Ανακεφαλαιώνοντας, στο πλαίσιοαυτής της μελέτης και με βάση ρεαλιστικά σενάρια, προσδιορίστηκαν δείκτες γιατην εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος της χώρας. Παράλληλα διερευνήθηκαν, προσδιορίστηκαν και αξιολογήθηκαν τα απαραίτητα μέτρα πολιτικής για την προσέγγιση των προβλεπόμενων μεγεθών, καθώς και τα σχετικά οικονομικά στοιχεία κόστους και επενδύσεων.
Ιδιαίτερη επισήμανση πρέπει να γίνει στο γεγονός, ότι για όλα τα εξεταζόμενα σενάρια οι ειδικοί δείκτες του
ενεργειακού συστήματος (ενεργειακή ένταση, ένταση εκπομπών) βελτιώνοντα αισθητά.
Το πρώτο κρίσιμο συμπέρασμα της ανάλυσης είναι ότι η προοπτική των υφιστάμενων πολιτικών δεν αρκεί για να οδηγήσει στην επίτευξη των στόχων μείωσης των εκπομπών CO2 έως το 2050 ούτε αποτελεί την οικονομικότερη εξέλιξη του ενεργειακού τομέα.
Αντίθετα, τα σενάρια νέας ενεργειακής πολιτικής ΜΕΑΠ και ΠΕΚ, στα οποία κυριαρχεί η υψηλή διείσδυση των
ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας (μέχρι και 70%) και η μέγιστη αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού τεχνολογιών ΑΠΕ τόσο για ηλεκτροπαραγωγή όσο και για θερμική χρήση, επιτυγχάνουν μεγάλη μείωση των εκπομπών (κατά 60% με 70% σε σχέση με το 2005) με ταυτόχρονη μείωση της εισαγόμενης ενέργειας (βλ. Σχήμα 10 και Σχήμα 11) και με σχετικά πιο συμφέροντες οικονομικούς όρους.
Στα σενάρια αυτά επιτυγχάνεται επίσης μεγάλη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων. Επιπλέον, ανοίγουν προοπτικές για την ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας ΑΠΕ και εφαρμογών/συστημάτων υψηλής ενεργειακής απόδοσης, γεγονός που μπορεί με την εφαρμογή υποστηρικτικών μηχανισμών να συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Το σενάριο μέγιστης διείσδυσης των ΑΠΕ (που πλησιάζει το 100%) αντιστοιχεί σε μία επιπλέον επιβάρυνση του
κόστους επένδυσης κατά 20% σε σχέση με το σενάριο ΠΕΚ που προβλέπει διείσδυση της τάξεως των 85%, που με την σειρά του είναι κατά 30% υψηλότερο από αυτό της επέκτασης της υφιστάμενης κατάστασης.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι το κόστος ηλεκτροπαραγωγής θα ακολουθήσει πτωτική τάση μετά το 2030 και ότι η αυξημένη χρήση των ΑΠΕ και ο περιορισμός της καύσης ορυκτών καυσίμων θα εξασφαλίσει την περαιτέρω μείωση του κόστους μέχρι το 2050.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το μέσο μακροχρόνιο κόστος ηλεκτροπαραγωγής συγκλίνει στις χαμηλότερες τιμές στα σενάρια ελαχίστου κόστους και στα σενάρια που συνδυάζουν 100% παραγωγή από ΑΠΕ και εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας.
Παράλληλα, αυτή η εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος παρέχει ασφάλεια στον τελικό καταναλωτή, καθώς τον προστατεύει από την αστάθμητη διακύμανση του κόστους των εισαγόμενων καυσίμων, ενώ του προσφέρει επιπλέον τις βέλτιστες τεχνολογικές λύσεις και επιλογές ώστε να επιτύχει εξοικονόμηση ενέργειας και τελικά μείωση των συνολικών τουενεργειακών δαπανών.
Η προσέλκυση και μόχλευση επενδυτικών κεφαλαίων, για την υλοποίηση των προβλεπόμενων από τον ενεργειακό σχεδιασμό τεχνολογικών αλλαγών στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα, αποτελεί
ιδιαίτερα σημαντική ευκαιρία εγχώριας οικονομικής ανάπτυξης σε διάφορους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. ενεργειακός, κατασκευαστικός, εμπορικός κλάδος κλπ). Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς και εφαρμογών τεχνολογίας αιχμής αποτελούν επιπλέον δυνατότητες και προοπτικές που προκύπτουν από την εφαρμογή των πολιτικών που
προτείνονται στην παρούσα έκθεση.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητηη διαμόρφωση των οικονομικών μέτρων ενεργειακής πολιτικής τέτοιων ώστε ναεγκαθιδρύουν κλίμα εμπιστοσύνης και συνέχειας προς τους επενδυτές ενσωματώνοντας τόσο την τεχνολογική πρόοδο όσο και τις επιδιώξεις ανάπτυξης συγκεκριμένων ενεργειακών τεχνολογιών.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναιορατό από την παρούσα έκθεση είναι ότι το εθνικό ενεργειακό σύστημα έχει τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, εκπληρώνοντας τις δεσμεύσεις της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Απαιτεί ωστόσο την εφαρμογήσυνδυαστικών μέτρων ενεργειακής πολιτικής, καθώς και τη μέγιστη αξιοποίηση της τεχνολογικής προόδου και του επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Πρόκειται για κείμενο συνοπτικής παρουσίασης του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας, που μπορεί να είναι το συμπέρασμα μιας σοβαρής μελέτης ή απλώς μιας έκθεσης ιδεών. Δεν δίνονται αναλυτικά τα δεδομένα πάνω στα οποία στηρίχτηκαν τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται, δεν αναφέρονται οι μελετητές, δεν δίνεται βιβλιογραφία, κλπ. Από την ανάγνωση του κειμένου προκύπτουν ορισμένα σημαντικά ερωτήματα, τα κυριότερα των οποίων είναι:
• Η ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι πολύ ενδιαφέρουσα προοπτική για τη χώρα. Είναι όμως κρίσιμο θέμα η τιμολόγηση της παραγόμενης ενέργειας. Σήμερα οι τιμές είναι υπερβολικά μεγάλες, έχουν υιοθετηθεί για να δοθεί κίνητρο στην ανάπτυξη. Οι τιμές όμως αυτές έχουν δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση διότι τελικά είναι ο καταναλωτής που πληρώνει μέσω του τέλους ΑΠΕ. Το τέλος αυτό έχει αρκετά αυξηθεί τελευταία, όχι όμως στο βαθμό που είναι απαραίτητο, ούτε την εποχή που έπρεπε. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργηθεί έμφραγμα στην αγορά.
• Σε μια μελέτη με μακροχρόνια προοπτική είναι απαραίτητο να κατατεθούν οι βασικές τιμές που λαμβάνονται υπόψη, ειδικότερα δε για τις τιμές των ΑΠΕ πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί η αναμενόμενη εξέλιξή τους. Κάπου στο κείμενο αναφέρεται ότι οι τιμές ΑΠΕ θα είναι ανταγωνιστικές, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται ακριβώς πότε αναμένεται να γίνει αυτό. Για το κόστος εκπομπών δίδεται μία χοντρική εκτίμηση. Για τα άλλα καύσιμα δεν γίνεται συζήτηση, οπότε είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί η πορεία των τιμών ΗΕ που αναφέρεται στο κείμενο. Επίσης δεν μπορεί να ελεγχθεί η αναφορά ότι το κόστος του σεναρίου ΥΦ είναι περίπου στα ίδια επίπεδα.
• Σε συνθήκες τόσο υψηλής διείσδυσης ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, τα προβλήματα ευστάθειας του Συστήματος είναι πολύ σημαντικά και κρίσιμα. Αναφέρεται βέβαια ότι οι υδρ/κοί σταθμοί θ’αυξηθούν σε 5,5GW και οι αντλητικοί σε 4GW. Σίγουρα χρειάζονται οι εγκαταστάσεις αυτές, όμως τα προβλήματα ευστάθειας είναι πολύ έντονα σε τέτοιες συνθήκες και είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί αν έχουν γίνει σχετικές μελέτες που δείχνουν ότι τα έργα αυτά είναι αρκετά. Ακόμη δεν διευκρινίζεται που μπορούν να γίνουν τόσο μεγάλα έργα, δεδομένου ότι τα μεγάλα μας ποτάμια έχουν ήδη καλυφθεί από ανάλογα έργα.
• Η ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς ΗΕ είναι μία κρίσιμη παράμετρος. Σωστά τίθεται στο κείμενο ότι πρέπει να γίνουν σημαντικά έργα στο τομέα αυτό. Όμως δεν γίνεται καθόλου λόγος για αναγκαία μέτρα νομοθετικού περιεχομένου. Σήμερα η κατασκευή των δικτύων είναι φοβερά χρονοβόρος λόγω πολλών αντιδράσεων τοπικών φορέων. Σε πολλές περιπτώσεις έργα ματαιώνονται για το λόγο αυτό, ακόμη έχουν σημειωθεί αποφάσεις της δικαιοσύνης που αναστέλλουν την ολοκλήρωση των έργων. Για τόσο κομβικής σημασίας έργα, αναμένετο από το σχεδιασμό να προταθούν συγκεκριμένα μέτρα που θα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα.
• Μνημονεύεται η σύνδεση των νησιών του Αιγαίου με το ηπειρωτικό σύστημα. Εύκολο να λέγεται δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Το κόστος των υποβρυχίων ζεύξεων είναι πολύ μεγάλο σχεδόν απαγορευτικό. Θα μπορούσε ν’αντιμετωπιστεί αν συνδυαστεί με ανάπτυξη ΑΠΕ στα νησιά και χρηματοδοτηθεί από τις εταιρείες παραγωγής.
Χρήστος Κολοβός
Δρ Μηχανικός Μεταλλείων – Μεταλλουργός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Γραμματέας Περιφερειακού Συμβουλίου ΠΑΣΚ Διπλωμ. Μηχανικών Δυτ. Μακεδονίας
Μέλος Περιφερειακής Επιτροπής Διαβούλευσης Περιφέρειας Δυτ. Μακεδονίας
Μέλος Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής Εκμετάλλευσης & Αξιοποίησης Ενεργειακών Πρώτων Υλών ΤΕΕ
Μέλος Μόνιμης Επιτροπής Ενέργειας ΤΕΕ/Τμήμα Δυτ. Μακεδονίας
Ο στόχος ενός Οδικού Χάρτη θα πρέπει να είναι η διασφάλιση των ενεργειακών αναγκών της χώρας με το χαμηλότερο κόστος, προκειμένου να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη και τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Όμως στο κείμενο προτάσσεται και τονίζεται διαρκώς ως στόχος όχι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αλλά η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ και η μείωση των εκπομπών «αερίων του θερμοκηπίου», για την οποία δεν υπάρχουν δεσμευτικοί για τη χώρα στόχοι για το 2050, (ούτε καν για το 2030).
Στο κείμενο παρατίθενται απλώς αναφορές σε κάποια σενάρια, χωρίς να δίνεται επαρκής πληροφορία και τεκμηρίωση για τις παραδοχές που εμπεριέχουν τα σενάρια αυτά και τα συγκεκριμένα νούμερα που έχουν χρησιμοποιηθεί (το σενάριο «Υφιστάμενων Πολιτικών» πρακτικά είναι σενάριο γρήγορης αύξησης της διείσδυσης των ΑΠΕ για την επίτευξη των στόχων του «20-20-20″).
Σήμερα ο βασικός εγχώριος ενεργειακός πόρος είναι ο λιγνίτης. Δεν υπάρχει όμως στο κείμενο καμιά ιδιαίτερη πρόβλεψη για το πώς εξελίσσεται με συγκεκριμένα νούμερα διαχρονικά η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη μετά το 2020. Πουθενά στο κείμενο δεν υπάρχει αναφορά στα εναπομένοντα αποθέματα λιγνίτη στα ήδη ανοικτά ορυχεία της Δυτικής Μακεδονίας, με ποιό ρυθμό καταναλώνονται αυτά και το αν καταναλώνονται ποτέ πλήρως ή εγκαταλείπονται σημαντικές ποσότητες οριστικά, κάτι που φαίνεται πολύ πιθανό, αφαιρώντας ουσιαστικά ακόμα και από τις επόμενες γενεές Ελλήνων το δικαίωμα της αξιοποίησής τους.
Σύμφωνα με το σημείο 8 των κατευθύνσεων του Ευρωπαϊκού Οδικού Χάρτη Ενέργειας για το 2050 (σελ. 9 του κειμένου ΥΠΕΚΑ) «η ασφάλεια παραδοσιακών ή νέων μορφών πηγών ενεργείας είναι αδιαπραγμάτευτη». Η εγχώρια παραδοσιακή μορφή πηγής ενέργειας είναι βεβαίως ο λιγνίτης και η ασφάλεια που παρέχει θα έπρεπε να είναι αδιαπραγμάτευτη.
Η χώρα πρέπει σε οποιαδήποτε περίπτωση να αξιοποιεί τα εγχώρια καύσιμα και να διατηρεί εφεδρείες ενεργειακών πόρων. Επιπλέον, ουδείς έχει το δικαίωμα να καταστρέφει ενεργειακούς πόρους της χώρας και επενδύσεις που έχουν ήδη γίνει σ’ αυτά. Επισημαίνεται ότι στη Γερμανία, χώρα κατασκευάστρια καδοφόρων εκσκαφέων, διατηρείται ακόμα σε λειτουργία καδοφόρος εκσκαφέας που πρωτολειτούργησε το 1950. Αντίθετα στην Ελλάδα, με τις υφιστάμενες πολιτικές, φαίνεται ότι οδηγούνται σε ακινητοποίηση και αχρήστευση καδοφόροι εκσκαφείς που κατασκευάστηκαν στη δεκαετία του 1980, ενώ με τη διδακτορική μου διατριβή πριν 15 χρόνια είχαν τεκμηριωθεί οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις διατήρησης σε λειτουργία και παραγωγικής αξιοποίησης των πανάκριβων καδοφόρων εκσκαφέων των ορυχείων της ΔΕΗ.
Η εγκατάλειψη ήδη ανοικτών ορυχείων καθιστά τουλάχιστον προβληματική τη στοιχειώδη αποκατάσταση των εδαφών στη Δυτική Μακεδονία, όπου ακόμα δεν έχει προχωρήσει η σύσταση επιτόπιας Ειδικής Υπηρεσίας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος σε εφαρμογή των προβλέψεων της παραγρ. 4 του άρθρου 22 του πρόσφατου νόμου 4014/2011 (ΦΕΚ Α΄ 209/21.09.2011).
Γίνεται αναφορά σε διείσδυση της ηλεκτρικής ενέργειας στις μεταφορές. Επισημαίνεται όμως ότι στις μεταφορές αγόνων και λιγνίτη στα ορυχεία της ΔΕΗ εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια πολιτική μείωσης των μεταφορών με μεταφορικές ταινίες, που λειτουργούν με επιτοπίως παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια και αύξησης των μεταφορών με φορτηγά αυτοκίνητα, που λειτουργούν με εισαγόμενο πετρέλαιο. Είναι προφανής η αντίφαση των δυο πολιτικών σε ένα τομέα μεταφορών που έχει σημαντικό μέγεθος.
Δεν υπάρχει στο κείμενο αναφορά στη δυνατότητα χρήσης ξηρού λιγνίτη ως καυσίμου τηλεθέρμανσης αστικών και ημιαστικών περιοχών με μικρά συστήματα συμπαραγωγής.
Δεν υπάρχει ιδιαίτερη αναφορά για το πώς επηρεάζεται η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας από τη σε μεγάλο βαθμό αντικατάσταση του λιγνίτη (εγχώριο καύσιμο) από φυσικό αέριο (εισαγόμενο καύσιμο, η ροή του οποίου έχει διακοπεί κατ’ επανάληψη από την Τουρκία και επομένως τίθεται θέμα εθνικής ασφάλειας).
Στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αναμένεται μια «κοσμογονία» τα προσεχή 10-15 χρόνια, πολύ πριν το 2050, μετά την ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε Ισραήλ και Κύπρο. Σύμφωνα με ανακοινώσεις επιστημόνων και δημοσιεύματα του οικονομικού τύπου, ανάλογες εξελίξεις είναι πολύ πιθανό να αναμένονται σύντομα και στην περιοχή της Ελληνικής ΑΟΖ νότια της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Δεν είναι καθόλου σαφές εάν και πώς έχουν ληφθεί υπόψη αυτά στον υπό διαβούλευση Οδικό Χάρτη του ΥΠΕΚΑ : ενδεχόμενη διέλευση αγωγού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου από το Ελληνικό έδαφος ή/και ανακάλυψη φυσικού αερίου στην Ελληνική ΑΟΖ επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τα δεδομένα του Οδικού Χάρτη.
Δεν δημοσιεύεται η παραδοχή για την εξέλιξη του φορτίου βάσης του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής.
Το κόστος ηλεκτροπαραγωγής αυξάνεται σταθερά μέχρι το 2029 (Σχήμα 8-σελίδα 20 του κειμένου ΥΠΕΚΑ), τη στιγμή που η τωρινή οικονομική κατάσταση της χώρας επιβάλλει το όσο δυνατό μικρότερο κόστος ενέργειας για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Δεν είναι λογικό να μειώνονται μισθοί και συντάξεις με επίκληση τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας και την ίδια στιγμή να αυξάνεται σταθερά το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής, που είναι βασικός παραγωγικός συντελεστής σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Ακόμα, δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση για την απότομη μείωση του κόστους από το 2030.
Το κόστος χρήσης δικτύων υπερδιπλασιάζεται μέχρι το 2042, αυξανόμενο με σχεδόν σταθερό ρυθμό λόγω της ανάπτυξης ΑΠΕ, χωρίς να είναι ορατές οι εναλλακτικές λύσεις που έχουν εξεταστεί. Δεν είναι σαφές από το κείμενο, αλλά αποσαφηνίστηκε πριν λίγες μέρες από τον Υπουργό ΠΕΚΑ, ότι η ενέργεια που θα παράγεται από τα φωτοβολταϊκά του προγράμματος «ΗΛΙΟΣ» θα καταναλώνεται εντός συνόρων : αυτό έχει ως συνέπεια την ανάγκη πολύ μεγάλων επενδύσεων στα δίκτυα, εκτοξεύοντας το κόστος ηλεκτροπαραγωγής και μειώνοντας αντίστοιχα την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Τις νυκτερινές ώρες που δεν λειτουργούν τα Φ/Β, καθώς και τη χειμερινή περίοδο που η παραγωγή τους είναι αμελητέα, απαιτείται η ύπαρξη σημαντικών εφεδρειών υποκατάστασής των Φ/Β : θα πρέπει είτε να λειτουργούν μονάδες φυσικού αερίου (εισαγόμενο καύσιμο) είτε να γίνονται εισαγωγές ενέργειας.
Δεν υπάρχει καμιά αναφορά για το πώς αναμένεται να επηρεάσει την επάρκεια και τις τιμές των τροφίμων η συμμετοχή των βιοκαυσίμων στις μεταφορές σε ποσοστό 31%-34% μέχρι το 2050. Δεν υπάρχει αναφορά για την επίδραση του Οδικού Χάρτη στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών, στην απασχόληση ανά περιφέρεια της χώρας, για τη χωροθέτηση των ΑΠΕ που έχει ληφθεί υπόψη, για τον τρόπο να καμφθούν οι γνωστές αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών των νησιών του Αιγαίου (εκεί δηλαδή όπου φυσάει) στην τοποθέτηση ανεμογεννητριών, κλπ.
Τα ερωτηματικά και οι αβεβαιότητες που έχει δημιουργήσει η δημοσίευση της συνοπτικής περίληψης του Οδικού Χάρτη είναι πολλά : εφόσον η δημόσια διαβούλευση γίνεται ακριβώς για να ενισχυθεί η διαφάνεια των ασκούμενων πολιτικών, επιβάλλεται η περαιτέρω αποσαφήνιση τους.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ
Κοζάνη 23/04/2012
Aρ. Πρωτ. 33588/1368
Ταχ. Δ/νση:Διοικητήριο Περιοχή ΖΕΠ
Ταχ. Κώδικας:50100 Κοζάνη ΠΡΟΣ:Υπουργείο Περιβάλλοντος
Τηλέφωνο:2461052610-3 Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής
Fax :2461052614
Email :info@pdm.gov.gr
Θέσεις και Προτάσεις της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας για τη Δημόσια Διαβούλευση του ΥΠ.Ε.Κ.Α. στο πλαίσιο του Εθνικού Ενεργειακού Σχεδιασμού «Οδικός Χάρτης για το 2050».
Οι συνεχώς αυξανόμενες τιμές του αργού πετρελαίου και οι ατέρμονες γεωπολιτικές συγκρούσεις συμφερόντων που σχετίζονται με την κατασκευή των διεθνών δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου, οδηγούν το σύνολο των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην επεξεργασία και ανάληψη μέτρων, πολιτικών και στρατηγικών στην κατεύθυνση της βέλτιστης και αποτελεσματικής αξιοποίησης των κατά περίπτωση εγχώριων ενεργειακών πηγών τους.
Οι λιγνίτες αποτελέσαν και αποτελούν την κυρίαρχη εγχώρια πρωτογενή ενεργειακή πηγή η οποία συνοδεύεται από προβλέψιμο κόστος διάθεσης, ισχυρούς πολλαπλασιαστικούς δείκτες απασχόλησης και οικονομικής μεγέθυνσης και βεβαίως, από σημαντικές περιβαλλοντικές πιέσεις και προβλήματα. Παράλληλα, η συσσωρευμένη τεχνογνωσία αξιοποίησής τους, το μέγεθος των αποθεμάτων και η υψηλή συγκέντρωση εγκατεστημένης ισχύος αναδεικνύουν του εγχώριους λιγνίτες σε καθοριστικό παράγοντα σχεδιασμού και άσκησης εθνικής ενεργειακής πολιτικής.
Στο υπό διαβούλευση κείμενο του ΥΠΕΚΑ και ιδιαίτερα στα σημεία όπου παρουσιάζεται η αναγκαιότητα αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πόρων, δυστυχώς, όχι μόνον απουσιάζει ένα μεσοπρόθεσμο εθνικό σχέδιο αξιοποίησης των ελληνικών λιγνιτών αλλά, δεν υπάρχει η παραμικρή λεκτική αναφορά ή έστω ο χαρακτηρισμός τους ως «εγχώριοι ενεργειακοί πόροι».
Λαμβάνοντας υπόψη την τραγική οικονομική κατάσταση της Χώρας, τους εφιαλτικούς δείκτες ανεργίας και τη γενικότερη αναπτυξιακή υστέρηση, το υπό διαβούλευση κείμενο χαρακτηρίζεται στο σύνολό του από μια υπερβολική και ασύμμετρη προσπάθεια ανάδειξης του παγκόσμιου προβλήματος της κλιματικής αλλαγής σε κυρίαρχη εθνική υπόθεση. Ειδικά για τους λιγνίτες, αποτυπώνεται μια έντονη διάθεση απαξίωσής τους, η οποία δεν αντανακλά και δεν λαμβάνει υπόψη στοιχειώδεις κανόνες εθνικής περιφερειακής συνοχής.
Υποστηρίζει το ΥΠΕΚΑ ότι ο προτεινόμενος Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός ευθυγραμμίζεται με αυτόν της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι απόλυτα ακριβές. Στο σχετικό κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (COM/2011/885/2), αναγνωρίζεται τόσο ο σημαντικός ρόλος των στερεών καυσίμων αναφορικά με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού όσο και η δυνατότητά τους να συνεισφέρουν στο μελλοντικό ευρωπαϊκό ενεργειακό χαρτοφυλάκιο.
Επιπλέον, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών Στρατηγικών Ενεργειακών Τεχνολογιών, οι καθαρές τεχνολογίες αξιοποίησης των στερεών ορυκτών καυσίμων χρηματοδοτούνται τόσο σε ερευνητικό όσο και σε επιδεικτικό επίπεδο, υποστηρίζονται πολιτικά ως τεχνολογικές επιλογές άμεσης προτεραιότητας, αναγνωρίζονται στρατηγικά ως σημαντικός ανταγωνιστικός τομέας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. (European Commission, SETIS-Advanced Fossil Fuel Power Generation, 2009).
Επί του πρακτέου, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απαξιώνει τα στερεά ορυκτά καύσιμα. Αντίθετα, υποστηρίζει και προωθεί σύγχρονες, αποδοτικές και περιβαλλοντικά αποδεκτές τεχνολογίες αξιοποίησής τους. Η Ελλάδα, η χώρα με τη σημαντικότερη παραγωγή λιγνίτη μετά τη Γερμανία, στρέφεται όλο και περισσότερο σε εισαγόμενα ανταγωνιστικά καύσιμα, επεξεργάζεται φαραωνικού μεγέθους εγχειρήματα με βάση τα φωτοβολταικά συστήματα και προγραμματίζει την απόσυρση μεγάλου μέρους των λιγνιτικών μονάδων.
Αν τελικά οδηγηθούμε σε μια βίαια κλιμακούμενη απόσυρση των λιγνιτικών σταθμών με αποτέλεσμα μετά το 2028 να λειτουργούν στη Δυτική Μακεδονία μερικές εκατοντάδες μόνο λιγνιτικά MWs, ενδεχομένως να έχουμε πετύχει τους εθνικούς στόχους μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, τους οποίους το ΥΠΕΚΑ έχει αναδείξει σε υπέρτατη εθνική πρόκληση. Τα ερωτήματα όμως προκύπτουν αμείλικτα:
-Υπάρχουν μελέτες και η σχετική τεκμηρίωση ότι η επιλογή της απόσυρσης λιγνιτικών μονάδων δεν θα οδηγήσει τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της Δυτικής Μακεδονίας σε καθεστώς έντονης αποσταθεροποίησης;
-Έχει υπολογίσει η κεντρική Κυβέρνηση το δημοσιονομικό κόστος απαξίωσης μιας περιφερειακής δραστηριότητας η οποία απασχολεί άμεσα ή έμμεσα 9000 εργαζόμενους και συνεισφέρει περισσότερο από το 25% στο περιφερειακό ΑΕΠ της Δυτικής Μακεδονίας;
-Έχει συνεκτιμήσει η κεντρική Κυβέρνηση το περιβαλλοντικό και ενεργειακό έγκλημα που θα συντελεστεί αν απομείνουν εκτεθειμένοι και ανεκμετάλλευτοι εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη λόγω απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων;
-Έχουν εκτιμηθεί από την πλευρά του ΥΠΕΚΑ τα επαγωγικά αποτελέσματα που θα πυροδοτήσει η αποσάθρωση μιας εδραιωμένης περιφερειακής παραγωγικής μόνο-ειδίκευσης, η απώλεια συσσωρευμένης τεχνογνωσίας και η απαξίωση επενδύσεων δισεκατομμυρίων ευρώ ;
-Υπάρχουν επεξεργασμένα σενάρια και προοπτικές ισοδύναμων μέτρων τα οποία θα καλύψουν σε ικανοποιητικό ποσοστό τις απώλειες θέσεων εργασίας, τους πολλαπλασιαστικούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης και την αναχαίτιση της εσωτερικής ή εξωτερικής μετανάστευσης λόγω κατάρρευσης της κυρίαρχης δραστηριότητας ;
– Με ποιόν τρόπο θα αξιοποιηθούν στο μέλλον οι υφιστάμενες ενεργειακές υποδομές της Δυτικής Μακεδονίας ;
Ουδεμία αναφορά γίνεται στο μείζον θέμα της αποκατάστασης και επαναπόδοσης στην τοπική κοινωνία των εδαφών των εξοφλημένων ορυχείων.
Πέραν αυτών, οι πολίτες της Δυτικής Μακεδονίας αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρό πρόβλημα κάλυψης των αναγκών θέρμανσης λόγω της μακράς και έντονης χειμερινής περιόδου.Το κόστος θέρμανσης δεσμεύει σημαντικό ποσοστό του δραματικά συρρικνωμένου οικογενειακού προϋπολογισμού. Ο λιγνίτης, μπορεί να δώσει απάντηση στο πρόβλημα θέρμανσης για το σύνολο σχεδόν των αστικών και ημιαστικών κέντρων της Περιφέρειας. Οι τεχνολογίες είναι περισσότερο από ώριμες, το οικονομικό και ενεργειακό περιβάλλον είναι περισσότερο από ιδανικό. Παράλληλα, οι λιγνίτες μπορούν να αξιοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή ενεργειακών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και κυρίως, να μετατραπούν σε εναλλακτικά καύσιμα κίνησης. Η απεξάρτηση των μεταφορών από το πετρέλαιο μπορεί να στηριχτεί και στους εγχώριους λιγνίτες. Οι τεχνολογίες είναι ήδη γνωστές από την δεκαετία του 1940, μπήκανε στην «κατάψυξη» λόγω των χαμηλών τιμών του πετρελαίου και αναδύονται πλέον με υψηλή δυναμική σε όλες τις χώρες που παράγουν στερεά ορυκτά καύσιμα. Ο λιγνίτης μπορεί να υποκαταστήσει το πετρέλαιο θέρμανσης, να μετατραπεί σε φυσικό αέριο, να δώσει καύσιμα κίνησης, να αποτελέσει ρεαλιστική τεχνολογική πλατφόρμα για μια νέα ενεργειακή εποχή.
Όλα αυτά όμως απαιτούν την ύπαρξη ενός εθνικού και συνεκτικού σχεδιασμού αξιοποίησης των ελληνικών λιγνιτών. Απαιτούν διεθνείς συνεργασίες, δράσεις έρευνας και ανάπτυξης, προσέλκυση επενδυτών, ανάδειξη περιφερειακών προοπτικών σε επίπεδο νοτιοδυτικών Βαλκανίων, διπλωματικές συμμαχίες, σοβαρή αντιμετώπιση των προκλήσεων από την πλευρά της κεντρικής εξουσίας. Δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν όταν το αρμόδιο Υπουργείο απαξιώνει τους λιγνίτες και τους αποκλείει από δυνητικές επενδυτικές προοπτικές.
Η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, υποστηρίζει και προωθεί θεσμικά τη βέλτιστη διείσδυσή τους στο εγχώριο εθνικό χαρτοφυλάκιο. Αναγνωρίζει το παγκόσμιο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και την επιτακτική ανάγκη μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ταυτόχρονα όμως, έχει υποχρέωση να αναδεικνύει τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και να υπερασπίζεται τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα, πρωτίστως όταν αυτά δεν έρχονται σε σύγκρουση, δεν αποδυναμώνουν τις ανάγκες εθνικών αλλά και ευρωπαϊκών περιφερειών, δεν υπονομεύουν την εθνική προοπτική που σχετίζεται με τη βέλτιστη αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων.
Ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας
Γιώργος Δακής
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ