Για λόγους κατανόησης των όρων που χρησιμοποιούνται στην παρούσα ισχύουν οι ακόλουθοι εννοιολογικοί προσδιορισμοί:
1. Ορισμοί Σχετικοί με Ρύπανση
α. Νιτρορύπανση: Η άμεση ή έμμεση απόρριψη στο υδάτινο περιβάλλον αζωτούχων ενώσεων γεωργικής προέλευσης, κύρια υπό τη μορφή νιτρικών ιόντων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία, βλάβες στους ζωντανούς οργανισμούς και τα υδάτινα οικοσυστήματα.
β. Ευπρόσβλητες ζώνες: Οι περιοχές της ξηράς, όπως αυτές χαρακτηρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 της αριθ.16190/1335/1997ΚΥΑ (ΦΕΚ Β΄ 519 ), των οποίων τα νερά υφίστανται νιτρορύπανση ή ενδέχεται να υποστούν νιτρορύπανση.
γ. Ευτροφισμός: Ο εμπλουτισμός των νερών με αζωτούχες ή/και φωσφορικές ενώσεις, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της ανάπτυξης των φυκών και των ανώτερων μορφών φυτικής ζωής, τη συνακόλουθη ανεπιθύμητη διαταραχή της οικολογικής ισορροπίας των οργανισμών που ζουν στα νερά, και τελικά την υποβάθμιση της ποιότητας των συγκεκριμένων νερών.
2. Ορισμοί Σχετικοί με Λιπάσματα
α. Αζωτούχος ένωση: κάθε ουσία που περιέχει άζωτο πλην του αερίου μοριακού αζώτου.
β. Λίπασμα: κάθε ουσία που περιέχει αζωτούχο ένωση ή ενώσεις και διασπείρεται στο έδαφος προκειμένου να τονώσει την ανάπτυξη των φυτών. Ο όρος περιλαμβάνει και τα κτηνοτροφικά απόβλητα.
γ. Χημικό Λίπασμα: κάθε βιομηχανικώς παρασκευασμένο λίπασμα.
δ. Ανόργανο λίπασμα: χημικό λίπασμα στο οποίο τα δηλούμενα θρεπτικά συστατικά περιέχονται υπό ανόργανη μορφή, που λαμβάνεται με εκχύλιση ή με φυσικές ή/και χημικές διεργασίες. Κατά συνθήκη, θεωρούνται ως ανόργανα λιπάσματα το ασβεστοκυαναμίδιο, η ουρία, καθώς και τα προϊόντα συμπύκνωσης και συνδυασμού αυτής και τα λιπάσματα που περιέχουν θρεπτικά ιχνοστοιχεία υπό μορφή χηλικού ή άλλου συμπλόκου. Στο πλαίσιο του παρόντος κώδικα, καλείται «αζωτούχο ανόργανο λίπασμα» όταν περιλαμβάνει άζωτο στα δηλούμενα θρεπτικά συστατικά.
ε. Οργανικά λιπάσματα: Είναι προϊόντα επεξεργασίας αυτούσιων υλικών φυτικής ή ζωικής προέλευσης, που περιέχουν τα θρεπτικά στοιχεία σε οργανική μορφή, και η κύρια συμβολή τους στην ανάπτυξη των φυτών είναι η παροχή των στοιχείων αυτών. Οργανικά λιπάσματα ως παράδειγμα μπορεί να παρασκευάζονται από κατάλοιπα ιχθυοτροφείων, φύκια ή τύρφες.
Για τις ανάγκες του παρόντος κώδικα, στα οργανικά λιπάσματα δεν περιλαμβάνονται τα κτηνοτροφικά απόβλητα.
στ. Αζωτούχο λίπασμα: Κάθε χημικό λίπασμα, είτε ανόργανο είτε οργανικό, που περιέχει άζωτο σε δηλωτέα περιεκτικότητα, σε στερεή ή υγρή μορφή.
ζ. Νιτρικό αζωτούχο λίπασμα: Αζωτούχο λίπασμα στο οποίο το άζωτο είναι σε νιτρική μορφή. Στο πλαίσιο του παρόντος κώδικα, εδώ συμπεριλαμβάνεται και η νιτρική αμμωνία.
η. Λίπασμα βραδείας αποδέσμευσης: Το λίπασμα που επιτρέπει την αποδέσμευση των συστατικών του και τη διάθεσή τους στα φυτά με βραδείς ρυθμούς, μειώνοντας τον κίνδυνο απωλειών (π.χ. λόγω έκπλυσης) της διαθέσιμης για τα φυτά ποσότητας. Λιπάσματα βραδείας αποδέσμευσης υπάρχουν είτε ανόργανα είτε οργανικά.
θ. Διασπορά στο έδαφος: Η προσθήκη λιπάσματος στο έδαφος, είτε διασκορπίζοντας το στην επιφάνεια του εδάφους, είτε ενσωματώνοντας το άμεσα σε αυτό. Η ενσωμάτωση μπορεί να γίνει είτε με έγχυση κάτω από την επιφάνεια, είτε με ανάμειξη με τα επιφανειακά στρώματα του εδάφους.
ι. Βασική λίπανση: Η λίπανση που δίνεται σε μια καλλιέργεια σε μικρό χρονικό διάστημα πριν τη σπορά ή την φύτευσή της ή και κατά την διάρκεια της σποράς ή της φύτευσης. Σκοπός της είναι να εξασφαλίσει ευνοϊκές αρχικές συνθήκες για την επιτυχή εγκατάσταση της καλλιέργειας (βλάστηση υψηλού ποσοστού σπόρων και απρόσκοπτη ανάπτυξη νεαρών φυτών).
ια. Επιφανειακή λίπανση: Η διασπορά λιπάσματος στην επιφάνεια του εδάφους η οποία γίνεται σε μια ή περισσότερες δόσεις μετά την εγκατάσταση των φυτών στο χώρο καλλιέργειας και αποσκοπεί στην αναπλήρωση των θρεπτικών στοιχείων που απορροφώνται από τα φυτά κατά την ανάπτυξή τους.
3. Ορισμοί Σχετικοί με Κτηνοτροφικά Απόβλητα
α. Απόβλητο: σημαίνει κάθε ουσία που ο κάτοχός της απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει.
β. Στρωμνή: Υλικό (άχυρο, ροκανίδια κ.ά.) που χρησιμοποιείται ως υπόστρωμα για την ανάπαυση των ζώων. Χαρακτηρίζεται «θερμή ή διαρκής» όταν παραμένει διαρκώς μέσα στους χώρους που κυκλοφορούν τα ζώα, δέχεται τα ούρα και την κόπρο, και απομακρύνεται όταν ο χώρος εκκενωθεί από τα ζώα ή συχνότερα, εφόσον διαπιστωθεί ότι συγκρατεί υγρασία σε βαθμό που δημιουργεί προβληματική κατάσταση η οποία δεν μπορεί να διορθωθεί με προσθήκη επιπλέον ποσότητας υλικού.
γ. Κτηνοτροφικά απόβλητα: Όλες οι εκκρίσεις των ζώων, μόνες τους ή αναμεμειγμένες με υλικά στρωμνής, υπολείμματα ζωοτροφών, νερά βροχής ή υγρά ξεπλυμάτων.
Διακρίνονται σε:
- στερεά ή κοπριά: με υγρασία μικρότερη από 80% κ.β., τα οποία σχηματίζουν σωρό κατά την εναπόθεσή τους στο έδαφος και διακινούνται με μηχανικά μέσα (μεταφορικές ταινίες, μηχανικά ξέστρα ή φορτωτές). Εδώ περιλαμβάνεται και το στερεό κλάσμα των αποβλήτων μετά από μηχανικό διαχωρισμό.
- ημιστερεά: με υγρασία 80-85% κ.β., τα οποία δε σχηματίζουν σωρό, αλλά απλώνουν πάνω στο έδαφος (υπό μορφή λάσπης). Διακινούνται με μηχανικά μέσα (μηχανικά ξέστρα ή φορτωτές) ή κοχλιωτές αντλίες.
- ημιυγρά: με υγρασία 85 – 90% κ.β., τα οποία διακινούνται με αντλίες βορβόρου.
- υγρά: με υγρασία μεγαλύτερη από 90% κ.β., τα οποία μπορούν να αντληθούν με αντλίες ακαθάρτων ή να μετακινηθούν αποτελεσματικά λόγω βαρύτητας. Εδώ περιλαμβάνεται και το υγρό κλάσμα των αποβλήτων μετά από μηχανικό διαχωρισμό.
δ. Ολικά Στερεά (Ο.Σ.): το στερεό υπόλειμμα που απομένει μετά την ξήρανση των αποβλήτων (στους 103-105 οC για 24 ώρες).
ε. Πτητικά Στερεά (Π.Σ.): το οργανικό κλάσμα των Ο.Σ. που «καίγεται» κατά την αποτέφρωση των Ο.Σ. (στους 550-600 οC για 16 ώρες).
στ. Χωνεμένη κοπριά: Η κοπριά που έχει αποθηκευτεί και υποστεί φυσική επεξεργασία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών ή κατάλληλη επεξεργασία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 3 μηνών, στη διάρκεια του οποίου έχουν αποδομηθεί όλες οι εύκολα βιοδιασπώμενες οργανικές ουσίες, και έχει αρχίσει να σταθεροποιείται η σύστασή της.
4. Ορισμοί Σχετικοί με Εδαφικές Συνθήκες
α. Ακάλυπτο έδαφος: η ακατέργαστη εδαφική έκταση η οποία δεν καλύπτεται από βλάστηση οποιασδήποτε μορφής (χέρσο έδαφος).
β. Καλυμμένο έδαφος: η έκταση εκείνη του εδάφους που καλύπτεται από αυτοφυή ή φυτεμένη βλάστηση.
γ. Κορεσμένο έδαφος: Το έδαφος το οποίο έχει αποκτήσει τη μέγιστη δυνατή περιεκτικότητα σε νερό, έτσι ώστε οποιαδήποτε προσθήκη νερού καταλήγει ή είναι πολύ πιθανό ότι θα καταλήξει σε λίμνασμα ή και επιφανειακή απορροή.
5. Ορισμοί Σχετικοί με Άρδευση
α. Διήθηση του νερού στο έδαφος: Η κίνηση του νερού μέσα στο έδαφος μέσω της επιφάνειάς του.
β. Διηθητικότητα του εδάφους: Το ύψος της στήλης νερού που διαπερνά την επιφάνεια του εδάφους και διεισδύει σε αυτό, σε μοναδιαίο χρόνο, ή αλλιώς, η ταχύτητα με την οποία το νερό διαπερνά την επιφάνεια και διεισδύει στο έδαφος. Συνήθως εκφράζεται σε «χιλιοστόμετρα ανά ώρα» (mm/h), δηλαδή χιλιοστόμετρα ύψους στήλης νερού που διηθούνται σε μία ώρα. Κατά τη διάρκεια της άρδευσης η διηθητικότητα του εδάφους μεταβάλλεται: στην αρχή είναι μεγάλη («αρχική διηθητικότητα»), μετά διαρκώς μειώνεται ώσπου τελικά σταθεροποιείται σε μικρότερη τιμή («βασική» ή «τελική διηθητικότητα»). Η διηθητικότητα του εδάφους θεωρούμενη σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρονική στιγμή καλείται «στιγμιαία διηθητικότητα».
γ. Παροχή άρδευσης: Ο όγκος του νερού που λαμβάνεται στην έξοδο του αρδευτικού εξοπλισμού / εγκατάστασης σε δεδομένη διάρκεια χρόνου (π.χ. σε 1 ώρα ή σε 1 δευτερόλεπτο), προκειμένου να χορηγηθεί στον αγρό. Πριν φτάσει στον αγρό μπορεί να έχει ήδη υποστεί απώλειες, όπως π.χ. εξάτμιση μετά την έξοδο από το ακροφύσιο εκτοξευτήρα τεχνητής βροχής, ιδίως όταν η άρδευση λαμβάνει χώρα το μεσημέρι ή υπό άνεμο. Η παροχή εκφράζεται ως όγκος νερού ανά χρόνο και συνήθως χρησιμοποιούνται για την έκφρασή της είτε τα κυβικά μέτρα νερού ανά ώρα (m3/h) είτε τα λίτρα νερού ανά δευτερόλεπτο (L/sec).
δ. Ρυθμός εφαρμογής του νερού: Ο όρος «ρυθμός εφαρμογής του νερού» αντιπροσωπεύει την ταχύτητα κίνησης του νερού, με την οποία προσπαθεί να εισέλθει στο έδαφος. Σχετίζεται με την παροχή άρδευσης, όμως δεν πρέπει να συγχέεται με αυτήν. Ως παράδειγμα αναφέρεται ότι, όταν πολύ νερό κινείται γρήγορα, είναι αντιστοίχως και η παροχή μεγάλη, όταν όμως μικρή ποσότητα νερού κινείται γρήγορα, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και η παροχή μεγάλη. Εκφράζεται ως ταχύτητα του νερού με την οποία φθάνει στο έδαφος ώστε να εισέλθει σε αυτό (ή αλλιώς «ύψος στήλης νερού» που φτάνει να εισέλθει στο έδαφος σε μοναδιαίο χρόνο, ή «ένταση βροχής»), συνήθως σε χιλιοστά ανά ώρα (mm/h).
Το έδαφος όμως, ανάλογα με τις ιδιότητές του και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η επιφάνειά του, δεν μπορεί πάντα να απορροφήσει εξίσου γρήγορα το νερό, και τότε μέρος του νερού απορρέει ή λιμνάζει. Η σύγκριση του ρυθμού εφαρμογής του νερού με τη διηθητικότητα του εδάφους (και τα δύο εκφράζονται σε χιλιοστά ανά ώρα) δείχνει αν το χορηγούμενο νερό διηθείται όλο ή λιμνάζει/απορρέει.
δ. Εύρος άρδευσης: Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο αρδεύσεων, εκφραζόμενο σε ημέρες.
ε. Ριζόστρωμα: Η εδαφική ζώνη κατά το βάθος της οποίας εκτείνονται οι ρίζες των φυτών.
στ. Ενεργό ριζόστρωμα: Το άνω τμήμα του ριζοστρώματος κατά το βάθος του οποίου αναπτύσσεται η κύρια μάζα των ριζών των φυτών και συντελείται ο κύριος εφοδιασμός αυτών σε νερό. Για τα καλλιεργούμενα φυτά ποικίλλει συνήθως από 30-60 εκατοστά.
ζ. Υπόγεια ύδατα: Όλα τα ύδατα που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους στη ζώνη κορεσμού και σε άμεση επαφή με το έδαφος ή το υπέδαφος.
η. Υδροφορείς ή Υδροφόροι: Γεωλογικοί σχηματισμοί ευρισκόμενοι κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, που είναι κορεσμένοι με νερό, τόσο ώστε να τροφοδοτούν με σημαντικές ποσότητες νερού γεωτρήσεις ή πηγές. Οι υδροφορείς έχουν αυξημένη ικανότητα να αποθηκεύουν και να μεταβιβάζουν νερό. Διακρίνονται σε «φρεάτιους» ή «ελεύθερους» (είναι οι ευρισκόμενοι πλησιέστερα στην επιφάνεια του εδάφους και παρουσιάζουν ελεύθερη επιφάνεια, δηλαδή επιφάνεια νερού όπου η πίεση του νερού είναι ίση με την ατμοσφαιρική) και σε «αρτεσιανούς» (είναι οι βαθύτερα ευρισκόμενοι στη φύση, και το νερό που περιέχεται σε αυτούς είναι υπό πίεση).
Στον ορισμό του ευτροφισμού καλό θα ήταν να διευκρινιστεί ότι στα γλυκά ύδατα ο παράγοντας που ρυθμίζει την εμφάνιση του φαινομένου είναι ο φώσφορος εν’αντιθέσει με τη θάλασσα όπου το άζωτο είναι αυτό που καθορίζει την εξέλιξη της τροφικής κατάστασης του υδάτινου περιβάλλοντος.
Ορισμός για Λίπασμα βραδείας αποδέσμευσης.
Το ενδιαφέρον των βραδείας αποδέσμευσης λιπασμάτων επικεντρώνεται στους λιπασματικούς φορείς αζώτου, δεδομένου ότι οι συμβατικοί φορείς φωσφόρου και καλίου, λόγω αλληλεπιδράσεων με το εδαφικό σύστημα, είναι εκ των πραγμάτων βραδείας αποδέσμευσης.
Τα φυτά προσλαμβάνουν το άζωτο που χρειάζονται κυρίως υπό τη μορφή νιτρικού αζώτου. Επομένως, αν σε ένα λίπασμα υπάρχει άζωτο σε οποιαδήποτε άλλη μορφή πλην της μορφής του νιτρικού αζώτου, θα χρειαστεί χρόνος για να μετατραπεί σε νιτρικό άζωτο και να απορροφηθεί από το ριζικό σύστημα των φυτών.
Το αμμωνιακό άζωτο για να απορροφηθεί από τα φυτά πρέπει να μετατραπεί με τη βοήθεια των μικροοργανισμών του εδάφους σε νιτρικό άζωτο με τη διαδικασία της νιτροποίησης. Επομένως, τα λιπάσματα που περιέχουν άζωτο σε αμμωνιακή μορφή είναι βραδείας αποδέσμευσης.
Συμπερασματικά, ο ορισμός για τα λιπάσματα βραδείας αποδέσμευσης θεωρείται απαραίτητο να τροποποιηθεί ως εξής: «Λίπασμα βραδείας αποδέσμευσης: Το λίπασμα που επιτρέπει την αποδέσμευση των συστατικών του και τη διάθεσή τους στα φυτά με βραδείς ρυθμούς ή το λίπασμα που περιέχει άζωτο σε οποιαδήποτε άλλη μορφή πλην της μορφής του νιτρικού αζώτου, μειώνοντας τον κίνδυνο απωλειών (π.χ. λόγω έκπλυσης) της διαθέσιμης για τα φυτά λιπαντικής ποσότητας. Λιπάσματα βραδείας αποδέσμευσης υπάρχουν είτε ανόργανα είτε οργανικά.»
Στους ορισμούς θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να προστεθεί και ο ορισμός του ζεόλιθου καθώς είναι ένα πέτρωμα που βρίσκεται σε αφθονία στη χώρα μας και βοηθάει στην απορρόφηση και διαχείριση των νιτρικών. Άρα:
Ζεόλιθος: Αργιλοπυριτικό πέτρωμα με περιεκτικότητα σε Κλινοπτιλόλιθο τουλάχιστον 85%, ικανός να χρησιμοποιηθεί στη γεωργία ως εδαφοβελτιωτικό και στην κτηνοτροφία ως προσθετική ύλη στη ζωοτροφή και ως στρωμνή.