Η εξέλιξη του Ελληνικού ενεργειακού συστήματος τις επόμε¬νες δεκαετίες, θα έχει ως βασικούς άξονες κατεύθυνσης την α¬σφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, τη διασφάλιση της καλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, τη βέλτιστη αξιο¬ποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας, την προώθηση των τε¬χνολογιών παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, την ταχεία υιοθέτηση τεχνολογικών εφαρμογών που συνεισφέρουν στην εξοικονόμηση ενέργειας αλλά και στη διαχείριση της ζήτησής της, καθώς και την επίτευξη δραστικής μείωσης των εκπομπών αέριων ρύπων του θερμοκηπίου από τις ανθρωπογενείς καταναλώσεις ενέρ¬γειας.
Στο πλαίσιο αυτό, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις ΑΠΕ που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2010 και έχει ως στόχο την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων για τη διείσδυση των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση, θέτει συνολικά και τις βάσεις και την πορεία εξέλιξης του ενεργειακού τομέα μέχρι το 2020.
Λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις και τους εθνικούς στόχους, στην παρούσα μελέτη δίνεται ιδιαίτερη έμ¬φαση στην πορεία εξέλιξης του ενεργειακού συστήματος σε μα-κροπρόθεσμο πλαίσιο (έως το 2050), επιχειρώντας την ανάλυση των αποτελεσμάτων διαφορετικών σεναρίων σχετικά με τους στόχους, τη λειτουργία, τη δομή και τη σύνθεση του ενεργειακού συστήματος.
Ειδικότερα, για τη μακροπρόθεσμη παρακολούθηση της εξέ-λιξης του συστήματος και της τελικής ζήτησης μέχρι το 2050, λαμβάνεται ως έτος αναφοράς το 2020, όπου και θεωρείται ότι έχουν επιτευχθεί οι κεντρικοί εθνικοί ενεργειακοί στόχοι που προβλέπουν διείσδυση κατά 20% των ΑΠΕ στην τελική ενεργειακή κατανάλωση, με την επιμέρους ανάλυση του μεριδίου των ΑΠΕ να αφορά σε 40% στην ηλεκτροπαραγωγή, 20% συμμετοχή στη ζήτηση ενέργειας για θέρμανση/ψύξη και σε διείσδυση κατά 10% στις μεταφορές.
Το αποτέλεσμα της ανάλυσης του Ελληνικού ενεργειακού συστήματος μέχρι το 2020 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίτευξη του ποσοστού συμμετοχής των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, θα επιτευχθεί μόνο με τη συνδυαστική εφαρμογή θεσμικών, κα-νονιστικών, οικονομικών και τεχνολογικών μέτρων που έχουν ως βασικό στόχο την αξιοποίηση του οικονομικού δυναμικού ανά-πτυξης μεγάλων έργων ΑΠΕ, την ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών επέκτασης και αναβάθμισης του ηλεκτρικού δικτύου και τη σταδιακή ανάπτυξη της διεσπαρμένης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Προφανώς αυτό απαιτεί την αντιμετώπιση ποικίλλων εμποδίων, που έχουν ήδη εντοπιστεί, και σχετίζονται με καθυστερήσεις στην αδειοδότηση έργων ΑΠΕ, σε ασάφειες θε-μάτων χωροταξικού σχεδιασμού, καθώς και την ελλιπή ενημέρωση των πολιτών σχετικά με τις εφαρμογές έργων ΑΠΕ.
Αντίστοιχα, για την ικανοποίηση των εθνικών στόχων για το 2020, συμμετοχής των ΑΠΕ σε θέρμανση-ψύξη και μεταφορές, προβλέπεται αξιοποίηση όλων των θεσμικών αλλαγών που έ¬χουν ήδη υλοποιηθεί ή δρομολογούνται ώστε να επιτευχθεί εξοι-κονόμηση ενέργειας μέσω βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, διείσδυσης ώριμων τεχνολογικών εφαρμογών, καθώς και υιοθέ-τησης πολιτικών ορθολογικής χρήσης ενέργειας σε όλους τους τομείς.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα και με τις κατευθυντήριες οδηγίες από την ΕΕ, για την περίοδο μετά το 2020 θα συνεχιστεί η περαιτέρω διείσδυση και συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπα-ραγωγή, στη θέρμανση και ψύξη καθώς και στις μεταφορές και θα συνεπικουρείται και από την ενδυνάμωση των μηχανισμών και των αντίστοιχων κυρώσεων σχετικά με τις εκπομπές αέριων ρύπων του θερμοκηπίου. Παράλληλα, η εφαρμογή θεσμικών μέτρων κυρίως στον κτιριακό τομέα και τις μεταφορές, καθώς και η ταχεία εξέλιξη τεχνολογικών εφαρμογών που οδηγούν σε βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, αναμένεται να επιτύχουν σημαντικά μεγέθη εξοικονόμησης ενέργειας που στις επόμενες δεκαετίες θα οδηγήσουν σε σταδιακή μείωση του ρυθμού αύξησης της ζήτησης και τελικά και της απόλυτης μείωσης της τελικής κατανάλωσης ενέργειας.
Συγκεκριμένα, στα σενάρια εξέλιξης του ενεργειακού συστή-ματος που εξετάζονται, ισχύουν ή/και ενδυναμώνονται οι τάσεις που δημιουργήθηκαν για να επιτευχθούν οι στόχοι του 2020 μέχρι το 2050 και για το σκοπό αυτό τίθενται δεσμεύσεις και στόχοι για τις εκπομπές, επιτυγχάνονται υψηλοί ρυθμοί βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης και εξοικονόμησης ενέργειας, ενώ και η συμμετοχή των τεχνολογιών διαμορφώνεται στη βάση του ελαχίστου κόστους.
III.1. Ενδεικτική εξέλιξη του Ελληνικού ενεργεια-κού συστήματος την περίοδο 2010-2020
Όπως αναφέρθηκε και στην Ενότητα II.1.3, η Ευρωπαϊκή ε-νεργειακή πολιτική έως το 2020 επικεντρώνεται στην επίτευξη τριών επιμέρους στόχων για το σύνολο των Κρατών-Μελών, οι οποίοι αφορούν στη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 (Οδηγία 2009/29/ΕΚ), στη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας κατά 20% στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας (Οδηγία 2009/28/ΕΚ) και στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και επίτευξη εξοικονόμησης πρωτογενούς ενέργειας κατά 20%. Ειδικά για την Ελλάδα, ο στόχος για τις εκπομπές αερίων ρύπων του θερμοκηπίου είναι μείωση κατά 4% στους τομείς εκτός εμπορίας σε σχέση με τα επίπεδα του 2005 και 18% διείσδυση των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση.
Η Ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο υιοθέτησης συγκεκριμένων αναπτυξιακών και περιβαλλοντικών πολιτικών, με το Ν. 3851/2010 προχώρησε στην αύξηση του εθνικού στόχου συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας στο 20%. Συγκεκριμένα ο στόχος αυτός εξειδικεύεται σε 40% συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, 20% σε θέρμανση και ψύξη και 10% στις μεταφορές.
Για τον καθορισμό της εξέλιξης του ελληνικού ενεργειακού συστήματος για την περίοδο 2010-2020, λαμβάνονται υπόψη οι προαναφερθέντες εθνικοί στόχοι και δεσμεύσεις για τη μείωση των εκπομπών και τη διείσδυση των ΑΠΕ. Επιπλέον συνυπολογίζεται το σύνολο των πρόσφατων θεσμικών αλλαγών που αφορούν στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στον κτιριακό τομέα καθώς και στην ανάπτυξη μηχανισμών της αγοράς και εφαρμογής συγκεκριμένων μέτρων και πολιτικών που αποσκοπούν στην επίτευξη του συγκεκριμένου εθνικού στόχου για εξοικονόμηση ενέργειας.
Στο πλαίσιο αυτό, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις Ανανεώ-σιμες Πηγές Ενέργειας, που εκπονήθηκε το 2010, περιγράφει την πορεία εκπλήρωσης των εθνικών στόχων και δεσμεύσεων, ώστε μέχρι το 2020 να έχει επιτευχθεί η επιδιωκόμενη διείσδυση των ΑΠΕ στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα. Το ακόλουθο σχήμα συνοψίζει την πορεία εξέλιξης της διείσδυσης των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, στην ηλεκτροπαραγωγή, στη θέρμανση και ψύξη καθώς και στις μεταφορές, για την επίτευξη των εθνικών ενεργειακών στόχων έως το 2020.
Σχήμα III.1.1 Εξέλιξη του μεριδίου ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, την ηλεκτροπαραγωγή και την τελική κατανάλωση θερμικής ενέργειας και του μεριδίου βιοκαυσίμων στις μεταφορές σύμφωνα με την Οδηγία 2009/28/ΕΚ έως το 2020
[1]
Η παρουσίαση του συγκεκριμένου οδικού χάρτη ανάπτυξης των τεχνολογιών ΑΠΕ τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή, όσο στη θέρμανση-ψύξη και τις μεταφορές, πραγματοποιήθηκε με τη χρήση μοντέλων ενεργειακής ανάλυσης , όπου και αναλύθηκαν διαφορετικά σενάρια εξέλιξης του Ελληνικού ενεργειακού συστή-ματος μέχρι το 2020, λαμβάνοντας υπόψη και παραμέτρους οι-κονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης.
Οι βασικές παράμετροι για την κατάρτιση σεναρίων εξέλιξης του ενεργειακού συστήματος ήταν η εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, η εξέλιξη των διεθνών τιμών καυσίμων, τα εναλλακτικά επίπεδα χρήσης των συμβατικών καυσίμων, η επίδραση των τιμών των τεχνολογιών ΑΠΕ στη διείσδυσή τους, η επίδραση των διασυνδέσεων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και της ανάπτυξης του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με το σενάριο στο οποίο θεωρείται επιτυχής η υ-λοποίηση των στόχων της Ευρωπαϊκής Πολιτικής για την Ελλάδα έως το 2020 απαιτείται η υιοθέτηση και εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών, αλλά και η έγκαιρη διείσδυση και συμμετοχή συγκεκριμένων τεχνολογιών ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα.
Έτσι, οι εθνικοί στόχοι για το 2020, σε πρώτη εκτίμηση ανα-μένεται να ικανοποιηθούν για τη μεν ηλεκτροπαραγωγή με την ανάπτυξη περίπου 13,3GW από ΑΠΕ, όπου συμμετέχει το σύνολο των τεχνολογιών ΑΠΕ με προεξέχουσες σε επίπεδο εγκατεσ-τημένης ισχύος τα αιολικά πάρκα με 7,5GW, τα υδροηλεκτρικά με 3GW και τα ηλιακά με περίπου 2,5GW.
Αξιοσημείωτη είναι ωστόσο και η σταδιακή εμφάνιση νέων τεχνολογιών ΑΠΕ στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής (γεωθερμία, ηλιοθερμικοί σταθμοί), οι οποίες αναμένεται σε μακροπρόθεσμο επίπεδο να έχουν ολοένα και πιο μεγάλο μερίδιο συμμετοχής
Σχήμα III.1.2 Εξέλιξη της εγκατεστημένης ισχύος Η/Π ανά καύσιμο για την επίτευξη των εθνικών στόχων έως το 2020
Σχήμα III.1.3 Εξέλιξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ανά καύσιμο για την επίτευξη των εθνικών στόχων έως το 2020
Το αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίτευξη του ποσοστού συμμετοχής των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή (40%) μέχρι το 2020, θα επιτευχθεί μόνο με τη συνδυαστική εφαρμογή θεσμικών, κανονιστικών, οικονομικών και τεχνολογικών μέτρων που έχουν ως βασικό στόχο την αξιοποίηση του οικονομικού δυναμικού ανάπτυξης μεγάλων έργων ΑΠΕ, την ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών επέ-κτασης και αναβάθμισης του ηλεκτρικού δικτύου και στη στα-διακή ανάπτυξη της διεσπαρμένης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Προφανώς αυτό απαιτεί την αντιμετώπιση ποικίλλων ε-μποδίων, που έχουν ήδη εντοπιστεί, και σχετίζονται με τον χρόνο αδειοδότησης έργων ΑΠΕ, με τη σαφήνεια θεμάτων χωροταξικού σχεδιασμού, καθώς και το επίπεδο ενημέρωσης των πολιτών για τις εφαρμογές έργων ΑΠΕ σε σχέση μάλιστα με την νέα Ευρωπαϊκή πολιτική για τις εκπομπές της ηλεκτρο-παραγωγής. Επίσης, η Ελλάδα παρουσιάζει την ιδιομορφία ενός μη πλήρως διασυνδεδεμένου ηλεκτρικού συστήματος, καθώς πολλά νησιά αποτελούν αυτόνομα δίκτυα. Όλα αυτά τα δεδομένα, περιορισμοί και κοινωνικο-οικονομικές παράμετροι ελήφθησαν υπόψη στην εκπόνηση της μελέτης και στο σχεδιασμό της εξέλιξης συνεισφοράς των διαφόρων τεχνολογιών για ηλεκτροπαραγωγή μέχρι το 2020.
Αντίστοιχα, όπως φαίνεται και στο σχήμα που ακολουθεί, για να επιτευχθούν οι στόχοι του μεριδίου των ΑΠΕ στη ζήτηση ενέργειας για θέρμανση και ψύξη, προβλέπεται σημαντική διείσδυση των αντλιών θερμότητας (αναφέρονται ως θερμότητα περιβάλλοντος στα αντίστοιχα γραφήματα και πίνακες), η διατήρηση του υψηλού μεριδίου των θερμικών ηλιακών συστη-μάτων, καθώς και η αύξηση της θερμικής ενέργειας από εφαρ-μογές βιομάζας.
Σχήμα III.1.4 Εξέλιξη της τελικής κατανάλωσης ενέργειας για την επίτευξη των εθνικών στόχων έως το 2020
Η επίτευξη του εθνικού στόχου συμμετοχής των ΑΠΕ σε θέρμανση-ψύξη, προβλέπει αξιοποίηση όλων των θεσμικών αλλαγών που έχουν ήδη υλοποιηθεί ή δρομολογούνται, ειδικά στον κτιριακό τομέα, ώστε να επιτευχθεί εξοικονόμηση ενέρ¬γειας μέσω βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης και υιοθέτησης πολιτικών ορθολογικής χρήσης ενέργειας σε όλους τους τελικούς τομείς κατανάλωσης ενέργειας.
Για την επίτευξη του στόχου διείσδυσης των βιοκαυσίμων κατά 10%, λαμβάνονται υπόψη τόσο οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και τα απαραίτητα μέτρα που πρέπει να εφαρμο¬στούν, όσο και οι εκτιμήσεις για την αξιοποίηση εγχώριου δυναμικού ή εισαγωγών για την επίτευξη των επιμέρους στόχων. Ειδικά για τη βιοαιθανόλη, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα προβλήματα και στην αναμενόμενη σταδιακή διείσδυσή της στην ελληνική αγορά, σχεδόν αποκλειστικά από εισαγωγές, ενώ αντίθετα για την παραγωγή βιοντήζελ η έμφαση θα δοθεί στην προσπάθεια αξιοποίησης του εγχώριου δυναμικού.
Στο ένθετο πλαίσιο που ακολουθεί παρουσιάζεται η ανάλυση του Ενεργειακού Συστήματος μέχρι το 2020 περιλαμβάνοντας όμως τα νέα οικονομικά στοιχεία που προέκυψαν από τον απολογισμό των τελευταίων μηνών
III.2. Ενδεικτική εξέλιξη του Ελληνικού ενεργει-ακού συστήματος την περίοδο 2020-2050
Με αφετηρία το 1ο Σχέδιο Δράσης για τις ΑΠΕ, η Εθνική Επιτροπή Ενεργειακής Στρατηγικής του Υπουργείου Περιβάλ-λοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής επιμελήθηκε μια σε βάθος και με μακροχρόνιο ορίζοντα ανάλυση του Ελληνικού Ενεργειακού Συστήματος με στόχο τη διαμόρφωση του Ενερ-γειακού Χάρτη Πορείας της Ελλάδας για την περίοδο 2020-2050.
Η μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενη ενέργεια κυρίως μέσω της μεγιστοποίησης της διείσδυσης των ΑΠΕ και της βέλτιστης αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πόρων τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή, όσο και συνολικά, καθώς και η επίτευξη σημαντικής μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2050 σε σχέση με τις αντίστοιχες εκπομπές του 2005, παραμένουν οι βασικοί άξονες σχεδιασμού λαμβά-νοντας ωστόσο παράλληλα υπόψη και τις απαιτήσεις σε επίπεδο εθνικής οικονομίας για την επίτευξη αυτών των ενεργειακών και περιβαλλοντικών στόχων. Επιπροσθέτως, ουσιαστική επιλογή είναι η μηδενική αξιοποίηση πυρηνικής ενέργειας καθώς και η περιορισμένη χρήση της τεχνολογίας συλλογής και αποθήκευσης άνθρακα (CCS), λόγω τεχνικοοικονομικών αβεβαιοτήτων.
Κεντρική κατεύθυνση του σχεδιασμού του ενεργειακού συστήματος, αποτελεί η αειφόρος ανάπτυξη και προστασία του περιβάλλοντος καθώς και η προστασία και το όφελος του τελικού καταναλωτή, ο οποίος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα χρήσης των βέλτιστων τεχνικοοικονομικών επιλογών για την κάλυψη των αναγκών του, ενώ θα μπορεί να επιλέγει από ένα πλήθος ενεργειακών υπηρεσιών στο πλαίσιο λειτουργίας μιας ολοκληρωμένης ενεργειακής αγοράς.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΥΦΕΣΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ Μετά την υποβολή του ΕΣΔ για τις ΑΠΕ τον Ιούνιο του 2010, οι οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς ακολούθησαν αρκετά διαφορετικούς ρυθμούς από αυτούς που είχαν χρησιμοποιηθεί ως βάση για τις εκτιμήσεις εξέλιξης κρίσιμων μεγεθών του ενεργειακού τομέα, με κύρια αυτή της εξέλιξης του ΑΕΠ, βασική παράμετρο προσδιορισμού της ζήτησης. Έτσι κρίθηκε απαραίτητο να επαναληφθούν οι υπολογισμοί με τις νέες εκτιμήσεις του ΑΕΠ, αλλά και άλλων στοιχείων όπως η αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος των ΑΠΕ. Η σύγκριση των εκτιμήσεων του 2010 και των πλέον προσφάτων (Ιανουάριος 2012) βασικών μεγεθών παρουσιάζεται στον Πίνακα που ακολουθεί.
Η επιδείνωση της οικονομίας φαίνεται να έχει ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 1,2 ΜΤΟΕ το 2020 αλλά και της ζήτησης ηλεκτρισμού, όχι όμως της γενικής τάσης. Αποτέλεσμα αυτού είναι η μείωση σε απόλυτα μεγέθη και της αναγκαίας ισχύος των ΑΠΕ κατά 1300MW για την επίτευξη του στόχου του 20-20-20. Αντίθετα, οι εκπομπές CO2 από τον ενεργειακό τομέα αυξάνονται λόγω μεγαλύτερης παραγωγής από λιγνιτικούς σταθμούς αξιοποιώντας περισσότερο μία εγχώρια πηγή ενέργειας. Η μείωση της απαιτούμενης ισχύος των ΑΠΕ αφορά κυρίως στην αιολική ενέργεια αφού τα ΦΒ αντί να μειώνονται αυξάνονται από 2,2GW σε 2,5GW το 2020. Όμως ο στόχος αυτός των ΦΒ αναμένεται να καλυφθεί ήδη από το 2014 με αποτέλεσμα την ανάγκη αναθεώρησης των διετών στόχων ανά τεχνολογία ΑΠΕ και σε άμεσο συνδυασμό με την εξέλιξη των τιμών του εξοπλισμού. Οι πρόσφατες δυσμενείς εξελίξεις όμως δεν επηρεάζουν τις γενικότερες τάσεις και αποτελέσματα στον μεσομακροχρόνιο ορίζοντα του 2030-2050 ούτε ανατρέπουν τα συμπεράσματα του Οδικού Χάρτη εφόσον οι εκτιμήσεις που παρουσιάζονται στον ανωτέρω Πίνακα για την πορεία της οικονομίας στην επόμενη δεκαετία επαληθευθούν όσον αφορά στην διάρκεια και το βάθος της ύφεσης και την επακόλουθη ανάπτυξη. Ένας άλλος παράγοντας που θα επηρεάσει τις εξελίξεις στην επόμενη δεκαετία αλλά και μετά είναι η τιμή δικαιωμάτων εκπομπών. Στις προηγούμενες αλλά και τις πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις η τιμή είχε ληφθεί να υπερβαίνει τα €20/τον CO2 γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της τιμής ηλεκτρισμού μετά το 2012. Όμως πρόσφατες τάσεις αλλά και προβλέψεις από εξειδικευμένους φορείς κατατείνουν σε μικρότερες τιμές αν η δέσμευση της ΕΕ για μείωση των εκπομπών CO2 παραμείνει στο 20% μέχρι το 2020 και δεν αναθεωρηθεί στο 30% όπως τώρα συζητείται. |
Στα σενάρια που μελετήθηκαν, προσδιορίσθηκαν και αξιο-λογήθηκαν εναλλακτικά μέτρα και πολιτικές για την εκπλήρωση των Εθνικών και των Ευρωπαϊκών Στόχων λαμβάνοντας υπόψη τις πρωτοβουλίες και τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την περίοδο 2020-2050 όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στους Οδικούς Χάρτες προς μία Οικονομία Χαμηλού Άνθρακα (COM(2011)112Final) και την Ενέργεια (COM(2011)855/2).
Οι καθοριστικές παράμετροι για την κατάρτιση των σεναρίων ήταν:
• η εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας ανά κλάδο,
• η εξέλιξη των διεθνών τιμών των καυσίμων,
• η εξέλιξη των τιμών του CO2 ,
• η πορεία μεταβολής του επενδυτικού κόστους των ε-νεργειακών τεχνολογιών,
• η εξέλιξη της ενεργειακής ζήτησης στα κτίρια και τις μεταφορές,
• ο βαθμός διείσδυσης του ηλεκτρισμού στις οδικές και τις σιδηροδρομικές μεταφορές,
• η ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέρ-γειας για διεθνείς διασυνδέσεις και τη διασύνδεση των νησιών,
• η ανάπτυξη ικανότητας αποθήκευσης ηλεκτρικής ε-νέργειας,
• το φυσικό δυναμικό των ΑΠΕ καθώς και
• τα επίπεδα χρήσης του εγχώριου λιγνίτη.
Ένας σημαντικός τεχνικός περιορισμός που έχει επιπλέον τεθεί είναι το δυναμικό για την κατασκευή αντλητικών υδροη-λεκτρικών μονάδων αποθήκευσης που στην ουσία, παράλληλα με τις διασυνοριακές διασυνδέσεις, καθορίζει το μέγιστο βαθμό διείσδυσης των μεταβαλλόμενων ΑΠΕ.
Παράλληλα υιοθετείται αρχικά η παραδοχή ότι το ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών ηλεκτρισμού ισούται λογιστικά με μηδέν, με σκοπό να διερευνηθεί υπό ποιες προϋποθέσεις και με ποιό κόστος μπορεί να διασφαλιστεί η κάλυψη της ζήτησης από εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή. Επίσης υιοθετείται η εξέλιξη του κόστους των εκπομπών που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την περίοδο 2020-2050.
Ο αρχικός στόχος για το 2050 είναι οι εκπομπές αερίων ρύπων να παρουσιάσουν μείωση στα επίπεδα του 60%-70% σε σχέση με το 2005 (βλ. Σχήμα III.2.1), ενώ ταυτόχρονα η ηλεκτροπαραγωγή να βασίζεται όσο είναι τεχνικά δυνατόν (στοχεύοντας κοντά στο 100%) στις ΑΠΕ με ταυτόχρονο εξη-λεκτρισμό των μεταφορών. Έτσι η αντικατάσταση των ορυ¬κτων καυσίμων με ηλεκτρική ενέργεια, όπου αυτό είναι εφικτό, θα σημαίνει πλέον σχεδόν μηδενικές εκπομπές, μείωση της χρήσης πετρελαιοειδών άρα και της ενεργειακής εξάρτησης και ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης με βάση την εφαρμογή των υφιστάμενων πολιτικών (Σενάριο ΥΦ) καταρχήν ανέδειξαν την αδυναμία επίτευξης της επιθυμητής μείωσης των εκπομπών. Έτσι εξετάσθηκαν νέες πολιτικές (Σενάρια ΠΕΚ και ΜΕΑΠ) που θα εξασφαλίσουν καθαρότερο περιβάλλον και βιώσιμη ανάπτυξη μέσα σε μια ρεαλιστική εξέλιξη της οικονομίας για την περίοδο 2020-2050.
Τα κύρια σημεία των τριών αυτών σεναρίων περιγράφο¬νται συνοπτικά ως εξής:
• Το Σενάριο «Υφιστάμενων πολιτικών» (Σενάριο ΥΦ) υποθέτει συντηρητική υλοποίηση των πολιτικών για την ενέργεια και το περιβάλλον. Προβλέπεται μέτριο επίπεδο περιορισμού των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050 τουλάχιστον κατά 40% σε σχέση με το 2005. Προβλέπο¬νται επίσης μέτριες διεισδύσεις τεχνολογιών ΑΠΕ και εξοι-κονόμησης ενέργειας ως συνέπεια των συντηρητικών πολι-τικών υλοποίησής του.
• Το Σενάριο «Μέτρων Μεγιστοποίησης ΑΠΕ» (Σε-νάριο ΜΕΑΠ) υποθέτει τη μεγιστοποίηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στα επίπεδα του 100% στην ηλεκτροπαραγωγή και σε πολύ μεγάλη κλίμακα συνολικά, με στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 60%-70%, με μεγάλη εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια και τις μεταφορές. Το ίδιο σενάριο εξετάζεται με χρήση εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας που θα φέρουν μείωση του κό¬στους στον τομέα ηλεκτρισμού λόγω λιγότερων επενδύσεων και αγορών ηλεκτρικής ενέργειας σε χαμηλότερες τιμές (Σενάριο ΜΕΑΠ-α).
• Το Σενάριο «Περιβαλλοντικών Μέτρων Ελαχίστου Κόστους» (Σενάριο ΠΕΚ) όπου το μίγμα των ενεργειακών τεχνολογιών επιλέγεται με βάση την πολιτική ελαχίστου κόστους για μείωση των εκπομπών αεριών του θερμοκηπίου κατά 60%-70%, ενώ παράλληλα γίνεται μεγάλη εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια και τις μεταφορές. Το επίπεδο διείσδυσης των ΑΠΕ είναι μεγάλο αλλά δεν ξεπερνάει το 85% στην ηλεκτροπαραγωγή λόγω του περιορισμού στις απαιτούμενες μονάδες αποθήκευσης. Ειδικά βάσει των υποθέσεων που διαμορφώνονται για το Σενάριο ΠΕΚ, με-λετάται και ένα εναλλακτικό σενάριο (Σενάριο ΠΕΚ-α), στο οποίο γίνεται η υπόθεση ότι την περίοδο 2035-2040 εντάσ-σεται σε δύο από τις υπάρχουσες (και νεότερες) ατμοηλεκ-τρικές μονάδες λιγνίτη (ισχύος 1,1GW) τεχνολογία δέσμε-υσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCS). Το εναλλακτικό αυτό σενάριο στην ουσία εξετάζει την δυνατό-τητα παράτασης της παραμονής του εγχώριου στερεού κα-υσίμου στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής.
Σχήμα III.2.1 Εξέλιξη των εκπομπών CO2 στον ενεργειακό τομέα ανά σενάριο πολιτικής μέχρι το 2050
Το Σχήμα III.2.1 εμφανίζει την εξέλιξη των εκπομπών CO2 για όλους τους τομείς που σχετίζονται με την παραγωγή και χρήση ενέργειας στην Ελλάδα.
Όπως γίνεται σαφές από το Σχήμα III.2.1, το σενάριο υ-φιστάμενων πολιτικών (Σενάριο ΥΦ) αν και ενσωματώνει τόσο δράσεις εξοικονόμησης όσο και συνεχούς ανάπτυξης τεχνολο-γιών ΑΠΕ, δεν επιτυγχάνει το δεσμευτικό στόχο μείωσης των εκπομπών CO2 σε σχέση με το 2005. Συγκεκριμένα, επιτυγχάνει μείωση των εκπομπών CO2 κατά 48% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005.
Αντίθετα, τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών (Σενάρια ΜΕΑΠ και ΠΕΚ) επιτυγχάνουν ταχύτερη και μεγαλύτερη μείωση των εκπομπών CO2, καθώς το ενεργειακό μείγμα χαρακτηρίζεται από μεγάλη διείσδυση τεχνολογιών ΑΠΕ. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η κύρια περιβαλλοντική δέσμευση για μείωση των εκπομπών CO2 κατά 60%-70% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005.
Η διατήρηση των υφιστάμενων πολιτικών χωρίς την εφαρ-μογή νέων μέτρων και στρατηγικών για τον τομέα της ενέργειας δεν πρόκειται να συμβάλλει στην επίτευξη των εθνικών περι-βαλλοντικών δεσμεύσεων. Ως εκ τούτου η ενδυνάμωση των υφιστάμενων πολιτικών τόσο σε θέματα διείσδυσης ΑΠΕ όσο και ΕΞΕ, όπως προτείνεται στα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών (Σενάρια ΠΕΚ και ΜΕΑΠ) κρίνεται απαραίτητη.
Από τη σύγκριση των δύο σεναρίων νέων ενεργειακών πο-λιτικών (Σενάρια ΠΕΚ και ΜΕΑΠ), φαίνεται ότι η επίτευξη του στόχου της μείωσης των εκπομπών CO2 κατά 60%-70% μέχρι το 2050 σε σχέση με το 2005, επιτυγχάνεται δίνοντας έμφαση σε διαφορετικούς τομείς. Συγκεκριμένα για το Σενάριο ΠΕΚ, η μείωση επιτυγχάνεται κύρια από την επιπρόσθετη απομά¬κρυνση εκπομπών CO2 στον τομέα των μεταφορών και τη βιομηχανία και δευτερευόντως στον οικιακό τομέα, ενώ για το Σενάριο ΜΕΑΠ, η έμφαση δίνεται πέρα από τον τομέα των μεταφορών και τον οικιακό και στην ηλεκτροπαραγωγή.
Τα δύο σενάρια υλοποίησης της νέας ενεργειακής και πε-ριβαλλοντικής πολιτικής (Σενάρια ΠΕΚ και ΜΕΑΠ) προβλέπουν 85%-100% διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή (βλ. Σχήμα III.2.2) με σταδιακή μετατροπή των σημερινών συστημά-των παραγωγής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η παράλληλη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στην τελική θερμική κατανάλωση και στις μεταφορές, επιτυγχάνει συνολικά μερίδιο των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας που κυμαίνεται μεταξύ 60%-70% μέχρι το 2050.
Σχήμα III.2.2 Εξέλιξη του μεριδίου ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας και στην ηλεκτροπαραγωγή
Στις ενότητες που ακολουθούν, παρουσιάζονται αναλυτικά τόσο οι διαφορές όσο και οι απαιτήσεις επίτευξης αυτών των στόχων για τα δύο κεντρικά σενάρια νέων ενεργειακών πολιτι-κών, ενώ συχνά παρουσιάζεται και η σύγκρισή τους με το σενάριο υφιστάμενων πολιτικών ώστε να μπορεί να εντοπιστεί η επιπλέον προσπάθεια και ο σχεδιασμός που θα απαιτηθεί σε επίπεδο εφαρμογής πολιτικών και μέτρων στον τομέα της ενέργειας.
III.2.1. Εξέλιξη της ηλεκτροπαραγωγής
Ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής αναμένεται ότι θα εμφα-νίσει σημαντικές διαφοροποιήσεις την περίοδο έως το 2050, καθώς ένας μεγάλος αριθμός των μέτρων που αφορούν στην χάραξη εθνικής πολιτικής, αναφέρεται στο συγκεκριμένο τομέα.
Όπως φαίνεται και στο Σχήμα III.2.3, η συνολική παραγωγή ηλεκτρισμού στη χώρα θα αυξηθεί σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα έως και κατά 63% έως το 2050 (μέχρι και 45% σε σχέση με το 2020) και θα βασίζεται σε όλα τα σενάρια σε «κα-θαρότερες» πηγές. Συγκεκριμένα, ενώ σήμερα, το 56% της ηλεκτροπαραγωγής προέρχεται από σταθμούς παραγωγής με καύσιμο το λιγνίτη, σύμφωνα με το Σενάριο ΥΦ το μερίδιο του λιγνίτη θα μειωθεί στο 13% το 2050, ενώ στα υπόλοιπα σενάρια θα μηδενιστεί. Εξαίρεση αποτελεί το Σενάριο ΠΕΚ-α, στο οποίο λόγω της ένταξης τεχνολογίας δέσμευσης και αποθήκευ¬σης CO2 (CCS) παραμένουν λιγνιτικές μονάδες έως το τέλος της περιόδου 2020-2050, κατέχοντας μερίδιο 6% στην ηλεκτροπαραγωγή το 2050.
Σχήμα III.2.3 Εξέλιξη της ηλεκτροπαραγωγής ανά καύσιμο σε κάθε εξεταζόμενο σενάριο
Σχήμα III.2.4 Εξέλιξη της εγκατεστημένης ισχύος για ηλεκτροπαραγωγή ανά καύσιμο σε κάθε εξεταζόμενο σενάριο
Αντίστοιχα, το μερίδιο των πετρελαιοειδών στην ηλεκτρο-παραγωγή θα μηδενιστεί έως το 2030, γεγονός που αποδίδεται στην απόσυρση των πετρελαϊκών σταθμών που είναι εγκατε-στημέ¬νοι στα μη διασυνδεδεμένα νησιά έπειτα από την επικεί-μενη διασύνδεσή τους με το ηπειρωτικό σύστημα.
Το φυσικό αέριο θα σημειώσει σταδιακή μείωση, με τη συμμετοχή του να κυμαίνεται στο 10%-16% για τα Σενάρια ΠΕΚ και ΠΕΚ-α, ενώ στα Σενάρια ΜΕΑΠ και ΜΕΑΠ-α δεν θα υπάρχει συμμετοχή φυσικού αερίου στο ηλεκτρικό μίγμα του 2050 παρά μόνο σε μονάδες συμπαραγωγής με συνολικό μερίδιο που δε θα ξεπερνάει το 1% στην ηλεκτροπαραγωγή.
Συγκεκριμένα, σημειώνεται ότι και στο Σενάριο ΜΕΑΠ (και ΜΕΑΠ-α), θα υφίστανται διεσπαρμένοι βιομηχανικοί σταθμοί συμπαραγωγής, που εκτός της βιομάζας και του βιοαερίου, θα χρησιμοποιούν ως καύσιμο και το φυσικό αέριο, ενώ ορισμένοι σταθμοί συνδυασμένου κύκλου με φυσικό αέριο και αερι-οστρόβιλοι θα παραμείνουν στο ηλεκτρικό σύστημα για την παροχή στρεφόμενης εφεδρείας, καθώς πρόκειται για ευέλικτες μονάδες με σύντομους χρόνους εκκίνησης. Επιπλέον, ένα μι¬κρό ποσοστό της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος για όλα τα σενάρια, θα αντιστοιχεί σε λιγνιτικές μονάδες ατμοστροβίλων, οι οποίες θα παραμείνουν στο ενεργειακό μίγμα ως ψυχρή εφεδρεία.
Η διαμόρφωση του ηλεκτρικού μίγματος θα καθοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις τεχνολογίες ΑΠΕ που θα συνει-σφέρουν στην ηλεκτροπαραγωγή. Συγκεκριμένα, στο Σενάριο ΜΕΑΠ, όπου όλη η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα καλύπτεται από ανανεώσιμες πηγές, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς θα ανέλθει σε περισσότερο από 40GW (συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων Υ/Η σταθμών, καθώς και των λιγνιτικών σταθμών και σταθμών Φ.Α.. που απομένουν ως ψυχρή και στρεφόμενη εφεδρεία αντίστοιχα), αξιοποιώντας το σύνολο των εμπορικά ώριμων τεχνολογιών και λαμβάνοντας υπόψη και το δυναμικό ανάπτυξής τους στην Ελλάδα. Σημειώνεται ότι στο εναλλακτικό Σενάριο ΜΕΑΠ-α οι καθαρές εισαγωγές (σύμφωνα με το ισο-ζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών) θα συνεισφέρουν στο σύνολο της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας κατά περίπου 5%.
Τα σενάρια ΠΕΚ και ΜΕΑΠ, διαφέρουν ουσιαστικά στο μίγμα και τη συμμετοχή των τεχνολογιών στην ηλεκτροπαραγωγή όπου μερίδιο της ηλεκτροπαραγωγής που προβλέπεται από φυσικό αέριο (Σενάριο ΠΕΚ), αντικαθίσταται κύρια από παραγωγή από αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα (Σενάριο ΜΕΑΠ).
Η ηλεκτροπαραγωγή από αιολικά πάρκα θα σημειώσει ραγδαία αύξηση στα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών, αποκτώντας τελικά μερίδιο το 2050 που θα κυμαίνεται από 33% έως 36% στη συνολική εγκατεστημένη ισχύ και από 29% έως 34% στην συνολική παραγωγή ηλεκτρισμού. Αντίστοιχη αύξηση παρατηρείται και στον τομέα των Φ/Β, το μερίδιο των οποίων θα αντιστοιχεί στη συνολική εγκατεστημένη ισχύ σε περίπου 25%-27% το 2050 (από περίπου 3% σήμερα), με μέσο ρυθμό ανάπτυξης περίπου 5% ετησίως έως το 2050.
Η εγκατεστημένη ισχύς των Υ/Η σταθμών συνολικά (συμ-περιλαμβανομένων των μεγάλων Υ/Η) ενώ για το σενάριο υ-φιστάμενων πολιτικών δεν θα παρουσιάσει μεγάλη αύξηση, αντίθετα στα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών αυξάνεται κατά περίπου 82% μέχρι το 2050, αξιοποιώντας το εγχώριο δυναμικό σε μεγάλο βαθμό, καθώς η συμμετοχή των μεγάλων Υ/Η θα περιλαμβάνει πολλές αντλητικές μονάδες εξισορρόπησης.
Η παραγόμενη από αντλησιοταμιευτικούς σταθμούς ενέργεια δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής παραγωγής του συστήματος, καθώς οι συγκεκριμένοι σταθμοί αποτελούν συστήματα αποθήκευσης της περίσσειας παραγωγής των μονάδων μη ελεγχόμενης εξόδου. Επομένως, η παραγωγή από αντλησιοταμιευτικούς σταθμούς έχει ήδη προσμε¬τρηθεί στην παραγωγή των μονάδων μη ελεγχόμενης εξόδου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διείσδυση των ηλιοθερμικών και γεωθερμικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, με την υπό¬θεση βέλτιστης αξιοποίησης του εγχώριου δυναμικού και λαμβά¬νοντας υπόψη την τεχνολογική πρόοδο που ειδικά για τα ηλιοθερμικά θα δώσει τη δυνατότητα ανάπτυξης μικρών μονά¬δων καθώς και συστημάτων μεγαλύτερης δυναμικότητας απο¬θήκευσης. Το συνολικό τους μερίδιο στην ηλεκτροπαραγωγή το 2050 θα κυμαίνεται περίπου στο 10% ανάλογα με το εξετα¬ζόμενο σενάριο νέων ενεργειακών πολιτικών για την περί¬πτωση των ηλιοθερμικών σταθμών και αντίστοιχα μεταξύ 13% και 15% για τους γεωθερμικούς σταθμούς.
Όσον αφορά στη σύγκαυση βιομάζας ή τη χρήση του βιο-αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, προβλέπεται επίσης σημαντική αύξηση τόσο της εγκατεστημένης ισχύος όσο και της παρα-γωγής, ενώ όπως αναφέρθηκε θα υπάρξει και σημαντική διεί-σδυση κυψελών καυσίμου βιοαερίου σταδιακά, οδηγώντας τελικά σε μερίδιο που κυμαίνεται μεταξύ 6% και 15% στην ηλεκτροπαραγωγή έως και το 2050 για τα σενάρια νέων ενερ-γειακών πολιτικών.
Είναι αντιληπτό, ότι η εξέλιξη του τομέα της ηλεκτροπαρα-γωγής για τα δύο σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών (Σενάρια ΠΕΚ και ΜΕΑΠ), απαιτεί ουσιαστικά τη βέλτιστη αξιοποίηση του δυναμικού τεχνολογιών ΑΠΕ ελεγχόμενης εξόδου, καθώς συμβατικές τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής που θα λειτο-υργούσαν αντισταθμιστικά για τις μονάδες ΑΠΕ μη-ελεγχόμενης εξόδου θα απαιτηθεί πλέον να έχουν μειωμένη συμμετοχή λόγω της ανάγκης περιορισμού των εκπομπών CO2 στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής.
Ειδικά για τη γεωθερμία αλλά και τους ηλιοθερμικούς σταθμούς, η επίτευξη αυτού του στόχου σχετίζεται με την εκμε-τάλλευση αυτών των τεχνολογιών σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, όπου θα πρέπει να έχουν υπάρξει έγκαιρα οι απαραίτητες στρατηγικές για τη διευκόλυνση της ανάπτυξής τους.
Η ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς περιλαμβάνει τη δια-σύνδεση των νησιών με το ηπειρωτικο σύστημα μέχρι την περίοδο 2025-2030 και την αύξηση της ικανότητας μεταφοράς των διεθνών διασυνδέσεων πάνω από 3000 MW μέχρι το 2050. Η ικανότητα των διεθνών διασυνδέσεων ενδέχεται να αυξηθεί σημαντικά περισσότερο και στο βαθμό που θα υλο¬ποιηθούν ειδικά προγράμματα ανάπτυξης ΑΠΕ με εξαγωγικό χαρακτήρα. Επίσης προβλέπεται η ανάπτυξη των έξυπνων δικτύων.
Εξετάζοντας μεμονωμένα το σενάριο οικονομικά βέλτιστης εκπλήρωσης περιβαλλοντικών στόχων με τεχνολογία CCS (Σενάριο ΠΕΚ-α), γίνεται αντιληπτό ότι αυτό που το διαφορο-ποιεί από το Σενάριο ΠΕΚ είναι η αυξημένη συμμετοχή λιγνιτι-κών μονάδων στην ηλεκτροπαραγωγή έως και το τέλος της περιόδου 2020-2050, αλλά και η σημαντική μείωση της συμμε-τοχής του Φ.Α. στο μίγμα της ηλεκτροπαραγωγής. Συγκεκριμένα, η ένταξη της τεχνολογίας CCS παρέχει τη δυνατότητα δια-τήρησης στο ηλεκτρικό μίγμα των υπαρχουσών λιγνιτικών μονάδων, των οποίων ο κύκλος ζωής είναι μεγαλύτερος από το τέλος της περιόδου 2020-2050. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη αξιοποίηση των συγκεκριμένων μονάδων καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους, την εκμετάλλευση των εναπο-μείναντων λιγνιτικών αποθεμάτων της χώρας και τη μερική υποκατάσταση του εισαγόμενου Φ.Α. σε σχέση με το Σενάριο ΠΕΚ.
Αντίστοιχα, εξετάζοντας το σενάριο μέγιστης διείσδυσης ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή αλλά με συνεισφορά από εισα-γωγές ηλεκτρισμού για την κάλυψη της ζήτησης (Σενάριο ΜΕΑΠ-α), διαπιστώνεται ότι το ηλεκτρικό μίγμα οδηγείται σε οριακά μικρότερη διείσδυση τεχνολογιών ΑΠΕ (όπως αιολικών και Υ/Η σταθμών) έως το 2050 σε σχέση με το Σενάριο ΜΕΑΠ.
Το ηλεκτρικό μίγμα το 2050 θα αποτελείται από σταθμούς ελεγχόμενης (ηλιοθερμικοί σταθμοί, στερεή βιομάζα, γεωθερμία και Υ/Η) και μη ελεγχόμενης εξόδου (π.χ. αιολικά, Φ/Β). Οι σταθμοί μη ελεγχόμενης εξόδου προβλέπεται να συνεισφέρουν σε ποσοστό από 44% (Σενάριο ΠΕΚ) έως περίπου 49% (Σε-νάριο ΜΕΑΠ) στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτά τα επίπεδα διείσδυσης, ιδιαίτερα για τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών, στα οποία η εγκατεστημένη ισχύς μεταβαλλόμενων μονάδων ΑΠΕ είναι πολύ πιο υψηλή, απαιτούν σταθμούς αποθήκευσης (οι οποίοι είναι γενικά ευέλικτοι). Ο λόγος είναι τόσο για να αντισταθμίζονται οι μεγάλες διακυ-μάνσεις της παραγωγής των μονάδων αυτών, όσο και για να είναι δυνατή η απορρόφηση της παραγόμενης ενέργειας εφόσον δεν είναι δεδομένο ότι τις ώρες με δυνατό αέρα ή τις ώρες ηλιοφάνειας θα υπάρχει ζήτηση φορτίου αντίστοιχη με την εν δυνάμει παραγωγή των μονάδων ΑΠΕ μη ελεγχόμενης εξόδου. Η εκτίμηση που γίνεται μέσα από την μελέτη των σεναρίων είναι ότι για αρκετές ώρες σε ετήσια βάση, η εν δυνάμει παραγωγή από τις μονάδες αυτές θα υπερβαίνει την ζήτηση του φορτίου με αποτέλεσμα, στην περίπτωση όπου δεν υφίστανται οι απαιτούμενες μονάδες αποθήκευσης, το σύστημα να οδηγεί¬ται στην απόρριψη της πλεονάζουσας παραγωγής.
Η αποθήκευση της ηλεκτρικής ενέργειας θεωρήθηκε ότι θα καλυφθεί με δύο βασικές τεχνικές:
• Εγκατάσταση αντλητικών σταθμών σε υφιστάμενους ή και νέους υδροηλεκτρικούς σταθμούς τύπου φράγματος, προκειμένου να αντλείται νερό από τα κατάντη στα ανάντη του φράγματος και να πραγματοποιείται αποθήκευση της ενέργειας.
• Χρήση μεγάλων συστοιχιών συσσωρευτών σε επίπεδο βιομηχανιών ηλεκτροπαραγωγής (utility batteries ) ή άλλων αποκεντρωμένων / τοπικών / οικιακών μονάδων αποθήκευσης
Στο Σχήμα III.2.5 παρουσιάζονται οι απαιτήσεις εγκατεστη-μένης ισχύος για αποθήκευση ανάλογα με το σενάριο.
Όπως αναμενόταν, το σενάριο νέων ενεργειακών πολιτικών με τη μέγιστη διείσδυση τεχνολογιών ΑΠΕ στην ηλεκτρο-παραγωγή, δημιουργεί την απαίτηση ύπαρξης μονάδων απο-θήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας της τάξης των 5GW (4GW στην περίπτωση του Σεναρίου ΜΕΑΠ-α), ενώ αντίθετα το Σενάριο ΠΕΚ απαιτεί 3GW ισχύ αποθήκευσης. Αξιοσημείωτο είναι ότι το Σενάριο ΠΕΚ, απαιτεί ουσιαστικά μικρή συνολική επιπλέον ανάγκη ισχύος αποθήκευσης (της τάξης του 1 GW) συγκρινόμενη με την αντίστοιχη του σεναρίου υφιστάμενων πολιτικών (Σενάριο ΥΦ), η οποία και απαιτείται ουσιαστικά κατά την τελευταία εξεταζόμενη δεκαετία, αυτή της περιόδου 2040-2050.
Σχήμα III.2.5 Απαιτήσεις για εγκατεστημένη ισχύ αποθηκευτικών μονάδων ηλεκτρικής ενέργειας το 2050
III.2.2. Συνολική διάθεση πρωτογενούς ενέργειας στη χώρα
Το Σχήμα III.2.6 παρουσιάζει τη συνολική διάθεση πρωτο-γενούς ενέργειας στη χώρα, σύμφωνα με τα αποτελέ¬σματα που προέκυψαν από τα εξεταζόμενα σενάρια. Συγκεκριμένα, διαφαίνεται ότι το μερίδιο των στερεών καυσίμων θα φθίνει αισθητά έως το 2050, σημειώνοντας σημαντική μείωση έως και πλήρη εξαφάνιση της συμμετοχής τους σε σχέση με τα επίπεδα του 2020.
Σχήμα III.2.6 Εξέλιξη της συνολικής διάθεσης πρωτογενούς ενέργειας σε κάθε εξεταζόμενο σενάριο
Από την άλλη πλευρά, η εξέλιξη της διάθεσης φυσικού αε-ρίου έχει μικρή μόνο μείωση και οφείλεται στην περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς φυσικού αερίου και την επικείμενη επέ-κταση της χρήσης του σχεδόν σε όλους τους τομείς της τελικής κατανάλωσης. Τα εναλλακτικά σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών (Σενάρια ΠΕΚ-α και ΜΕΑΠ-α), όπως αναμενόταν ουσιαστικά οδηγούν είτε σε αύξηση του μεριδίου των στερεών καυσίμων κύρια εις βάρος του φυσικού αερίου (Σεναρία ΠΕΚ-α και ΠΕΚ), είτε σε αύξηση του μεριδίου του ηλεκτρισμού εις βάρος των ΑΠΕ (Σεναρία ΜΕΑΠ-α και ΜΕΑΠ).
Με βάση τις παραδοχές όλων των σεναρίων νέων ενεργει-ακών πολιτικών, προκύπτει ότι ο κύριος εγχώριος ενεργειακός πόρος για το 2050 θα είναι οι ΑΠΕ (στο σενάριο υφιστάμενων πολιτικών τα πετρελαϊκά προϊόντα παραμένουν με το μεγαλύτερο μερίδιο), όπου η πρωτογενής παραγωγή ηλεκτρισμού (και θερμότητας) από ΑΠΕ σχεδόν θα πενταπλασιαστεί έως το 2050 σε σχέση με το 2020, το οποίο ουσιαστικά μεταφράζεται έως και 12 φορές μεγαλύτερη συνεισφορά των ΑΠΕ στη διάθεση πρωτογενούς ενέργειας το 2050 σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.
Παράλληλα, αξίζει να επισημανθεί ότι για στα σενάρια νέας ενεργειακής πολιτικής που επιτυγχάνουν το υψηλότερο ποσοστό μείωσης των εκπομπών η μείωση στη διάθεση στερεών καυσίμων και πετρελαϊκών προϊόντων οφείλεται κυρίως στη μείωση της ζήτησης που επιτυγχάνεται από την εξοικονόμηση στον τομέα των μεταφορών και στον τομέα της βιομηχανίας.
III.2.3. Εξέλιξη της κατανάλωσης ενέργειας σε όλους τους τελικούς τομείς
Στα γραφήματα που ακολουθούν παρουσιάζεται η εξέλιξη της κατανάλωσης ενέργειας στους τομείς τελικής χρήσης μέχρι το 2050, όπως προέκυψε λαμβάνοντας υπόψη τις υποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες διαμορφώθηκαν τα τρία σενάρια (Σενάρια ΥΦ, ΠΕΚ και ΜΕΑΠ).
Εξετάζοντας την εξέλιξη αυτή, εμφανίζεται ότι η τελική ενερ-γειακή κατανάλωση για τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών παρουσιάζει οριακές διαφορές σε σχέση με το σενάριο υφιστάμενων πολιτικών, καθώς ο βαθμός ενσωμάτωσης μέ¬τρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης και εξοικονόμησης είναι σημαντικός σε όλα τα εξεταζόμενα σενάρια. Ωστόσο, λόγω ακριβώς της εφαρμογής μέτρων και πολιτικών, στα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών τελικά το 2050, η αύξηση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας σε σχέση με το 2020 περιορίζεται σημαντικά και κυμαίνεται μέχρι και 4%, ενώ θα είναι σε επίπεδα λίγο μεγαλύτερα (της τάξης του 10%) από τα σημερινά. Επισημαίνεται ότι η αντίστοιχη αύξηση της προηγούμενης εικοσαετίας (1990-2010) ήταν της τάξης του 46%.
Σχήμα III.2.7 Εξέλιξη της τελικής κατανάλωσης ενέργειας ανά καύσιμο
Επιπρόσθετα, οι επιμέρους τελικές καταναλώσεις ανά ε-νεργειακό προϊόν μεταβάλλονται σημαντικά, όπως φαίνεται στο Σχήμα III.2.7, καθώς την περίοδο 2020-2050 διαφοροποιείται έντονα η εθνική στρατηγική σχετικά με τη συμμετοχή του κάθε ενεργειακού προϊόντος στην τελική κατανάλωση, ενώ αξιοποιούνται οι δυνατότητες που προκύπτουν από την τεχνο-λογική πρόοδο, σχετικά με τη βελτίωση της ενεργειακής από-δοσης και την επίτευξη εξοικονόμησης ενέργειας
Συγκεκριμένα, τα στερεά καύσιμα στην τελική κατανάλωση προβλέπεται ότι θα κατέχουν το 2050 ένα πολύ μικρό μερίδιο (1% έως 2% ανάλογα με το σενάριο), το οποίο αντιστοιχεί, όπως και για το 2020, αποκλειστικά στη χρήση τους στον τομέα της βιομηχανίας.
Σημαντική μείωση σε σχέση με το 2020 της τάξης του 16% έως και 33% παρατηρείται στο μερίδιο στην τελική κατανάλωση των πετρελαϊκών προϊόντων. Αυτό είναι αποτέλεσμα της μείωσης σε όλους τους τομείς τελικής κατανάλωσης (π.χ. στον τομέα των μεταφορών, λόγω αντικατάστασης μεριδίου του πετρελαίου από βιοκαύσιμα και ηλεκτρισμό και στον οικιακό τομέα με τη σημαντική διείσδυση φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού) έως και εξάλειψη όλου του μεριδίου του (π.χ. στον τριτογενή τομέα ή/και στον οικιακό τομέα).
Αντίθετα, το φυσικό αέριο αναμένεται ότι θα σημειώσει έ-ντονη διείσδυση μέχρι το 2050 σε όλους σχεδόν τους τομείς τελικής κατανάλωσης με αύξηση της χρήσης του κατά 59% έως και 74% σε σχέση με το 2020 και μερίδιο συνολικά της τάξης του 17% στην τελική κατανάλωση ενέργειας.
Συγκεκριμένα, το φυσικό αέριο θα κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο τελικής κατανάλωσης στον τομέα της βιομηχανίας, αντικαθιστώντας τη χρήση στερεών καυσίμων και πετρελαιοει-δών. Παράλληλα, προβλέπεται να είναι έντονη η διείσδυσή του και στον οικιακό τομέα με την περαιτέρω ενίσχυση των αγωγών και δικτύων διανομής σε πολλές περιοχές της χώρας, η οποία όμως και σταδιακά μετά το 2040 αναμένεται να αντι¬σταθμιστεί από την ολοένα και μεγαλύτερη διείσδυση τεχνολογιών ΑΠΕ για ψύξη και θέρμανση.
Η τελική κατανάλωση ηλεκτρισμού σε σχέση με το 2020, αυξάνεται σε όλα τα εξεταζόμενα σενάρια και το μερίδιό της στην τελική κατανάλωση το 2050 διαμορφώνεται σε επίπεδο 24% έως 32%.
Η εντονότερη αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρισμού πα-ρατηρείται στις μεταφορές, η οποία και αποδίδεται στην προ¬βλε-πόμενη διείσδυση ηλεκτρικών οχημάτων, καθώς και στον εξηλεκτρισμό του συνόλου των μεταφορών σταθερής τροχιάς, τα οποία και θα κατέχουν το 2050 σημαντικά μεγαλύτερο μερίδιο στο σύνολο του μεταφορικού έργου ειδικά στα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών.
Σημαντική επίδραση στην αύξηση του μεριδίου του ηλεκ-τρισμού θα διαδραματίσει και η αλλαγή χρήσης καυσίμου ειδικά στον οικιακό και σε μικρότερο βαθμό στον τριτογενή τομέα (ο τομέας αυτός ήδη από το 2020 παρουσιάζει υψηλό μερίδιο ηλεκτρισμού στην τελική κατανάλωση). Η αύξηση αυτή προβλέπεται να οφείλεται κυρίως στην υψηλή διείσδυση α¬ντλιών θερμότητας και τη χρήση ηλεκτρικών συσκευών, η ο¬ποία ωστόσο θα συγκρατηθεί σε σχέση με το ρυθμό αύξησης της προηγούμενης εικοσαετίας, λόγω της τεχνολογικής προόδου και της εφαρμογής μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας στους συγκεκριμένους τομείς. Στο Σχήμα III.2.8 φαίνεται η εξέλιξη της διείσδυσης του ηλεκτρισμού στη τελική κατανάλωση ενέργειας καθώς και τα μερίδια του ηλεκτρισμού στους κύριους τομείς χρήσης ηλεκτρισμού το 2020 και το 2050 για τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών. Όπως φαίνεται για το 2050 πάνω από 50% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρι¬σμού προέρχεται από τον οικιακό τομέα και τις μεταφορές.
Σχήμα III.2.8 Διείσδυση ηλεκτρισμού στην τελική κατανάλωση ενέργειας
Σχήμα III.2.8 Διείσδυση ηλεκτρισμού στην τελική κατανάλωση ενέργειας | |
[12] | Κατανομή κατανάλωσης ηλεκτρισμού στους τελικούς τομείς |
[13] | |
[14] |
Κατανομή κατανάλωσης ηλεκτρισμού στους τελικούς τομείς
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η εξέλιξη της συνεισφοράς των ΑΠΕ στη ζήτηση για θέρμανση και ψύξη, καθώς και στις μετα-φορές. Η υψηλότερη αύξηση αναμένεται να παρατηρηθεί στη χρήση των θερμικών ηλιακών συστημάτων και αντλιών θερμό-τητας στον οικιακό και τριτογενή τομέα, όπου και αναμένεται σχεδόν πλήρης εκμετάλλευση του δυναμικού αξιοποίησής τους στις κτιριακές εγκαταστάσεις.
Η χρήση της στερεής βιομάζας δεν αναμένεται να έχει με-γάλες διαφοροποιήσεις με τη μεγαλύτερη συγκριτικά αύξηση της χρήσης της να παρατηρείται στη γεωργία, ενώ η συμβατική γεωθερμία εμφανίζει μια μικρή μεν συμμετοχή στην τελική κατανάλωση ενέργειας στη γεωργία, που αντιστοιχεί δε σε σημαντική απόλυτη αύξηση της συνεισφοράς της, της τάξης του 18% σε σχέση με την αντίστοιχη συνεισφορά της για το 2020.
Αποτέλεσμα της αναμενόμενης διείσδυσης των βιοκαυσίμων, είναι και η εντυπωσιακή αύξηση της χρήσης τους στις μεταφορές (όχι μόνο στις χερσαίες, αλλά και στις θαλάσσιες και στις αεροπορικές), η οποία και ανάγεται τελικά σε μερίδιο έως και 39% (ανάλογα με τα εξεταζόμενα σενάρια) στο σύνολο των μεταφορών το 2050.
Το Σχήμα III.2.9 παρουσιάζει συνολικά την τελική κατανά-λωση ενέργειας ανά τομέα οικονομικής δραστηριότητας και ανά εξεταζόμενο σενάριο μέχρι το 2050.
Όπως φαίνεται στο γράφημα αυτό, ο αγροτικός και ο βιο-μηχανικός τομέας, καθώς και ο τομέας των μεταφορών δεν παρουσιάζουν σημαντική διαφοροποίηση σχετικά με τις απαι-τήσεις ζήτησης ενέργειας. Ειδικά για τις μεταφορές, λαμβά¬νοντας υπόψη ότι το μεταφορικό έργο θα συνεχίσει να έχει ανοδική πορεία, η μικρή μόνο αύξηση της κατανάλωσης δικαιολογείται από την τεχνολογική πρόοδο, την ανάπτυξη τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας, την αύξηση του μεριδίου των μέσων σταθερής τροχιάς στο μεταφορικό έργο, τη βελτίωση της απόδοσης των οχημάτων αλλά και τη διείσδυση υβριδικών και ηλεκτρικών οχημάτων στην αγορά.
Από την άλλη πλευρά, ο τριτογενής τομέας είναι ο μοναδικός τομέας που παρουσιάζει αξιοσημείωτη αύξηση με ποσο¬στό που κυμαίνεται από 49%-59% και συνολικό μερίδιο στην τελική κατανάλωση μέχρι και 16%. Η αύξηση αυτή, δικαιολο¬γεί¬ται γιατί αν και θα υπάρχει χρήση πιο ενεργειακά αποδοτικών τεχνολογιών στις δραστηριότητές του, συνολικά αναμένεται σημαντική στροφή και ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων στον τριτογενή τομέα, καθιστώντας τον κυρίαρχο παράγοντα στην οικονομική δραστηριότητα και ανάπτυξη της χώρας.
Επισημαίνεται, ότι η συνεισφορά της θερμότητας περιβάλ-λοντος μέσω της χρήσης αντλιών θερμότητας συνυπολογίζεται και συμπεριλαμβάνεται στο συγκεκριμένο γράφημα και φθάνει μέχρι και 25% ως μερίδιο στη συνολική κατανάλωση στον οικιακό τομέα και μέχρι 37% στον τριτογενή τομέα. Ακολουθεί περαιτέρω ανάλυση της εξέλιξης της κατανάλωσης ενέργειας στους επιμέρους τομείς.
Σχήμα III.2.9 Εξέλιξη της τελικής κατανάλωσης ενέργειας ανά τομέα
Κτιριακός τομέας: Ο τομέας θα επηρεαστεί από την κα-τασκευή νέων κτιρίων μηδενικών εκπομπών μετά το 2020 και μέχρι το 2050, καθώς και από την εκτεταμένη ανακαίνιση πα-λαιότερων σπιτιών που θα πετυχαίνουν χαμηλή κατανάλωση ενέργειας, με έμφαση στα κτίρια του τριτογενή τομέα και ειδικά στα δημόσια κτίρια. Επίσης στον τομέα των κτιρίων προβλέπεται εκτεταμένη χρήση των αντλιών θερμότητας για κάλυψη των φορτίων για θέρμανση και ψύξη, ώστε να γίνει αντικατάσταση κυρίως του πετρελαίου με τον πλέον αποδοτικό ενεργειακά και περιβαλλοντικά τρόπο, ενώ και τα θερμικά ηλιακά συστήματα θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται και να συμμετέχουν σημα¬ντικά στην εξυπηρέτηση κυρίως των θερμικών φορτίων στον οικιακό τομέα.
Συγκεκριμένα, η σημερινή κυρίαρχη πηγή ενέργειας στον οικιακό τομέα, δηλαδή τα πετρελαϊκά προϊόντα, θα μειωθούν αισθητά, δίνοντας μέρος του μεριδίου τους στο φυσικό αέριο αλλά και τις ΑΠΕ για την κάλυψη των θερμικών αναγκών του τομέα. Από την άλλη ο ηλεκτρισμός θα αυξηθεί σημαντικά, συνυπολογίζοντας και τη διείσδυση αντλιών θερμότητας για θερμικά και ψυκτικά φορτία. Η θερμότητα από δίκτυα τηλεθέρ-μανσης θα έχει επίσης παρουσία στο μείγμα του 2050, καλύ-πτοντας ωστόσο σχετικά μικρό ποσοστό της συνολικής κατα-νάλωσης του τομέα. Στο Σχήμα III.2.10 παρουσιάζεται το εύρος συμμετοχής του κάθε καυσίμου στον οικιακό τομέα σύμφωνα με τα εξεταζόμενα σενάρια. Στα Σενάρια ΠΕΚ και ΜΕΑΠ παρα-τηρείται αρκετά μικρότερη συμμετοχή των πετρελαϊκών προϊ-όντων (ουσιαστικά φτάνει μέχρι και σε πλήρη απεξάρτηση) στο μίγμα του οικιακού τομέα συγκριτικά με το Σενάριο ΥΦ (32%). Συγκεκριμένα, με τα Σενάρια ΠΕΚ και ΜΕΑΠ σημειώνεται εξοικονόμηση πετρελαϊκών προϊόντων της τάξης του 30%-100% σε σχέση με το Σενάριο ΥΦ.
Αντίστοιχα, η σημαντικότερη εξέλιξη στον τριτογενή τομέα είναι η οριστική εξάλειψη των πετρελαϊκών προϊόντων, το μερίδιο των οποίων θα επιμεριστεί σε φυσικό αέριο και τεχνολογίες ΑΠΕ. Ο ηλεκτρισμός θα παραμείνει η κυρίαρχη πηγή ενέργειας για τον τομέα, σημειώνοντας ωστόσο μόνο μικρή αύξηση σε απόλυτα μεγέθη, λόγω της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης του ηλεκτρονικού εξοπλισμού αλλά και των αντλιών θερμότητας.
Τομέας Μεταφορών: Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στη μελ-λοντική διαμόρφωση του τομέα των μεταφορών, όπου εκτός της σημαντικής διείσδυσης βιοκαυσίμων νέας γενιάς σε όλες τις μεταφορικές δραστηριότητες, προβλέπεται για τα σενάρια νέας ενεργειακής πολιτικής ανάπτυξη μεγάλου μεριδίου του ηλεκτρισμού τόσο στις επιβατικές όσο και εμπορευματικές μεταφορές. Ειδικά στις οδικές μεταφορές, ο ηλεκτρισμός θα έχει μερίδιο συμμετοχής στο μεταφορικό έργο της τάξης του 42% (βλ. Σχήμα III.2.11) καθιστώντας τον κυρίαρχο τόσο ένα¬ντι των βιοκαυσίμων όσο και των πετρελαϊκών προϊόντων.
Ειδικότερα, στον τομέα των μεταφορών, στα σενάρια νέας ενεργειακής πολιτικής προβλέπεται σημαντική μείωση της εξάρτησης από τα πετρελαϊκά προϊόντα, όπου σχεδόν το 50% του μεριδίου του πετρελαίου θα μεταφερθεί στον ηλεκτρισμό (για όλα τα μέσα σταθερής τροχιάς και σημαντικό μερίδιο των οδικών επιβατικών μεταφορών) και στα βιοκαύσιμα (κυρίως για τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές, αλλά και τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές).
Σχήμα III.2.10 Εύρος συμμετοχής καυσίμων για οικιακό τομέα και μεταφορές ανάλογα με τα εξεταζόμενα σενάρια για το 2050 σε σύγκριση με το 2009
Σχήμα III.2.10 Εύρος συμμετοχής καυσίμων για οικιακό τομέα και μεταφορές ανάλογα με τα εξεταζόμενα σενάρια για το 2050 σε σύγκριση με το 2009 | |
[16] | [17] |
[18] | [19] |
[20] | [21] |
Η εντονότερη απεξάρτηση από πετρελαϊκά προϊόντα παρα-τηρείται στο Σενάριο ΠΕΚ με τη συμμετοχή τους στο μίγμα των μεταφορών να περιορίζεται σε μερίδιο της τάξης του 41%. Η εξοικονόμηση ενέργειας που σημειώνεται στον τομέα των με-ταφορών όσον αφορά τα πετρελαϊκά προϊόντα για το Σενάριο ΠΕΚ σε σχέση με το Σενάριο ΥΦ είναι της τάξης του 40%, ενώ η αντίστοιχη σύγκριση για το Σενάριο ΜΕΑΠ, οδηγεί σε εξοι-κονόμηση της τάξης του 36%.
Στα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών ιδιαίτερα σημα¬ντι¬κό μερίδιο των πετρελαϊκών προϊόντων αντικαθίσταται από ηλεκτρισμό (ηλεκτρικά οχήματα, συνολικός εξηλεκτρισμός των σιδηροδρομικών μεταφορών) και από βιοκαύσιμα. Συγκεκριμένα, το 2050 ο ηλεκτρισμός στις μεταφορές κατέχει μερίδιο 20% για τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών (Σενάριο ΠΕΚ και ΜΕΑΠ), ενώ για το σενάριο υφιστάμενων πολιτικών (Σενάριο ΥΦ) περιορίζεται στο 5%. Αντίστοιχα, τα βιοκαύσιμα το 2050 σημειώνουν διείσδυση με μερίδιο 34%-39% για τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών, ενώ το μερίδιο τους στο σενάριο υφιστάμενων πολιτικών ανέρχεται σε 28%.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ακόλουθο γράφημα, το οποίο δείχνει την εξέλιξη της διείσδυσης του μεριδίου των ηλεκτρικών οχημάτων στις επιβατικές μεταφορές. Συγκεκριμένα παρουσιά-ζεται το ποσοστό των επιβατοχιλιομέτρων που διανύονται από ηλεκτρικά οχήματα στο σύνολο των επιβατοχιλιομέτρων. Όπως φαίνεται στο γράφημα, το συγκεκριμένο ποσοστό ανέρχεται σε μόλις 8% στο σενάριο υφιστάμενων πολιτικών ενώ για τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών αγγίζει το 42%.
Σημαντική είναι και η διαφοροποίηση από την υφιστάμενη κατάσταση, που προβλέπεται εξαιτίας των τεχνολογικών εξελί-ξεων και της ανάπτυξης του κατάλληλου δικτύου υποδομών στα μέσα σταθερής τροχιάς (βλ .Σχήμα III.2.12), όπου θα επιτευχθεί τόσο ο πλήρης εξηλεκτρισμός τους όσο και η σημαντική αύξηση του μεριδίου τους στο επιβατικό και εμπορικό μεταφορικό έργο. Η αύξηση αυτή θα επιτύχει συνολικά σημαντική μείωση τόσο του κόστος των μετακινήσεων όσο και των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επίτευξη των κεντρικών ενεργειακών στόχων.
Στο Σχήμα III.2.12(α) παρουσιάζεται το ποσοστό των σιδη-ροδρομικών μεταφορών (μέσων μαζικής μεταφοράς) στο σύνολο των επιβατικών μεταφορών. Επισημαίνεται ότι το σύνολο των σιδηροδρομικών μεταφορών θεωρείται ότι έχει εξηλεκτρισθεί έως το τέλος της περιόδου 2020-2050. Όπως φαίνεται στο σχήμα το ποσοστό αυτό κυμαίνεται στο 5% για το σενάριο υφιστάμενων πολιτικών, ενώ τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών επιτυγχάνουν αύξηση του μεριδίου των σιδηροδρο-μικών επιβατικών μεταφορών στο 13%.
Αντίστοιχα, το Σχήμα III.2.12(β) παρουσιάζει το μερίδιο των σιδηροδρομικών μεταφορών αγαθών στις συνολικές μεταφορές αγαθών. Ενώ για το σενάριο των υφιστάμενων πολιτικών το μερίδιο αυτό αυξάνεται μόνο λίγο, φτάνοντας στο 6%, τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών επιτυγχάνουν μεγάλη αύξηση του μεριδίου που φτάνει στο 18%.
Σχήμα III.2.11 Εξέλιξη ποσοστού επιβατοχιλιομέτρων ηλεκτρικών οχημάτων στο σύνολο των επιβατοχιλιομέτρων
Σχήμα III.2.12 Ποσοστό επιβατοχιλιομέτρων σιδηροδρομικών μεταφορών στο σύνολο των επιβατοχιλιομέτρων του συνόλου των μεταφορών και ποσοστό τονοχιλιομέτρων σιδηροδρομικών μεταφορών στα τονοχιλιομέτρα του συνόλου των μεταφορών
(α)
(β)
Βιομηχανικός τομέας: Η ενεργειακή κατανάλωση στη βι-ομηχανία αναμένεται ότι δε θα παρουσιάσει σημαντικές μετα-βολές και θα διατηρηθεί στα επίπεδα που προβλέπονται για το 2020, όπου και θα έχουν ήδη ενσωματωθεί μέτρα για τη βελτί-ωση της ενεργειακής απόδοσης. Παράλληλα αναμένεται στα-διακά σημαντική διείσδυση της συμπαραγωγής στη βιομηχανία μέχρι το 2050, μέσω αξιοποίησης του διαθέσιμου τεχνικού και οικονομικού δυναμικού διαφόρων βιομηχανικών εφαρμογών.
III.2.4. Συνεισφορά ΑΠΕ στη θέρμανση και ψύξη
Σημαντικό μερίδιο για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων για το 2050, που αφορά στο μερίδιο των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας, έχουν τα συστήματα ΑΠΕ τα οποία θα αξιοποιηθούν για την κάλυψη θερμικών και ψυκτικών αναγκών στο βιομηχανικό, τριτογενή και οικιακό τομέα.
Το Σχήμα III.2.13 παρουσιάζει ακριβώς αυτήν την εξέλιξη της συνεισφοράς των συστημάτων ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη. Είναι εμφανές από την προβλεπόμενη εξέλιξη της συν¬εισφοράς τεχνολογιών ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη, ότι οι α¬ντλίες θερμότητας εμφανίζουν τη μεγαλύτερη αύξηση συγκριτικά με τις άλλες τεχνολογίες. Το 2050 κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο σε επίπεδο συνεισφοράς ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση και ψύξη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι υπάρχει μεγάλο δυναμικό για εκμετάλλευσή τους, χωρίς φυσικούς περιορισμούς εγκατάστασης ή καυσίμου (όπως στην περίπτωση των θερμικών ηλιακών και της βιομάζας). Κυρίως ωστόσο οφείλεται στο γεγονός ότι ειδικά στα νέα κτίρια του οικιακού και τριτογενή τομέα μετά το 2020, αναμένεται να έχουν σχεδόν αποκλειστική παρουσία για την πλήρη ή μερική κάλυψη των αναγκών τους σε θέρμανση και ψύξη.
Σχήμα III.2.13 Εξέλιξη της συνεισφοράς ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη σε κάθε εξεταζόμενο σενάριο
Παράλληλα με τις αντλίες θερμότητας, η διείσδυση των θερμικών ηλιακών θα συνεχιστεί με σχεδόν σταθερούς ρυθ¬μούς, οδηγώντας έως και σε τριπλασιασμό της συνεισφοράς τους σε σχέση με το 2020 (σχεδόν έξι φορές μεγαλύτερη παραγωγή σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα), ενώ αντίθετα η βιομάζα θα εμφανίσει μικρή αυξητική τάση σε σχέση με το 2020, η οποία ωστόσο συγκρινόμενη με την παρούσα κατά¬σταση οδηγεί σε σχεδόν τριπλασιασμό της συνεισφοράς της. Τέλος οι εφαρμογές γεωθερμίας, κύρια στον αγροτικό τομέα, αναμένεται να παρουσιάσουν μια μικρή αλλά σταθερή αύξηση στη διείσδυσή τους, η οποία σε απόλυτα μεγέθη, οδηγεί σε έξι (6) φορές μεγαλύτερη συνεισφορά σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.
III.2.5. Δείκτες ενεργειακής πολιτικής
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των μοντέλων για κάθε εξε-ταζόμενο σενάριο το ποσοστό διείσδυσης των ΑΠΕ στην ακα-θάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, (βλ. Πίνακας III.2.1) θα φθάσει το 47% για το Σενάριο ΥΦ και σε περίπου 59%-71% για τα υπόλοιπα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών το 2050.
Η παραγωγή θερμότητας από ΑΠΕ για τελική ενεργειακή κατανάλωση θα είναι περίπου 4,1-4,8Mtoe το 2050 με πο¬σοστό που θα ισοδυναμεί με 39%-54% στη συνολική ζήτηση θερμικής ενέργειας. Αντίστοιχα το μερίδιο διείσδυσης των βιοκαυσίμων στις μεταφορές, όπως ορίζεται στο Άρθρο 3, παρ. 4 της Οδηγίας 2009/28/ΕΚ, θα φθάσει στο 38%-57% το 2050, ανάλογα με τα εξεταζόμενα σενάρια. Ενδιαφέρον πα¬ρουσιάζει το γεγονός ότι ενώ το μερίδιο ΑΠΕ στην Ακαθάριστη Κατανάλωση Τελικής Ενέργειας (ΑΤΚΕ) είναι υψηλότερο για το Σενάριο ΜΕΑΠ σε σχέση με το Σενάριο ΠΕΚ, το αντίστοιχο μερίδιο ΑΠΕ στην τελική θερμική κατανάλωση και στις μεταφορές είναι χαμηλότερο. Η συμπεριφορά αυτή είναι αποτέλε¬σμα του γεγονότος ότι το Σενάριο ΠΕΚ αποτελεί σενάριο οικονομικά βέλτιστης εκπλήρωσης των περιβαλλοντικών στόχων και άρα αντιμετωπίζει συνδυαστικά την επίτευξη σημαντικής επιπλέον εξοικονόμησης ενέργειας με ταυτόχρονη περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ, ώστε να επιτύχει το στόχο μείωσης των εκπομπών CO2. Επιπρόσθετα, την ανάγκη για περαιτέρω διεί¬σδυση των ΑΠΕ την περιορίζει στο μεγαλύτερο βαθμό στην αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στην τελική θερμική κατανάλωση και διείσδυσης των βιοκαυσιμών στις μεταφορές και όχι σε ιδιαίτερα σημαντική αύξηση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, δεδομένου ότι αυτό θα συνεπαγόταν υψηλότερο επιπρόσθετο κόστος για την οικονομία.
Ένας βασικός δείκτης που χρησιμοποιείται για να χαρα-κτηρίσει συνολικά την ενεργειακή κατανάλωση μιας χώρας είναι η ένταση τελικής ενέργειας. Η ένταση τελικής ενέργειας απεικονίζει την ενεργειακή αποδοτικότητα/ παραγωγικότητα των τελικών καταναλωτών και εκφράζει την τελική κατανάλωση ενέργειας ως προς το ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές 2005, kgoe ανά €).
Το Σχήμα III.2.14 παρουσιάζει την εξέλιξη της έντασης τελι-κής ενέργειας έως το 2050, όπου παρατηρείται σημαντική πτώση έως και 27% σε σχέση με το 2020, γεγονός που δικαιολογείται από την αποδοτικότερη χρήση ενέργειας στους τομείς τελικής κατανάλωσης, με τη διείσδυση τεχνολογιών και συ¬στημάτων ΑΠΕ και εφαρμογών εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά και τη σχετική σταθεροποίηση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας που επιτυγχάνεται παρ’ όλη την αύξηση των αναγκών (αύξηση πληθυσμού, συσκευών, μεταφορικού έργου, κλπ) λόγω βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.
Σχήμα III.2.14 Εξέλιξη της έντασης τελικής ενέργειας
Πίνακας III.2.1 Μερίδια ΑΠΕ στην ΑΤΚΕ, στην τελική θερμική κατανάλωση, στα βιοκαύσιμα στις μεταφορές και στην Η/Π το 2050
% ΑΠΕ στην ΑΤΚΕ | % ΑΠΕ στην Τελική Θερμική Κατανάλωση | % Βιοκαύσιμα στις μεταφορές σύμφωνα με την 2009/28/ΕΚ | % ΑΠΕ στην Η/Π | |
Σενάριο ΥΦ | 47% | 39% | 38% | 75% |
Σενάριο ΠΕΚ (60%) | 59% | 43% | 51% | 84% |
Σενάριο ΠΕΚ (70%) | 66% | 54% | 56% | 85% |
Σενάριο ΠΕΚ-α (60%) | 59% | 43% | 52% | 80% |
Σενάριο ΠΕΚ-α (70%) | 66% | 54% | 57% | 83% |
Σενάριο ΜΕΑΠ (60%) | 65% | 42% | 49% | 99% |
Σενάριο ΜΕΑΠ (70%) | 71% | 53% | 50% | 99% |
Σενάριο ΜΕΑΠ-α (60%) | 65% | 45% | 49% | 99%[1] [27] |
Σενάριο ΜΕΑΠ-α (70%) | 68% | 50% | 49% | 99%5 |
[1] [28] Το συγκεκριμένο ποσοστό αφορά στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή και όχι συνολικά στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας (η οποία περιλαμβάνει και τις εισαγωγές ηλεκτρισμού)
Αν και η εξέλιξη του δείκτη ενεργειακής έντασης, δεν πα¬ρουσίασε αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των εξεταζόμενων σεναρίων (καθώς η τελική κατανάλωση ενέργειας έχει μικρή διακύμανση), η ανάλυση ενός άλλου σημαντικού ενεργειακού δείκτη, αυτού της έντασης εκπομπών CO2 φανερώνει ενδιαφέρουσες συμπεριφορές μεταξύ των σεναρίων.
Συγκεκριμένα, όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα ΙΙΙ.2.15 η εξέλιξη της έντασης εκπομπών CO2, το 2050 γίνεται ίση με περίπου 0,75-1,4 tCO2/toe. Ο συγκεκριμένος δείκτης μετράει το ύψος των εκπομπών ανά μονάδα κατανάλωσης σε όλες τις ενεργειακές χρήσεις, την ηλεκτροπαραγωγή και τις βιομηχανικές διεργασίες. Όπως είναι αναμενόμενο, η μείωση της έντασης εκπομπών είναι μεγαλύτερη για τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών, όπου το Σενάριο ΜΕΑΠ επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη μείωση (στο ίδιο περίπου επίπεδο μείωσης καταλήγει και το Σενάριο ΠΕΚ) της τάξης του 79% σε σχέση με το 2005 και 40% επιπλέον μείωση συγκρινόμενη με την αντίστοιχη μείωση που επιτυγχάνει το σενάριο υφιστάμενων πολιτικών το 2050. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι με τη συγκεκριμένη εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή απανθρακοποίησή του.
Σχήμα III.2.15 Εξέλιξη της έντασης εκπομπών CO2
III.2.6. Εξέλιξη του κόστους
Κόστος Ηλεκτρικής ενέργειας
Το κόστος ηλεκτροπαραγωγής θα ακολουθήσει και στην Ελλάδα την αναμενόμενη ανοδική τάση που θα παρατηρηθεί σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως έχει παρουσιαστεί και τεκμηριωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ανοδική αυτή πορεία του κόστους ηλεκτροπαραγωγής αναμένεται ότι θα συνεχισθεί μέχρι το 2030 (βλ. Σχήμα ΙΙΙ.2.16). Αντίθετα, κατά την περίοδο 2030-2050 θα ακολουθήσει πτωτική πορεία, λόγω της μείωσης του κόστους επένδυσης των ΑΠΕ και του περιορισμού της χρήσης ορυκτών καυσίμων που επιβαρύνονται με σημαντικά κόστη εκπομπών.
Σχήμα III.2.16 Εξέλιξη μέσου μακροπρόθεσμου κόστους Η/Π για τα εξεταζόμενα σενάρια ενεργειακής πολιτικής
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ωστόσο ότι, το μέσο-μακροχρόνιο κόστος παραγωγής και μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, δεν παρουσιάζει ουσιαστικές διαφορές μεταξύ όλων των σεναρίων, συμπεριλαμβανομένου και αυτού των υφιστάμενων πολιτικών (Σενάριο ΥΦ) και μόνο για την περίοδο 2025-2045 διαφοροποιείται κατά ένα μικρό ποσοστό της τάξεως του 6%.
Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται τόσο από το μεταβλητό κό¬στος καυσίμου, όσο και από το κόστος εκπομπών CO2 για τα σενάρια στα οποία συνεχίζει να υπάρχει ηλεκτροπαραγωγή από συμβατικούς θερμικούς σταθμούς (Σενάρια ΥΦ και ως ένα βαθμό ΠΕΚ).
Αξίζει να σημειωθεί ότι περιορισμός του στόχου μειώσεων εκπομπών σε χαμηλότερα επίπεδα (π.χ. 45%) δεν καταλήγει σε μικρότερο κόστος ηλεκτροπαραγωγής, γιατί θα έχει ως συνέπεια πολύ υψηλότερο κόστος από τη χρήση ορυκτών καυσίμων εξαιτίας της απαιτούμενης αγοράς δικαιωμάτων εκπο¬μπών, άρα και το κόστος που επιβαρύνει τελικά τον καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας δεν πρόκειται να είναι χαμηλότερο από αυτό των «καθαρότερων» σεναρίων.
Κόστος Επενδύσεων Ηλεκτροπαραγωγής
Οι επενδύσεις για ηλεκτροπαραγωγή, όπως αυτές παρου-σιάζονται στα σενάρια εξέλιξης του ενεργειακού συ¬στήματος, θα υλοποιηθούν στο πλαίσιο εφαρμογής των πολιτικών που θα πρέπει να υιοθετηθούν για την επίτευξη των επιμέρους ενεργειακών στόχων. Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να συμπε-ριλαμβάνουν ισορροπημένα μείγματα ενεργειακών τεχνολογιών, όπου οι συμβατικοί σταθμοί θα υποκατασταθούν βαθμιαία από θερμικούς σταθμούς ΑΠΕ ελεγχόμενης εξόδου και όπου οι μεταβαλλόμενες ΑΠΕ θα πρέπει να συνδυαστούν με ορθολογικές επενδύσεις αποθήκευσης, εφεδρείας ή και δικτύων.
Το σωρευτικό κόστος επενδύσεων ηλεκτροπαραγωγής για την περίοδο 2020-2050 (βλ. Σχήμα III.2.17) είναι κατά περίπου 20% μεγαλύτερο στο σενάριο ΜΕΑΠ από ότι στο αντίστοιχο ΠΕΚ για 70% μείωση εκπομπών. Εν γένει διαφαίνεται ότι πηγαίνοντας προς το 2050 μια ορθολογική πολιτική στην ηλεκτροπαραγωγή θα πρέπει να στοχεύει σε μέση χρήση του φυσικού αερίου (μονάδες συνδυασμένου κύκλου της τάξεως των 3GW), λελογισμένη χρήση του λιγνίτη (της τάξεως του 1GW) η οποία ενδέχεται να απαιτήσει τεχνολογία CCS και ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ της τάξεως του 85%. Η πολιτική αυτή συνδέεται με περιβαλλοντικούς στόχους που αφορούν σε μείωση των εκπομπών τουλάχιστον κατά 60% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005.
Σχήμα III.2.17 Σωρευτικό κόστος επενδύσεων (2020-2050) για Η/Π
Το σχετικά υψηλότερο κόστος επενδύσεων ηλεκτροπα-ραγωγής για τα σενάρια ενεργειακής πολιτικής εξισορροπείται απόλυτα από το οικονομικό όφελος που θα επιτευχθεί στην οικονομία μέσω της σημαντικής μείωσης στις καθαρές εισαγωγές καυσίμων (βλ. Σχήμα ΙΙΙ.2.18), ενώ αξίζει να επισημανθεί ότι αυτή η εξάρτηση στις εισαγωγές καυσίμων μειώνεται μέχρι και κατά 65% για την ηλεκτροπαραγωγή και τις μεταφορές σε σχέση με το 2009 (βλ. Σχήμα III.2.19).
Σχήμα III.2.18 Αποτύπωση σεναρίων σε συνάρτηση με την εξέλιξη των καθαρών εισαγωγών Πετρελαίου & Φυσικού Αερίου (δεν συμπεριλαμβάνονται τα καύσιμα διεθνούς ναυσιπλοΐας)
[33]
Σχήμα III.2.19 Αποτύπωση σεναρίων σε συνάρτηση με το επίπεδο μείωσης εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από εισαγόμενα καύσιμα και το κόστος επενδύσεων για Η/Π
Στο Σχήμα III.2.19 παρουσιάζεται η εξάρτηση των τομέων της ηλεκτροπαραγωγής και των μεταφορών από εισαγόμενα καύσιμα σε συνάρτηση με το σωρευτικό κόστος επενδύσεων στην ηλεκτροπαραγωγή. Σημειώνεται ότι η εξάρτηση των τομέων ηλεκτροπαραγωγής και μεταφορών από εισαγόμενα καύσιμα ορίζεται ως ο λόγος εισαγόμενων καυσίμων (Φ.Α., πετρελαϊκά προϊόντα και βιοκαύσιμα) που προορίζονται για χρήση στην ηλεκτροπαραγωγή και τις μεταφορές προς τη συνολική κατανάλωση στην ηλεκτροπαραγωγή (συμπεριλαμβάνονται συμβατικά καύσιμα και ΑΠΕ) και στις μεταφορές.
Το συγκεκριμένο γράφημα αποτυπώνει τις «θέσεις» των δια-φόρων σεναρίων ως προς το κόστος επενδύσεων για ηλεκ-τροπαραγωγή και τα οφέλη που προκύπτουν είτε ως προς περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, είτε ως προς τη μειούμενη ενερ¬γει-ακή εξάρτηση από εισαγωγές καυσίμων.
Παρατηρώντας τη μείωση της εξάρτησης εισαγωγών, δια-πιστώνεται ότι τα σενάρια ΜΕΑΠ επιτυγχάνουν μεγαλύτερη μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές για ηλεκτροπαραγωγή και μεταφορές που κυμαίνεται έως και 20% υψηλότερα από αυτή που επιτυγχάνεται με τα σενάρια ΠΕΚ. Εξαίρεση αποτελεί το σενάριο ΠΕΚ-α (70%) , όπου η μείωση εξάρτησης εισαγωγών συμβατικών καυσίμων που επιτυγχάνεται είναι αντί¬στοιχη με αυτή των σεναρίων ΜΕΑΠ. Συνολικά, συγκρίνοντας τη συμπεριφορά αυτού του σεναρίου με τα υπόλοιπα, διαπισ-τώνεται ότι με σημαντικά χαμηλότερο κόστος επενδύσεων για ηλεκτροπαραγωγή το σενάριο ΠΕΚ-α (70%) πλησιάζει σημα-ντικά (έως και υπερβαίνει) το βαθμό μείωσης της εξάρτησης εισαγωγών για ηλεκτροπαραγωγή και μεταφορές που επιτυγ-χάνεται για τα σενάρια ΜΕΑΠ.
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα Στο "III.Η ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ"
#1 Σχόλιο Από ΧΑΤΣΙΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Στις 7 Μάιος, 2012 @ 18:08
1/ ΠΡΩΤΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΕ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ ΚΑΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ
2/ ΜΗ ΤΟΛΜΗΣΕΤΕ ΝΑ ΞΕΠΟΥΛΗΣΕΤΕ ΤΑ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΛΙΓΝΙΤΗ
3/ ΚΑΤΑΡΓΗΣΤΕ ΤΑ ΑΙΟΛΙΚΑ ΠΑΡΚΑ (ΑΝΤΙΑΙΣΘΗΣΙΑΚΑ ΙΚΡΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ, ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΚΑΙ ΥΠΕΡΘΕΡΜΑΝΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΧΩΡΟΥ),(ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΣΕ ΔΑΣΩΔΕΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ).
4/ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΘΕΙΤΕ ΤΗΝ ΗΛΙΑΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΧΑΡΙΖΕΤΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ,ΠΟΥ ΨΑΧΝΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΠΟΥΛΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΜΑΣ.
5/ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΘΕΙΤΕ ΤΟΝ ΑΞΙΟΛΟΓΟ ΥΔΑΤΙΝΟ ΠΛΟΥΤΟ ΜΑΣ ΥΠΕΡΓΕΙΟ- ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΟ(ΓΛΥΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΩΝ ΥΔΑΤΩΝ)ΤΗΣ ΧΕΡΣΑΙΑΣ ΚΑΙ ΝΗΣΙΩΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ.
6/ ΕΛΕΓΞΤΕ ΤΙΣ ΔΗΘΕΝ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΔΙΚΩΝ ΜΑΣ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ.
7/ ΤΙΜΩΡΗΣΤΕ ΕΣΕΙΣ ΟΣΟΥΣ ΡΥΠΑΙΝΟΥΝ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
8/ ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΓΗΤΟΥΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΕΣ(ΔΗΘΕΝ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ)ΝΑ ΞΕΠΟΥΛΑΝΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.
#2 Σχόλιο Από ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Στις 8 Μάιος, 2012 @ 10:10
οικιακα φωτοβολταικα ¨΄
λειπει γενικοτερη ενημερωση
#3 Σχόλιο Από ΑΣΤΗΘΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Στις 8 Μάιος, 2012 @ 19:13
Ο ενεργειακός σχεδιασμός πρέπει να λαμβάνει υπ οψιν το προσωπικό επίπεδο ζωής των κατοίκων στην περιοχή που θα πχ εγκατασταθούν οι ανεμογενήτριες .Δεν πρέπει να είναι κοντά σε σπίτια ουτε κοντα σε χωριά και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να αλλιώνουν το τοπίο ,με αυτά τα τέρατα, και να δημιουργούν θόρυβο και έτσι να κάνουν μαρτύριο την ζωή των κατοίκων,ειδικά των γερόντων.
Το αναφέρω λόγω προσωπικής πειρας υπάρχουν ανεμογενήτριες σε βουνο τις νότιας Ευβοιας και το σπίτι μου είναι στο διπλανό χωριό και οταν φυσαει ,που φυσάει πολύ,δεν μπορούμε να κοιμηθούμε με κλειστα παράθυρα ,το καλοκαίρι.Ενω μπορεί να τοποθετηθούν σε ορεινές περιοχές
που δεν θα δημιουργούν ουτε πρόβλημα θορύβου ,ούτε πρόβλημα οπτικό,επίσης μια καλή λύση είναι να τοποθετηθούν στη θάλλασα.
Βέβαια στην Ελλάδα μετράνε περισσότερο τα συμφέροντα και το μεγαλύτερο κέρδος με το λιγότερο κόστος,ανεξάρτητα απο την ζωή των ανθρώπων.Επίσης συμαντικό πρόβλημα είναι οι εναέριες γραμμές μεταφοράς της ενέργειιας που δημιουργούν άπειρα προβλήματα υγείας,θα πρέπει σε κέθε περίπτωση να είναι υπόγειες.
#4 Σχόλιο Από ΗΛΙΑΣ ΚΑΚΙΟΠΟΥΛΟΣ / ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΔΡΑΣΗ ΑΒΕΤΕ Στις 28 Μάιος, 2012 @ 13:40
Παραπάνω διαπίστωσα ότι όλα τα ΑΠΕ που έχουν να κάνουν με το νερό μπαίνουν στο ίδιο μέγεθος της πίττας.
Αυτό είναι μεγάλο λάθος.
Πρέπει να διαχωρίζονται τα μεγάλα ΥΗΕ, τα Μικρά ΥΗΕ (ΜΥΗΕ) και τα Αντλητικά (υπάρχουν στην Ελλάδα).
Όπως επίσης πρέπει να διαχωρίζονται τα offshore Α/Π από αυτά που είναι θεμελιωμένα στη στεριά.
αλλιώς δημιουργείται εντελώς στρεβλή εικόνα όσον αφορά στην κατανομή των διαφόρων τεχνολογιών ΑΠΕ για το σκοπό του Οδικού χάρτη 2050.
Και επιπλέον υπάρχει έλλειψη συγκρισιμότητας, σε σχέση με το τί ισχύει για το 20-20-20.
Με εκτίμηση,
ΗΛΙΑΣ ΚΑΚΙΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΔΡΑΣΗ ΑΒΕΤΕ