1.Το Περιβαλλοντικό Κόστος προσδιορίζεται σε επίπεδο Υδατικού Συστήματος (ΥΣ) ή ανά ομάδα ΥΣ και προκύπτει από τον προσδιορισμό του κόστους των Συμπληρωματικών Μέτρων του Προγράμματος Μέτρων του εκάστοτε ισχύοντος Σχεδίου Διαχείρισης ΛΑΠ, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Π.Δ. 51/2007, οι οποίες αφορούν στην επίτευξη της καλής κατάστασης των ΥΣ.
- Το Περιβαλλοντικό Κόστος προκύπτει όταν υφίσταται έστω και μια από τις ακόλουθες συνθήκες στη Λεκάνη Απορροής Ποταμού: (α) επιφανειακά ΥΣ με οικολογική κατάσταση κατώτερη της καλής, β) επιφανειακά ΥΣ με χημική κατάσταση κατώτερη της καλής, γ) επιφανειακά ΥΣ με οικολογική ή/και χημική κατάσταση άγνωστη, και δ) υπόγεια ΥΣ με κακή χημική κατάσταση που δεν οφείλεται σε φυσικά αίτια.
- Για τον προσδιορισμό του Περιβαλλοντικού Κόστους, ακολουθείται η μεθοδολογία που περιγράφεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ.
- Ο προσδιορισμός του Περιβαλλοντικού Κόστους εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μετά από εισήγηση της οικείας Διεύθυνσης Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και αναπροσαρμόζεται σε ετήσια βάση, ανάλογα με το βαθμό διαφοροποίησης του εκτιμώμενου κόστους των Συμπληρωματικών Μέτρων του Προγράμματος Μέτρων του εκάστοτε ισχύοντος Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΛΑΠ), σύμφωνα με την παράγραφο 2.
4.1. Όταν το Υδατικό Σύστημα εκτείνεται στα διοικητικά όρια περισσοτέρων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, ο προσδιορισμός και η έγκριση του Περιβαλλοντικού Κόστους ασκείται από κοινού. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών ύδατος προμηθεύεται νερό από το εν λόγω Υδατικό Σύστημα, ενώ η χρήση του ύδατος καλύπτει διαφορετικό/ά Υδατικό/ά Σύστημα /Συστήματα.
5. Οι αποφάσεις έγκρισης του Περιβαλλοντικού Κόστους κοινοποιούνται από τις οικείες Διευθύνσεις Υδάτων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων στην Ειδική Γραμματεία Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Στην παράγραφο 2 αναφέρεται ότι περιβαλλοντικό κόστος για τα υπόγεια υδατικά συστήματα προκύπτει μόνο στα συστήματα με κακή χημικά κατάσταση που δεν οφείλεται σε φυσικά αίτια.
Θα πρέπει κανονικά να προβλεφθεί με κάποιο επιστημονικό τρόπο και κάποια μεταβατική ζώνη μεταξύ δύο υπόγειων συστημάτων με διαφορετική χημική κατάσταση στην οποία να υπολογίζεται περιβαλλοντικό κόστος. Ειδικά όταν το σύστημα με την καλή χημική κατάσταση τροφοδοτεί πλευρικά το σύστημα με την κακή χημική κατάσταση.
Σε διαφορετική περίπτωση όσοι μπορούν θα τραβηχτούν στα όρια των περιοχών με καλή χημική κατάσταση και θα ανορύξουν γεωτρήσεις αντλώντας νερό και επιτείνοντας το πρόβλημα στις περιοχές με κακή χημική κατάσταση.
Παρ. 3
Σχόλια επί του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ ΙΙ
Παρ. 1
«[…] το κόστος αυτό θα κατανέμεται στις χρήσεις αυτές αναλογικά βάσει του ισοζυγίου ποσοτήτων νερού που αντιστοιχούν σε κάθε χρήση.»: Είναι άδικο η κατανομή του κόστους να γίνεται σε όλες τις χρήσεις ανεξαρτήτως της ποσότητας κατανάλωσης και την εξέταση αν η χρήση είναι υπερβάλλουσα.
Για παράδειγμα, σε μία περιοχή χρησιμοποιούνται 10 hm3 για ύδρευση και 90 hm3 για άρδευση από ένα ΥΣ. Εφόσον η υδρευτική κατανάλωση είναι εντός των πλαισίων της ορθολογικής κατανάλωσης ανά κάτοικο, τα 10 hm3 πιθανόν να μην προκαλούσαν περιβαλλοντικό κόστος (αρνητική επίδραση στην κατάσταση του ΥΣ κ.λ.). Με αντίστοιχο έλεγχο για την αρδευτική κατανάλωση, μπορεί να διαπιστωθεί αν, πόσο και ποια χρήση προκαλεί περιβαλλοντικό κόστος στο ΥΣ.
Συνεπώς, με γνώμονα το όριο των απολήψιμων κυβικών, η υπέρβαση του οποίου προκαλεί περιβαλλοντικό κόστος, θα πρέπει το εν λόγω κόστος να κατανεμηθεί στην πιο υδροβόρα χρήση.
Η διαδικασία προσδιορισμού του περιβαλλοντικού κόστους ορθά γίνεται από τη Δ/νση Υδάτων.Ωστόσο,η Ε.Δ.Ε.Υ.Α. προτείνει να γίνεται ετησίως ή έστω ανά διετία με ταυτόχρονη συμμετοχή των θεσμικών παρόχων υπηρεσιών ύδατος ανά υδατικό διαμέρισμα υπό την μορφή διαβούλευσης.
Αν κατανοώ σωστά, εάν σε επίπεδο ΛΑΠ υπάρχει έστω κι ένα από τα α)-δ) της παρ. 2, θα αναγνωρίζεται Περιβαλλοντικό Κόστος. Άρα, κατ’ αρχήν «σε όλες» τις ΛΑΠ θα υπάρχει Π.Κ.
Κατά τη γνώμη μου είναι προβληματική η παρ. 1, με την έννοια ότι από μόνη της υπονοεί μια διαδικασία απόδοσης ΠΚ ανά ομάδα ΥΣ, διαδικασία που εάν δεν είναι σαφής ή ξεκάθαρη μπορεί να οδηγήσει σε αδικίες (όπως π.χ. να πληρώνει ΠΚ μία ομάδα ΥΣ βάσει Συμπληρωματικών Μέτρων που αφορούν κατάντη ΥΣ, ενώ αλλού μέσα στην ίδια ΛΑΠ τούτο να μη γίνεται).
Ίσως είναι σοφότερο από την αρχή η απόδοση ΠΚ να γίνεται ανά ΛΑΠ, βάσει του συνόλου του κόστους των Συμπληρωματικών Μέτρων της ΛΑΠ.
Στο σημείο αυτό ένα τεράστιο κατά τη γνώμη μου λάθος των υφιστάμενων Σχεδίων Διαχείρισης είναι ότι δεν περιλάμβανε κοστολόγηση σειράς μέτρων, ιδιαίτερα των διοικητικών με τα οποία επιφορτίζεται το Δημόσιο. Για παράδειγμα, λέει ότι η έκδοση ΑΧΥ για όλες τις παλιές υδροληψίες έχει κόστος … 0 (μηδέν)!!! Ενώ η επιβάρυνση των δημόσιων υπηρεσιών για αυτή τη διαδικασία «νομιμοποίησης» είναι τεράστια. Αυτή είναι μία απίστευτη λογική που είχαμε επισημάνει κατά τη δημόσια διαβούλευση (Σπάρτη). Κατά συνέπεια, επειδή θα μπουν «τιμές-σκουπίδια» στον αρχικό υπολογισμό του ΠΚ, αυτό που θα εξαχθεί θα είναι ανάλογο. Αναρωτιέμαι εάν αυτό μπορεί να διορθωθεί σε αυτή τη φάση.
Πεδίο δόξης λαμπρό ανοίγεται σε όποιον επιστήμονα θελήσει να ορίσει «κόστος ανά κυβικό μέτρο» όπως προβλέπει η ΥΑ για τα προς το παρόν νεφελώδη έργα αποκατάστασης (και άραγε γιατί δεν μελετάμε πρώτα ποια συγκεκριμένα θα μπορούσαν να είναι αυτά;) για να καταστεί «βιώσιμο» ένα υδατικό απόθεμα ή μια λεκάνη απορροής. Περιμένουμε να δούμε πόσες ΔΕΥΑ και πόσοι δήμοι που εξυπηρετούνται από ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ θα έχουν μηδενικά λοιπόν περιβαλλοντικά τέλη εκτός κι αν καμιά περιοχή της χώρας δεν έχει «βιώσιμα» υδατικά αποθέματα.
Στο εν λόγω σχέδιο καμιά συγκεκριμένη δράση δεν προσδιορίζεται και δεν ορίζεται ως υποχρεωτική. Τα χρήματα που θα συγκεντρώνονται από τα περιβαλλοντικά τέλη θα καταλήγουν στο περιβόητο και εν πολλοίς αδρανές «Πράσινο Ταμείο» κι από εκεί ποίος οίδε πού και κυρίως πότε αφού καμιά χρονική πρόβλεψη υποχρέωσης δεν ορίζεται παρά μόνον ο συντάκτης τα χαρακτηρίζει «ανταποδοτικά» διότι διαφορετικά θα ήταν κατάφωρα αντισυνταγματική η επιβολή τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και δύο από τις εξαιρέσεις από τα περιβαλλοντικά τέλη: (α) χρήστες οι οποίοι, με την εφαρμογή κατάλληλων πρακτικών ορθής διαχείρισης, συμβάλλουν στη διατήρηση ή/και βελτίωση της καλής κατάστασης των υδάτων, συμπεριλαμβανομένης της επαναχρησιμοποίησης λυμάτων και γ) λόγω γεωμορφολογικών ιδιομορφιών ή ακραίων κλιματικών συνθηκών. Οποιαδήποτε δλδ βιομηχανική μονάδα με πολιτική ισχύ π.χ. λόγω των θέσεων εργασίας που παρέχει παρουσιάζει «ορθή διαχείριση» εξαιρείται των τελών; Και γιατί το ίδιο να μην συμβαίνει και με τους οικιακούς χρήστες; Πώς αυτοί θα αποδείξουν την ορθή διαχείριση που κάνουν στην οικία τους;
Γενικότερα είναι δυνατόν να ανοίγεται από τον ίδιο τον ορισμό του τέλους αυτού πεδίο για άνιση επιβάρυνση πολιτών που έχουν την ατυχία να ζουν σε υποβαθμισμένες υδρολογικά περιοχές και χωρίς να ευθύνονται επ’ ουδενί για την μέχρι τώρα διαχείριση των υδάτων στην προβληματική ζώνη;
Εξωφρενική είναι η πρόβλεψη να πληρώνουν οι καταναλωτές για την ρύπανση των υδατικών συστημάτων, ακόμη κι αν δεν συνέβαλαν σε αυτή (αυτό ακριβώς προβλέπεται στην περίπτωση δ της 2ας παραγράφου του αρ. 5!!!) κι ακόμη κι αν αυτά ουδέποτε αποκαθίστανται; Θα ήταν χρήσιμο εδώ να μας απαντήσει ο Αν.Υπ. πόσες και ποιες από τις διαπιστωμένες περιπτώσεις ρύπανσης υδάτων έχουν αποκατασταθεί και ποιοι τις πλήρωσαν.
Η εκτίμηση του περιβαλλοντικού κόστους στηρίζεται πρωτίστως στην ανάλυση των επιπτώσεων των χρήσεων νερού στα οικοσυστήματα και τους υδατικούς πόρους, καθώς και στην απόκλιση από τους περιβαλλοντικούς στόχους.
Για το λόγο αυτό, ο τρόπος εκτίμησης συνδέεται ισχυρά με το μηχανισμό ανάκτησης, ο οποίος, σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβαλλοντικό κόστος μπορεί π.χ. να στοχεύει στην χρηματοδότηση του προγράμματος μέτρων, στην παροχή κινήτρων στους χρήστες για την υιοθέτηση ορθότερων περιβαλλοντικά πρακτικών κλπ.
Ο αναλυτικός υπολογισμός του συνολικού κόστους νερού σε συνδυασμό με τον προσδιορισμό των χρηστών και των ρυπαντών αποτελεί το πρώτο σκέλος της πληροφορίας που απαιτείται για τον προσδιορισμό του βαθμού ανάκτησης του κόστους. Το δεύτερο σκέλος περιλαμβάνει τον προσδιορισμό του μηχανισμού ανάκτησης του κόστους και την κατανομή του στους διάφορους χρήστες και παραγωγικούς τομείς.