1. Τα τιμολόγια προσδιορίζονται από τους παρόχους των υπηρεσιών παροχής νερού ύδρευσης (πάγια ή/και ογκομετρική χρέωση) και των υπηρεσιών αποχέτευσης & επεξεργασίας λυμάτων και εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας. Ο προσδιορισμός των τιμολογίων γίνεται κατά τρόπον ώστε τα συνολικά έσοδα να καλύπτουν το συνολικό κόστος των υπηρεσιών ύδατος του συγκεκριμένου παρόχου. Σε περίπτωση που ο πάροχος δεν ανακτά το συνολικό κόστος, τα έσοδα πρέπει να διασφαλίζουν κάθε χρόνο τη βελτίωση της ανάκτησης του κόστους, με εξαίρεση έτη στα οποία προηγήθηκαν περίοδοι καταστάσεων έκτακτων αναγκών, σύμφωνα με το άρθρο 9 της ΚΥΑ 14689/2014 (Β’ 2878).
2. Ο τρόπος τιμολόγησης των τελικών χρηστών γίνεται βάσει της μεθόδου τιμολόγησης κατά αύξουσες κλίμακες. Τα τέλη βάσει της μεθόδου αυτής, αποτελούνται από ένα σταθερό τέλος και ένα μεταβλητό τέλος ανά μονάδα όγκου νερού (ογκομετρική χρέωση ανά κυβικό μέτρο κατανάλωσης νερού).
2.1. Το σταθερό τέλος εκτιμάται έτσι ώστε να αντανακλά και να ανακτά το πάγιο/ σταθερό κόστος κάθε παρόχου και εφαρμόζεται με σταθερή χρέωση ανά μετρητή νερού.
2.2. Για τον καθορισμό των μεταβλητών τελών ανά τιμή μονάδας νερού, ισχύει μία κύρια τιμή για τις καταναλώσεις του πρώτου κλιμακίου (πρώτη κεντρική κλίμακα κατανάλωσης), η οποία εκτιμάται από κάθε πάροχο, έτσι ώστε εφαρμόζοντας αυτή να καλύπτονται όλα τα μεταβλητά έξοδα του παρόχου.
2.3 Το σταθερό τέλος, καθώς και η κύρια τιμή μονάδας νερού ορίζονται έτσι ώστε να αφορούν τη πλειοψηφία των καταναλωτών και να δημιουργούν την καθοριστική μάζα των εσόδων.
3. Κάθε πάροχος έχει τη δυνατότητα να εισηγείται στην αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τις ομάδες πολιτών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 (εδάφιο β) του άρθρου 8, μέσω της πρόβλεψης μίας χαμηλότερης τιμής για την πρώτη κεντρική κλίμακα κατανάλωσης, διασφαλίζοντας ότι η συνολική κάθε είδους επιβάρυνση των ανωτέρω ομάδων, συμπεριλαμβανομένου του παγίου, τελών ογκοχρέωσης και άλλων ειδικών τελών ή χρεώσεων, δεν θα ξεπερνά τα όρια που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αδυναμία κάλυψης των βασικών τους αναγκών.
3.1. Κάθε πάροχος δύναται να εφαρμόζει με τη διαδικασία της παραγράφου 1, ένα ή περισσότερα κλιμάκια τιμών με υψηλότερες τιμές από την κύρια τιμή, προκειμένου να αποτρέπεται η υπερβολική κατανάλωση.
4. Οι προβλέψεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και υποπαράγραφο 3.1., δεν πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο την επιδίωξη και τελικώς την επίτευξη του στόχου της κάλυψης του κόστους κάθε παρόχου, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της παραγράφου 1.
5. Σε περίπτωση υπηρεσιών παροχής νερού ύδρευσης που χρησιμοποιείται για άρδευση ή βιομηχανική χρήση ή σε περίπτωση άνυδρων περιοχών που εφοδιάζουν καταναλωτές / χρήστες, με μεταφερόμενο νερό, με τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του εδαφίου (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 3199/2003 που προστέθηκε με το άρθρο πέμπτο (παρ.1β) του Ν. 4117/2013, είναι δυνατόν να καθορίζεται για τις ανωτέρω χρήσεις, χαμηλότερη ανάκτηση κόστους υπηρεσιών ύδατος.
6. Κάθε πάροχος είναι υπόχρεος για την καταγραφή των καταναλωτών του, των ποσοτήτων ύδατος που παρέχει για άλλες χρήσεις σε κάθε χρήστη και τα έσοδα από κάθε χρήστη. Επίσης, για κάθε χρήστη πρέπει να καταγράφεται σε ποια κύρια χρήση κατατάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 2. Τα στοιχεία αυτά συμπληρώνονται και αποστέλλονται στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13.
7. Η συχνότητα έκδοσης λογαριασμών παροχής των ανωτέρω υπηρεσιών θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ενδεχόμενη υπερβολική κατανάλωση σε ορισμένη περίοδο δεν εξισορροπείται με μειωμένες καταναλώσεις σε προηγούμενη ή επόμενη περίοδο, έτσι ώστε η χρέωση να λειτουργεί ως κίνητρο για λελογισμένη κατανάλωση νερού.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι συγκεκριμένες χρεώσεις είτε αφορούν σε σταθερό είτε σε μεταβλητό τέλος, είτε σε τέλος αποχέτευσης, εντάσσονται στην έννοια «τέλος ύδρευσης» του άρθρου 82 του ΒΔ της 24-9/20-10-1958 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 60 του ν.1416/84, ή πιο απλά ότι και το ελληνικό δημόσιο υποχρεούται να πληρώνει το σύνολο του κόστους του νερού που καταναλώνει και του καθαρισμού των λυμάτων που παράγει. Και μάλιστα εάν είναι δυνατόν η αποσαφήνιση αυτή να έχει εφαρμογή και στα σημερινά τιμολόγια μιας και είναι τουλάχιστον ανάρμοστο στη σημερινή οικονομική συγκυρία το ελληνικό δημόσιο (αλλά και κάποιοι στρατιωτικοί που θεωρούν ότι τα σπίτια τους –τα ΣΟΑ–, είναι δημόσιο), να επιμένουν να πληρώνουν λιγότερα από τον «απλό» κόσμο
Επίσης καλό είναι να προβλεφθεί η δυνατότητα τουλάχιστον, επιβολής υψηλότερων χρεώσεων για χρήσεις «αναψυχής» – και αναφέρομαι κυρίως σε παρτέρια, κήπους και γήπεδα (γενικά σε χρήσεις που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες νερού, χωρίς να απαιτούν αναγκαστικά τόσο ποιοτικά καλό νερό όπως η οικιακή χρήση). Είναι ένας τρόπος αν όχι να βρεθούν άλλοι τρόποι ποτίσματος, εκτός του δικτύου ύδρευσης, τουλάχιστον για εξοικονόμηση νερού
Με την ίδια λογική θα έπρεπε να προβλέπεται δυνατότητα υψηλότερης και όχι χαμηλότερης ανάκτησης κόστους ύδρευσης στις περιπτώσεις άρδευσης ή για βιομηχανική χρήση της παραγράφου 5 (στις οποίες θα πρέπει να προστεθεί και η κτηνοτροφική χρήση)- εκτός εάν έχω καταλάβει λάθος την έννοια της παραγράφου (πάντως από τη στιγμή που “Ανάκτηση κόστους” είναι το ποσοστό των συνολικών εσόδων (χρεώσεων προς τους χρήστες υπηρεσιών ύδατος) επί του συνολικού κόστους των υπηρεσιών ύδατος, προσωπικά καταλαβαίνω ότι χαμηλότερη ανάκτηση σημαίνει χαμηλότερες χρεώσεις, για μεγάλες καταναλώσεις ύδατος που πολλές φορές θα μπορούσαν να είναι ποιοτικά υποδεέστερες από το πόσιμο νερό.
Παρ. 1
«(πάγια ή/και ογκομετρική χρέωση)»: Χρειάζεται διευκρίνιση ότι με το «πάγια» δεν εννοεί χρέωση με φιξ ποσό, χωρίς να υπάρχουν μετρητές για την ογκομέτρηση της χρήσης.
Παρ. 2
Όπως σχολιάσαμε στο άρθρο 1, η φιλοσοφία της απόφασης διακρίνεται από τον οικονομικό-λογιστικό χαρακτήρα, που δίνει έμφαση στην οικονομική βιωσιμότητα των υπηρεσιών ύδατος.
Εφόσον η οικονομική βιωσιμότητα των υπηρεσιών ύδρευσης εξασφαλίζεται από την πρώτη κλίμακα της κατανάλωσης, που θα βρίσκεται το κίνητρο βελτίωσης της λειτουργίας και των υπηρεσιών της (π.χ. να περιορίσει τις απώλειές της κ.λ.). Είναι δίκαιη η κατανομή της μεταβλητής δαπάνης του ενεργειακού κόστους, για τη λειτουργία, επί παραδείγματι, εφεδρικών γεωτρήσεων που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της υπερβάλλουσας ζήτησης και στους χρήστες που περιορίζουν την κατανάλωσή τους;
Παρ. 5
«είναι δυνατόν να καθορίζεται για τις ανωτέρω χρήσεις, χαμηλότερη ανάκτηση κόστους υπηρεσιών ύδατος»: Και εδώ φαίνεται ότι κυριαρχεί η λογική της (έμμεσης) επιδότησης χωρίς παράλληλα να υποχρεούνται οι φορείς για την υλοποίηση μέτρων.
Παρ. 7
Είναι στο σωστό πλαίσιο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, σε πολλές περιοχές παρατηρείται δυσκολία στην εφαρμογή, με τη δικαιολογία της έλλειψης προσωπικού για την καταγραφή των μετρήσεων, με αποτέλεσμα η μέτρηση να γίνεται ανά αραιά χρονικά διαστήματα και να προκύπτει σημαντική επιβάρυνση των λογαριασμών λόγω της εφαρμογής του κλιμακωτού τιμολογίου.
Ο διαχωρισμός του τιμολογίου σε σταθερό τέλος και μεταβλητό τέλος αντιστοιχεί συνήθως σε κατανομή του κόστους σε σταθερό, μη εξαρτώμενο από τον αριθμό των εξυπηρετούμενων καταναλωτών ή τον παραγόμενο όγκο νερού (διοικητικά έξοδα, μισθολόγιο, συντήρηση εγκαταστάσεων, ποιοτικός έλεγχος ) και σε μεταβλητό εξαρτώμενο από τις παραγόμενες ποσότητες (ηλεκτρική ενέργεια, χημικά κλπ.) Επειδή όμως το σταθερό κόστος είναι συνήθως το μεγαλύτερο τμήμα του κοστολογίου , μόνο ένα τμήμα αυτού αντιστοιχεί στο σταθερό τέλος του τιμολογίου. Το υπόλοιπο κατανέμεται στο μεταβλητό τέλος του τιμολογίου.
Επισημαίνεται ότι είναι άδικη, παρ ότι συμφέρουσα τους παρόχους , η κατανομή μεγάλης ποσοστιαίας συμμετοχής του σταθερού τέλους στο σύνολο του τιμολογίου , ιδιαίτερα στους μικρούς καταναλωτές, γιατί αυξάνει υπέρμετρα την τιμή ανά μ3 νερού και αλλοιώνει την φιλοσοφία επιβολής προοδευτικά αυξανόμενης τιμολόγησης. Για τον λόγο αυτό το σταθερό τέλος ή θα πρέπει να αυξάνεται ανάλογα με το κλιμάκιο τιμολόγησης όντας χαμηλό στα πρώτα κλιμάκια ή να προσδιορίζεται εκ των προτέρων η μέγιστη ανεκτή ποσοστιαία συμμετοχή του σταθερού τέλους στο σύνολο του τιμολογίου.
Σε κάθε περίπτωση η σημασία του μεταβλητού τέλους, δηλ. του τμήματος του εξαρτώμενου από την κατανάλωση ,στο σύνολο του τιμολογίου επιβάλλει τον περιοδικό έλεγχο της καλής λειτουργίας των υδρομετρητών , εκ των οποίων προσδιορίζονται οι ποσότητες της κατανάλωσης και όχι την συχνή αντικατάσταση αυτών με επιβάρυνση των χρηστών, όπως είναι η συνήθης και βολική πρακτική.
Σημαντική στην κατεύθυνση της υιοθέτησης μέτρων είναι η γνώση
της ελαστικότητας ζήτησης ύδατος η οποία θα προσδιορίσει ποιοι
θα επωμιστούν την υψηλότερη τιμή ύδατος.
Η μετακύλιση στις ρυπογόνες επιχειρήσεις ή τους τελικούς
καταναλωτές μίας υψηλότερης τιμής εξαρτάται από την
ελαστικότητα της ζήτησης, δηλαδή την αντίδραση της ζήτησης στις
μεταβολές της τιμής.
Ο βαθμός μετακύλισης του φόρου στους καταναλωτές (μέσω
αύξησης της τιμής του παραγόμενου προϊόντος) είναι αντιστρόφως
ανάλογος με το μέγεθος της ελαστικότητας ζήτησης .
Για παράδειγμα, ο όγκος και η ποιότητα των λυμάτων ποικίλει σημαντικά μεταξύ βιομηχανιών. Για τη βιομηχανία σε αντίθεση με τις οικιακές χρήσεις, οι παρεχόμενοι όγκοι νερού δεν αποτελούν καλή προσέγγιση για τον προσδιορισμό του κόστους των παραγόμενων αποβλήτων. Ο εξειδικευμένος προσδιορισμός των παραγόμενων υγρών αποβλήτων είναι συνεπώς απαραίτητος. Η έμφαση στην ανάκτηση του κόστους και στα κίνητρα για αποδοτική χρήση του νερού συνεχώς μεγαλώνει.
Για την Βιομηχανία το κόστος αυτό μπορεί να μετρηθεί αν εκτιμηθεί
η κοινωνική διάθεση για πληρωμή για την βελτίωση των υδάτινων
πόρων που έχουν μολυνθεί από τα βιομηχανικά απόβλητα. Η
αύξηση της συνολικής κοινωνικής ευημερίας από την βελτίωση της
ποιότητας των υδάτινων πόρων που έχουν μολυνθεί από την
βιομηχανική δραστηριότητα, αποτελεί το περιβαλλοντικό κόστος της
βιομηχανίας.
Για τον Τουρισμό το περιβαλλοντικό κόστος υποβάθμισης της
ποιότητας των υδάτινων πόρων συνδέεται με την μείωση της
δυνατότητας των τουριστών αλλά και των κατοίκων να αντλούν
χρησιμότητα από την χρήση του νερού για ύδρευση και αναψυχή,
καθώς από την διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας και της
βιοποικιλότητας, λόγω της τουριστικής δραστηριότητας.
Με κατάλληλα διαμορφωμένα ερωτηματολόγια και οικονομετρική
επεξεργασία των δεδομένων μπορεί να υπολογιστεί το
περιβαλλοντικό κόστος που συνδέεται με κάθε χρήση.
Το περιβαλλοντικό κόστος της βιομηχανίας θα μπορούσε εναλλακτικά να υπολογιστεί με βάση το κόστος για την κατασκευή μονάδας επεξεργασίας λυμάτων η οποία θα εξασφαλίζει ότι το νερό που επιστρέφει στον υδροφορέα είναι ίδιας ποιότητας με αυτό που αντλήθηκε από αυτόν.
Στο άρθρο 10, αναφέρετε την επιβολή του τέλους κλιμακωτά μέχρι την δεύτερη αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης, με βασικό κριτήριο την αποτροπή της απότομης και υπερβολικής επιβάρυνσης των χρηστών, αλλά πουθενά δεν αναφέρετε το ποσόν. Διότι άλλο να επιβληθεί π.χ. 1 € ανά στρέμμα στον χρήστη που πληρώνει 9 €, και άλλο 1 € στα 50 €. Μην ξεχνάτε ότι δεν λειτουργεί σε όλα τα δίκτυα ογκοχρέωση, αλλά επιβάλλεται βάσει νομοθεσίας στρεμματική εισφορά. Τέλος στην παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, πως θα ελέγχεται αν κάποιος ανήκει στις ευπαθείς ομάδες, Θα ελέγχουμε τα Ε9/Ε1 ?