- Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις, του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 135 και των παρ. 8 και 9 του άρθρου 151 του Δασικού Κώδικα (Ν.Δ 86/1969 ΦΕΚ Α΄ 7/18.1.1969), της παρ. 7 του άρθρου 18 του Ν. 4015/2011, καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στο νόμο αυτό ή που αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν.
- Η παρ. 7 του άρθρου 151 του Δασικού Κώδικα (Ν.Δ 86/1969 ΦΕΚ Α΄ 7/18.1.1969) αντικαθίσταται ως εξής:
«Κύριοι ή νομείς αδιαιρέτου δάσους εκτάσεως ανωτέρας των εκατό (100) εκταρίων, είτε περιορισμένων δικαιωμάτων καρπώσεως δάσους της αυτής τουλάχιστον έκτασης, πλείονες των επτά (7), αναθέτουν τη διαχείριση του αδιαίρετου δάσους ή την κάρπωση των δασικών περιορισμένων δικαιωμάτων σε εκπροσώπους τους ή σε επιτροπή κατά τις περί κοινωνίας, εντολής και αντιπροσώπευσης διατάξεις του Αστικού Κώδικα, καταρτιζομένης συμβολαιογραφικώς. Η διαχείριση των ανωτέρω δασών μπορεί να διενεργείται επίσης από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που συστήνεται από τους δασοκτήμονες με σκοπό τη διαχείρισή τους.
Κατά τα λοιπά ως προς τη διαχείριση των δασών αυτών εφαρμόζονται οι περί διαχειρίσεως των ιδιωτικών δασών διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Η επίλυση των διαφορών μεταξύ των κύριων ή νομέων υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων».
- Η παρ. 1 του άρθρου 19 του Ν. 3208/2003 (ΦΕΚ Α΄ 303/24.12.2003) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ιδιωτικά εν γένει δάση, των οποίων η διαχείριση και εκμετάλλευση έχει από εικοσαετίας και πλέον εγκαταλειφθεί, τίθενται από την αρμόδια δασική αρχή υπό διαχείριση, για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος και προαγωγής της εθνικής οικονομίας, σύμφωνα με τις περί διαχειρίσεως και εκμεταλλεύσεως των δημοσίων δασών ισχύουσες διατάξεις. Προϋπόθεση για την κατά τα ανωτέρω ενέργεια της δασικής αρχής, είναι η διαπίστωσή της, ότι οι κάτοχοι των δασών αυτών, παρουσιάζουν αντικειμενική αδυναμία να τα διαχειριστούν ή να τα εκμεταλλευτούν. Τα έσοδα από την εκμετάλλευση των παραπάνω δασών, μετά την αφαίρεση των πάσης φύσεως εξόδων και των δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου, αποδίδονται από το Δημόσιο νομίμως στους δικαιούχους. Κατά την απόδοσή τους, υφίσταται επιπλέον παρακράτηση, ποσοστού δέκα επί τοις εκατό (10%), το οποίο όπως και τα δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου κατατίθενται υπέρ του Πράσινου Ταμείου στον ειδικό κωδικό Ειδικός Φορέας Δασών και διατίθενται αποκλειστικά για έργα διαχείρισης, ανάπτυξης και προστασίας δασών. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσης παραγράφου».
- Στο άρθρο 117 του Δασικού Κώδικα (Ν.Δ 86/1969 ΦΕΚ Α΄ 7/18.1.1969) προστίθενται παράγραφοι 5 και 6, ως εξής:
«5. Μέχρι την 30η Αυγούστου εκάστου έτους, οι Διευθύνσεις Δασών Νομών, καταρτίζουν και εγκρίνουν, μετά από εισήγηση των οικείων Δασαρχείων, Πρόγραμμα Εκμετάλλευσης των δασικών συμπλεγμάτων ευθύνης τους για το επόμενο διαχειριστικό έτος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις εγκεκριμένες διαχειριστικές μελέτες ή στους εγκεκριμένους πίνακες υλοτομίας Το Πρόγραμμα Εκμετάλλευσης είναι ετήσιο, συντάσσεται ανά δασικό σύμπλεγμα και περιλαμβάνει :
α) τις προς υλοτομία συστάδες και την έκταση αυτών,
β) τον τρόπο εκμετάλλευσης κάθε συστάδας σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του Δασικού Κώδικα όπως ισχύουν.
γ) τα δασοπονικά είδη, το προβλεπόμενο λήμμα ανά κατηγορία ξυλείας, το είδος υλοτομίας, τις εργασίες συντήρησης και βελτίωσης, τις ποσότητες που πρόκειται να δεσμευθούν για την κάλυψη ατομικών αναγκών, τις αναγκαίες πιστώσεις όπου απαιτούνται, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που κρίνεται αναγκαία ανά συστάδα.
Η σύνταξη και έγκριση του ανωτέρω Προγράμματος αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη των εργασιών εκμετάλλευσης εκάστου διαχειριστικού έτους.
Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η τήρηση της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παρούσας για την κατάρτιση και έγκριση του Προγράμματος Εκμετάλλευσης, λόγω αδυναμίας έγκαιρης σύνταξης και έγκρισης Διαχειριστικής Μελέτης ή Πίνακα Υλοτομίας, η ως άνω προθεσμία δύναται να παρατείνεται έως την 31η Ιανουαρίου του έτους το οποίο αφορά το Πρόγραμμα Εκμετάλλευσης με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, μετά από αιτιολογημένη εισήγηση της οικείας δασικής υπηρεσίας, υποβαλλομένης ιεραρχικώς στην Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος.»
«6. Ποσοστό τουλάχιστον 10% των ετήσιων εσόδων του Πράσινου Ταμείου στον κωδικό Ειδικός Φορέας Δασών που προέρχονται από την εκμετάλλευση των δασών (δημοσίων και μη δημοσίων) κατ΄ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Δασικού Κώδικα (ν.δ 86/1969 ΦΕΚ Α΄ 7/18.1.1969) διατίθεται αποκλειστικά από αυτό για την κάλυψη των δαπανών εκπόνησης δασοπονικών μελετών των δημοσίων δασών».
- Μετά το άρθρο 136 του Δασικού Κώδικα (ν.δ 86/1969 ΦΕΚ Α΄ 7/18.1.1969) προστίθεται άρθρo 136Α ως εξής:
«Άρθρο 136Α – «Παραχώρηση της εκμετάλλευσης των δημοσίων δασών σε πρωτοβάθμιες ΔΑ.Σ.Ο.»
«1. Η εκμετάλλευση των δημοσίων δασών μπορεί να παραχωρείται σε πρωτοβάθμιες ΔΑ.Σ.Ο.
Σε κάθε συνεταιρισμό ή κοινοπραξία παραχωρείται η εκμετάλλευση τουλάχιστον μιας διαχειριστικής μονάδας, ήτοι συστάδας, αποκλειόμενης της παραχώρησης μέρους αυτής.
Στις πρωτοβάθμιες ΔΑ.Σ.Ο. μπορούν να ανατίθενται και εργασίες βελτίωσης και συντήρησης των ως άνω δασών.
2. Η παραχώρηση της εκμετάλλευσης των συστάδων γίνεται χωρίς μίσθωμα, με απόφαση του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης στις πρωτοβάθμιες ΔΑ.Σ.Ο. της περιφέρειάς της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ύστερα από αίτησή τους και μετά από σχετική εισήγηση της Διεύθυνσης Δασών του Νομού περί της νόμιμης λειτουργίας, της δυναμικότητας και της οικονομικής τους επάρκειας, επί τη βάσει ελέγχου που διενεργεί κατ΄ εφαρμογή της κείμενης περί αυτών νομοθεσίας.
Η παραχώρηση στις ΔΑ.Σ.Ο. γίνεται με την ακόλουθη σειρά προτίμησης:
α) στις ΔΑ.Σ.Ο των οποίων η έδρα υπάγεται στα διοικητικά όρια του Δήμου στην περιφέρεια του οποίου εμπίπτουν οι υπό παραχώρηση συστάδες.
β) στις ΔΑΣΟ, των οποίων η έδρα και οι υπό παραχώρηση συστάδες υπάγονται στα γεωγραφικά όρια του Νομού
γ) στις ΔΑΣΟ των οποίων η έδρα και οι συστάδες υπάγονται στα διοικητικά όρια της Περιφέρειας και
δ) στις ΔΑ.Σ.Ο. των οποίων η έδρα και οι συστάδες κείνται εντός της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Σε περίπτωση που δεν εκδηλωθεί ενδιαφέρον από πρωτοβάθμιες ΔΑ.Σ.Ο της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, είναι δυνατόν η εκμετάλλευση να παραχωρηθεί σε πρωτοβάθμια ΔΑ.Σ.Ο. άλλης Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
3. Της απόφασης παραχώρησης έπεται υπογραφή συμφωνητικού παραχώρησης που υπογράφεται από τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Δασών του Νομού και τον Πρόεδρο της πρωτοβάθμιας ΔΑ.Σ.Ο. Στο συμφωνητικό παραχώρησης περιλαμβάνονται οι όροι εκτέλεσης των απαραίτητων για την εκμετάλλευση, συντήρηση και βελτίωση του δάσους, δασικών εργασιών. Εάν η πρωτοβάθμια ΔΑ.Σ.Ο. παραβιάζει τους όρους του συμφωνητικού κηρύσσεται έκπτωτη και αποκλείεται η ανάθεση σε αυτήν της εκμετάλλευσης δασών για τα επόμενα 2 χρόνια με όλους τους τρόπους εκμετάλλευσης τους προβλεπόμενους από τις διατάξεις του δασικού κώδικα.
4. Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, τα υποδείγματα συμφωνίας, οι εγγυήσεις, οι κυρώσεις και οι λοιπές λεπτομέρειες για την παραχώρηση της εκμετάλλευσης, συντήρησης και βελτίωσης των δημοσίων δασών στις πρωτοβάθμιες ΔΑ.Σ.Ο. Με το ως άνω προεδρικό διάταγμα καθορίζεται το τίμημα που αποδίδουν οι πρωτοβάθμιες ΔΑ.Σ.Ο. στους οικείους ΟΤΑ, και στο Φορέα Δασών του Πράσινου Ταμείου.
5. Από τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν θίγονται οι διατάξεις του Δασικού Κώδικα που αφορούν την προστασία και διαχείριση των εθνικών δρυμών, αισθητικών δασών και διατηρητέων μνημείων της φύσης, οι διατάξεις του Ν. 1650/1986 περί προστατευόμενων περιοχών, όπως σήμερα ισχύουν, καθώς και κάθε άλλη διάταξη του Εθνικού και Κοινοτικού Δικαίου που αφορά προστατευόμενες περιοχές.
Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται για τα δάση που ανήκουν στους ΟΤΑ για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 197 του ν. 3463/2006 (Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων/ΦΕΚ Α΄/8.6.2006), όπως ισχύουν».
- Μέχρι την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος της παρ. 4 του άρθρου 136Α, το οποίο προστίθεται μετά το άρθρο 136 του Δασικού Κώδικα (ν.δ. 86/1969, ΦΕΚ Α΄7/18.1.1969), με την παρ. 5 του παρόντος άρθρου, παραμένει σε ισχύ το π.δ.126/1986 (Α’ 44), όπως αυτό τροποποιείται με τον παρόντα νόμο.
- Το εδάφιο β της παρ. 3 του άρθρου 137 του Δασικού Κώδικα (ν.δ 86/1969 ΦΕΚ Α΄ 7/18.1.1969) αντικαθίσταται ως εξής: «Η άνευ δημοπρασίας απόληψη δασικών προϊόντων ενεργείται μόνον δια δασικών συνεταιρισμών εργασίας και στην περίπτωση αυτή το καταβλητέο στο Δημόσιο τίμημα εάν τα δασικά προϊόντα παραλαμβάνει για λογαριασμό του ο συνεταιρισμός καθορίζεται με απόφαση του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Εφόσον, όμως, τα δασικά προϊόντα παραλαμβάνει το Δημόσιο από τον συνεταιρισμό, οι τιμές ανάθεσης υλοτομικών και λοιπών εργασιών συγκομιδής (ρίψη, διαμόρφωση, μετατόπιση και λοιπές εργασίες) καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας».
- Το εδάφιο ε) της παρ.1 του άρθρου 138 του Δασικού Κώδικα (ν.δ 86/1969 ΦΕΚ Α΄ 7/18.1.1969) αντικαθίσταται ως εξής: «Εφόσον πρόκειται για κάλυψη αναγκών, είτε μικροεπαγγελματιών, είτε ατομικής καταναλώσεως των κατοίκων της περιφέρειας του δασαρχείου το τίμημα, οι δικαιούχοι, τα δικαιολογητικά καθώς και κάθε συναφής λεπτομέρεια καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας».
- Το Π.Δ 616/1979 (183 Α) εξακολουθεί να ισχύει.
- Στο άρθρο 3 του Π.Δ. 126/1986 (Α’ 44) προστίθεται παράγραφος 4, ως εξής:
“Σε περίπτωση που λόγω αδυναμίας έγκαιρης σύνταξης και έγκρισης Διαχειριστικής Μελέτης ή Πίνακα Υλοτομίας, δεν είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος διατάγματος (τοιχοκόλληση και έγγραφη γνωστοποίηση του προγράμματος ή σχεδίου εκμετάλλευσης), στην παρ. 1 του άρθρου 2 του παρόντος διατάγματος (υποβολή αίτησης του Α.Δ.Σ.), στην παρ. 1 του άρθρου 3 του παρόντος διατάγματος (απόφαση παραχώρησης εκμετάλλευσης) και στην παρ. 2 του άρθρου 3 του παρόντος διατάγματος (υποβολή δήλωσης του Α.Δ.Σ. περί αποδοχής της απόφασης παραχώρησης), οι ως άνω προθεσμίες δύναται να παρατείνονται με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, μετά από αιτιολογημένη εισήγηση της οικείας δασικής υπηρεσίας, υποβαλλομένης ιεραρχικώς στην Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, υπό την προϋπόθεση ότι η εγκατάσταση του Α.Δ.Σ. στο δάσος με την έκδοση του σχετικού πρωτοκόλλου θα έχει συντελεστεί έως την 30η Απριλίου του οικείου διαχειριστικού έτους».
Όπως αναγράφεται στην εισηγητική έκθεση 2Α (σελίδα 3), η εγκατάλειψη στο δάσος ξυλείας από τους ΔΑΣΟ λόγω μη οικονομικού ενδιαφέροντος πρέπει να εξαλειφθεί με την θέσπιση αυστηρότερων κυρώσεων πχ απαγόρευση να λαμβάνει εργασίες για διάστημα ενός χρόνου και σε περίπτωση υποτροπής δύο χρόνια.
ΑΠΟΨΕΙΣ-ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ
Του Αναγκαστικού Δασικού Συνεταιρισμού Ελατοχωρίου Πιερίας, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Πρόεδρό του Μέλλιο Γεώργιο του Ηρακλή, κάτοικο Ελατοχωρίου Πιερίας
ΓΙΑ
Το Σχέδιο Νόμου, που το Υ.ΠΕ.ΚΑ. έχει θέσει προς διαβούλευση, με τον τίτλο «Δασικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις».
ΠΡΟΣ ΚΑΘΕ ΑΡΜΟΔΙΟ
Είναι τουλάχιστον παράδοξο και σαφώς δείγμα προχειρότητας, που σε ένα προτεινόμενο νομοσχέδιο όπου τα σαράντα επτά(47) από τα συνολικώς σαράντα εννέα(49) άρθρα του, αφορούν τους Δασικούς Συνεταιρισμούς Εργασίας ρυθμίζοντας πιθανόν σωστά τα πάντα γι αυτούς, να υπάρχουν δύο(2) άρθρα τα 46 και 48 που διαλύουν τους Αναγκαστικούς Δασικούς Συνεταιρισμούς δασοκτημόνων, προτείνοντας ένα άλλο σύστημα διαχείρισης των κοινών και αδιαιρέτων ιδιωτικών Δασών. Η πρόταση αυτή έχει πολλά και μεγάλα κενά δημιουργώντας ποικίλα προβλήματα. Όπως:
1.Ο συντάκτης του προτεινόμενου Νομοσχεδίου στην εισηγητική έκθεση αιτιολογεί ως αντισυνταγματική την ίδρυση Αναγκαστικών Δασικών Συνεταιρισμών (Α.Δ.Σ.) και έτσι προτείνει στο άρθρο 46 την απαγόρευση ίδρυσης νέων Α.Δ.Σ. και την διάλυση των υπαρχόντων. Ο Συνταγματικός νομοθέτης όμως στο άρθρο 12 παρ.5 του Συντάγματος ορίζει ρητά ότι: «………5. Επιτρέπεται η σύσταση με νόμο αναγκαστικών συνεταιρισμών που αποβλέπουν στην εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή δημόσιου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής, εφόσον πάντως εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση αυτών που συμμετέχουν». Πέραν τούτου υπάρχουν αποφάσεις του ανωτάτου ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας που δέχεται την συνταγματικότητα των Αναγκαστικών Συνεταιρισμών. Συνεπώς προβλήματα συνταγματικότητας θα έχει το προτεινόμενο νομοσχέδιο αν καταστεί νόμος του κράτους.
2. Οι Αναγκαστικοί Δασικοί Συνεταιρισμοί δασοκτημόνων (τουλάχιστον όσους γνωρίζουμε) είναι ζωντανοί οργανισμοί, οικονομικά αυτοτελείς, βασικοί μοχλοί οικονομικής δραστηριότητας και ανάπτυξης, ιδιαίτερα των ορεινών όγκων όπου κατά κανόνα βρίσκονται τα δάση τους. Αρκετοί εξ αυτών δημιούργησαν θυγατρικές επιχειρήσεις όπως Χιονοδρομικά Κέντρα, Πριστήρια ξυλείας κ.λ. συμβάλλοντας στην απασχόληση. Γενικώς δεν επιβαρύνουν το κράτος αφού εδώ και πολλά χρόνια κάνουν μόνοι τους την συντήρηση του οδικού δασικού δικτύου και δημιουργούν υποδομές δασοπυρόσβεσης. Προστατεύουν τα δάση τους από τον κίνδυνο πυρκαγιών και λαθροϋλοτόμησης. Και φυσικά ασκούν κοινωνική πολιτική στον τομέα της θέρμανσης με ξύλα των κατοίκων των ορεινών κοινοτήτων της περιοχής τους. Όλα αυτά φυσικά πέραν της διαχείρισης των δασών τους.
Όλα τα ανωτέρω τα πράττουν οι Α.Δ.Σ. με την υπάρχουσα νομοθεσία, όπως αυτή ισχύει από το 1939 και με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις, που προβλέπει Δ.Σ., Γενική Συνέλευση, λογοδοσία, απολογισμό, απαλλαγή, εκλογές και πάλι από την αρχή. Χωρίς να σημαίνει ότι και με την υπάρχουσα νομοθεσία δεν υπάρχουν κάποια προβλήματα, κανείς δεν επιχειρεί να μας πείσει ότι το προτεινόμενο νέο σύστημα με το οποίο θα γίνεται η διαχείριση είναι καλύτερο και αποτελεσματικότερο. Απεναντίας πλήθος προβλημάτων προκύπτουν αμέσως μετά την διάλυση των Α.Δ.Σ
Α) Σε περίπτωση λύσεως των Α.Δ.Σ. χάνεται η νομική τους υπόσταση και η φορολογική τους αυτοτέλεια οπότε όπως είναι φυσικό το κύρος των συμβάσεων όπου μετέχουν αμφισβητείται.
Β) Στο σχέδιο νόμου δεν υπάρχει καμία αναφορά για την περιουσία των Συνεταιρισμών πέραν του δασοκτήματος που ανήκει στα μέλη.
Γ) Ο προτεινόμενος νέος τρόπος διαχείρισης των δασών, ήτοι: «Κύριοι ή νομείς αδιαιρέτου δάσους εκτάσεως ανωτέρας των 100 εκταρίων, είτε περιορισμένων δικαιωμάτων καρπώσεως δάσους της αυτής τουλάχιστον έκτασης, πλείονες των επτά(7), αναθέτουν τη διαχείριση του αδιαιρέτου δάσους ή την κάρπωση των δασικών περιορισμένων δικαιωμάτων σε εκπροσώπους τους ή σε επιτροπή κατά τις περί κοινωνίας, εντολής και αντιπροσώπευσης διατάξεις του Αστικού Κώδικα, καταρτιζόμενης συμβολαιογραφικώς.», δημιουργεί πολύ μεγάλα προβλήματα καθόσον
*Δεν ορίζεται χρονική περίοδος δράσης της επιτροπής
*Η εντολή μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε
*Δεν προβλέπεται ετήσια λογοδοσία
*Αυξάνεται δυσανάλογα η ευθύνη των διαχειριστών
*Ανοίγει ο δρόμος για ατελείωτες δίκες
*Δεν προβλέπεται πλειοψηφία που θα απαλλάξει την επιτροπή διαχείρισης από ευθύνες
*Δεν προβλέπεται τι γίνεται με τον θάνατο εντολέα ή εντολοδόχου, και ένα σωρό άλλα.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω προτείνουμε να αποσυρθούν οι διατάξεις των άρθρων 46 και 48 που αφορούν τους Α Δ.Σ. μια και δεν υφίσταται θέμα συνταγματικότητας και αν το υπουργείο θεωρεί ότι πρέπει να διορθωθεί κάτι (εμείς πιστεύουμε ότι υπάρχουν αρκετά) ας επανέλθει μετά από διάλογο στον οποίο είμαστε πρόθυμοι να συμβάλουμε με ένα νέο νομοσχέδιο αποκλειστικά και αμιγώς αναφερόμενο στους Α.Δ.Σ. , ώστε οι Α.Δ.Σ. να συνεχίσουν το σημαντικότατο έργο τους μέσα σε απόλυτα ξεκάθαρο και λειτουργικό νομικό πλαίσιο.
Άρθρο 48
5.3 Να γίνει αλλαγή: Εάν η πρωτοβάθμια ΔΑ.Σ.Ο. παραβιάζει τους όρους του συμφωνητικού κηρύσσεται έκπτωτη και αποκλείεται η ανάθεση σε αυτήν της εκμετάλλευσης δασών για το επόμενο χρόνο με όλους τους τρόπους εκμετάλλευσης τους προβλεπόμενους από τις διατάξεις του δασικού κώδικα.
Επειδή οι αλλαγές στο νόμο θα μας επηρεάσουν άμεσα, ζητούμε να λάβετε σοβαρά τις προτάσεις και να τις προσαρμόσετε στον νόμο.
Πρόεδρος Σωματείου Υλοτόμων Εποπτείας Και Αρμοδιότητας Δασαρχείου Δράμας
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΣΕ ΚΑΥΣΟΞΥΛΑ
Με την εφαρμογή της ΚΕΔ (Κρατικής Εκμετάλλευσης Δασών) η Δασική Υπηρεσία, ως εκπρόσωπος της Πολιτείας προγραμμάτιζε να ικανοποιεί τις ανάγκες σε καυσόξυλα των δασόβιων και παραδασόβιων πληθυσμών διαθέτοντας τα παραγόμενα δασικά προϊόντα με τιμές κάτω του κόστους, επιδοτώντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τις θερμαντικές ανάγκες τους (άρθρο 138 Ν.Δ. 86/1989 – Δασικός Κώδικας).
Με αυτό πετύχαινε την προστασία του Δάσους από αλόγιστη καυσοξύλευση και από την άλλη στήριζε οικονομικά τους πληθυσμούς της ορεινής Ελληνικής υπαίθρου, τόσο για τη συγκράτηση στους τόπους καταγωγής τους, αλλά και ως αμοιβή και επιβράβευση για τη συμβολή τους στη δασοπροστασία.
Με το Π.Δ. 126/1986 η Πολιτεία αποφάσισε τα δασικά προϊόντα να παράγονται για λογαριασμό των Δασικών Συνεταιρισμών, προβλέποντας συγχρόνως να ισχύει η μέθοδος της ΚΕΔ για την ικανοποίηση των ατομικών αναγκών των κατοίκων.
Σύμφωνα με τους δημοσιευμένους (στοιχεία 2009) Απολογισμούς της Γενικής Δ/νσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος παράγονται ετησίως σε πανελλαδική κλίμακα περί τους 700.000,00 τόνοι καυσοξύλων, από τα οποία οι 200 χιλιάδες τόνοι διατίθενται για κάλυψη ατομικών θερμαντικών αναγκών των κατοίκων οικισμών μέσα ή στα όρια των διαχειριζόμενων Δασικών Συμπλεγμάτων.
Για να παραχθούν οι 200 χιλ τόνοι χρηματοδοτήθηκε η Δ.Υ. με το ποσό των 10 εκατομ. ΕΥΡΩ.
Εξ αιτίας της συνεχιζόμενης υποχρηματοδότησης των Δασικών Υπηρεσιών φθάσαμε στο σημείο να αδυνατεί η Υπηρεσία να δεσμεύσει τις ποσότητες αυτές, έτσι ώστε. ούτε στο ελάχιστο να μην μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες των οικογενειών ορεινών περιοχών, ούτε καν εκείνων που ανήκουν στις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ: Να στερούνται χιλιάδες οικογένειες το ευεργέτημα αυτό της Πολιτείας αφ’ ενός και αφ’ ετέρου να ελλοχεύει μέγιστος κίνδυνος για τα Δάση, καθώς κάθε δασόβιος και παραδοσόβιος καθ’ όλα τίμιος οικογενειάρχης να κινδυνεύει να μετατραπεί σε επίδοξο λαθροϋλοτόμο, προκειμένου να ζεστάνει το σπίτι του.
Επιστρέφουμε έτσι σε προπολεμικές εποχές, όπου ο κάθε δυνάμενος να φέρει πέλεκυν γύριζε με ένα τσεκούρι (σήμερα αλυσοπρίονα) στον χέρι και ένα γαϊδουράκι (σήμερα φορτηγάκι) υλοτομώντας όπου και όποτε τον βόλευε…
Αδήριτη ανάγκη λοιπόν να εξακολουθήσει η Πολιτεία μέσω των αρμοδίων Δασικών Υπηρεσιών να παρέχει αυτό το ευεργέτημα στους πολίτες αυτούς.
Παρουσιάζεται όμως το υπαρκτό πρόβλημα πώς η Πολιτεία με τη σημερινή, εξ αντικειμένου, οικονομική δυσπραγία θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει τις Δασικές Υπηρεσίες για το σκοπό αυτό.
«Ανάγκη λοιπόν με το παρόν υπό ψήφιση Νομοσχέδιο να θεσμοθετηθούν Προγράμματα Καυσοξύλευσης που θα εφαρμόζονται από τις κατά τόπους Δασικές Υπηρεσίες, και εξηγούμαι:
Από τη διάθεση στους κατοίκους εισπράχθηκαν 6,8 εκ. ΕΥΡΩ.
Έτσι λοιπόν κατ ουσία ο δημόσιος κορβανάς επιβαρύνεται με 3,2 εκ.€. δηλ. γύρω στο 30% της απαιτούμενης δαπάνης
Είναι ανάγκη λοιπόν να συμψηφιστούν τα ποσά αυτά, πράγμα αυτονόητο που μέχρι σήμερα δεν εφαρμόστηκε, παρά τις επισημάνσεις και διαμαρτυρίες, σκοντάφτοντας στη γραφειοκρατία και την ακαμψία της διοίκησης.
Θα πρέπει να ανοιχτεί ειδικός λογαριασμός στο Πράσινο Ταμείο – Φορέας Δασών αν είναι δυνατόν με παραρτήματα κατά Αποκεντρωμένη Διοίκηση , για αντιγραφειοκρατικούς λόγους και μόνο όπου θα κατατίθενται οι εισπράξεις από τη διάθεση των καυσοξύλων ατομικών αναγκών και η (μειωμένη) επιχορήγηση με αποκλειστική χρήση των χρημάτων για την παραγωγή των καυσοξύλων ατομικών αναγκών, από τη συγκεκριμένη δασική υπηρεσία.
Επειδή, ως γνωστόν, οι τιμές διάθεση των καυσοξύλων Α.Α. ορίζονται με Υπουργική Απόφαση θα μπορούν αυτές να κυμαίνονται σε ύψος ανάλογο με την δυνατότητα του Τακτικού Προϋπολογισμού για την επιχορήγηση. Έτσι θα μπορούσε οι τιμές, ειδικά για τις ΜΗ ευπαθείς ομάδες να πλησιάζουν αυτές των τιμών αναθέσεων υλοτομικών εργασιών, δηλ. του κόστους παραγωγής των προϊόντων,
Η λύση της κάλυψης των ατομικών αναγκών με την έκδοση Δασικών Απαγορευτικών Διατάξεων (Δ.Α.Δ) οι οποίες ξεκίνησαν «δειλά – δειλά» σε χαμηλά, σχετικά Δάση τείνει δυστυχώς να παγιωθεί και να επεκταθεί και σε υψηλά, διαχειριζόμενα Δάση, παρά τις επιταγές όχι μόνο της Δασολογικής Επιστήμης και της Δασοπονίας, αλλά και της Δασικής Νομοθεσίας, που επιβάλλουν να εκτελούνται υλοτομίες με βάση εγκεκριμένα Διαχειριστικά Σχεδία και Μελέτες (Διαχειριστυικές), ή Πίνακες Υλοτομίας.
Πέραν αυτού είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να επιτευχθεί ή παρακολούθηση, πόσο μάλλον επίβλεψη ή έλεγχος, των υλοτομιών αυτών, λαμβανομένης υπόψη της δραματικής αφαίμαξης σε προσωπικό που υπέστη η Δασική Υπηρεσία τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, με αυτονόητες δυσμενείς επιπτώσεις στο μέλλον των δασοσυστάδων αυτών.
Αν δε στην αδυναμία αυτή προστεθεί και η εξ αντικειμένου άγνοια του σωστού τρόπου και των υλοτομίας και συγκομιδής των προϊόντων από απλούς πολίτες το πρόβλημα γιγαντώνεται.
Στην αιτίαση ότι οι περισσότεροι πολίτες που έχουν άγνοια, ή αδυναμία να υλοτομήσουν από μόνοι τους, αναθέτουν ρις εργασίες σε ειδικευμένους υλοτόμους και μάλιστα μέλη των τοπικών Δασικών Συνεταιρισμών σκοντάφτει στο ότι με τον τρόπο αυτό στερούνται τα μέλη αυτά τουλάχιστον τις ασφαλιστικές εισφορές, αλλά και ότι εφαρμόζεται το «γράμμα» της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 8 ΠΔ 126/1986, βάσει της οποίας «η διάθεση των δασικών προϊόντων στους δικαιούχους ατομικών αναγκών γίνεται με ευθύνη της δασικής υπηρεσίας».
Η έκδοση των ΔΑΔ είναι σε περιπτώσεις θεμιτή, ή και επιβεβλημένη, σε καμιά όμως περίπτωση δεν επιτρέπεται να υποκαθιστούν τις Μελέτες Διαχείρισης και Πίνακες Υλοτομίας.
Επειδή συχνά απαιτούνται αυξημένες πιστώσεις για καλλιεργητικές – αραιωτικές υλοτομίες, χωρίς απόληψη προϊόντων, μέσα στις δασοσυστάδες, που προορίζονται για την παραγωγή καυσοξύλων ατομικών αναγκών και όχι μόνο επιβαρύνοντας έτσι και το κόστος και το ύψος της επιχορήγησης, θα πρέπει εργασίες αυτές να χρηματοδοτηθούν ως δράσεις αντιπυρικής προστασίας –πρόληψης δασικών πυρκαγιών- οι οποίες συγχρηματοδοτούνται και από Ευρωπαϊκή Ένωση, με ανάλογη εννοείται διαδικασία.
Αρναία 6/2/2016
Ιωάννης Ν. Κέκερης
Δασοπόνος
Σε ένα νομοσχέδιο που αφορά την οργάνωση και λειτουργία των δασικών συνεταιρισμών δασεργατών περιλαμβάνονται και δύο μόλις άρθρα που προβλέπουν την κατάργηση των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών κατά τρόπο που, κατά την άποψή μας, δείχνει να αγνοεί τόσο το ιστορικό ίδρυσης αυτών, όσο και τα ζητήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία τους, καθώς και τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν από την εφαρμογή της ρύθμισης που προτείνεται από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.
Τα ζητήματα που δεν λύνει, αλλά, αντιθέτως επιβαρύνει, η προτεινόμενη ρύθμιση είναι τα ακόλουθα :
1.- Είναι άγνωστο το σύνολο των εχόντων ποσοστό συνιδιοκτησίας
Οι περισσότεροι αναγκαστικοί δασικοί συνεταιρισμοί ιδρύθηκαν προ εβδομήντα περίπου ετών από τους εν ζωή τότε συνεταίρους. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εμφύλιος, η μετοίκηση πολλών ελλήνων στις χώρες του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού κλπ είχαν σαν αποτέλεσμα, να αγνοείται η τύχη ενός σημαντικού μέρους τόσο των αρχικών συνεταίρων όσο και των καθολικών διαδόχων τους.
Ακόμη γεγονός είναι η πολυδιάσπαση της κάθε αρχικής εταιρικής μερίδας σε πολύ μικρότερα ποσοστά αυτής, λόγω κληρονομικής διαδοχής τόσο των αρχικών συνεταίρων, όσο και των διαδόχων τους, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν κάνει ούτε καν αποδοχή της κληρονομικής τους μερίδας, ώστε να νομιμοποιούνται ως συγκύριοι – κοινωνοί.
Αποτέλεσμα αυτού του πραγματικού γεγονότος είναι ότι, σε ελάχιστους αναγκαστικούς δασικούς συνεταιρισμούς είναι γνωστά όλα τα μέλη (κοινωνοί) που κατέχουν ποσοστό επί της περιουσίας αυτών, ώστε να μπορούν να έχουν πραγματική εφαρμογή τόσο οι διατάξεις περί κοινωνίας και εντολής, όσο και οι αυστηρότερες ρυθμίσεις για την εντολή που προβλέπει το νομοσχέδιο.
Ειδικότερα :
1.α.- Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η διαμόρφωση ομόφωνης εντολής.
1.β.- Η αυστηροποίηση της εφαρμογής των διατάξεων περί εντολής (για την οποία σημειωτέον δεν απαιτείται ιδιαίτερος συστατικός τύπος), με την εισαγωγή της συμβολαιογραφικής εντολής, είναι εκτός πραγματικότητας, προσθέτει δε μια απίστευτη γραφειοκρατία.
1.γ.- Στην πράξη, και με το δεδομένο ότι και στους συνεταιρισμούς αυτούς λειτουργούν παρατάξεις, είναι αδύνατη η επίτευξη ακόμη και της πλειοψηφίας του 50% των εντολέων με (οιασδήποτε μορφής) δήλωση εντολής. Έτσι στην ουσία το υπάρχον νομοσχέδιο οδηγεί όλους τους συνεταιρισμούς στα Δικαστήρια, τα οποία θα καλούνται να ορίζουν την προβλεπόμενη διαχειριστική επιτροπή. Η όλη ρύθμιση δημιουργεί, στην καλλίτερη περίπτωση αδικαιολόγητη καθυστέρηση και επιπλέον δαπάνες και στην χειρότερη θα οδηγήσει σε πλήρη αδρανοποίηση πολλούς από αυτούς.
2.- Η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου με το 1/5
Μόνο στους αναγκαστικούς δασικούς συνεταιρισμούς των «Νέων Χωρών», δηλαδή της Θεσσαλίας, Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης που απελευθερώθηκαν μετά το 1912, είναι συγκύριο το Ελληνικό Δημόσιο με ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου επί των δασικών εκτάσεων.
Το Ελληνικό Δημόσιο όμως δεν συμμετείχε στους παραπάνω συνεταιρισμούς στις διαδικασίες εκλογής και διοίκησης αυτών, στους οποίους συμμετείχαν μόνο οι εταίροι, οι οποίοι εξέλεγαν το Διοικητικό τους Συμβούλιο με βάση την ισχύουσα νομοθεσία περί απαρτίας των συνεταιριστικών οργανώσεων που διαχειριζότανε.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση και την υπαγωγή της διαχείρισης στις περί κοινωνίας και εντολής διατάξεις, καθιστά το Ελληνικό Δημόσιο «στρατηγικό» εταίρο στην διαχείριση, το οποίο, ως έχον το μεγαλύτερο μασίφ ποσοστό, στην ουσία, θα αναλαμβάνει, μέσω της Δασικής Υπηρεσίας, την ευθύνη διοίκησης και διαχείρισης του Συνεταιρισμού. Είναι όμως σε θέση, με τις τόσες ελλείψεις στην στελέχωση και με τις τεράστιες αρμοδιότητες και ευθύνες που έχει η ως άνω Υπηρεσία να μπορέσει να ανταποκριθεί ;
3.- Η δημιουργία και άλλης περιουσίας.
Όλοι οι λειτουργούντες και δραστηριοποιημένοι αναγκαστικοί δασικοί συνεταιρισμοί, δημιούργησαν με τη δράση και την αποταμίευσή τους και άλλη περιουσία, πέραν του δάσους. Πολλοί από αυτούς σε ακίνητα που αγόρασαν έκαναν μονάδες επεξεργασίας του ξύλου που παρήγαγαν, άλλοι απέκτησαν αστικά ακίνητα, χωράφια κλπ. Σε αυτήν τη περιουσία των συνεταιρισμών το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει κανένα ποσοστό.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση κάθε συνεταίρος αυτού θα συμμετέχει με διαφορετικό ποσοστό συνιδιοκτησίας στο δάσος και με διαφορετικό ποσοστό συνιδιοκτησίας (μεγαλύτερο) στα λοιπά περιουσιακά στοιχεία του υπό διάλυση συνεταιρισμού. Ερωτάται ως εκ τούτου πως θα υπολογίζεται το ποσοστό του για την ανάδειξη της διαχειριστικής επιτροπής. Ή μήπως θα πρέπει να αναδεικνύονται δύο διαφορετικές διαχειριστικές επιτροπές (με διαφορετικό ποσοστό ανάδειξης η κάθε μία) για να διαχειριστούν ζητήματα που μέχρι τώρα διαχειριζότανε το Δ.Σ. ; Υπάρχει αναμφισβήτητα ένα τεράστιο κενό που πρέπει να ρυθμιστεί.
4.- Η ανάπτυξη και άλλων δραστηριοτήτων και υπογραφή διαφόρων συμβάσεων.
Πολλοί από τους συνεταιρισμούς συμμετείχαν σε διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα και έχουν αντισυμβληθεί είτε με ΝΠΔΔ (Δήμους, Νομαρχίες, Περιφέρειας κλπ), είτε με ιδιωτικές (ελληνικές και αλλοδαπές) εταιρείες, για την ανάπτυξη διαφόρων δραστηριοτήτων όπως εγκαταστάσεων Χιονοδρομικών Κέντρων, εγκαταστάσεων κινητής τηλεφωνίας κλπ.
Πέραν του ότι σε αυτές δεν συμμετέχει το Ελληνικό Δημόσιο και συνεπώς εκ των πραγμάτων μπαίνει το ζήτημα της διαχείρισης που τέθηκε πιο πάνω, επί τάπητος τίθεται και το ζήτημα της ισχύος αυτών των δεσμεύσεων, μετά την διάλυση του συνεταιρισμού που ήταν ο αντισυμβαλλόμενος.
Το ίδιο ακριβώς ζήτημα τίθεται και σε διάφορες άλλες συμβάσεις (μισθώσεως ή εκμισθώσεως) που συνήψαν αυτοί, ιδιαίτερα δε με τις μακροχρόνιες συμβάσεις με ξένες εταιρείες για την ανάπτυξη αιολικών πάρκων, για ανάπτυξη δράσεων αρωματικών φυτών κλπ.
Σε περίπτωση λύσεως των Συνεταιρισμών χάνεται η νομική τους προσωπικότητα και η φορολογική τους αυτοτέλεια οπότε όπως είναι φυσικό το κύρος των συμβάσεων όπου μετέχουν να αμφισβητείται.
Περί αυτών δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη στον εν λόγω νομοσχέδιο.
5.- Η μη ύπαρξη ορισμένου χρόνου διάρκειας της διαχείρισης
Η εντολή μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε. Τούτο σημαίνει ότι η διαχειριστική επιτροπή (εντολοδόχος) δεν γνωρίζει μέχρι πότε μπορεί να σχεδιάσει την διαχείρισή της.
Η διαχείριση όμως ενός Δασοκτήματος απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό, μελέτη ειδικών επιστημόνων και εκ νέου σχεδιασμό των ορίων και του περιεχομένου της δασικής πολιτικής. Στις σύγχρονες συνθήκες η εκμετάλλευση του Δάσους συνδυάζει την ξυλεία, αξιοποίηση υδάτινων πόρων, ενεργειακά προγράμματα, εναλλακτικό τουρισμό, λειτουργία χιονοδρομικών κέντρων και ορειβατικών εγκαταστάσεων. Είναι απολύτως αδύνατον η διαχείριση αυτή να επιτευχθεί, χωρίς αφ’ ενός μεν την ύπαρξη φορέα με αυτοτελή νομική προσωπικότητα και ικανότητα να συναλλάσσεται και αφ’ ετέρου χωρίς μία συγκεκριμένη χρονική θητεία, εντός της οποίας οι υπεύθυνοι για την διαχείριση θα αναπτύξουν τις πρωτοβουλίες τους.
6.- Το ζήτημα της λογοδοσίας
Με το ισχύον νομικό καθεστώς η λογοδοσία του Δ.Σ. λάμβανε χώρα ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης, μετά τη λήξη της θητείας του. Ακόμη κάθε χρόνο με το κλείσιμο του ισολογισμού, αυτός τίθετο για έγκριση στη Γ.Σ., η οποία και με τη νόμιμη πλειοψηφία απάλλασσε το Δ.Σ. από τυχόν αστικές ευθύνες.
Με την υπαγωγή της διαχείρισης στις περί εντολής διατάξεις :
6.α.- Αυξάνεται δυσανάλογα η ευθύνη των διαχειριστών – εντολοδόχων (για κάθε πταίσμα)
6.β.- Ανοίγει ο δρόμος για σειρά ολόκληρη δικών που ο κάθε συνεταίρος (ακόμη και για λόγους κακοβουλίας) θα σέρνει στα Δικαστήρια μέλη της διαχειριστικής επιτροπής.
6.γ.- Δεν προβλέπεται ετήσια λογοδοσία.
6.δ.- Δεν προβλέπεται η πλειοψηφία που θα απαλλάσσει της διαχειριστική επιτροπή από ευθύνες
7.- Το ζήτημα των δαπανών της εντολής και η τύχη του προσωπικού.
Οι δαπάνες εκτέλεσης της εντολής προκαταβάλλονται. Κανένας όμως συνεταιρισμός δεν έχει τη δυνατότητα να προκαταβάλλει (και για πόσο χρονικό διάστημα άραγε) τις ανωτέρω δαπάνες.
Επιπλέον τίθενται τα ερωτήματα : Στις δαπάνες εκτέλεσης της εντολής περιλαμβάνονται και οι αμοιβές του προσωπικού που θα απαιτηθεί για αυτήν ; Και ποιος επιλέγει αυτό ; Ποια η τύχη του υφιστάμενου προσωπικού ; Απολύεται αφού δεν θα υπάρχει το νομικό πρόσωπο που το προσέλαβε ;
Όλα τα παραπάνω ζητήματα που αφορούν ζωές πολιτών ούτε απλά είναι, ούτε αντιμετωπίζονται από τα δύο άρθρα του νομοσχεδίου.
Το Ελληνικό Δημόσιο με το 1/5 είτε εξασφαλίζει την πλειοψηφία και ορίζει την διαχειριστική επιτροπή, είτε προσφεύγει στο Δικαστήριο και μέσω αυτού επιτυγχάνει τον ορισμό των ανθρώπων της επιλογής του. Και στη συνέχεια αυτά τα μέλη της διαχειριστικής επιτροπής θα επιλέξουν τους συνεργάτες τους (προσωπικό) που θα ασχοληθεί με την διαχείριση !!!!!!!
8.- Το ζήτημα της διανομής
Στις διατάξεις περί κοινωνίας υπάρχει η δυνατότητα της εκουσίας ή δικαστικής διανομής (αυτούσια ή διανομή του τιμήματος).
Και ναι μεν, σε ό,τι αφορά τα δάση, ισχύει η δασική νομοθεσία και δεν είναι δυνατή χωρίς απόφαση του οικείου Υπουργού.
Για τη λοιπή όμως περιουσία του συνεταιρισμού (χιονοδρομικές εγκαταστάσεις, καταφύγια, αγροί, αστικά ακίνητα, εργοστάσια κλπ) μπορεί οποτεδήποτε, και από έναν που έχει ένα ελάχιστο ποσοστό, να επιδιωχθεί η διανομή της.
9.- Ορισμένα υπαρκτά προβλήματα που η εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής θέτει.
9.α.- Η εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής του ΑΚ είναι πρακτικά αδύνατη. Είναι εξαιρετικά δυσχερές να συμπτυχθούν πλειοψηφίες (όσο θολά περιγράφεται στο σχέδιο νόμου) που θα αναθέσουν δια συμβολαιογραφικού εγγράφου την σχετική εντολή διαχειρίσεως. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 724 ΑΚ ο εντολέας έχει την δυνατότητα να ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε και μάλιστα κατ αρχήν χωρίς να είναι αντίθετη συμφωνία. Είναι προφανές ότι κατά τον τρόπο αυτό δεν μπορεί οποιαδήποτε επιτροπή να διαχειριστεί τις δασικές υποθέσεις με την αναγκαία σχετική σταθερότητα, ούτε είναι δυνατόν να επιβληθεί, αν θεωρηθεί ότι βρίσκει εφαρμογή το β’ εδάφιο του ΑΚ 724, συγκεκριμένη διάρκεια (κα ποια άραγε;) της συμβάσεως εντολής χωρίς την συναίνεση του εντολέα. Θα δημιουργηθεί το οξύμωρο της αναθέσεως εντολής διαφορετικής χρονικής διάρκειας ή ελεύθερα ανακλητής;
9.β.- Λόγω της φύσεως της δασικής διαχείρισης δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν τα όρια της εντολής εντός των οποίων θα πρέπει να ενεργούν οι αντιπρόσωποι ή η Επιτροπή διαχείρισης, που προβλέπει το σχέδιο Νόμου
9.γ.- Επιπλέον προβλήματα δημιουργούνται και στην περίπτωση θανάτου είτε του εντολέα είτε το εντολοδόχου. Σήμερα η διαχείριση των Δασών ασκείται από τον Συνεταιρισμό με τα όργανά του, ανεξαρτήτως τυχόν θανάτου μέλους του ΔΣ ή συνεταίρου, οι κληρονόμοι του οποίου γίνονται μέλη του Συνεταιρισμού κατά τους όρους του νόμου και του Καταστατικού. Αντίθετα σύμφωνα με τις διατάξεις περί εντολής, αυτή λύεται αυτόματα με τον θάνατο του εντολέα ή του εντολοδόχου. Οι κληρονόμοι του εντολέα μπορούν (αλλά δεν υποχρεούνται) να αναθέσουν οι ίδιοι την διαχείριση στον ίδιο ή διαφορετικό εντολοδόχο, οπότε θα πρόκειται για νέα σύμβαση εντολής. Κατά τον τρόπο αυτό η προβλεπόμενη από τον νόμο πλειοψηφία των συνιδιοκτητών καθίσταται ιδιαίτερα εύθραυστη είτε λόγω τυχόν ανακλήσεων εντολής είτε λόγω θανάτου εντολέα ή εντολοδόχου. Επιπλέον επιπρόσθετα προβλήματα θα δημιουργηθούν από την αυτονόητη συνέπεια της δυνατότητας ελεύθερης μεταβίβασης ποσοστού συγκυριότητας προς τρίτους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
10.- Δεν είναι αντισυνταγματική η θέσπιση των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών.
Η αιτιολόγηση της διάλυσης των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών είναι νομικά πλημμελής.
Είναι γνωστό ότι η παρ. 5 του άρθρου 12 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζει ότι :
«… 5. Επιτρέπεται η σύσταση με νόμο αναγκαστικών συνεταιρισμών που αποβλέπουν στην εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή δημόσιου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής, εφόσον πάντως εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση αυτών που συμμετέχουν.»
Όπως είναι γνωστό ότι το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας με πλείστες όσες αποφάσεις του δέχθηκε την συνταγματικότητα αυτών (Σ.τ.Ε. 1175/1957 Ολομ., 1058/1958 Ολομ. Σ.τ.Ε. 2903/1983 Ολομ., 4104/1995 κλπ)
Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα συνταγματικότητας για την εν λόγω ρύθμιση. Δεν γνωρίζουμε αν άλλοι λόγοι (μνημόνιο κλπ) το επιβάλλουν. Σε κάθε όμως περίπτωση η όποια ρύθμιση θα πρέπει να οδηγεί σε βιώσιμες καταστάσεις και όχι σε ουσιαστική αδρανοποίηση ή διάλυση των δεκάδων ενεργών συνεταιρισμών.
Με τα δεδομένα αυτά η προσπάθεια ρύθμισης της διάλυσης των άρθρων 46 και 48 του νομοσχεδίου σχετικά με τους αναγκαστικούς δασικούς συνεταιρισμούς και της υπαγωγής τους στις διατάξεις περί κοινωνίας και εντολής δεν είναι η πλέον επιτυχής. Στην πράξη δε, θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα.
Είμαστε πρόθυμοι να συμμετέχουμε σε έναν εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ του Υπουργείου και μιας Επιτροπής των αναγκαστικών συνεταιρισμών με συγκεκριμένο θεματολόγιο και ορισμένο χρονικό ορίζοντα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν όλα τα παραπάνω ζητήματα και να βρεθεί η βέλτιστη λύση.
Βέροια, 2 Φεβρουαρίου 2016
Ο Α.Σ.Δ.Δ. Σελίου
Η παραχώρηση της εκμετάλλευσης των συστάδων γίνεται χωρίς μίσθωμα, με απόφαση του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης στις πρωτοβάθμιες ΔΑ.Σ.Ο. της περιφέρειάς της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ύστερα από αίτησή τους και μετά από σχετική εισήγηση της Διεύθυνσης Δασών του Νομού περί της νόμιμης λειτουργίας, της δυναμικότητας και της οικονομικής τους επάρκειας, επί τη βάσει ελέγχου που διενεργεί κατ΄ εφαρμογή της κείμενης περί αυτών νομοθεσίας.
» στην συγκεκριμένη παράγραφο,στον όρο νόμιμης λειτουργίας μήπως θα πρέπει να αποσαφηνισθούν οι λεπτομέρειες και να εισαχθεί και η υποχρέωση των ΔΑΣΕ να φέρουν πιστοποιητικό ή βεβαίωση ύπαρξης Συστήματος Δέουσας Επιμέλειας ως φορείς εκμετάλλευσης σύμφωνα με τον Καν.995/2010 και την ανάλογη ΚΥΑ 134627/5835 ΦΕΚ Β2872/29.12.2015 που εκδόθηκε πρόσφατα.
2. Να τροποποιηθεί ως εξής:
Η παραχώρηση της εκμετάλλευσης των συστάδων γίνεται με το προβλεπόμενο από τους εκάστοτε ισχύοντες πίνακες διατίμησης δασικών προϊόντων μίσθωμα, μειωμένο κατά 20%, με απόφαση του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης στις πρωτοβάθμιες ΔΑ.Σ.Ο. της περιφέρειάς της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ύστερα από αίτησή τους και μετά από σχετική εισήγηση της Διεύθυνσης Δασών του Νομού περί της νόμιμης λειτουργίας, της δυναμικότητας και της οικονομικής τους επάρκειας, επί τη βάσει ελέγχου που διενεργεί κατ΄ εφαρμογή της κείμενης περί αυτών νομοθεσίας.