόσιο μπορεί να προβεί σε λύση της μίσθωσης πριν από τη συμβατική λήξη της χωρίς υποχρέωση αποζημίωσης του εκμισθωτή, εφόσον:
α) Μεταστεγασθεί η στεγασμένη υπηρεσία σε ακίνητο ιδιοκτησίας του.
β) Παραχωρηθεί στη στεγασμένη υπηρεσία η δωρεάν χρήση άλλου κατάλληλου ακινήτου για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ίσο με το υπόλοιπο της μίσθωσης.
γ) Καταργηθεί η στεγασμένη υπηρεσία ή υπαχθεί σε άλλη υπηρεσία.
δ) Μεταβληθεί η οργανική σύνθεση της υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της μίσθωσης κατά τρόπο τέτοιο που το μισθωμένο ακίνητο να μην καλύπτει τις στεγαστικές της ανάγκες.
ε) Μεταβληθεί η έδρα της στεγασμένης υπηρεσίας.
στ) Έχει πραγματοποιηθεί η μίσθωση για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών του γενικού γραμματέα Περιφέρειας και πριν τη λήξη της τετραετίας αντικατασταθεί με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού.
«ζ) εφόσον μεταστεγαστεί η στεγασμένη υπηρεσία για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νόμου αυτού».
-Η περίπτωση ζ΄ προστέθηκε με την παρ.6β άρθρου 41 Ν. 4024/2011, ΦΕΚ Α 226/27.10.2011.
«3. Εφόσον κρίνεται δημοσιονομικά σκόπιμη η συγκέντρωση της στέγασης δημόσιων υπηρεσιών προς εξοικονόμηση λειτουργικών δαπανών και προς επίτευξη μισθώματος κατά 50% τουλάχιστον μικρότερου του συνόλου των ήδη επί μέρους καταβαλλόμενων μισθωμάτων ακολουθείται η διαδικασία της παρούσας παραγράφου, μετά από εισήγηση του κατά νόμον (άρθρο 3Β του ν. 2362/ 1995, όπως ισχύει) Προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών του οικείου φορέα και έγκριση του Υπουργών Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού:
α) Η κατά τόπο αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία δημοσιεύει πρόσκληση με περιεχόμενο αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 7 του παρόντος νόμου. Η πρόσκληση δημοσιεύεται περιληπτικά στο δικτυακό τόπο των προς στέγαση δημόσιων υπηρεσιών ή της Προϊσταμένης ή Εποπτεύουσας Αρχής αυτών, διαφορετικά, σε περίπτωση μη υπάρξεως δικτυακού τόπου, σε μία ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα, όταν η δημοσίευση αφορά μίσθωση στη χωρική αρμοδιότητα της Περιφέρειας Αττικής ή σε μία τοπική εφημερίδα, όταν αφορά μίσθωση εκτός αυτής. Με την πρόσκληση ορίζονται τα σχετικά με την υποβολή των προσφορών και την εξέταση αυτών και των προσφερόμενων ακινήτων ως προς την καταλληλότητα, τη θέση, την επιφάνεια, τις ειδικότερες συνθήκες και το ύψος του μισθώματος.
β) Οι προσφορές και τα προσφερόμενα ακίνητα, κατά τον προσδιοριζόμενο με την πρόσκληση χρόνο, εξετάζονται ενώπιον τριμελούς επιτροπής που ορίζεται από την Προϊσταμένη Αρχή ή τον Προϊστάμενο των προς στέγαση υπηρεσιών, μεταξύ άλλων και ως προς την αναγκαία προϋπόθεση της επιτεύξεως μισθώματος συνολικά μέχρι το ήμισυ του ήδη καταβαλλόμενου για τη στέγαση των ίδιων υπηρεσιών.
γ) Τα πρακτικά εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών και τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό.»
-Η παρ. 3 προστέθηκε με την παρ.6α άρθρου 41 Ν. 4024/2011, ΦΕΚ Α 226/27.10.2011.
«1Α. Το Δημόσιο μπορεί, μετά την πάροδο ενός έτους από την έναρξη της σύμβασης, να καταγγείλει τη μίσθωση, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως, τα δε αποτελέσματα της επέρχονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από τη γνωστοποίηση της. Στην περίπτωση αυτή το Δημόσιο οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο καταγγελίας της μίσθωσης. Για υφιστάμενες, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, μισθωτικές συμβάσεις, το ανωτέρω δικαίωμα παρέχεται εφόσον αυτές έχουν διαρκέσει τουλάχιστον έξι έτη. Η απόφαση λύσης της μίσθωσης εκδίδεται από τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Περιουσίας, σύμφωνα με τη διαδικασία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.»
-Η παρ.1Α προστέθηκε με τη παρ.1 του άρθρου 43 του Ν.4071/2012 (ΦΕΚ Α΄ 85/11.04.2012)
2. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις εκδίδεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών απόφαση πρόωρης λύσης της μίσθωσης, ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής Στέγασης, η οποία συντάσσεται με βάση σχετικό έγγραφο αίτημα της στεγασμένης υπηρεσίας και σύμφωνη γνώμη της προϊστάμενης αυτής αρχής. Η απόφαση πρόωρης λύσης της μίσθωσης κοινοποιείται με μέριμνα της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας στον εκμισθωτή του ακινήτου και επιφέρει τα αποτελέσματα της τριάντα τουλάχιστον ημέρες μετά την κοινοποίηση της. Από την ημερομηνία αυτή παύει κάθε υποχρέωση του Δημοσίου για καταβολή μισθωμάτων. Βλ. σχετ. ΥΠΟΙΚ/1033511/989/00ΤΥ/Ε΄/ΠΟΛ.1065/9.4.2003/περί εφαρμογής νέων διατάξεων μίσθωσης ακινήτων για τη στέγαση Δημοσίων Υπηρεσιών [ΣΧΕΤ.:Ν.3130/28.3.2003 (ΦΕΚ 76/τ.Α΄)].
Άρθρο 5
παρ. 2 & παρ. 3
Ακόμα και σήμερα 5 χρόνια μετά την εφαρμογή του νόμου 4342/2015 δεν υπάρχει ούτε ΥΑ, αλλά ούτε και καν και συζήτηση για :
1. Τις σχετικές προϋποθέσεις και τους λοιπούς όρους εφαρμογής, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των εκατέρωθεν αρμοδιοτήτων και της διοικητικής διάρθρωσης, καθώς και του υποδειγματικού ρόλου των φορέων της κεντρικής δημόσιας διοίκησης
2. Τις προϋποθέσεις και τους λοιπούς όρους εφαρμογής των Συμβάσεων Ενεργειακής Απόδοσης, ιδίως οι διαδικασίες σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.
δεόντως υπόψη των εκατέρωθεν αρμοδιοτήτων και της διοικητικής διάρθρωσης, καθώς και του υποδειγματικού ρόλου των φορέων της κεντρικής δημόσιας διοίκησης
2. Τις προϋποθέσεις και τους λοιπούς όρους εφαρμογής των Συμβάσεων Ενεργειακής Απόδοσης, ιδίως οι διαδικασίες σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.
παρ. 6
Η διατύπωση δεν είναι αρκετή, δεδομένου ότι όλοι γνωρίζουμε τους γνωστούς άγνωστους που τόσα χρόνια επαγγέλλονται τους εισοδηματίες με παχυλά ενοίκια από τα κτήρια του δημοσίου, και που ουδεμία δεκάρα δίνουν για την αναβάθμιση των κτιρίων τους, αφού δεν υπάρχουν δικλίδες που να τους υποχρεώνουν να τα ανακαινίσουν, επενδύοντας ορισμένα από τα μεγάλα κέρδη τους στην ενεργειακή αναβάθμισή τους – με κατάλληλα χρηματοδοτικά κίνητρα φυσικά.
Με την προτεινόμενη τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 6 του Ν.4342/2015, τίθεται ως όρος για τη σύναψη νέας σύμβασης μίσθωσης (από δημόσιους φορείς) κτιρίου, το οποίο προορίζεται για στέγαση των υπηρεσιών τους, το κτίριο να ανήκει τουλάχιστον στην ενεργειακή κατηγορία Β’ και να είναι σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας κι αυτό από 1ης.1.2021 και εφεξής.
Η συγκεκριμένη απαίτηση, και μάλιστα με ισχύ από 1/1/2021, θα προκαλέσει ανυπέρβλητα εμπόδια στη λειτουργία των ΑΕΙ τα οποία καλύπτουν στεγαστικές ανάγκες των τμημάτων τους με μισθώσεις (ή αγορά) κτιρίων καθώς η απαίτηση αυτή δεν θα μπορεί να εφαρμοσθεί στην πράξη.
Τα κατάλληλα για εκπαιδευτική χρήση κτίρια αποτελούν μόλις το 0,5% των κτιρίων (συμπεριλαμβανομένων των σχολικών κτιρίων). Αν ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα των εκπαιδευτικών κτιρίων για τις ανάγκες των ΑΕΙ ως προς την έκταση των αιθουσών (λόγω του αριθμού των φοιτητών), των διαφορετικών χρήσεων, των ειδικών προδιαγραφών κλπ., γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι τα κατάλληλα κτίρια που διατίθενται για την εξυπηρέτηση των ως άνω αναγκών είναι ελάχιστα. Αυτό περαιτέρω σημαίνει ότι η αυστηρή απαίτηση που τίθεται στην προωθούμενη ρύθμιση για μίσθωση κτιρίων εκ μέρους των ΑΕΙ (που εξυπηρετούν εκπαιδευτικές ανάγκες) ενεργειακής κατηγορίας Β΄ και σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας από 1-1-2021 και εφεξής, καθιστά αδύνατη την εύρεση κτιρίων που να πληρούν τις εν λόγω προδιαγραφές.
Επιπλέον, οι παρεμβάσεις που απαιτούνται στα υφιστάμενα κτίρια για την αναβάθμισή τους σε κτίρια ενεργειακής κατηγορία Β’ και σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας είναι τέτοιας έκτασης και τεχνικών απαιτήσεων που, στις πλείστες των περιπτώσεων, αυτή καθίσταται αδύνατη και μάλιστα σε τόσο βραχύ χρονικό ορίζοντα (από 1/1/2021).
Με δεδομένη, λοιπόν, την ανεπάρκεια κτιρίων κατάλληλων προς εκπαιδευτική χρήση, σε συνδυασμό με το αυστηρό πλαίσιο για τη σύναψη μισθώσεων των ΝΠΔΔ (π.δ.715/1979), η απαίτηση που τίθεται και μάλιστα από 1-1-2021 και εφεξής, δημιουργεί τεράστια δυσχέρεια στη στέγαση ολόκληρων Σχολών και Τμημάτων των Α.Ε.Ι., διότι δεν υφίστανται, ούτε προσφέρονται κτίρια που να πληρούν τις εν λόγω αυστηρές προδιαγραφές. Ο κίνδυνος να βρεθούν άστεγα τμήματα των ΑΕΙ, οι μισθώσεις κτιρίων των οποίων λήγουν σε ένα μήνα από τώρα δηλ. από 1/1/2021 και εφεξής, είναι άμεσος και δεδομένος.
Ενόψει του άμεσου αυτού κινδύνου αδυναμίας στέγασης των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων ολόκληρων Τμημάτων των ΑΕΙ από 1/1/2021, προτείνουμε τη μερική διαφοροποίηση της ρύθμισης, ειδικά ως προς τα ΑΕΙ, προκειμένου να είναι σε θέση να συνάπτουν νόμιμα συμβάσεις μίσθωσης για τη στέγαση Σχολών ή Τμημάτων σε κτίρια ενεργειακής κατηγορίας Γ΄, όταν είναι αποδεδειγμένα ανέφικτη η μίσθωση κτιρίου Β΄ κατηγορίας και σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας.
Σε κάθε περίπτωση, η ισχύς της συγκεκριμένης διάταξης θα πρέπει να αναθεωρηθεί ώστε να δίνει τον απαραίτητο χρόνο προσαρμογής στις νέες απαιτήσεις, με μετάθεσή του για τουλάχιστον ένα έτος δηλ. με ισχύ από 1ης/1/2022.
Με τιμή
Καθ. Νικόλαος Παπαϊωάννου
Πρύτανης Α.Π.Θ