Στον ν. 3199/2003 (Α’ 280) προστίθεται άρθρο 6Α ως εξής:
«Άρθρο 6Α
Εθνική Στρατηγική για τα Ύδατα
- Η Εθνική Στρατηγική για τα Ύδατα έχει στόχο τη χάραξη κατευθυντήριων γραμμών για την προώθηση της βιώσιμης χρήσης του νερού και τη μακροπρόθεσμη προστασία των διαθέσιμων υδάτινων πόρων. Καθορίζει τις πολιτικές και τους στόχους για τη διαχείριση των υδάτων σε εθνικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ειδικότερα, περιλαμβάνει:
α) συνοπτική καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης, όσον αφορά την ποσοτική και ποιοτική κατάσταση των υδάτων, αποτυπωμένων σε κατάλληλους χάρτες, με βάση τις ετήσιες εκθέσεις της Γενικής Διεύθυνσης Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς και την έκθεση της περ. γ) της παρ. 6 του άρθρου 27 του ν. 4685/2020 (Α’ 92),
β) συγκεντρωτικά στοιχεία απ’ όλα τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (Σ.Δ.Λ.Α.Π.), συμπεριλαμβανομένων των κύριων προβλημάτων και πιέσεων,
γ) συνοπτική αξιολόγηση των πολιτικών διαχείρισης των υδάτων και της εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας για επιμέρους θέματα που σχετίζονται με τα Σ.Δ.Λ.Α.Π., συμπεριλαμβανομένων των υδρογεωτρήσεων και της προόδου εφαρμογής των Προγραμμάτων Μέτρων του άρθρου 8 (βασικών και συμπληρωματικών) για την προστασία και αποκατάσταση των υδατικών πόρων,
δ) κατευθύνσεις πολιτικής για τη διασφάλιση της ισορροπίας ανάμεσα στην άντληση νερού από τους υδροφόρους ορίζοντες και τον εμπλουτισμό τους, καθώς και τον μετριασμό των επιπτώσεων από ξηρασίες,
ε) κατευθύνσεις πολιτικής για τον μετριασμό των επιπτώσεων από πλημμύρες,
στ) συνοπτική αξιολόγηση της προόδου εφαρμογής της υπό στοιχεία 31822/1542/Ε103/20.10.2010 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Προστασίας του Πολίτη (Β’ 1108) για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμύρας και ιδίως των Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας του άρθρου 7 της ανωτέρω απόφασης,
ζ) αξιολόγηση της πολιτικής για τη βιώσιμη διαχείριση του ύδατος με βάση τις ετήσιες εκθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12Α του ν. 4001/2011 (Α’ 179) για τις υπηρεσίες ύδατος, το πόσιμο νερό και το νερό άρδευσης,
η) αξιολόγηση του Εθνικού Δικτύου Παρακολούθησης της κατάστασης των επιφανειακών (ποτάμιων, λιμναίων, μεταβατικών και παράκτιων) και υπόγειων υδάτων, ως προς τις θέσεις, τον τύπο, τη συχνότητα και τις παραμέτρους παρακολούθησης και μέτρα για τη βελτίωσή του, συμπεριλαμβανομένων προγραμμάτων παρακολούθησης χημικών ουσιών σε ιζήματα και ζώντες οργανισμούς,
θ) τις γενικές κατευθύνσεις για τη διαχείριση των υδάτων και τα κατάλληλα μέτρα, τα οποία εξειδικεύονται στα Σ.Δ.Λ.Α.Π., καθώς και προτάσεις για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή τους,
ι) προτάσεις για τη βελτίωση της διαδικασίας κατάρτισης των Σ.Δ.Λ.Α.Π. και των Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας,
ια) κατανομή αρμοδιοτήτων των εμπλεκόμενων φορέων και προτάσεις βελτίωσης του συντονισμού και της συνεργασίας,
ιβ) αξιολόγηση της διασυνοριακής συνεργασίας με γειτονικές χώρες.
- Η Εθνική Στρατηγική για τα Ύδατα εκπονείται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σε συνεργασία με τα Υπουργεία Υγείας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, και, μετά από γνώμη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής Υδάτων της παρ. 3 του άρθρου 4, εγκρίνεται με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Πριν από την έγκρισή της τίθεται σε δημόσια διαβούλευση για τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες.
- Η διάρκεια της Εθνικής Στρατηγικής για τα Ύδατα είναι έξη (6) έτη, μετά την παρέλευση των οποίων αναθεωρείται με τη διαδικασία της παρ. 2. Με την ίδια διαδικασία δύναται να τροποποιείται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, λαμβανομένων υπόψη των ετήσιων εκθέσεων της περ. α) της παρ. 1.».
Άρθρο 31 Εθνική Στρατηγική για τα Ύδατα – Προσθήκη άρθρου 6Α στον ν. 3199/2003
Παρόμοια, και εξίσου άστοχη με την “Εθνική Χωρική Στρατηγική” (άρθ. 3 ν. 4447/2016), η “Εθνική Στρατηγική για τα Ύδατα” είναι ένα απολύτως ανούσιο κείμενο, που περιπλέκει και αποδυναμώνει την διαχείριση των υδάτων.
Ειδικότερα:
(α) Η “καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης, όσον αφορά την ποσοτική και ποιοτική κατάσταση των υδάτων, αποτυπωμένων σε κατάλληλους χάρτες” [σημείο Α] γίνεται, και μάλιστα με πιο πλήρη τρόπο, και κατ’ απαίτηση του ενωσιακού δικαίου, από τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμού (ΣΔΛΑΠ) [Παράρτημα VII, μέρος Α, οδηγίας 2000/60/ΕΚ]. Μάλιστα, για την (μάλλον απίθανη) περίπτωση που η Εθνική Στρατηγική για τα Ύδατα εκπονηθεί εγκαίρως, η χρονική κλίμακα της καταγραφής είναι η ίδια ακριβώς με τα ΣΔΛΑΠ (6 έτη, άρθ. 13 παρ. 7 οδηγίας 2000/60/ΕΚ). Πρόκειται για ακραία περίπτωση πολυνομίας, και γραφειοκρατικής επανάληψης των ίδιων ακριβώς εργασιών.
(β) Η “συνοπτική αξιολόγηση των πολιτικών διαχείρισης των υδάτων και της εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας για επιμέρους θέματα που σχετίζονται με τα ΣΔΛΑΠ, συμπεριλαμβανομένων των υδρογεωτρήσεων και της προόδου εφαρμογής των Προγραμμάτων Μέτρων του άρθρου 8 (βασικών και συμπληρωματικών) για την προστασία και αποκατάσταση των υδατικών πόρων” [σημείο γ] είναι εργασία που σχετίζεται με την αναθεώρηση των ΣΔΛΑΠ [Παράρτημα VII, μέρος Β, οδηγίας 2000/60/ΕΚ].Το ίδιο ακριβώς μπορεί να ειπωθεί για την “αξιολόγηση του Εθνικού Δικτύου Παρακολούθησης της κατάστασης των επιφανειακών(ποτάμιων, λιμναίων, μεταβατικών και παράκτιων) και υπόγειων υδάτων” [σημείο (η)] και την “κατανομή αρμοδιοτήτων των εμπλεκόμενων φορέων και προτάσεις βελτίωσης του συντονισμού και της συνεργασίας” [σημείο (ια)].
Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η δημιουργία ενός εγγράφου που θα υποκαταστήσει το βασικό εργαλείο των ΣΔΛΑΠ (και μάλιστα με αντιεπιστημονικό και “κουτσουρεμένο” τρόπο) δεν είναι σαφείς. Στην καλύτερη περίπτωση, πρόκειται για πολυνομία και επανάληψη διατάξεων. Στην χειρότερη, πρόκειται για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, η ΡΑΑΕΥ μπορεί να αντλήσει όλα τα παραπάνω στοιχεία από τα ΣΔΛΑΠ.
(γ) Μία ελάχιστη απαίτηση για τους συντάκτες του νομοσχεδίου θα ήταν η μελέτη της ισχύουσας, και μάλιστα της ενωσιακής, νομοθεσίας για τα ύδατα. Πραγματικά δυσκολεύεται ο αναγνώστης να κατανοήσει σε τί αποσκοπούν οι “κατευθύνσεις πολιτικής για τη διασφάλιση της ισορροπίας ανάμεσα στην άντληση νερού από τους υδροφόρους ορίζοντες και τον εμπλουτισμό τους, καθώς και τον μετριασμό των επιπτώσεων από ξηρασίες”. Σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ, “τα κράτη μέλη προστατεύουν, αναβαθμίζουν και αποκαθιστούν όλα τα συστήματα των υπόγειων υδάτων, διασφαλίζουν ισορροπία μεταξύ της άντλησης και της ανατροφοδότησης των υπόγειων υδάτων, με στόχο την επίτευξη καλής κατάστασης των υπόγειων υδάτων το αργότερο δεκαπέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας” (άρθ. 4 παρ. 1 β) ii) οδηγίας 2000/60/ΕΚ) – δηλαδή μέχρι το 2015. Για τα υπόγεια ύδατα, υπάρχει νομικό πλαίσιο (πρβλ. Οδηγία 2006/118/ΕΚ όπως ισχύει, και αντίστοιχες εθνικές διατάξεις). Ομοίως, ο μετριασμός των επιπτώσεων από ξηρασίες αποτελεί βασικό σκοπό της οδηγίας για το νερό (βλ. άρθ. 1). Σε τί ακριβώς θα συμβάλει η Εθνική Στρατηγική για τα Ύδατα, την στιγμή που η χώρα παραβιάζει τις υποχρεώσεις αυτές;
(δ) H συλλογή συγκεντρωτικών στοιχείων “απ’ όλα τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (Σ.Δ.Λ.Α.Π.), συμπεριλαμβανομένων των κύριων προβλημάτων και πιέσεων” [σημείο β] είναι μία απλή εργασία γραφείου. Τα ΣΔΛΑΠ, μαζί με τα υποστηρικτικά τους στοιχεία δημοσιεύονται – τόσο σε ΦΕΚ, όσο και σε ειδικό ιστοχώρο. Δεν χρειάζεται να εκπονηθεί μία βαρύγδουπη “Εθνική Πολιτική για τα Ύδατα” για να αναληφθούν οι εργασίες αυτές.
(ε) Δεν χρειάζονται “κατευθύνσεις πολιτικής για τον μετριασμό των επιπτώσεων από πλημμύρες” [σημείο (ε)] και “συνοπτική αξιολόγηση της προόδου εφαρμογής της υπό στοιχεία 31822/1542/Ε103/20.10.2010 κοινής απόφασης” [σημείο (στ)]. Χρειάζεται αυστηρή εφαρμογή του ήδη ισχύοντος, δεσμευτικού, κανονιστικού νομικού πλαισίου, που μεριμνά για τα θέματα αυτά με μεγάλη ακρίβεια. Η ΡΑΑΕΥ, ή οποιαδήποτε άλλος, μπορεί να βρει τα απαραίτητα στοιχεία στο πλαίσιο αυτό, και στην υποστηρικτική εργασία που έχει οδηγήσει στη σύνταξη των αντίστοιχων Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας, που είναι αναρτημένα από το ΥΠΕΝ (και ήδη βρίσκονται σε αναθεώρηση). Η πολιτεία, αν πραγματικά ανησυχεί (όπως θα έπρεπε) για τις συνέπειες των πλημμυρών, θα έπρεπε αυτό το πλαίσιο να ενισχύσει και να εφαρμόσει, και όχι να το αποδυναμώνει με πρόσθετες “κατευθύνσεις” και “αξιολογήσεις”.
(στ) Η “αξιολόγηση της πολιτικής για τη βιώσιμη διαχείριση του ύδατος με βάση τις ετήσιες εκθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12Α του ν. 4001/2011 (Α’ 179) για τις υπηρεσίες ύδατος, το πόσιμο νερό και το νερό άρδευσης” [σημείο (ζ)] (μία περιττολογία, καθώς η ύδρευση και η άρδευση αποτελούν υπηρεσίες ύδατος, βλ. άρθ. 2 σημείο 38 οδηγίας 2000/60/ΕΚ) είναι αντιεπιστημονική, για τον λόγο ότι η βιώσιμη διαχείριση του ύδατος δεν μπορεί να εκτιμηθεί μόνο μέσα από το πρίσμα των υπηρεσιών ύδατος. Πέρα από τις υπηρεσίες ύδατος, υπάρχει η πολύ ευρύτερη έννοια των “χρήσεων ύδατος” (άρθ. 2 σημείο 39 οδηγίας 2000/60/ΕΚ), και διάχυτη στην ισχύουσα νομοθεσία είναι και η έννοια των περιβαλλοντικών στόχων που πρέπει να εξυπηρετεί η διαχείριση του ύδατος (άρθ. 2 σημείο 34 και άρθ. 4 οδηγίας 2000/60/ΕΚ). Όλα τα παραπάνω πρέπει να συνεκτιμηθούν, και δεν αρκούν οι ετήσιες εκθέσεις για την ύδρευση και την άρδευση.
Η προτεινόμενη διάταξη δεν διευκρινίζει αν η “Εθνική Πολιτική για τα Ύδατα” είναι νομικά δεσμευτική ή όχι. Εφόσον συμβαίνει το πρώτο, ανακύπτει σοβαρό πρόβλημα συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο. Σε αντίθεση με όσα απαιτεί η οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα, η “Εθνική Πολιτική για τα Ύδατα” αγνοεί παντελώς τις λεκάνες απορροής ποταμών, και επιβάλλει ομοιόμορφες λύσεις για όλη την χώρα, ανεξάρτητα από οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες (παραβιάζοντας, έτσι, το άρθρο 3 της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα). Επίσης σε αντίθεση με την ίδια οδηγία δεν βασίζεται σε μία επιστημονική αλληλουχία ενεργειών, που περιλαμβάνει καταγραφή των πιέσεων, παρακολούθηση, αξιολόγηση της κατάστασης και πρόγραμμα μέτρων (πρβλ. άρθ. 5, 8, 11, 13-15, Παραρτήματα V-VII της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα).
Αντιθέτως, φιλοδοξεί να παράσχει τις “γενικές κατευθύνσεις για τη διαχείριση των υδάτων και τα κατάλληλα μέτρα” (τα οποία στην συνέχεια “θα εξειδικευτούν” από τα ΣΔΛΑΠ) με “ουρανοκατέβατο” τρόπο- με άλλα λόγια, να κατευθύνει την εκπόνηση του Προγράμματος Μέτρων χωρίς να υπάρχει η παραμικρή επιστημονική βάση. Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστικό ότι η “Εθνική Πολιτική” δεν συνοδεύεται από εκτίμηση επιπτώσεων, όπως θα έπρεπε.
Παράλληλα, η Εθνική Πολιτική αγνοεί επίσης την συνδυασμένη προσέγγιση (άρθ. 10 οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα), τις προστατευόμενες περιοχές (άρθ. 6 οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα), ακόμα και την ανάγκη αυξημένης προστασίας των υδατικών συστημάτων που παρέχουν πόσιμο νερό (άρθ. 7 οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα). Πάνω από όλα, αγνοεί σχεδόν παντελώς (και προσπαθεί να παραμερίσει) την περιβαλλοντική διάσταση της βιώσιμης διαχείρισης, η οποία αποτυπώνεται κυρίως στους περιβαλλοντικούς στόχους της οδηγίας πλαίσιο για τα ύδατα (άρθρο 4). Η διάταξη πρέπει να αποσυρθεί στο σύνολό της.