Άρθρο 01: Ορισμός

Για τις ανάγκες του παρόντος νόμου, βοσκήσιμες γαίες καλούνται οι εκτάσεις που δύνανται να χρησιμοποιηθούν για βόσκηση ζώων -άλλως βοσκότοποι- στις οποίες αναπτύσσεται βλάστηση αυτοφυής ή μη, ποώδης, φρυγανική ή ξυλώδης με θαμνώδη ή αραιά δενδρώδη μορφή ή και μικτή, οι οποίες μπορεί να εκτείνονται και σε υδάτινα παραλίμνια ή παραποτάμια οικοσυστήματα, όπου αναπτύσσεται υδροχαρής βλάστηση.

  • 10 Ιουνίου 2015, 12:02 | ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑΣ (ΣΕΚ)

    ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑΣ (ΣΕΚ)

    ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
    «ΒΟΣΚΗΣΙΜΕΣ ΓΑΙΕΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

    Α) ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

    1) Η διαχείριση, αξιοποίηση και διανομή των βοσκήσιμων γαιών της χώρας που επιχειρείται με το παρόν νομοσχέδιο γίνεται με καθυστέρηση ενός έτους και πλέον μετά την ψήφιση του νόμου 4264/2014. Ο πολύτιμος χρόνος που χάθηκε στην ανάλυση σεναρίων και παρεμβάσεων ελάσσονος σημασίας φαίνεται ότι αποσκοπούσε τελικά στην άρνηση του Υπουργείου να συνεργαστεί με τις κτηνοτροφικές και συνεταιριστικές οργανώσεις.

    2) Στην αιτιολογική έκθεση του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, αναφέρεται ότι «τα δικαιώματα χρήσης της βοσκής σε κτηνοτρόφους, κατανέμονται από τις οικείες Περιφερειακές Ενότητες και όχι από τις κτηνοτροφικές οργανώσεις, όπως προέβλεπε ο ν. 4264/2014, γιατί στην πράξη αυτό αποδείχθηκε ανέφικτο». Στην πράξη ωστόσο ποτέ δεν δόθηκε αυτή η δυνατότητα στις κτηνοτροφικές οργανώσεις. Μάλιστα ο ΣΕΚ, ως όφειλε, ήδη από τις 7 Ιανουαρίου 2015 κατέθεσε ολοκληρωμένη πρόταση στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης και εν συνεχεία και στον Αναπληρωτή Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, προκειμένου να προχωρήσουμε άμεσα στη σύνταξη των προσωρινών διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης σε συνεργασία με τις οργανώσεις μέλη μας, τις Περιφέρειες της χώρας και τους Δήμους.

    3) Ιδιωτικοί βοσκότοποι: Το ζήτημα των ιδιωτικών βοσκήσιμων γαιών δεν αντιμετωπίζεται από το παρόν νομοσχέδιο. Επισημαίνουμε ότι στην ολοκληρωμένη πρόταση την οποία υποβάλαμε έχουμε συμπεριλάβει τη χαρτογράφηση και των ιδιωτικών βοσκοτόπων καθώς και πρόταση για τη χρηματοδότησή τους.

    Β) ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ

    Άρθρο 2
    Εθνική Γεωγραφική Πληροφορική Βάση Δεδομένων

    Στο άρθρο 2 προστίθεται:
    5. Στην Πανελλήνιας εμβέλειας κτηνοτροφική Οργάνωση ΣΕΚ (Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας) δίνεται πρόσβαση στην Εθνική Γεωγραφική Πληροφορική Βάση Δεδομένων με σκοπό την έγκαιρη και πλήρη ενημέρωση των κτηνοτρόφων.

    Άρθρο 3
    Διαχειριστικά σχέδια βόσκησης
    Στο τέλος της παραγράφου 1 προστίθεται: Για τις ανάγκες εφαρμογής κοινοτικών και εθνικών προγραμμάτων που σχετίζονται με τη χρήση βοσκότοπων, ως εκμετάλλευση των βοσκοτόπων συμπεριλαμβάνονται και οι πρακτικές απόληψης χορτομάζας από το βοσκότοπο.

    Στο τέλος της παραγράφου 2 προστίθεται :
    Σε κάθε περίπτωση οι ανωτέρω υπηρεσίες υποχρεούνται να ενημερώνουν τις οικείες κτηνοτροφικές οργανώσεις με τις οποίες συνεργάζονται προκειμένου αυτές να διατυπώσουν παρατηρήσεις και να προτείνουν διορθώσεις – συμπληρώσεις.

    Άρθρο 6
    Δικαιώματα χρήσης βοσκής
    Η παράγραφος 1 προτείνεται να διαμορφωθεί ως ακολούθως:
    Τα δικαιώματα χρήσης της βοσκής σε κτηνοτρόφους, επί των βοσκήσιμων γαιών στις οποίες επιτρέπεται η βόσκηση, σύμφωνα με τα διαχειριστικά σχέδια βόσκησης που έχουν εγκριθεί, κατανέμονται από τις οικείες Περιφερειακές Ενότητες. Για το σκοπό αυτό συγκροτείται επιτροπή εντός της οικείας Περιφερειακής Ενότητας με τη συμμετοχή εκπροσώπου του αρμόδιου Δήμου και εκπροσώπου της Πανελλήνιας εμβέλειας κτηνοτροφικής Οργάνωσης ΣΕΚ (Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας), που προτείνεται από την οικεία Οργάνωση, μέλος του και είναι κατά προτεραιότητα γεωτεχνικός. Τα δικαιώματα χρήσης της βοσκής παραχωρούνται στους κτηνοτρόφους για ικανό χρονικό διάστημα για την υλοποίηση των στόχων των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τρία (3) έτη, ύστερα από την υπογραφή σχετικής σύμβασης. Μετά την ολοκλήρωση των οριστικών διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης οι συμβάσεις θα είναι το ελάχιστο δεκαετείς.
    Σε περίπτωση που σε τμήματα ή και σε ολόκληρη τη βοσκήσιμη γαία απαγορευτεί η βόσκηση ή οι γαίες αυτές χαρακτηρισθούν αναδασωτέες, στα πλαίσια της δασικής νομοθεσίας, η ως άνω επιτροπή της οικείας Περιφερειακής Ενότητας προβαίνει σε ανάλογες ανακατατάξεις των δικαιωμάτων βόσκησης.

    Άρθρο 7
    Τίμημα δικαιώματος χρήσης βοσκής
    Η παράγραφος 1 προτείνεται να διαμορφωθεί ως ακολούθως:
    1. Για τα δικαιώματα χρήσης της βοσκής, σύμφωνα με το άρθρο 6, καταβάλλεται από τους κτηνοτρόφους τίμημα, το ύψος του οποίου αποτελεί ένα ελάχιστο τέλος βόσκησης και καθορίζεται με την Υπουργική απόφαση της περίπτωσης δ΄ του άρθρου 11.

    Άρθρο 9
    Επιτροπές παρακολούθησης και εφαρμογής
    διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης
    Το Άρθρο 9 προτείνεται να διαμορφωθεί ως ακολούθως:
    Σε κάθε Περιφέρεια συνιστάται μια ή περισσότερες επιτροπές παρακολούθησης, και εφαρμογής των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης, οι οποίες αποτελούνται από α) μέχρι τρεις υπαλλήλους της Περιφέρειας ή των οικείων Περιφερειακών Ενοτήτων, ή της οικείας δασικής υπηρεσίας β) μέχρι τρεις υπαλλήλους της οικείας αποκεντρωμένης υπηρεσίας του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) οι οποίοι προτείνονται από τον Οργανισμό, και γ) μέχρι τρεις εκπροσώπους της Πανελλήνιας εμβέλειας κτηνοτροφικής Οργάνωσης ΣΕΚ (Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας), οι οποίοι προτείνονται από την οικεία Οργάνωση- μέλος του. Οι εν λόγω εκπρόσωποι θα είναι κατά προτεραιότητα γεωτεχνικοί. Με απόφαση του αρμόδιου Περιφερειάρχη καθορίζονται, ο αριθμός των επιτροπών ανά Περιφέρεια, η επιμέρους σύνθεση της κάθε επιτροπής, όσον αφορά τα πρόσωπα που θα την αποτελέσουν, η θητεία και κάθε θέμα σχετικό με τον τρόπο λειτουργίας των επιτροπών.

    Άρθρο 17
    Μεταβατικές διατάξεις
    Η παράγραφος 1 προτείνεται να διαμορφωθεί ως εξής:
    Για κάθε Περιφέρεια της χώρας και σε όλες τις περιφερειακές ενότητες στις οποίες αυτή απαρτίζεται καταρτίζονται έγκαιρα προσωρινά διαχειριστικά σχέδια βόσκησης ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των βοσκήσιμων γαιών της κάθε περιοχής.

  • 10 Ιουνίου 2015, 11:17 | WWF Ελλάς

    Γενικά σχόλια
    1. Από τον ορισμό των «βοσκήσιμων γαιών» (άρθρο 1 ), είναι σαφές ότι οι τελευταίες περιλαμβάνουν και δάση ή δασικές εκτάσεις («βλάστηση… φρυγανική ή ξυλώδης, με θαμνώδη ή αραιά δενδρώδη μορφή» – πρβλ., σχετικά, ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 24Σ· ΣτΕ Ολ. 32/2013, σκέψεις 9η έως 13η).
    2. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, είναι επίσης σαφές ότι η «εξυπηρέτηση» της βόσκησης στα δάση και τις δασικές εκτάσεις που αποτελούν συγχρόνως βοσκήσιμες γαίες υπερισχύει άλλων σκοπών, όπως η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, και ειδικά των δασών και δασικών εκτάσεων (άρθρο 24 παρ. 1 εδ. α’ έως γ’ Σ), ή η «προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος» (άρθρο 2 παρ. 1 Οδηγίας 92/43). Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 8, «αν στις βοσκήσιμες γαίες περιλαμβάνονται δάση ή δασικές εκτάσεις, σε αυτές επιτρέπεται να γίνεται χρήση για βόσκηση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και απαγορεύεται κάθε άλλη επέμβαση επ’ αυτών, εκτός των επεμβάσεων που προβλέπονται από τη δασική νομοθεσία και δεν παρεμποδίζουν τη χρήση της βοσκής». Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3, τα διαχειριστικά σχέδια ρυθμίζουν τους «όρους χρήσης» δασών και δασικών εκτάσεων «σύμφωνα με τις υφιστάμενες και τις προκύπτουσες, συμβατές με τη βοσκή, παράλληλες χρήσεις, καθώς και τη βοσκοϊκανότητα της κάθε περιοχής και διασφαλίζεται η αειφόρος διαχείριση των βοσκήσιμων γαιών προς εξυπηρέτηση της σκοπούσας χρήσης, χωρίς να παρεμποδίζεται η χρήση της βοσκής».
    3. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις αναφορές αυτές, έχει διαπιστωθεί εδώ και χρόνια από την επιστημονική κοινότητα αλλά και από την πράξη, η εντατική αξιοποίηση εκτάσεων για μόνο μια χρήση (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία) αποδείχτηκε σε αρκετές περιπτώσεις καταστροφική για το περιβάλλον και όχι επαρκώς παραγωγική για τους σκοπούς της ίδιας της χρήσης. Σήμερα, τα περισσότερα φυσικά οικοσυστήματα της χώρας και δη τα λιβαδικά είναι υποβαθμισμένα, εξαιτίας διάφορων απειλών, όπως οι πυρκαγιές, αλλά και λόγω της αλόγιστης χρήσης κατά χώρο, χρόνο και ένταση βόσκησης. Η αλόγιστη χρήση των οικοσυστημάτων οδηγεί σε υποβάθμιση των εδαφών, με αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, την εκτεταμένη διάβρωση ή ακόμα και την οριακή ερημοποίηση. Αποτέλεσμα της διεργασίας αυτής είναι, πλέον της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και των παρεχόμενων υπηρεσιών του, η χαμηλή παραγωγικότητα των οικοσυστημάτων και κατά συνέπεια ο περιορισμός της βοσκήσιμης ύλης.
    4.Η βόσκηση, εκτός από σημαντική παραγωγική δραστηριότητα, αποτελούσε και πρέπει να συνεχίζει να αποτελεί εργαλείο για τη διαχείριση φυσικών οικοσυστημάτων, όμως η άσκησή της πρέπει να γίνεται με ορθολογικό τρόπο και οργανωμένα κατά χώρο και χρόνο ώστε να παραμείνει μία παραγωγική δραστηριότητα, αλλά και να συμβάλει στη διατήρηση και προστασία των οικοσυστημάτων. Έχει πλέον αποδειχθεί, ότι η ορθολογική βόσκηση των αγροτικών ζώων μπορεί να συμβάλει θετικά στη διατήρηση ειδών ή ενδιαιτημάτων, και για το λόγο αυτόν χρησιμοποιείται ως οικολογικό εργαλείο διαχείρισης της βλάστησης διεθνώς. Η θετική συμβολή της βόσκησης, κυρίως στη διατήρηση της μωσαϊκότητας του τοπίου, όπως είναι το Μεσογειακό, έχει σημαντική επίδραση στην ποικιλότητα των ειδών που φιλοξενεί αυτό. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ορθολογική βόσκηση και για τη διατήρηση απειλούμενων ειδών της πανίδας, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση των ενδιαιτημάτων τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ότι λόγω της εγκατάλειψη παραδοσιακών κτηνοτροφικών πρακτικών στον Έβρο, δεν διατηρούνται τα λιβάδια, τα οποία αποτελούν απαραίτητους χώρους εξεύρεσης τροφής για τα μεγάλα αρπακτικά με αποτέλεσμα τη μείωση των πληθυσμών τους. Επιπροσθέτως, ο περιορισμός της κτηνοτροφίας, σε ορισμένες περιοχές, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο μεγάλης κλίμακας πυρκαγιών λόγω συσσώρευσης ξηρής βιομάζας.
    Σε κάθε περίπτωση, η βοσκή θα πρέπει να ασκείται στο πλαίσιο ολοκληρωμένης διαχείρισης του φυσικού χώρου και να εξασφαλίζεται η συμβατότητα της δραστηριότητας αυτής με άλλα σχέδια, όπως είναι οι δασικές διαχειριστικές μελέτες, τα σχέδια διαχείρισης λεκανών απορροής και των προστατευόμενων περιοχών.

  • Ο όρος «βοσκήσιμες γαίες» εισάγει μια νέα κατηγορία χρήσης γης, και προκαλεί σύγχυση καθώς: (α) παραπέμπει σε εδάφη/γαίες, δασικού χαρακτήρα από πλευράς βλάστησης, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη βόσκηση των αγροτικών ζώων, δραστηριότητα η οποία δεν απαγορεύεται από την υφιστάμενη δασική νομοθεσία και τη λογική της αειφορικής διαχείρισης, (β) εισάγει την έννοια των εκτάσεων «που μπορούν να βοσκηθούν (βοσκήσιμες)», γεγονός που τροφοδοτεί αντιδράσεις περί εισαγωγής τρόπων «έμμεσου» αποχαρακτηρισμού δασικών εκτάσεων, και (γ) με την αναφορά σε «αυτοφυή ή μη βλάστηση» ενσωματώνει στην έννοια των φυσικών λιβαδικών οικοσυστημάτων (με τη μορφή των «ποολίβαδων», «φρυγανολίβαδων», «θαμνολίβαδων» και «δασολίβαδων» της ΚΥΑ 117394/2932 (ΦΕΚ Β’ 3557, 30-12-2014), που αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των εκτάσεων που βόσκονται στη χώρα μας), τους λειμώνες (γεωργικές εκτάσεις με κτηνοτροφικά φυτά, που διαχειρίζονται με αγρονομικές αρχές, π.χ. κατεργασία του εδάφους, σπορά, λίπανση), και τα υπολείμματα καλλιεργειών σε θεριζόμενους αγρούς που βόσκονται. Οι εκτάσεις αυτές όμως μάλλον εμπίπτουν στις «αροτραίες καλλιέργειες» της νέας ΚΑΠ, οι οποίες θα λάβουν άλλη βασική ενίσχυση (30 ευρώ/στρ.).
    Πρότασή μας είναι:
    (α) Η υιοθέτηση του όρου «λιβάδι» σύμφωνα με τη Λιβαδοπονική επιστήμη, όπως αναφέρεται και στο πόρισμα της Ομάδας Εργασίας του ΓΕΩΤΕΕ για τις βοσκήσιμες γαίες (Ιούλιος 2014). Εναλλακτικά, ο όρος «βοσκότοπος», που χρησιμοποιείται ευρύτερα στα κείμενα της νέας ΚΑΠ αλλά και στους Νόμους 4264/2014 (άρθρο 60, ΦΕΚ Α’ 118, 15-5-2014 ) και 4315/2014 (άρθρο 25, ΦΕΚ Α’ 269, 24-12-2014), καθώς και στην ΚΥΑ 117394/2932 (ΦΕΚ Β’ 3557, 30-12-2014) με τις προδιαγραφές και περιεχόμενο των προσωρινών διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης, αν και επιστημονικά μη ορθός, μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς αποφυγή συγχύσεων, νομικής κυρίως φύσης.
    (β) Η αναφορά στην «αυτοφυή ή μη βλάστηση» να συνοδευτεί από εξήγηση σχετικά με το αν περιλαμβάνει τους λειμώνες και τα υπολείμματα καλλιεργειών σε θεριζόμενους αγρούς που βόσκονται.

  • 9 Ιουνίου 2015, 20:15 | Γιωργος Τομαδακης

    Δυστυχώς η πολιτεία και η αγροτική «ηγεσία» συνεχίζει να εμπαίζει τους κτηνοτρόφους ότι δήθεν με «ένα νόμο» θα λυθούν τα θέματα ενώ το πρόβλημα αφορά τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και ειδικά το σύστημα καταβολής επιδοτήσεων για την ελλιπή λειτουργία του οποίου επιβάλλονται τα πρόστιμα που τόσο κόπτουν τον υπουργό.

    Πολύ φοβόμαστε ότι το εν λόγω σχέδιο δεν αντιμετωπίζει την ουσία του ζητήματος που είναι η ολιγωρία του ίδιου του ΥΠΑΑΤ στο να παράγει ή τουλάχιστον να συντονίσει ένα αξιόπιστο σύστημα γεωχωρικών δεδομένων σχετικά με τη βόσκηση αλλά και τις αγροτικές καλλιέργειες. Το αντίθετο, αναπαράγει το σύνολο των παθογενειών διευρύνοντας τους εμπλεκόμενους φορείς προκειμένου να συμπεριλάβουν και τις περιφέρειες.
    Πρόκειται για ένα φύλλο συκής το οποίο δεν μπορεί να κρύψει τις πραγματικές ευθύνες των ελεγκτικών υπηρεσιών (κεντρικά) και του βασικού παίκτη διαφθοράς που είναι οι ίδιες οι αγροτικές/ κτηνοτροφικές ενώσεις, οι οποίες διατηρούν και αυξάνουν τον κεντρικό τους ρόλο.
    Κατά τη γνώμη μας δε, το νομοσχέδιο είναι για εσωτερική κατανάλωση και μόνο, και ως φύλλο συκής δεν μπορεί να καλύψει ούτε στο ελάχιστο τις αδυναμίες στο σύστημα πληρωμών και ελέγχου για τις οποίες επιβάλλονται τα «πρόστιμα» τα οποία επεσήμανε ο υπουργός.
    Οι νομοθετικές ρυθμίσεις έχουν σημασία μόνο όταν οι εμπλεκόμενοι σκοπεύουν να της τηρήσουν. Ας μην ξεχνάμε ότι από τον Μάιο του 2014 τόσο οι κτηνοτροφικές οργανώσεις όσο και οι περιφέρειες είχαν άπλετο χρόνο να ετοιμάσουν διαχειριστικά σχέδια βόσκησης, ως όφειλαν εκ του νόμου (4264/14 και 4280/14) . Η παρέλευση της προσθεσμίας της 15ης Μαΐου δείχνει ότι δεν είναι στις προθέσεις κανενός (ούτε του υπουργείου) να αντιμετωπίσουν τα δύο ουσιώδη ζητήματα που είναι η λειτουργία του ΟΣΔΕ και η ρύθμιση της βοσκής εντός του πλαισίου που τίθεται από τη δασική νομοθεσία και το άρθρο 24 του συντάγματος. Το αντίθετο αναπαράγεται η αυτοκαταστροφική κουτοπονηριά βάσει της οποίας γνώμονας του Υπουργείου –ανεξαρτήτως πολιτικής ηγεσίας- είναι να παρακάμψει το Σύνταγμα (και τη νομολογία του ΣτΕ) και να κοροϊδέψει τους κουτόφραγκους που πληρώνουν τις επιδοτήσεις.
    Δυστυχώς, πρόκειται για την ίδια λογική που έχει οδηγήσει στην καταστροφή της χώρας.
    Και δεν μπορούμε να μην πούμε ότι κάθε ευρώ που δίνεται για τη συντήρηση ενός παλαίου συστήματος το πληρώνουμε διπλό και τριπλό: το πληρώνουμε πρώτα μέσω ενός συστήματος το οποίο είναι ανεπαρκές (ανεξάρτητα αν κατευθύνεται σε σωστούς ή τυχάρπαστους ή ανύπαρκτους κτηνοτρόφους), το πληρώνουμε ξανά όταν πρέπει να το γυρίσουμε πίσω με τόκο και –ίσως χειρότερα- το πληρώνουμε επειδή δεν κατευθύνεται στο πιο υγιές και παραγωγικό κομμάτι των κτηνοτρόφων που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος μας.
    Πολλαπλασιάστε τα παραπάνω επί 4 δις € που φαίνεται να είναι τα διαθέσιμα για την κτηνοτροφία για να υπολογίζεται τα άμεσα οικονομικά μεγέθη της καταστροφής που συντηρείτε ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του κόσμου αντί να ασχοληθείτε με την ουσία της αδικίας που είναι τα ιστορικά δικαιώματα και το εθνικό αποθεματικό.

  • 8 Ιουνίου 2015, 21:33 | Γιώργος Χαμηλός

    Το προτεινόμενο σχεδιο νόμου προφανώς το μόνο σκοπό που έχει, μέσω του ορισμού των βοσκήσιμων γαιών, είναι να ξεπεραστούν οποιαδήποτε εμπόδια στην απρόσκοπτη ροή των κοινοτικών ενισχύσεων προς τους κτηνοτρόφους , Δεδομένου ότι τα ποσά αυτά κατανέμονται βάσει βοσκούμενων εκτάσεων γίνεται προσπάθεια με τον τρόπο αυτόν να αποδοθούν στην κτηνοτροφία τεράστιες εκτάσεις γής. Πέραν των νομικών θεμάτων που ανακύπτουν, που θετουν ακόμη και θέμα αντισυνταγματικότητας του νόμου, προκύπτουν και επιπλέον ερωτήματα που αφορούν την νησιωτική χώρα και ειδικότερα την Κρήτη. Εδώ η εκτατική κτηνοτροφία έχει αποφέρει ολοκληρωτική καταστροφή ευαίσθητων και σπάνιων οικοσυστημάτων. Ενω στην ηπειρωτική Ελλάδα δυνατόν να υπάρχει ζήτημα υποβόσκησης στην Κρητη έχουμε το ακριβώς αντίθετο πρόβλημα. Η πάγια πρακτική αποκλεισμού και καταπάτησης ολόκληρων ορεινών όγκων απο μεγαλοκτηνοτρόφους με ελευθερη βόσκηση χιλιάδων (κυρίως ) αιγών, συνήθως με πρόχειρες ή και καθόλου εγκαταστάσεις εχει επιφερει την ερημοποίηση, την καταστροφή των ξερολιθιών που συγκρατούσαν το νερό και απέτρεπαν την διάβρωση, την αναγκαστική εγκατάλειψη των ορεινών και ημιορεινών καλλιεργειών και τον εκτοπισμό των κατοίκων απο τις περιουσίες τους καθώς και την οποιαδήποτε προσπάθεια ανάπτυξης (και αγροτουριστικής) των ορεινών όγκων.Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου πέραν των περιβαλλοντοκτόνων όρων του (κανείς δεν εμπιστευεται την τηρηση των μελετών διαχείρισης, ουδείς-ούτε και οι αρμόδιες αρχές- μπορει να ελέγξει τον πραγματικό αριθμο των ζώων) επιβραβεύεται η πρακτική αυτων ακριβως των κτηνοτρόφων ενω οι υπόλοιποι που φυτευουν για να ταισουν τα ζωα τους ή συγκεντρωνουν φυτικά υπολείμματα ή κατασκευαζουν εγκαταστασεις για την στεγαση των κοπαδιών αποκλείονται των κοινοτικών ενισχύσεων. Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου ούτε την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας υπηρετεί αλλα και τα δομικά προβλήματα της κτηνοτροφίας επιτείνει.
       Εν τέλει, συνοψίζοντας, το μοντέλο της εκτατικής κτηνοτροφίας σε, ορεινές δυσπρόσιτες και χωρίς υποδομές, περιοχές με ανεξέλεγκτη αύξηση του αριθμού των ζώων και χωρίς σύνδεση με την παραγωγικότητα εχει επιφερει τεράστια οικολογική καταστροφή, εγκατάλειψη άλλων δραστηριοτήτων (της γεωργίας μια και τα ζώα όταν εξαντληθεί η τροφή ερημώνουν τις καλλιέργειες, της μελισσοκομίας, του εναλλακτικού τουρισμού και αγροτουρισμού), αδυναμία ελέγχου της κτηνοτροφικής δραστηριότητας, απομόνωση και παραβατικότητα των κτηνοτρόφων. Ως εκ τούτου θα επρεπε να δοθεί προτεραιότητα στην ανάπτυξη ημιεκτατικής κτηνοτροφίας, στην δημιουργία κτηνοτροφικών πάρκων και εγκαταστάσεων σε ημιορεινές και με κατάλληλες υποδομές περιοχές, στην αναζήτηση εναλλακτικών μεθόδων διατροφής σε συνδυασμό με την ελεύθερη βόσκηση, στην αναβάθμιση του κτηνοτροφικού προιόντος με την ίδρυση (μικρων ή δημοτικών ή κοινων) τυροκομείων με σύγχρονους τρόπους προώθησης (αυτόματοι πωλητές γάλακτος, shops in shop στην τοπική αγορά, προώθηση στα ξενοδοχεία, αγροτουριστικές μονάδες, κοκ).
       Στις δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές θα μπορούσαν να υπάρχουν μικρές, αδειοδοτημένες εγκαταστάσεις με βαση το μοντέλο της εκτατικής κτηνοτροφίας (με ευεργετικές συνέπειες για τα τοπικά οικοσυστήματα) σε διασύνδεση με τις υπόλοιπες δραστηριότητες και θα έπρεπε να ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. 
       Εν τέλει το προτεινόμενο σχέδιο νόμου είναι αυτό δικαιώνει τον τίτλο του. Για τις βοσκήσιμες γαίες (σε συνέχεια των προτάσεων της προηγούμενης μνημονιακής συγκυβέρνησης), αντιπαραγωγικό στο κυνήγι του εύκολου δρόμου των κοινοτικών ενισχύσεων χωρίς να αντιμετωπίζει ουσιαστικά τα προβλήματα της κτηνοτροφίας. 
       Η Επιτροπή Συλλόγων και Φορέων για την βόσκηση στον Δήμο Ιεράπετρας ζητάμε την ΑΠΟΣΥΡΣΗ του προτεινόμενου σχεδίου νόμου και την ένταξη του θέματος του καθορισμού των βοσκήσιμων γαιών σε ένα νομοσχέδιο που θα αφορά το ΣΥΝΟΛΟ των θεμάτων των σχετικών με την ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ. Θα ζητήσουμε δε σε προσεχή συναντηση απο τον βουλευτή της περιοχής μας να καταψηφίσει το νομοσχέδιο.

       
    Σε σχεση με την αιτιολογική έκθεση νόμου σημειώνουμε ωρισμένες παρατηρήσεις:

     Η ελεύθερη βόσκηση σε δασικά οικοσυστήματα, στην Κρήτη ειδικά, πρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά και επικουρικά στην διατροφή των ζώων.Αυτό σημαίνει ότι και η κτηνοτροφία μας πρέπει να εκσυγχρονισθεί με την ανάπτυξη εναλλακτικών (σε αντικατάσταση των εισαγόμενων ζωοτροφών) μεθόδων διατροφής όπως υδροπονικές καλλιέργειες, καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών, χρηση των φυτικών υπολειμμάτων καλλιεργειών, εκ περιτροπής βοσκή σε καλλιεργούμενες γεωργικές (δενδρώδεις καθώς και μονοετείς μετά την συγκομιδή) εκτάσεις, κοκ.
       Η απόδοση των βοσκήσιμων γαιών κατά προτεραιότητα στην κτηνοτροφία (δεν ειναι τυχαίο ότι στην αιτιολογική έκθεση κατονομάζονται  σαν συμβατές δραστηριότητες μόνον η μελισσοκομία και οι …ανεμογεννήτριες) εμποδίζει την ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων και ειδικά του αγροτουρισμού. πχ φανταστείτε να διασχίζετε μια περιοχή ιδιαίτερου κάλλους ή το Ε4 στην Κρήτη και να συναντάτε πρόχειρες κατασκευές με λαμαρίνες, περιφράξεις δασικών εκτάσεων (συνήθης πρακτική των κτηνοτρόφων ώστε να ξεχωρίζουν τα βοσκοτόπια) ή και σκυλιά φύλακες της έκτασης που (λογικά) δεν ξεχωρίζουν έναν περιηγητή απο έναν επίδοξο ζωοκλέπτη. Αντίθετα σε αυτες τις περιοχές περιοχές θα έπρεπε να προβλέπονται βιώσιμες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, αδειοδοτημένες, σύγχρονες(όχι κατα αναγκην ακριβές) και όχι πρόχειρες και σε υποχρεωτική διασύνδεση με αγροτουριστικές και συναφείς (πχ τυροκόμηση) δραστηριότητες.
       Τι θα κάνετε με τις ιδιωτικές  χορτολιβαδικές ή και δασικές εκτάσεις; Θα αποδίδονται σε επιλεγμένους απο τις υπηρεσίες κτηνοτρόφους (παρά τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις των ιδιοκτητών) και το κράτος θα εισπράττει το δικαίωμα νομής; Δεν υπάρχει κανενός είδους διαχωρισμός στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου. Στους ιδιοκτήτες θα απομένει ο ΕΝΦΙΑ.
    Τι θα γίνει με το θεμα των καλλιεργειών που εξαιτίας της ανεξέλεγκτης κτηνοτροφικής δραστηριότητας και της καταπάτησης εχουν αναγκαστικά εγκαταλειφθεί και στην συνεχεια δασώσει. Καθώς ο κλήρος είναι στην Κρητη μικρός και κατακερματισμένος σε πολλά σημεία ουδεις ιδιοκτήτης θα μπεί στην χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία αποχαρακτηρισμού των μικρων κομματιών γής που διαθέτει ιδιαίτερα εκεί που αυτα εχουν συμπεριληφθεί σε δασικούς χάρτες. Μία φορά λοιπόν χάνει στην πράξη το δικαίωμα να τα καλλιεργεί και έρχεται το νομοσχέδιο να τα αποδίδει στην κτηνοτροφία.
    Ουδεμία πρακτική αξία έχουν τα διαχειριστικά σχέδια βόσκησης και τούτο διότι ακόμη και μικρό μέρος τους να εκπονηθεί (φανταστείτε για πόσα εκατομμυρια στρέμματα) είναι αδύνατον να γίνει ουσιαστικός έλεγχος των ζώων και της κατάστασης των βοσκοτόπων στην συνεχεια. Πόσα διαχειριστικά σχέδια έχουν εκπονηθεί και πόσοι παλαιοί κτηνοτρόφοι έχουν αποκτήσει άδεια εγκατάστασης (παρα την τριετή 2012-2015 προθεσμία που είχε δοθεί) στην Κρητη για παράδειγμα; Την ίδια τύχη θα έχει και η 3ετής προθεσμία (η οποία εντέλει δεν είναι δεσμευτική) για την σύνταξη διαχειριστικών σχεδίων και στην οποία θα δοθεί νέα παράταση. Απο αναβολή σε αναβολή επειδή δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε ριζικά τα δομικά προβλήματα της κτηνοτροφίας. Η εμπειρία μας απο την ανεπάρκεια των αρμόδιων υπηρεσιών στην διαχείριση της βόσκησης και προστασία περιοχών Natura 2000 (ορεινός όγκος της Θρυπτής, Δήμοι Ιεράπετρας και Σητείας) που έχουν χαρακτηρισθεί ως τέτοιες λογω των βοτάνων και των σπανίων αρωματικών φυτών και τα οποία χρήζουν ειδικής προστασίας μας διδάσκει ότι το ίδιο θα συμβεί και πάλιν.
       Τι γίνεται με  τις χρησεις γής (γεωργικές και κτηνοτροφικές ζώνες) που προβλέπονται απο τα ΓΠΣ των δήμων; Τι θα συμβεί με περιοχές και ζωνες ειδικής προστασίας που προβλέπονται απο ΓΠΣ και Χωροταξικό και απαγορεύουν την κτηνοτροφική δραστηριότητα; Παυουν να ισχύουν και θα πρέπει να τροποποιηθούν σύμφωνα με το προτεινόμενο σχέδιο;
      Ποια τα κριτήρια επιλογής των κτηνοτρόφων, Δεν θα έπρεπε να υπάρχει η πρόβλεψη αποκλεισμού κτηνοτρόφων με έντονα παραβατική συμπεριφορά με ιστορικό διώξεων, αγροζημιών, καταπατήσεων, παράνομων επιδοτήσεων, παράνομων περιφράξεων και η απόδοση των βοσκησιμων γαιών σε κτηνοτρόφους που θα σέβονται το περιβάλλον (η νέα ΚΑΠ  επιδοτει ακριβώς το πρασίνισμα των εκτάσεων) και σε διασύνδεση με άλλες δραστηριότητες. Και όταν οι επιλεγέντες κτηνοτρόφοι συνεπικουρούμενοι απο την αδράνεια των αρμοδίων αρχών καταστρέψουν (αντί να αναβαθμίσουν) το βοσκοτόπι τους ποιοί θα κληθούν να επιστρέψουν τις κοινοτικές ενισχύσεις και τα αναλογούντα πρόστιμα; Πάλιν όλοι οι υπόλοιποι (όπως γίνεται και με τα 322 εκ ευρω που καλούμαστε σημερα να επιστρεψουμε).

    Επιτροπή Συλλόγων και Φορέων για την βόσκηση
    πρ. Γιώργος Χαμηλός
    Δήμος Ιεράπετρας

  • Ο όρος «βοσκήσιμες γαίες» προκαλεί σύγχυση καθώς ενσωματώνει στα λιβαδικά οικοσυστήματα, που ανήκουν στις δασικές εκτάσεις και αποτελούν την πλειοψηφία των εκτάσεων που βόσκονται στη χώρα μας, τους λειμώνες καθώς και τα υπολείμματα καλλιεργειών σε θεριζόμενους αγρούς που βόσκονται. Και αυτό γιατί οι λειμώνες και οι θεριζόμενοι αγροί είναι εκτάσεις που δύνανται να χρησιμοποιηθούν για βόσκηση ζώων στις οποίες αναπτύσσεται μη αυτοφυής ποώδης βλάστηση, συνεπώς εμπίπτουν στον ορισμό που δίνεται. Οι εκτάσεις αυτές όμως ανήκουν στις «αροτραίες καλλιέργειες» της νέας ΚΑΠ και θα λάβουν άλλη βασική ενίσχυση.
    Προτείνεται η υιοθέτηση του όρου «λιβάδι» σύμφωνα με τη Λιβαδοπονική επιστήμη, όπως αναφέρεται και στο πόρισμα (Ιούλιος 2014) της Ομάδας Εργασίας του ΓΕΩΤΕΕ για τις βοσκήσιμες γαίες, στην οποία υπήρξα μέλος. Ο όρος «βοσκότοπος», που χρησιμοποιείται ευρύτερα στα κείμενα της νέας ΚΑΠ, σε Νόμους (4264/2014, 4315/2014) και ΚΥΑ (873/55993, 117394/2932), αν και επιστημονικά μη ορθός, μπορεί να γίνει αποδεκτός προς αποφυγή συγχύσεων, νομικής κυρίως φύσης.

  • Κατά την άποψη μου είναι λανθασμένος ο τρόπος τεχνικής αλλά και νοηματικής ανάπτυξης των διατάξεων του νομοσχεδίου, ιδίως αναφορικά με τις εκτάσεις δασικού χαρακτήρα (δάση και δασικές εκτάσεις και μη πεδινά χορτολίβαδα) για τις οποίες υπάρχει πολύ ισχυρό νομολογιακό κεκτημένο (αποφάσεις ΣτΕ 664/1990 370/1997) καθώς και η σχετική με το θέμα, απόφαση του Συμβουλίου Αναστολών του ΣτΕ (αριθμ.718/2003) η οποία εκδόθηκε κατά το άρθρο 18 του πδ 18/1989 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του ν.2721/1999.

    Η ανωτέρω απόφαση του Συμβουλίου Αναστολών εκδόθηκε μετά από προσφυγή της Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΔΔΥ) κατά της υπ.αριθμ. 488/12-7-2002 κανονιστικής κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Γεωργίας αλλά και κάθε σχετικής άλλης πράξης ή παράληψης της Διοίκησης που είναι συναφής με τα συζητούμενα στη διαβούλευση προβλήματα στη διαχείριση των δασών και Δασ. Εκτάσεων ως βοσκοτόπων .

    Σημειώνουμε ότι στο σκεπτικό της απόφασης μνημονεύονται : 1.οι σχετικές με την προστασία τω δασών διατάξεις του Συντάγματος καθώς και η σχετική ερμηνευτική δήλωση που έχει συμπεριληφθεί στο άρθρο 24 αυτού. (σημ. δεν έχει αλλάξει το ελληνικό Σύνταγμα). 2. Το άρθρο 3 του Νόμου 998/1979 (Α΄ 289) που αναφέρεται στον ορισμό του δάσους –δασικών εκτάσεων στον οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι εντός δασών και δασικών εκτάσεων ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές, ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικώς ακάλυπτοι χώροι καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων και οι άβατοι κλιτύες αυτών.(σημ. ομοίως δεν έχει αλλάξει ούτε το πλαίσιο αυτό). 3. Η Κοινή Απόφαση που προσβλήθηκε είχε το ίδιο κατά κάποιο τρόπο αντικείμενο με το αντικείμενο του νομοσχεδίου που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση μιας και καθόριζε τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη χρηματοδότηση επενδύσεων που απέβλεπαν στην βελτίωση , αξιοποίηση και διαχείριση βοσκοτόπων σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές. Και στην απόφαση αυτή δικαιούχοι ήταν οι ΟΤΑ εφ΄΄όσον κατείχαν νομίμως βοσκοτόπων εκτός των ορίων της κτηματικής τους περιοχής. Ως νόμιμη έκταση βοσκοτόπου εννοείτο και τότε έκταση που ανήκε με τίτλους κυριότητας στον ΟΤΑ καθώς και η έκταση για την οποία είχε παραχωρηθεί το «δικαίωμα βοσκής» ή νομής. Επίσης στην ανωτέρω ΚΥΑ κατονομάζονταν τα έργα και οι δραστηριότητες πού μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν όπως διάνοιξη δρόμων, κατασκευή γεφυριών, κατασκευή τεχνικών έργων, για την ύδρευση των ζώων, στεγάστρων για τη στέγαση ποιμένων και ζώων, για την προστασία τους, διαμορφώσεις εδάφους με εκχερσώσεις, αποστραγγιστικά έργα, καλλιεργητικές εργασίες, αρδευτικά δίκτυα περίφραξη εμπλουτισμός της φυσικής χλωρίδας κλπ.
    Παρά το ότι η απόφαση εξαιρούσε δάση Ελάτης, ορεινής Πεύκης, Οξιάς. Καστανιάς ,και λοιπά φυλλοβόλα δέντρα και περιορίζονταν ρητά και οι αποψιλώσεις δασικών εκτάσεων σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις , η ΚΥΑ αυτή που σημειώνουμε έχει εντελώς συναφές με το περιεχόμενο του νομοσχεδίου αντικείμενο και βέβαια εντελώς όμοιο περιεχόμενο με το σχέδιο των μονίμων διαχειριστικών σχεδίων που διακινήθηκε Υπηρεσιακά στο Υπουργείο .

    Με βάση όλα όσα σας προανέφερα η επιτροπή αναστολών έκρινε πώς ¨Οι διατάξεις που προέβλεπαν βελτίωση, αξιοποίηση και διαχείριση βοσκοτόπων εφαρμόζονταν σε δασικές εκτάσεις και σε δάση πλην των δασών ελάτης, ορεινής Πεύκης, Οξιάς. Καστανιάς ,και λοιπά φυλλοβόλα δέντρα ανεξάρτητα αν στα δάση αυτά επιτρέπονται επεμβάσεις υπό ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και η εκπεφρασμένη άποψη της διοικήσεως να χαρακτηρίζει ως βοσκοτόπους και να υπάγει στο ιδιαίτερο καθεστώς διαχείρισης (ως βοσκοτόπων) τα δάση και δασικές εκτάσεις επιτρέποντας επεμβάσεις με τη μέθοδο της αποψίλωσης- βόσκησης θα προκαλούσαν στα δάση, τις δασικές εκτάσεις και τις αναδασωτέες ανεπανόρθωτη βλάβη, δυσχερώς επανορθώσιμη και ανέστειλαν την ΚΥΑ καθ΄ ο μέρος αφορά επεμβάσεις οιασδήποτε φύσεως σε δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις .

    Επίσης σχετική με το θέμα (μιας και στο σχέδιο νόμου πρόθεση του νομοθέτη είναι να καταργήσει το άρθρο 103 του ΝΔ 86/1969) είναι και η απόφαση του ΣτΕ 2125/2006 (7ο σημείο στο σκεπτικό) σύμφωνα με το οποίο … « 7. Επειδή, από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 103 του Ν.Δ. 86/1969 προκύπτει ότι ζητήματα αναγόμενα στο επιτρεπτό της βοσκής σε δημόσια δάση, μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις και μη πεδινά χορτολίβαδα και στον τρόπο άσκησης του σχετικού δικαιώματος ρυθμίζονται από την αρμόδια δασική αρχή.

    Συνεπώς θα πρέπει το Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ιδιαίτερα με τη νέα πολιτική ηγεσία που γνωρίζει αρκετά καλά τα δασικά ζητήματα) να επιλύσει τα θέματα αντισυνταγματικότητας που αναφύονται με βάση το ισχύον σύνταγμα και τη νομολογία του ΣτΕ και τα οποία ζητήματα προφανώς θα αναδειχθούν και στο μέλλον (με πιθανές προσφυγές θιγόμενων πολιτών) εφόσον στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου αναπαράγεται η λογική του ήδη κριμένου ως αντισυνταγματικού νόμου για τα βοσκοτόπια (Ν. 1734/1987) μιας και ακολουθείται από τους συντάκτες του η λανθασμένη πρακτική «ορισμού βοσκήσιμων εκτάσεων» με τη χρήση μορφολογικών χαρακτηριστικών βλάστησης τα οποία είναι ίδια με τα χαρακτηριστικά στον ορισμό των Δασών και Δασικών Εκτάσεων τόσο της ερμηνευτικής δήλωσης του Συντάγματος όσο και των παρ.1,2,3,5 του άρθρου 3 του Ν.998/79 όπως ισχύει,δεδομένου ότι, ερμηνευτικά, αυτά θα οδηγήσουν σε δικαστικές κρίσεις «περί μείωσης της συνταγματικής προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων»

    Επίσης είναι αμφισβητούμενο αν για τα δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις μπορεί να διατεθούν τα δικαιώματα βοσκής από τη στιγμή που δε θα προβλέπεται αυτό ρητά από άρθρο του Δασικού Κώδικα όπως ίσχυε με το άρθρο 103 του ΝΔ 86/1969, με την εφαρμογή (και μόνο) του οποίου παραχωρούνται τα δικαιώματα βοσκής ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΔΑΣΩΝ και οι εξ αυτών πρόσοδοι στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (που δεν ταυτίζονται με το Κράτος).

    Σημειώνεται ότι η πολιτεία δεν έχει απεμπολήσει τα δικαιώματα της επί της δημόσιας περιουσίας (δασών και δασικών εκτάσεων) και συνεπώς οποιοδήποτε διαχειριστικό μέτρο εκτελείται σε αυτές τις δημόσιες εκτάσεις πρέπει να προβλέπεται ΡΗΤΑ σε διάταξη νόμου.

    Για το λόγο αυτό θα πρέπει στο νομοσχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση να μην προτείνετε την κατάργηση του άρθρου 103 του ΝΔ 86/1969 αλλά εφόσον η σημερινή διατύπωση του εν λόγω άρθρου δεν είναι επαρκής (σε αυτό συμφωνούμε και εμείς) για πολλούς λόγους, να αναδιατυπωθεί και να υπάρχει ως ξεχωριστό άρθρο στις τροποποιούμενες διατάξεις και όχι στις καταργούμενες.

    Κλείνοντας θα σας προτείναμε να αποσύρετε στο σύνολό του το σχέδιο νόμου διότι πέραν των νομοτεχνικών ατελειών, δεν επιλύει κανένα πρόβλημα.

    Σε διαφορετική περίπτωση που επιμείνετε να προωθείσετε το υπο διαβούλευση σχέδιο νόμου προτείνουμε να υπάρξουν πολύ σοβαρές διαρθρωτικές και νοηματικές νομοτεχνικές διορθώσεις στα παρακάτω:

    1. Να μη δοθεί ορισμός βοσκήσιμων γαιών με την αναφορά μορφολογικών χαρακτηριστικών της βλάστησης αλλά να γίνεται αναφορά στις διατάξεις των ειδικών νόμων που χαρακτηρίζουν τις κατηγορίες εκτάσεων .
    2. Να διαχωριστούν νομοτεχνικά οι διατυπώσεις που αφορούν αποκλειστικά χειρισμούς του Πρώην Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων από το πλαίσιο του δασικού Κώδικα (που αφορά πλέον το πρώην Υπουργείο ΥΠΕΚΑ – και άλλο Αναπληρωτή Υπουργό) τις οποίες πρέπει λάβετε υπόψη σας.
    3. Να υπάρχει συγκεκριμένο άρθρο με το οποίο θα αντικαθίσταται το ισχύον σήμερα άρθρο 103 του δασικού Κώδικα ώστε να μπορούν να παραχωρούνται τα δικαιώματα βοσκής σε δάση και δασικές εκτάσεις (στη λογική που ίσχυε πριν τις αλλαγές του έτους 2014 σε αυτό).
    4. Στο σχέδιο νόμου να διατυπώνεται με σαφήνεια ότι η διοίκηση, διαχείριση και προστασία των δασών και Δασικών Εκτάσεων παραμένει στη Δασική Υπηρεσία .
    5. Οι διατάξεις που προτείνονται να λαμβάνουν υπόψη και να προσαρμόζονται νομοτεχνικά στην υπάρχουσα νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων
    Ασφαλώς επί όλων όσων σας αναφέρουμε έχουμε συγκεκριμένη και νομοτεχνικά διαμορφωμένη άποψη, την οποία θα θέσουμε υπόψη της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΠΕΝ (σαν Πανελλήνια Ένωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΔΔΥ)) με υπόμνημα μας, εκτός των περιορισμένων χρονικά ορίων της διαβούλευσης και στο άμεσα προσεχές χρονικό διάστημα
    Νίκος Μπόκαρης
    Πρόεδρος ΠΕΔΔΥ

  • 4 Ιουνίου 2015, 13:57 | Γιώργος Σ.

    Ο ορισμός των βοσκήσιμων γαιών «φαίνεται» ότι περιλαμβάνει το σύνολο σχεδόν της υπαίθρου εκτός από: α)τα σχέδια πόλης και τους οικισμούς β)τις αναδασωτέες εκτάσεις και όσες είναι σε προγράμματα αναδάσωσης γ)όσες έχουν παραχωρηθεί για χρήση στις ένοπλες δυνάμεις δ)όσες προβλέπονται στις περιπτώσεις β΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 69 του ν.δ. 86/1969 (Α΄7)δηλαδή τα προστατευτικά δάση εκτός από αυτά της παρ. α! (τα επί των κατωφερειών φυόμενα δάση, δασικές εκτάσεις, βοσκότοποι, οίτινες προστατεύουν το ίδιον αυτών έδαφος)και ε)τους οπωρώνες και αμπελώνες (που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να βοσκηθούν – οι μονοετείς καλλιέργειες βόσκονται μετά από την συγκομιδή). Θα πρέπει ακόμη να εξαιρεθούν οι πυρήνες των Εθνικών δρυμών (απαγορεύεται η βοσκή αρ.80 παρ 2ζ Ν.Δ 86/69) και όλες οι ιδιόκτητες αγροτικές εκτάσεις (καλλιέργειες, αγροκτήματα σε αγρανάπαυση κλπ). Απομένουν επομένως τα δάση (διαχειριζόμενα και μη), οι δασικές εκτάσεις και οι χορτολιβαδικές εκτάσεις (βραχώδεις κλπ) δηλαδή οι εκτάσεις που διαχειρίζονται από την Δασική Υπηρεσία και προστατεύονται από την Δασική Νομοθεσία. Για πάρα πολλούς προφανείς λόγους η ρύθμιση της βοσκής θα πρέπει να γίνεται (και έτσι ισχύει εδώ και 2 αιώνες περίπου) από την Δασική Νομοθεσία. Με το προτεινόμενο Νομοσχέδιο δεν προβλέπεται «οριοθέτηση» βοσκήσιμων γαιών αλλά αυτή θα προκύψει με την έγκριση του διαχειριστικού σχεδίου του αρ.8 δηλαδή θα συνταχθούν για όλες τις βοσκήσιμες γαίες διαχειριστικά σχέδια και θα αποτυπωθούν μόνο εκείνα που θα εγκριθούν; Δεν θα πρέπει να προηγηθεί η οριοθέτηση της σύνταξης των διαχειριστικών σχεδίων; Δεν θα πρέπει να αποτυπωθούν ξεχωριστά (λόγω ειδικού καθεστώτος-δικαιώματος βοσκής) τα ιδιωτικά (δάση, δασικές εκτάσεις, χορτολίβαδα), δουλείες βοσκής που έχουν επιδικαστεί σε συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, ενώσεις, φορείς κλπ. αλλά και όλες οι απαγορευτικές διατάξεις βοσκής σε καταφύγια Αγριας Ζωής, Μνημεία της φύσης, προστατευτικά δάση, λεκάνες χειμάρρων, δάση ελάτης, δάση μετά από υλοτομία κλπ; Έστω ότι αποτυπώνεται π.χ μια έκταση 10.000 στρ στην οποία προτιθέμεθα να συντάξουμε σχέδιο διαχείρισης. Αυτή η έκταση θα έχει άπειρα «τρύπες-κενά» αποκλειόμενων εκτάσεων (αγροκτήματα καλλιεργούμενα, αναδασωτέες, απαγορευτικές βοσκής χωρίς περιορισμό χρόνου κλπ) αλλά και πολλές άλλες εκτάσεις με ειδικό καθεστώς βοσκής όπως (ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις, ιδιωτικές χορτολιβαδικές εκτάσεις, δουλείες βοσκής, απαγορεύσεις βοσκής ορισμένου χρόνου κλπ. Πως μπορεί να «λειτουργήσει» ένα διαχειριστικό σχέδιο αν δεν υπάρξει αφενός Νομοθετική ρύθμιση υποχρέωσης στη βοσκή (μη καλλιεργούμενα αγροκτήματα, ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις, ιδιωτικές χορτολιβαδικές εκτάσεις, δουλείες κλπ), αφετέρου ουσιαστική προστασία των μη βοσκήσιμων γαιών (αναδασωτέες, απαγορευτικές βοσκής, καλλιεργούμενα αγροκτήματα κλπ); Υπενθυμίζουμε ότι οι διατάξεις περί «οριοθέτησης» βοσκοτόπων του Ν.1734/1987 σύμφωνα με την αρ. 370/1997 απόφαση του ΣτΕ αντίκεινται στα αρ 24 παρ.1 και 117 του Συντάγματος.

  • 3 Ιουνίου 2015, 07:08 | Αντώνιος Β. Καπετάνιος

    Η φιλοσοφία του νομοσχεδίου είναι ολωσδιόλου λανθασμένη. Και τούτο διότι εμπλέκει το καθεστώς διαχείρισης των βοσκήσιμων εκτάσεων της χώρας με το καθεστώς των επιδοτήσεων, όπως προκύπτει από τη νέα ΚΑΠ, προσανατολίζοντας όλο το σύστημα της βόσκησης σε αυτή τη λογική. Αυτά τα δύο είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα και θα έπρεπε να διαχωριστούν. Το αντικείμενο της βόσκησης των εκτάσεων ήταν ανέκαθεν δασικό [τελευταίο άρθρο της δασικής νομοθεσίας που ρυθμίζει τη βοσκή είναι το 103 του ν.δτος 86/1968 (δασικός κώδικας) όπως ισχύει], και τούτο είχε συγκεκριμένη φιλοσοφία και ικανοποιούσε μια συγκεκριμένη λογική, που προκύπτει από τα κάτωθι:
    Η ρύθμιση της βοσκής και η ένταξή της ως δραστηριότητα στη δασική νομοθεσία, στα πλαίσια της διαχείρισης των φυσικών συστημάτων, πραγματοποιήθηκε το πρώτον με το νομοθετικό διάταγμα της 4ης (16ης) Σεπτεμβρίου 1836 (ΦΕΚ 45/1836) «Περί κανονισμού της βοσκής των δασών», που ήταν ένα από τα πρώτα νομοθετήματα του νέου ελληνικού κράτους και το δεύτερο δασικό νομοθέτημα που συντάχθηκε από τους Βαυαρούς, για τη διευθέτηση των ζητημάτων στο δασικό χώρο.
    Έκτοτε η διαχείριση της βοσκής στο δασικό χώρο (ήτοι, και σύμφωνα με τις κατά νόμο εκτάσεις αρμοδιότητας της δασικής υπηρεσίας, σε δάση, δασικές εκτάσεις, χορτολιβαδικές και φρυγανικές εκτάσεις) ασκείται ανελλιπώς κι αδιαλείπτως από τη δασική υπηρεσία, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Και τούτο είναι φυσικό κι αυτονόητο αφού στα πλαίσια της ολιστικής διαχείρισης του δασικού χώρου και της δασοπονίας πολλαπλών σκοπών, η βοσκή αποτελεί μία από τις πολλές ασκούμενες δραστηριότητες, η οποία πραγματοποιείται συνδυαστικά και αλληλεπίδραστα με τις λοιπές, όπως την παραγωγή ξύλου, τη μελισσοκομία, τη θηραματοπονία κ.ά., καθώς και με τις αναγκαίες και πολύτιμες για την κοινωνία και την ισορροπία του συνόλου προσφορές, όπως την αναψυχική, την υδρονομική, την αντιαβρωτική, την υγιεινή, την προσφορά στη βιοποικιλότητα κ.ά.
    Η βοσκή είναι επιτρεπτή στο δασικό χώρο δραστηριότητα, με την προϋπόθεση ότι πραγματοποιείται σύμφωνα με τα μέτρα και τους κανόνες που τίθενται από τη δασική νομοθεσία, στα πλαίσια της ορθολογικής και ισόρροπης διαχείρισης του χώρου αυτού. Για το λόγο τούτο ασκείτο ως δραστηριότητα ελεύθερα, εξαιρέσει των περιπτώσεων και για τις περιοχές που υπήρχαν δεσμεύσεις και ίσχυαν περιορισμοί ως προς τη διαχείρισή τους, που απέρρεαν από τη δασική νομοθεσία. Βέβαια, και τούτο αποτελούσε μιαν έλλειψη της δασικής νομοθεσίας, δεν είχε θεσμοθετηθεί ένα κανονιστικό πλαίσιο άσκησης της βοσκής στο δασικό χώρο, με την απαίτηση σύνταξης διαχειριστικών σχεδίων πραγματοποίησής της, κάτι που τελευταίως διευθετήθη με την αντικατάσταση του άρθρου 103 του νομοθετικού διατάγματος 86/1969, που αποτέλεσε τροποποίηση διάταξης της δασικής νομοθεσίας (σχετικό το άρθρο 60 του νόμου 4264/2014, όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 25 του νόμου 4315/2014).
    Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι ανέκαθεν, από συστάσεως του νέου ελληνικού κράτους, η βοσκή αποτελούσε δραστηριότητα που ρυθμίζονταν με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, καθότι ο νομοθέτης έκρινε ότι ήταν αρμοστό και πρέπον, λειτουργικά κι επιστημονικά ορθό, τη δραστηριότητα αυτή να την εποπτεύει και να τη ρυθμίζει η αρμόδια για την επιτήρηση και διαχείριση του ορεινού χώρου υπηρεσία, δηλαδή η δασική υπηρεσία, σύμφωνα με τις δασικές διατάξεις, συνεπικουρούμενη από τις υπηρεσίες που συναρμοδίως συνεισφέρουν και συνλειτουργούν για την άσκηση της κτηνοτροφικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Η οποία αυτή δραστηριότητα συμβάλλει στην ανάπτυξη της υπαίθρου και των τοπικών κοινωνιών, ενώ εξυπηρετεί και την Εθνική Οικονομία και το Δημόσιο Συμφέρον, με τον συντακτικό νομοθέτη να εντάσσει στις κατ’ εξαίρεση χρήσεις στα δάση την αγροτική εκμετάλλευση (μέρος της οποίας αποτελεί η κτηνοτροφική), σε σχέση με τον προορισμό τους (παράγραφος 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος). Τη συνταγματική τούτη επιταγή, μόνη νομοθεσία που δύναται να την ρυθμίσει είναι η δασική, αφού αυτή είναι η αρμοδία να καθορίσει τα περί της προστασίας και διαχειρίσεως των δασών θέματα.
    Εκ τούτων συνάγεται ότι λόγοι ιστορικοί, επιστημονικοί (οικολογικοί) και συνταγματικοί, επιβάλλουν τα ζητήματα που αφορούν στη διαχείριση της βόσκησης να τα ρυθμίσει η δασική νομοθεσία, ως αρμοδίως υφιστάμενη, όπως το έκανε για περίπου 170 χρόνια μέχρι σήμερα. Για το λόγο τούτο οι όποιες ρυθμίσεις θα πρέπει να πραγματοποιηθούν εντός του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, ήτοι με τροποποίηση/αντικατάσταση του άρθρου 103 του ν.δτος 86/1969, άλλως τίθεται ζήτημα τάξης και μη ορθής εφαρμογής των κανόνων (επιστημονικών και νομικών), που κανονικά (θα έπρεπε να) ρυθμίζουν τη βόσκηση.
    Πρέπει συνεπώς η βόσκηση των εκτάσεων της χώρας να ρυθμίζεται από άρθρο της δασικής νομοθεσίας, που θα καθορίζει την με επιστημονικό τρόπο διαχείριση αυτής της δραστηριότητας, χωρίς να εμπλέκονται σε αυτό ζητήματα που έχουν σχέση με την εφαρμογή της ΚΑΠ, και χωρίς, φυσικά, όλο το πλαίσιο των ενεργειών να κατευθύνεται από τη λογική ικανοποίησης του Κανονισμού. Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποφανθεί σχετικά ότι, η εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Κανονισμών από τα κράτη-μέλη αφορά κατ’ αποκλειστικότητα τους σκοπούς του Κανονισμού, ενώ η εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται για άλλους σκοπούς (EEC783E,27-3-2004). Δηλαδή, η προσαρμογή στον Κανονισμό αφορά αποκλειστικά σε αυτόν, κι όχι σε ολόκληρο το σύστημα διαχείρισης των εκτάσεων της χώρας.
    Μετά τον καθορισμό του πλαισίου διαχείρισης των βοσκήσιμων εκτάσεων της χώρας από τη δασική νομοθεσία, μπορεί με άλλο νομοθετικό πλαίσιο, ξέχωρο του δασικού, να καθοριστεί το εφαρμοζόμενο πλαίσιο που θ’ αφορά στις εκτάσεις που εντάσσονται στην Εθνική Γεωγραφική Πληροφοριακή Βάση Δεδομένων (ΕΓΠΒΔ) κ.λπ. –διευκρινίζεται δε, διότι επί τούτου υπάρχει σύγχυση, ότι σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 2 του α.ν. 1539/1938, η βοσκή δεν είναι νομή, ούτε δουλεία για τα δάση και τα λιβάδια, αλλά διαχειριστικού τύπου δραστηριότητα επί των δασικών εδαφών, διατηρουμένης της μορφής τους, και σαφώς δεν αποτελεί επιτρεπτή επέμβαση, κατά την έννοια της αλλαγής χρήσης των δασικών γαιών, σύμφωνα με το Έκτο Κεφ. του νόμου 998/1979 όπως ισχύει.

  • 31 Μαΐου 2015, 20:15 | Αλέξανδρος Τσάμης

    Η εφαρμογή στην πράξη του υπό ψήφιση σχεδίου νόμου «Βοσκήσιμες γαίες Ελλάδας και άλλες διατάξεις», θα σημάνει και την εντός δεκαετίας οπισθοδρόμηση των ελληνικών δασών στις συνθήκες που επικρατούσαν το 1930.
    Αλέξανδρος Τσάμης
    Δασολόγος – Θηραματοπόνος
    Μέλος της Δ.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.E. Ανατολικής Μακεδονίας