1. Αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος νόμου αποτελούν τα εξής:
α) δεκαέξι (16) συνοδευτικά παραρτήματα, που περιλαμβάνουν ενδεικτικές ειδικές κατευθύνσεις και ρυθμίσεις, προγράμματα και έργα τα οποία προάγουν τη στρατηγική και τους στόχους του νέου ΡΣΑ σε χωρικό και τομεακό επίπεδο και
β) εννέα (9) διαγράμματα κλίμακας 1:100.000, που απεικονίζουν ενδεικτικά τις κατευθύνσεις και τις προτάσεις, που περιλαμβάνονται στο παρόν και τα παραρτήματα με τίτλο:
αα) Στρατηγικό Σχέδιο
ββ) Χωρικές Ενότητες
γγ) Χωροταξική Οργάνωση- Αναπτυξιακοί Πόλοι και Άξονες
δδ) Προστασία και Αναβάθμιση Περιβάλλοντος
εε) Πολιτισμός και Αττικό Τοπίο
στστ) Οργάνωση Παραγωγικών Δραστηριοτήτων
ζζ) Μέσα Σταθερής Τροχιάς
ηη) Κύριο Οδικό Δίκτυο
θθ) Δομικό Σχέδιο Χωρικής Οργάνωσης
2.Τα παραρτήματα και τα διαγράμματα τροποποιούνται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και του κάθε φορά συναρμόδιου Υπουργού, μετά από γνωμοδότηση της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΟΡΣΑ.
Στο Παράρτημα VII Άρθρο 18, Παράγραφος 2, να σβηστεί το τελευταίο εδάφιο, καθώς αποτελεί επανάληψη του γ)
αναφέρεται ότι:
«Αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος νόμου αποτελούν τα εξής:
α) δεκαέξι (16) συνοδευτικά παραρτήματα, που περιλαμβάνουν ενδεικτικές ειδικές κατευθύνσεις και ρυθμίσεις,……..» Τα παραρτήματα δεν μπορεί να είναι ενδεικτικά αλλά δεσμευτικά, δίοτι εξειδικεύουν τα άρθρα του νόμου.
Αντίθετα, οι χάρτες λόγω της κλίμακας τους δεν γίνεται να μην είναι ενδεικτικοί.
Τα παραρτήματα περιλαμβάνουν πολλές, κανονιστικού χαρακτήρα, ρυθμίσεις, οι οποίες εξειδικεύουν τα άρθρα, στα οποία τα παραρτήματα προβλέπονται. Η πρόβλεψη της παραγράφου 1 περί ενδεικτικότητας των παραρτημάτων δημιουργεί, χωρίς λόγο, σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα ως προς τη δεσμευτικότητα τόσων αυτών, όσο και των άρθρων που εξειδικεύουν, και πρέπει να απαληφθεί.
Μετά την αφαίρεση της πρόβλεψης περί ενδεικτικότητας των παραρτημάτων, θα πρέπει να παραμείνει η πρόβλεψη περί ενδεικτικότητας των διαγραμμάτων. Τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή η τελευταία πρόβλεψη θα βρίσκεται σε συνάφεια με την πάγια νομολογία του ΣτΕ περί της κατίσχυσης του κειμένου επί των διαγραμμάτων, για τις κανονιστικού χαρακτήρα ρυθμίσεις που επιβάλλει το κείμενο (ΣτΕ 2731/1989, ΣτΕ ΠΕ 93/2010).
Ο υποχρεωτικός αποκλεισμός επεκτασιμότητας της ζεύξης Περάματος – Σαλαμίνας προς την κατεύθυνση διπλής ζεύξης Περάματος – Σαλαμίνας – Πάχης Μεγάρων είναι απαράδεκτος και θα επιβαρύνει τους μελλοντικούς χωροτάκτες με έναν πιθανώς ανυπέρβλητο περιορισμό, ο οποίος θα οφείλεται στις οικιστικές αυθαιρεσίες του παρελθόντος στη Σαλαμίνα, καθώς και στην ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού να παράσχει τις αναγκαίες υποδομές στη Σαλαμίνα. Προφανώς τα κακώς εννοούμενα τοπικά συμφέροντα επιζητούν τη νομοθετική εξύψωσή τους πάνω από σχεδιασμούς όπως του Κωνσταντίνου Δοξιάδη. Η διπλή ζεύξη Περάματος – Σαλαμίνας – Πάχης Μεγάρων θα έπρεπε τουναντίον να θεσμοθετηθεί με το παρόν νομοσχέδιο, οδηγώντας στα απαραίτητα έργα βελτίωσης της υποδομής της Σαλαμίνας και εξορθολογισμού της χωροταξίας της (η σημερινή πληθώρα ανεκτέλεστων αποφάσεων αναδάσωσης καταπατημένων δασικών εκτάσεων στη Σαλαμίνα θα έπρεπε να μας προβληματίσει για τη φύση των αντιδράσεων, πέραν των εύλογων περί ανεπάρκειας βασικών υποδομών).
Όσον αφορά το μέσο σταθερής τροχιάς περιμετρικά του κεντρικού λιμένα Πειραιά, η επιμονή στην προβολή μέσου άλλου του τραμ προβληματίζει. Αν το ΜΣΤ αυτό δεν είναι τραμ, θα είναι πιθανότατα ασύμβατο με το σύστημα συγκοινωνιών του Πειραιά και θ’ αποτελεί στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα ακριβό μέσο μετακίνησης εντός της λιμενικής ζώνης για λίγους επιβάτες. Τουλάχιστον προβλέπεται ότι το ΜΣΤ αυτό μπορεί να είναι τραμ, αν και θα έπρεπε αυτή να είναι η βασική υπόθεση.
Τέλος, η χάραξη του αυτοκινητοδρόμου Ελευσίνας – Θήβας θα έπρεπε να ξεκινά από την σημερινή Εθνική Οδό Αθηνών – Κορίνθου (η οποία θα μετατραπεί σε αυτοκινητόδρομο) κόμβου Ασπροπύργου και εισόδου Ελευσίνας, καθώς η εκκίνηση του άξονα από τον κόμβο Αγίου Λουκά της Αττικής Οδού δεν εξυπηρετεί καθόλου την κίνηση από και προς τις νότιες περιοχές του λεκανοπεδίου Αττικής.
Διάφορες επί πλέον παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν στα παραρτήματα του νομοσχεδίου, αλλά η διατύπωσή τους αφήνει στις περισσότερες περιπτώσεις περιθώρια ικανοποιητικής επίλυσης των ασαφειών, οπότε δεν είναι χρήσιμη η εξαντλητική τους αναφορά εδώ.