1. Οι κάτοχοι αδειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ του άρθρου 3 του ν. 3468/2006 καταβάλλουν εντός του πρώτου τριμήνου κάθε ημερολογιακού έτους στη ΛΑΓΗΕ Α.Ε., υπέρ του ειδικού διαχειριστικού Λογαριασμού του άρθρου 40 του ν. 2773/1999 (Α΄ 286), ετήσιο τέλος ύψους χιλίων Ευρώ ανά μεγαβάτ (1.000 €/MW).
2. Η υποχρέωση της παραγράφου 1 γεννάται:
α. για φωτοβολταϊκούς σταθμούς, μετά την παρέλευση ενός (1) έτους από τη χορήγηση άδειας παραγωγής,
β. για σταθμούς που περιγράφονται στις περιπτώσεις α) έως γ) του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 8 του ν.3468/2006, μετά την παρέλευση τεσσάρων (4) ετών από τη χορήγηση άδειας παραγωγής,
γ. για λοιπούς, πλην φωτοβολταϊκών, σταθμούς ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ του άρθρου 3 του ν.3468/2006, μετά την παρέλευση τριών (3) ετών από τη χορήγηση άδειας παραγωγής
και λήγει με την υποβολή της εγγυητικής επιστολής της παραγράφου 3 του άρθρου 1.
3. Σε περιπτώσεις αδειών παραγωγής που έχουν εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, η υποχρέωση της παραγράφου 1 γεννάται μετά την παρέλευση δύο (2) ετών, οκτώ (8) ετών και έξι (6) ετών από τη έκδοση της άδειας παραγωγής, για τις περιπτώσεις α, β και γ της παραγράφου 2 αντίστοιχα, και σε κάθε περίπτωση όχι πριν από την 01.01.2014, και λήγει με την υποβολή της εγγυητικής επιστολής της παραγράφου 4 του άρθρου 1. Ειδικά για το έτος 2014 η καταβολή του τέλους της παραγράφου 1 για τις άδειες του προηγουμένου εδαφίου γίνεται έως 30.06.2014.
4. Για τον υπολογισμό των ανωτέρω χρονικών περιόδων, ως πρώτο ημερολογιακό έτος θεωρείται το ημερολογιακό έτος που έπεται εκείνου κατά το οποίο χορηγήθηκε η άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Το ετήσιο τέλος της πρώτης παραγράφου οφείλεται ολόκληρο και για το ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η υποβολή της εγγυητικής επιστολής των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 1.
5. Η μη εμπρόθεσμη καταβολή του ετήσιου τέλους που προβλέπεται στην παράγραφο 1 συνεπάγεται την αυτοδίκαιη παύση ισχύος της άδειας παραγωγής. Στην περίπτωση αυτή, υποβολή αιτήματος για χορήγηση άδειας παραγωγής για τον ίδιο σταθμό επιτρέπεται μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την ανωτέρω παύση ισχύος της άδειας παραγωγής. Η ΡΑΕ τηρεί μητρώο των αδειών παραγωγής, που παύουν να ισχύουν κατά τα ανωτέρω, το οποίο αναρτά στον διαδικτυακό τόπο της.
6. Το ύψος του ανωτέρω τέλους μπορεί να αναπροσαρμόζεται με ανώτατο όριο το ποσό των τριών χιλιάδων Ευρώ ανά μεγαβάτ (3.000 €/MW) με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, μετά από γνώμη της ΡΑΕ, που εκδίδεται εντός του προηγούμενου έτους από αυτό στο οποίο αφορά η αναπροσαρμογή. Για την αναπροσαρμογή λαμβάνεται υπόψη η ανά τεχνολογία συνολική ισχύς των αδειών παραγωγής και των Οριστικών Προσφορών Σύνδεσης για τους σταθμούς του άρθρου 4 του ν.3468/2006 για τους οποίους δεν απαιτείται η έκδοση άδειας παραγωγής, με στόχο η σχέση μεταξύ της ισχύος των ανωτέρω σταθμών προς την αντίστοιχη επιδιωκόμενη αναλογία εγκατεστημένης ισχύος, που προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 1 του ν. 3468/2006, αφαιρούμενης της ισχύος των λειτουργούντων σταθμών, να μην ξεπερνά το 3 προς 1. Με την απόφαση του πρώτου εδαφίου της παρούσας, μετά από πρόταση του αρμόδιου διαχειριστή και γνώμη της ΡΑΕ, το τέλος μπορεί να διαφοροποιείται: α) για συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ή έχει προταθεί να χαρακτηριστούν κορεσμένες β) για σύνδεση σταθμών στο Δίκτυο ή το Σύστημα και γ) για συγκεκριμένες τεχνολογίες.
7. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, μετά από γνώμη της ΡΑΕ, μπορεί να καθορισθεί ετήσιο τέλος και για τους σταθμούς ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ του άρθρου 4 του ν.3468/2006, ίδιου ύψους με αυτό που προβλέπεται για τους σταθμούς ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ του άρθρου 3 του ιδίου νόμου, και να ρυθμιστούν οι προϋποθέσεις καταβολής του και οι συνέπειες από τη μη καταβολή του κατ’ αναλογία των οριζόμενων στο παρόν άρθρο καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
8. Ειδικά για τις περιοχές με κορεσμένα δίκτυα, η υποχρέωση της παραγράφου 1 υφίσταται για εκείνους τους σταθμούς ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ του άρθρου 3 του ν. 3468/2006 που στην οικεία άδεια παραγωγής προβλέπεται ότι θα συνδεθούν και θα εγχέουν ενέργεια σε σημείο του δικτύου για το οποίο δεν υφίσταται κορεσμός. Για τους λοιπούς σταθμούς, το χρονικό διάστημα για το οποίο υφίσταται κορεσμός εξαιρείται κατά τον υπολογισμό των χρονικών περιόδων των παραγράφων 2 και 3 και δεν καταβάλλεται το τέλος της παραγράφου 1 για όσο χρονικό διάστημα υφίσταται ο κορεσμός.
Ως προς το Άρθρο 2, Παρ. 2:
Σε πολλές περιπτώσεις λόγω των καθυστερήσεων των αρμοδίων υπηρεσιών ή λόγω ιδιαιτεροτήτων (π.χ. ειδικές χρονοβόρες μελέτες σε περιοχές NATURA) λήγουν οι εκ του νόμου προθεσμίες από την λήψη της άδειας παραγωγής. Εφόσον θεσπιστεί η υποχρέωση του επενδυτή για ετήσιο τέλος διατήρησης άδειας παραγωγής με το σεβαστό ποσό των 1000€/MW (π.χ. για έργο 24MW ποσό 24.000€/έτος), θα πρέπει παράλληλα να τηρούνται πλέον ευλαβικά οι προθεσμίες απαντήσεων και εγκρίσεων των υπηρεσιών που μετέχουν στην αδειοδοτική διαδικασία, ώστε να λαμβάνονται οι άδειες εμπρόθεσμα.
Λαμπαδάριος και Συνεργάτες
Εταιρεία Δικηγόρων
Η επιπρόσθετη οικονομική επιβάρυνση των επενδυτών που προτείνεται με την παρούσα διάταξη ουσιαστικά επιβραβεύει το κράτος και τη δημόσια διοίκηση για τις καθυστερήσεις της αδειοδοτικής διαδικασίας η οποία, κατά μέσο όρο, ξεπερνά τα 7 χρόνια!
Οι προσπάθειες επιτάχυνσης της ωρίμανσης των έργων πρέπει να αρχίσουν από τον υπαίτιο που είναι η δημόσια διοίκηση και όχι από τον τελικό αποδέχτη της κακοδιαχείρισης που είναι ο επενδυτής.
Η παρούσα ρύθμιση σε τεχνολογίες με δύσκολη αδειοδοτική διαδικασία που δεν οφείλεται, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, σε καθυστερήσεις των φορέων αλλά της Δημόσιας Διοίκησης και της γρήγορης αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου (πολλές φορές με αναδρομική ισχύ) ισοδυναμεί με «τιμωρία» όλων των επενδυτών ανεξαρτήτως της πρόθεσης τους για την ολοκλήρωση της αδειοδότησης. Ο μέσος όρος ολοκλήρωσης της αδειοδοτικής διαδικασίας στα ΜΥΗΕ τα τελευταία χρόνια είναι 7 έτη.
Προτείνεται για τα ΜΥΗΕ ο χρόνος έναρξης του τέλους να γίνει 6 έτη μετά την άδεια παραγωγής.
Η διαδικασία επιβολής τέλους διακράτησης ΑΔΕΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ από τον επενδυτή πριν την έκδοση ΑΔΕΙΑΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, ουσιαστικά, τυπικά και νομικά δεν έχει καμία έννοια πριν την ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, αφού παρά τις ρητές προβλέψεις του, ο ΝΟΜΟΣ 3851/2010 προκλητικά δεν τηρείται στις χρονικές του διαδικασίες από τις αρχές. Συνιστά και αυτός αντι-επενδυτικό ρίσκο με απλή εισπρακτική λογική που ως γνωστόν, θα επιφέρει πολύ μεγαλύτερη ζημιά στο επενδυτικό κλίμα από τα έσοδα που προβλέπει.
Παρ.8
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ορισμός από τη ΡΑΕ ή τον Διαχειριστή «σημείων του δικτύου για τα οποία δεν υφίσταται κορεσμός», εντός περιοχών που έχουν κηρυχθεί κορεσμένες. Οπότε πως θα υπάρχει διάκριση των έργων εντός κορεσμένων περιοχών τα οποία δεν θα εξαιρούνται από το ετήσιο τέλος διατήρησης δικαιώματος κατοχής της άδειας παραγωγής?
Αν και η μείωση του ποσού σε σχέση με το προηγούμενο υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου είναι προς την σωστή κατεύθυνση, θεωρούμε και πάλι ότι η συγκεκριμένη διάταξη με την οποία επιβάλλεται υπέρογκο ετήσιο τέλος διατήρησης δικαιώματος άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κρίνεται στο σύνολό της ως αρνητική και θα πρέπει να αποσυρθεί. Μετά την επιβολή της ειδικής εισφοράς, μια ακόμη οικονομική επιβάρυνση, σε συνδυασμό και με την απαίτηση προσκόμισης εγγυητικής επιστολής, θα θέσει σε σημαντικότατο κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα του κλάδου των ΑΠΕ και κυρίως της αιολικής ενέργειας, αναστέλλοντας κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια, με αρνητικότατες επιπτώσεις στον τομέα της απασχόλησης.
Πιο συγκεκριμένα, η προτεινόμενη διάταξη αντιτίθεται σαφώς στην αρχή της αναλογικότητας. Αυτό που επιδιώκεται είναι ο περιορισμός του «εμπορίου των αδειών». Κατ’ αρχάς, δεν είναι κατανοητό ποιό είναι το πρόβλημα της μεταβίβασης των αδειών, το οποίο άλλωστε επιτρέπεται από τη νομοθεσία. Μάλιστα, η μεταβίβαση των αδειών από έναν οικονομικά ανύπαρκτο κάτοχο σε ένα εύρωστο επενδυτή διευκολύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα, ενεργεί υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και συνεισφέρει στην διείσδυση των ΑΠΕ και την επιτυχία των υποχρεωτικών εθνικών στόχων, εκτός αν αυτοί έχουν εγκαταληφθεί.
Το μέτρο αυτό είναι κατ’ εξοχήν εισπρακτικό και ως εκ τούτου απαράδεκτο, σε μια περίοδο που τα πάντα έχουν φορολογηθεί.
Επί της ουσίας, αν η «χρηστή διοίκηση» σκοπεύει πράγματι σε μια επιπλέον μέθοδο για την απελευθέρωση του ηλεκτρικού χώρου, μπορεί να εφαρμόσει, κατά τα ανωτέρω, το πλαίσιο για τις ανακλήσεις. Άλλως, το μέτρο πλήττει κυρίως τους επενδυτές που έχουν μεγάλα έργα και που πασχίζουν να βρούν χρηματοδότηση για να τα υλοποιήσουν ή περιμένουν τη βελτίωση των οικονομικών (και τραπεζικών) συνθηκών για να εξασφαλίσουν δανεισμό. Αυτοί, λοιπόν, πλήττονται περισσότερο από όλους, επειδή θα κρατήσουν τα έργα, για την ανάπτυξη των οποίων έχουν δαπανήσει τεράστια ποσά και τώρα η Πολιτεία που προκάλεσε τις συνθήκες οικονομικής ασφυξίας έρχεται να τους επιβάλει μια επιπρόσθετη τιμωρία.
Σε κάθε περίπτωση και εφόσον τελικά ισχύσει, θα πρέπει να τεθεί ως προϋπόθεση η απόλυτη τήρηση από πλευράς συναρμοδίων Υπηρεσιών, των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία προθεσμιών κατά την αδειοδοτική διαδικασία, προθεσμίες οι οποίες θα πρέπει να καταστούν «αποκλειστικές». Επιπροσθέτως προϋπόθεση θα πρέπει να αποτελέσει και η μη ύπαρξη δικαστικής εμπλοκής κατά την αδειοδοτική διαδικασία (π.χ. προσφυγές στο ΣτΕ). Κι αυτό γιατί όπως είναι λογικό, η όποια καθυστέρηση πλέον μέχρι την υλοποίηση ενός έργου και την θέση αυτού σε δοκιμαστική λειτουργία, θα αποτελεί ζημιογόνο γεγονός για τον εκάστοτε επενδυτή, ενώ θα πρέπει να καταστεί απολύτως σαφές ότι στις πλείστες των περιπτώσεων οι εν λόγω καθυστερήσεις δεν δύναται να ελεγχθούν από τον ίδιο και φυσικά δεν οφείλονται σε αυτόν.
Για την ΕΛΙΚΑ Α.Ε.
Σωκράτης Κωνσταντινίδης
Δ/νων Σύμβουλος
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8
Προτείνεται να προστεθεί η κάτωθι πρόταση στο τέλος της παραγράφου: «Περαιτέρω, από την υποχρέωση της παραγράφου 1 εξαιρούνται οι σταθμοί ΑΠΕ οι οποίοι έχουν ενταχθεί στη διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων του Νόμου 3894/2010.»
Τα έργα τα οποία έχουν ενταχθεί στην διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων (fast track) είναι έργα στρατηγικής σημασίας και δημοσίου συμφέροντoς με πολλές σημαντικές και καίριες για τη χώρα δεσμεύσεις όπως μεταξύ άλλων την νομική δέσμευση ελάχιστου απασχολούμενου προσωπικού, επικαιροποιημένες και από τον πρόσφατα ψηφισθέντα επενδυτικό νόμο. Η ένταξη των έργων στην διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων (fast track) προϋπoθέτει την κατάθεση της προκαταβολής διαχειριστικής αμοιβής και τη μέχρι προσφάτως υποβολή μεγάλου μεγέθους εγγυητικής επιστολής. Επίσης οι περιορισμοί για την ένταξη στην διαδικασία Στρατηγικών Επενδύσεων (fast track) εκ της αρχής είναι τέτοιοι που καθιστούν αδύνατη την εσκεμμένη καθυστέρηση τους. Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω και το μέγεθος των έργων που έχουν ενταχθεί ή/και θα ενταχθούν στην διαδικασία αυτή, τα έργα fast track θα πρέπει να εξαιρούνται του τέλους διατήρησης.
ΣΙΛΣΙΟ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΑ ΠΑΡΚΑ Α.Ε.
«3. Σε περιπτώσεις αδειών ….. και λήγει με την υποβολή της εγγυητικής επιστολής της παραγράφου 4 του άρθρου 1. »
Όσον αφορά έργα που δεν απαιτείται η κατάθεση εγγυητικής επιστολής, πότε λήγει η υποχρέωση καταβολής του τέλους της παραγράφου 1;
Άρθρο 2
Ετήσιο τέλος διατήρησης δικαιώματος κατοχής άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
Η παράγραφος 2 να τροποποιηθεί ως εξής:
«2. Η υποχρέωση της παραγράφου 1 για σταθμούς ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ του άρθρου 3 του ν.3468/2006 γεννάται:
(α). μετά την παρέλευση δύο (2) ετών από τη χορήγηση άδειας παραγωγής για σταθμούς ισχύος έως 10 MW, και
(β) μετά την παρέλευση τεσσάρων (4) ετών από τη χορήγηση άδειας παραγωγής για σταθμούς ισχύος μεγαλύτερης των 10 MW
και λήγει με την υποβολή της εγγυητικής επιστολής της παραγράφου 3 του άρθρου 1».
Η παράγραφος 3 να τροποποιηθεί ως εξής:
«3. Σε περιπτώσεις αδειών παραγωγής που έχουν εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, η υποχρέωση της παραγράφου 1 γεννάται μετά την παρέλευση τριών (3) ετών και έξι (6) ετών από τη έκδοση της άδειας παραγωγής, για τις περιπτώσεις α, β της παραγράφου 2 αντίστοιχα, και σε κάθε περίπτωση όχι πριν από την 01.01.2014, και λήγει με την υποβολή της εγγυητικής επιστολής της παραγράφου 4 του άρθρου 1. Ειδικά για το έτος 2014 η καταβολή του τέλους της παραγράφου 1 για τις άδειες του προηγουμένου εδαφίου γίνεται έως 30.06.2014».
Η παράγραφος 5 να τροποποιηθεί ως εξής:
«5. Η μη εμπρόθεσμη καταβολή του ετήσιου τέλους που προβλέπεται στην παράγραφο 1 συνεπάγεται την αυτοδίκαιη παύση ισχύος της άδειας παραγωγής. Στην περίπτωση αυτή, υποβολή αιτήματος για χορήγηση άδειας παραγωγής για τον ίδιο σταθμό επιτρέπεται μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την ανωτέρω παύση ισχύος της άδειας παραγωγής. Η ΡΑΕ τηρεί μητρώο των αδειών παραγωγής, που παύουν να ισχύουν κατά τα ανωτέρω, το οποίο αναρτά στον διαδικτυακό τόπο της. Το ετήσιο τέλος δεν καταβάλλεται σε περίπτωση που οποιοδήποτε στάδιο της αδειοδοτικής διαδικασίας τελεί σε αναστολή και για τη χρονική περίοδο που ισχύει αυτή. Στην περίπτωση αυτή, το ετήσιο τέλος επιμερίζεται αναλογικά μόνο για το χρονικό διάστημα για το οποίο δεν ισχύει η αναστολή».
Η παράγραφος 6 να τροποποιηθεί ως εξής:
«6. Το ύψος του ανωτέρω τέλους ειδικά για τις περιπτώσεις της παρ. 2 και εξαιρουμένων των περιπτώσεων της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, μπορεί να αναπροσαρμόζεται με ανώτατο όριο το ποσό των τριών χιλιάδων Ευρώ ανά μεγαβάτ (3.000 €/MW) με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, μετά από γνώμη της ΡΑΕ, που εκδίδεται εντός του προηγούμενου έτους από αυτό στο οποίο αφορά η αναπροσαρμογή….»
Η παράγραφος 7 να απαλειφθεί.
Να τεθεί το ανώτατο τίμημα των 50.000 €/έτος για έργα που αποτελούν α) συγκροτήματα αιολικών πάρκων συνολικής ισχύος μεγαλύτερης από πενήντα (50) MW, β) έργα ΑΠΕ που συνδέονται με το Εθνικό Διασυνδεδεμένο Σύστημα μέσω ειδικού προς τούτο υποθαλάσσιου καλωδίου ή άλλου έργου σύνδεσης του οποίου η κατασκευή απαιτεί χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το διάστημα για το οποίο χορηγείται και παρατείνεται η άδεια εγκατάστασης, όπως βεβαιώνεται από τον Διαχειριστή του Συστήματος, γ) υβριδικά έργα Α.Π.Ε., δ) μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα και ε) υπεράκτια αιολικά πάρκα.