- Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που έχει ληφθεί κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του καταστατικού υπόκειται σε ακύρωση.
- Η ακυρότητα αποφάσεων κηρύσσεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του συνεταιρισμού, μετά από αίτηση μέλους ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη λήψη της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης και κοινοποιείται στον συνεταιρισμό και την εποπτεύουσα αρχή αυτού.
- Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου υπόκειται σε έφεση.
Η έφεση ασκείται εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου.
- Η αίτηση ακύρωσης απόφασης της Γενικής Συνέλευσης δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Αναστολή εκτέλεσης μπορεί να δοθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ύστερα από αίτηση των αιτούντων την ακύρωσή της.
- Αν η τελεσίδικη ακυρωτική απόφαση αφορά την εκλογή ενός ή περισσοτέρων μελών του Διοικητικού ή Εποπτικού Συμβουλίου για τα οποία δεν υπάρχουν επιλαχόντες, τα υπόλοιπα μέλη, εφόσον είναι περισσότερα του μισού του όλου αριθμού τους, συγκαλούν τη Γενική Συνέλευση με μόνο θέμα την αναπλήρωση των μελών που ακυρώθηκε η εκλογή τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση με την ακυρωτική απόφαση διορίζεται συγχρόνως προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο ή Εποπτικό Συμβούλιο από μέλη του Συνεταιρισμού και διατάσσεται η διενέργεια εκλογών για ανάδειξη Διοικητικού ή Εποπτικού Συμβουλίου ή και των δύο οργάνων του συνεταιρισμού μέσα σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης.
Σε περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης εκλογής Διοικητικού ή Εποπτικού Συμβουλίου ή μελών αυτών περισσότερων από τα μισά για τα οποία δεν υπάρχουν επιλαχόντες, η απόφαση περιλαμβάνει και το διορισμό προσωρινού Διοικητικού ή Εποπτικού Συμβουλίου από μέλη του συνεταιρισμού.