1. Εκτός από την περίπτωση της πτώχευσης, τη λύση της Εταιρίας ακολουθεί η εκκαθάριση της.
Στην περίπτωση του εδαφίου α της παραγράφου 1 του άρθρου 35 το Διοικητικό Συμβούλιο εκτελεί χρέη εκκαθαριστή μέχρι να διορισθούν Εκκαθαριστές από τη Γενική Συνέλευση των Μετόχων.
Στην περίπτωση του εδαφίου β της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, η Γενική Συνέλευση των μετόχων με την ίδια απόφαση ορίζει και τους Εκκαθαριστές. Οι Εκκαθαριστές, που ορίζει η Γενική Συνέλευση των μετόχων, μπορούν να είναι ένας (1) έως τέσσερις (4), μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, μέτοχοι ή τρίτοι και ασκούν όλες τις συναφείς με τη διαδικασία και το σκοπό της εκκαθάρισης αρμοδιότητες, όπως αυτές έχουν οριστεί από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, με τις αποφάσεις της οποίας έχουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται. Ο διορισμός των Εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδίκαια και την παύση της εξουσίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.
Στους Εκκαθαριστές εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί Διοικητικού Συμβουλίου και οι αποφάσεις τους καταχωρούνται επίσης στο Βιβλίο Πρακτικών Διοικητικού Συμβουλίου.
2. Οι Εκκαθαριστές που διορίζονται από την Γενική Συνέλευση των μετόχων οφείλουν, μόλις αναλάβουν τα καθήκοντα τους, να κάνουν απογραφή της εταιρικής περιουσίας και να δημοσιεύσουν στον τύπο και στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, Ισολογισμό ενάρξεως εκκαθαρίσεως, του οποίου αντίτυπο υποβάλλεται στη Διεύθυνση Α.Ε. της αρμόδιας Νομαρχίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 7α του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, υποβάλλονται σε δημοσιότητα οι κατ` έτος Ισολογισμοί Εκκαθαρίσεως και ο τελικός Ισολογισμός.
3. Η Γενική Συνέλευση των μετόχων διατηρεί όλα τα δικαιώματα της κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης.
4. Οι Εκκαθαριστές οφείλουν να περατώσουν, χωρίς καθυστέρηση, τις εκκρεμείς υποθέσεις της Εταιρίας, να μετατρέψουν σε χρήμα την εταιρική περιουσία, να εξοφλήσουν τα χρέη της και να εισπράξουν τις απαιτήσεις της. Μπορούν να ενεργήσουν και νέες πράξεις, αν με αυτές εξυπηρετούνται η εκκαθάριση και το συμφέρον της Εταιρίας.
Οι Εκκαθαριστές μπορούν επίσης να εκποιήσουν τα ακίνητα της Εταιρείας, την εταιρική επιχείρηση στο σύνολο της ή κλάδους της ή μεμονωμένα πάγια στοιχεία της, αλλά μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη λύση της. Εντός της προθεσμίας των τεσσάρων (4) μηνών από τη λύση της Εταιρείας, κάθε μέτοχος ή και δανειστής της μπορούν να ζητήσουν από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της Εταιρίας, να καθορίσει την κατώτερη τιμή πώλησης των ακινήτων, κλάδων ή τμημάτων ή του συνόλου της Εταιρίας, η απόφαση δε αυτού δεσμεύει τους Εκκαθαριστές και δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα.
5. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, καθώς και οι οικονομικές καταστάσεις του πέρατος της εκκαθάρισης εγκρίνονται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, η οποία και αποφασίζει για την απαλλαγή από κάθε ευθύνη των εκκαθαριστών.
Κάθε χρόνο τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης υποβάλλονται στη Γενική Συνέλευση των μετόχων με έκθεση των αιτίων τα οποία παρεμπόδισαν το τέλος της εκκαθάρισης.
Μετά το πέρας της εκκαθάρισης, οι Εκκαθαριστές καταρτίζουν τις τελικές οικονομικές καταστάσεις τις οποίες δημοσιεύουν στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, αποδίδουν τις εισφορές των μετόχων και διανέμουν το υπόλοιπο προϊόν της εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας στους μετόχους, κατά το λόγο της συμμετοχής τους στο καταβεβλημένο Μετοχικό Κεφάλαιο.
6. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να υπερβεί την πενταετία, από την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης, οπότε και η Εταιρία διαγράφεται από το Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών. Για τη συνέχιση της εκκαθάρισης πέραν της πενταετίας απαιτείται ειδική άδεια της Αρμόδιας Αρχής. Το στάδιο όμως της εκκαθάρισης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί τη δεκαετία.
7. Οι ισολογισμοί της εκκαθάρισης και ο τελικός της ισολογισμός υποβάλλονται στη δημοσιότητα των άρθρων 7α και 7β του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει.