Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, πέραν των ορισμών που αναφέρονται στους όρους «σύστημα επιφανειακών υδάτων», «σύστημα υπόγειων υδάτων», «κατάσταση επιφανειακών υδάτων», «καλή κατάσταση επιφανειακών υδάτων», «κατάσταση υπόγειων υδάτων», «καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων», «καλή χημική κατάσταση επιφανειακών υδάτων», «καλή χημική κατάσταση υπόγειων υδάτων» και «υπηρεσίες ύδατος” και περιλαμβάνονται αντίστοιχα στα εδάφια (ι), (ιβ), (ιστ), (ιζ), (ιη), (ιθ), (κγ), (κδ) και (κθ) της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Ν. 3199/2003 καθώς και στους όρους «καλή ποσοτική κατάσταση», «χρήση ύδατος», «περιβαλλοντικοί στόχοι» και «περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού (υδατικό διαμέρισμα)» και περιέχονται αντίστοιχα στις παραγράφους 2, 8, 10 και 11 του άρθρου 2 του Π.Δ. 51/2007, ισχύουν επιπλέον οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. “Πάροχοι υπηρεσιών ύδατος”: οι δημόσιοι και δημοτικοί φορείς, οι Δημόσιοι Οργανισμοί, οι Δημόσιες Επιχειρήσεις και τα Ν.Π.Ι.Δ., όπως οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ), η Εταιρεία Ύδρευσης & Αποχέτευσης Πρωτευούσης (ΕΥΔΑΠ ΑΕ), η Εταιρεία Ύδρευσης & Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ ΑΕ), η Εταιρεία Παγίων ΕΥΔΑΠ, η Εταιρεία Παγίων ΕΥΑΘ, οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΟΕΒ), οι ΟΤΑ Α΄ βαθμού, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ύδατος είτε προς άλλους φορείς είτε προς τελικούς χρήστες.
2. “Κοστολόγηση”: η διαδικασία υπολογισμού του συνολικού κόστους των υπηρεσιών ύδατος.
3. “Χρηματοοικονομικό κόστος ”: η οικονομική αποτίμηση του κόστους για όλα τα έργα, τις υποδομές και τις διαδικασίες που είναι απαραίτητες για τις υπηρεσίες παροχής ύδατος, για τις χρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 1 της παρούσης. Το χρηματοοικονομικό κόστος περιλαμβάνει το κόστος κεφαλαίου, το λειτουργικό κόστος, το κόστος συντήρησης και το κόστος διοίκησης.
4. “Περιβαλλοντικό κόστος”: η οικονομική αποτίμηση της απόκλισης της κατάστασης των υδάτων από την καλή κατάσταση, η οποία απαιτείται για τη βιώσιμη χρήση του υδατικού πόρου σύμφωνα με τους περιβαλλοντικούς στόχους του άρθρου 4 του Π.Δ. 51/2007.
5. “Κόστος πόρου”: η οικονομική αποτίμηση άλλων εναλλακτικών χρήσεων του ύδατος, οι οποίες είναι αναγκαίες σε περίπτωση που το Υδατικό Σύστημα (ΥΣ) χρησιμοποιείται πέραν του ρυθμού της φυσικής του αναπλήρωσης.
6. “Περιβαλλοντικό τέλος”: η οικονομική συνεισφορά του τελικού χρήστη ανά κυβικό μέτρο (μ3) καταναλωθέντος ύδατος, που αντιστοιχεί στο περιβαλλοντικό κόστος και στο κόστος πόρου. Στον υπολογισμό του περιβαλλοντικού τέλους δεν προσμετράται το τυχόν κόστος αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας, το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του Π.Δ. 148/2009.
7. “Συνολικό κόστος”: το άθροισμα του χρηματοοικονομικού κόστους, του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους πόρου των υπηρεσιών ύδατος.
8. “Ανάκτηση κόστους”: το ποσοστό των συνολικών εσόδων (χρεώσεων προς τους χρήστες υπηρεσιών ύδατος) επί του συνολικού κόστους των υπηρεσιών ύδατος.
9. “Τιμολόγηση”: η διαδικασία χρέωσης των υπηρεσιών ύδατος από πάροχο υπηρεσιών ύδατος σε άλλους φορείς ή απευθείας στον τελικό χρήστη με βάση την κοστολόγηση των υπηρεσιών ύδατος και την επιδιωκόμενη ανάκτηση κόστους.
10. «Συμπληρωματικά μέτρα»: τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 12 του Π.Δ.51/2007.
στην παράγραφο 1 «Πάροχοι υπηρεσιών ύδατος» δεν αναφέρονται οι ιδιώτες οι οποίοι μέσω ιδιωτικών δικτύων ή μέσων παρέχουν νερό στους τελικούς χρήστες παρότι αυτοί αναφέρονται στο άρθρο 8.1
Το σχόλιο αφορά σε έναν όρο που αναφέρεται κυρίως στα Παραρτήματα της ΚΥΑ αλλά δεν ορίζεται με σαφήνεια πουθενά στην ελληνική νομοθεσία.
Πρόκειται για τον όρο «Ποτάμι»! Για το συγκεκριμένο όρο δεν υπάρχει -εξ’ όσων γνωρίζω- σαφής ορισμός σε κανένα νομικό κείμενο της χώρας!!!
Προτείνω ως σωστότερο νομικά να χρησιμοποιείται ο όρος «υδατόρεμα» για τον οποίον υπάρχει αν μη τι άλλο κάποιος ορισμός, έστω και ατελής.
Είναι προφανές ότι αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία είναι ο προθάλαμος της ιδιωτικοποίησης του νερού, γιατί χωρίς κέρδος δεν επενδύει κανείς. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως μιλάμε για νομοθετικά εξασφαλισμένο κέρδος, χωρίς κανένα επενδυτικό ρίσκο, με τεράστια επιβάρυνση των πολιτών που θα κληθούν να πληρώσουν τα κέρδη των πολυεθνικών που καραδοκούν.
Όμως πέρα από το χρηματοοικονομικό κόστος προστίθενται και άλλα νέα κόστη, που κανείς δε μπορεί από τώρα να προσδιορίσει και είναι απολύτως αβέβαιο αν θα μπορέσει να υπολογίσει στο μέλλον. Είναι το “περιβαλλοντικό κόστος” και το “κόστος πόρου”.
Το μόνο που εξασφαλίζουν οι προβλέψεις είναι ότι οι πολίτες θα πληρώνουν το υπολογιζόμενο κόστος. Δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι οι ρυπαίνοντες θα πληρώνουν και όχι οι τελικοί χρήστες.
Η πρόβλεψη στο Παράρτημα ΙΙ, παρ.1 για το “ισοζύγιο ποσοτήτων νερού που αντιστοιχούν σε κάθε χρήση” δεν είναι καθόλου δίκαιος τρόπος κατανομής του περιβαλλοντικού κόστους, ούτε για όσους συμμετέχουν στη χρήση, ούτε για όσους καλούνται να πληρώσουν. Με την έννοια αυτή έρχεται σε αντίθεση και με την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”, και προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση το πως περιλαμβάνεται σε ν/σ του υπουργείου περιβάλλοντος.
Το ίδιο, αναλογικά, ισχύει και με το “κόστος πόρου”. Δεν υπάρχει πρόνοια για το ποιός ή ποιοί πραγματοποιούν “υπεραπολήψεις” και πόσο πρέπει να πληρώνουν γι΄ αυτές, αλλά το μόνο που εξασφαλίζεται είναι η κατανομή του σχετικού κόστους “επί δικαίων και αδίκων”. Αυτό και πάλι δεν ταιριάζει σε μια αντίληψη προστασίας του περιβάλλοντος και είναι πάλι απορίας άξιο το πως περιλαμβάνεται σε ν/σ του αρμόδιου υπουργείου. Δεν είναι σε γνώση των αρμοδίων τι γίνεται σε πολλά μέρη του πλανήτη από πολυεθνικές εταιρείες που έχουν υδροβόρες δραστηριότητες και οι κάτοικοι λένε “το νερό νεράκι”; Αυτό θέλουν να γίνει και στη χώρα μας;
Τελικά ζητάμε :
1. Την απόσυρση αυτού του ν/σ από το αρμόδιο υπουργείο και την κυβέρνηση και την έναρξη μιας πραγματικής διαβούλευσης με τα κινήματα του νερού και όλους τους ενδιαφερόμενους, για να μην επαναληφθούν και στη χώρα μας όσα συμβαίνουν αλλού καταστρέφοντας τις κοινωνίες και το περιβάλλον.
2. Τη δημοσιοποίηση της μελέτης που εκπόνησε με χρηματοδότηση του ΥΠΕΧΩΔΕ, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Επιστημονική Ομάδα της επίκ. καθηγήτριας Φοίβης Κουντούρη και δημοσιοποίησε το Μάρτιο του 2008, με αντικείμενο ακριβώς την “Εφαρμογή των Οικονομικών Πτυχών του Άρθρου 5 της Κοινοτικής Οδηγίας περί Υδάτων 2000/60/ΕΚ στην Ελλάδα”. Η μελέτη αυτή παρουσιάζει την ανάλυση της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Οδηγίας ανά υδατικό διαμέρισμα της χώρας και έτσι οι πολίτες μπορούν να πάρουν μια εικόνα για τις οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει πάνω τους. Οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν για να συμμετέχουν!
Δυστυχώς για την ποιότητα του κράτους Δικαίου στην χώρα μας, η διάταξη που προωθείται ύστερα από την αποτυχημένη και επίμονη προσπάθεια κέντρων συμφερόντων εντός και εκτός χώρας για την άμεση και πλήρη ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης φέρνει «από το παράθυρο» παρόμοιες συνέπειες στους οικιακούς (αλλά όχι μόνο) καταναλωτές αφού καλούνται να πληρώσουν άρτι εφευρεμένα «κόστη» που αποδεικνύουν αμέσως ότι μέσω αυτού του σχεδίου μιλούμε πλέον για πλήρη εμπορευματοποίηση όχι μόνον των υπηρεσιών ύδρευσης αλλά και του ίδιου του νερού της χώρας μας.
Φυσικά, η στερούμενη κάθε έννοιας λογικής και επιστημονικής στοιχειοθέτησης προσπάθεια να μπει «ταμπέλα με τιμή στη φύση» και την καλή κατάσταση των οικοσυστημάτων και των υδάτινων αποθεμάτων δεν είναι μια επινόηση του ελληνικού υπουργείου αλλά αποτελεί πάγια επιδίωξη πολυεθνικών εταιριών που με ρητορική δήθεν οικολογικής ευσυνειδησίας θέλουν να δημιουργήσουν μια «αγορά των οικοσυστημάτων» ακόμη και μια «αγορά νερού», παρόμοια με εκείνη των ρύπων Co2, που έχουμε δει εδώ και χρόνια πόσο λίγο βοήθησε στη μείωσή τους.
Αυτά τα κέντρα κατάφεραν εδώ και καιρό να «επηρεάσουν» μέσω των λόμπι τους τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κι έτσι με το αρ. 9 της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, προς την οποία το εθνικό δίκαιο εναρμονίζεται με την υπό «διαβούλευση» ΥΑ, τέθηκε θέμα Ανάκτησης Πλήρους Κόστους για της Υπηρεσίες Ύδατος. Σ’ αυτό τα κράτη οφείλουν να συνυπολογίζουν (όπως αναλύεται στο 2ο άρθρο της προς «διαβούλευση» ΥΑ) το Χρηματοοικονομικό κόστος, το Περιβαλλοντικό κόστος και το Κόστος Πόρου.
Για να αποκωδικοποιήσουμε την προσπάθεια παραπλάνησης που γίνεται εις βάρος των πολιτών χρειάζεται να αναφερθούμε στους τρεις ορισμούς που δίνονται σε αυτές τις έννοιες από τους συντάκτες του Σχεδίου.
Α. Ως «Χρηματοοικονομικό κόστος» ορίζεται «η οικονομική αποτίμηση του κόστους για όλα τα έργα, τις υποδομές και τις διαδικασίες που είναι απαραίτητες για τις υπηρεσίες παροχής ύδατος, για τις χρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 1 της ΥΑ. Το χρηματοοικονομικό κόστος περιλαμβάνει το κόστος κεφαλαίου, το λειτουργικό κόστος, το κόστος συντήρησης και το κόστος διοίκησης.
Σύμφωνα με αυτόν τον νέο ορισμό του χρηματοοικονομικού κόστους:
1) Οι καταναλωτές καλούνται να ξαναπληρώσουν για έργα υποδομών που μέσα από την φορολογία γενεών Ελλήνων αλλά και Ευρωπαίων (σε ότι αφορά τα έργα υποδομών που χρηματοδοτηθήκαν από ευρωπαϊκά κονδύλια), δανείων που σήμερα αποτελούν μέρος του δυσβάσταχτου δημοσίου χρέους αλλά και την συνεισφορά τους με την πληρωμή λογαριασμών και λοιπόν τελών έχουν ήδη πληρώσει και πληρώνουν σε βάθος δεκαετιών.
2) Καλούνται επίσης να πληρώσουν για ανύπαρκτα, υπό κατασκευή ή κακής ποιότητας έργα υποδομών σε περιοχές της επαρχίας όπου σε πολλές περιπτώσεις οι αρμόδιες υπηρεσίες αδυνατούν να παρέχουν καθαρό πόσιμο νερό και βεβαίως δεν υπάρχουν καν αποχετευτικά δίκτυα.
3) Καλούνται να πληρώσουν τα κέρδη των υπεργολάβων που λυμαίνονται των υπηρεσιών όπως πολύ σαφώς αναφέρει η ΥΑ στο Άρθρο 4 παρ 2 ββ) αφού μες το λειτουργικό κόστος συνυπολογίζεται και το «κόστος σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τρίτους». Μόλις πρόσφατα μια τέτοια «καινοτόμα» σύμβαση υπογράφηκε από την ΕΥΔΑΠ προκειμένου μια ιδιωτική εταιρία να «αξιολογήσει» με το αζημίωτο το υπάρχον προσωπικό, κάτι που μέχρι σήμερα γινόταν χωρίς «κόστος» ενδοϋπηρεσιακά και που εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε να βελτιωθεί επίσης ενδοϋπηρεσιακά αν υπήρχε χρεία.
4) Καλούνται να πληρώσουν το Κόστος Κεφαλαίου δλδ την απόδοση από εναλλακτικές τοποθετήσεις του (αρ 4 παρ.2.α.αβ). Αν μια επιχείρηση ύδρευσης π.χ. αποδείξει κάποια στιγμή πως θα κέρδιζε περισσότερα αν τα χρήματα που έδωσε για συντήρηση δικτύου τα είχε επενδύσει σε κάποια άλλη δραστηριότητα θα πρέπει εμείς να πληρώσουμε τα διαφυγόντα υποτιθέμενα κέρδη της; Ας μην πει κανείς αφελής ότι οι επιχειρήσεις ύδρευσης από το καταστατικό τους έχουν χρέος να επενδύουν μόνο στις υποδομές αφού μόλις φέτος η ΕΥΔΑΠ «επένδυσε» € 20.000.000 στην Attica Bank. Επιπλέον σύμφωνα με την ΥΑ θα πρέπει οι καταναλωτές να πληρώνουν και το «εύλογο κέρδος» των ιδιωτών επενδυτών σε ΕΥΑΘ και ΕΥΔΑΠ (Παράρτημα 1 α2) χωρίς βέβαια να προσδιορίζεται ποσοτικά η ευέλικτη έννοια «εύλογο», με μια πρόνοια πραγματικής κρατικής γενναιοδωρίας λες και στον ιδιωτικό τομέα οι επενδυτές έχουν καμιά εξασφάλιση κερδοφορίας όταν επενδύουν σε κάποια επιχείρηση. Φέτος ήταν σχεδόν 22 εκ. ευρώ το ύψος των μερισμάτων που διένειμε η ΕΥΔΑΠ που είχε κέρδη 138 εκ. αλλά καθώς φαίνεται το ποσό αυτό δεν είναι το «εύλογο» και θα πρέπει όλοι να δώσουμε κάτι παραπάνω.
Β. Ως «Περιβαλλοντικό κόστος» ορίζεται «η οικονομική αποτίμηση της απόκλισης της κατάστασης των υδάτων από την καλή κατάσταση, η οποία απαιτείται για τη βιώσιμη χρήση του υδατικού πόρου σύμφωνα με τους περιβαλλοντικούς στόχους του άρθρου 4 του Π.Δ. 51/2007».
1) Πεδίο δόξης λαμπρό ανοίγεται σε όποιον επιστήμονα θελήσει να ορίσει «κόστος ανά κυβικό μέτρο» όπως προβλέπει η ΥΑ για τα προς το παρόν νεφελώδη έργα αποκατάστασης (και άραγε γιατί δεν μελετάμε πρώτα ποια συγκεκριμένα θα μπορούσαν να είναι αυτά;) για να καταστεί «βιώσιμο» ένα υδατικό απόθεμα ή μια λεκάνη απορροής. Περιμένουμε να δούμε πόσες ΔΕΥΑ και πόσοι δήμοι που εξυπηρετούνται από ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ θα έχουν μηδενικά λοιπόν περιβαλλοντικά τέλη εκτός κι αν καμιά περιοχή της χώρας δεν έχει «βιώσιμα» υδατικά αποθέματα.
2) Ακόμη κι αν η επιστήμη τα καταφέρει είναι βέβαιο ότι η πολιτική θα αποτύχει. Στο εν λόγω σχέδιο καμιά συγκεκριμένη δράση δεν προσδιορίζεται και δεν ορίζεται ως υποχρεωτική. Τα χρήματα που θα συγκεντρώνονται από τα περιβαλλοντικά τέλη θα καταλήγουν στο περιβόητο και εν πολλοίς αδρανές «Πράσινο Ταμείο» κι από εκεί ποίος οίδε πού και κυρίως πότε αφού καμιά χρονική πρόβλεψη υποχρέωσης δεν ορίζεται παρά μόνον ο συντάκτης τα χαρακτηρίζει «ανταποδοτικά» διότι διαφορετικά θα ήταν κατάφωρα αντισυνταγματική η επιβολή τους.
3) Πως μπορεί να μην είναι προσχηματικό και εισπρακτικού χαρακτήρα το εν λόγω τέλος αν για παράδειγμα σε μια περιοχή της χώρας τα έργα αποκατάστασης του υδάτινου αποθέματος είναι τέτοια που θα εκτόξευαν το τέλος σε δυσθεώρητα ύψη;
4) Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και δύο από τις εξαιρέσεις από τα περιβαλλοντικά τέλη: (α) χρήστες οι οποίοι, με την εφαρμογή κατάλληλων πρακτικών ορθής διαχείρισης, συμβάλλουν στη διατήρηση ή/και βελτίωση της καλής κατάστασης των υδάτων, συμπεριλαμβανομένης της επαναχρησιμοποίησης λυμάτων και γ) λόγω γεωμορφολογικών ιδιομορφιών ή ακραίων κλιματικών συνθηκών. Οποιαδήποτε δλδ βιομηχανική μονάδα με πολιτική ισχύ π.χ. λόγω των θέσεων εργασίας που παρέχει παρουσιάζει «ορθή διαχείριση» εξαιρείται των τελών; Ή οποιοσδήποτε βουλευτής μπορέσει να χαρακτηρίσει τον δήμο εκλογής του ως «γεωμορφολογικά ιδιάζοντα» θα μπορεί να τον εξαιρεί από το τέλος;
5) Εξωφρενική είναι δε η πρόβλεψη να πληρώνουν οι καταναλωτές για την ρύπανση των υδατικών συστημάτων, ακόμη κι αν δεν συνέβαλαν σε αυτή (αυτό ακριβώς προβλέπεται στην περίπτωση δ της 2ας παραγράφου του αρ. 5!!!) κι ακόμη κι αν αυτά ουδέποτε αποκαθίστανται; Θα ήταν χρήσιμο εδώ να μας απαντήσει ο Αν.Υπ. πόσες και ποιες από τις διαπιστωμένες περιπτώσεις ρύπανσης υδάτων έχουν αποκατασταθεί και ποιοι τις πλήρωσαν.
6) Γενικότερα είναι δυνατόν να ανοίγεται από τον ίδιο τον ορισμό του τέλους αυτού πεδίο για άνιση επιβάρυνση πολιτών που έχουν την ατυχία να ζουν σε υποβαθμισμένες υδρολογικά περιοχές και χωρίς να ευθύνονται επ’ ουδενί για την μέχρι τώρα διαχείριση των υδάτων στην προβληματική ζώνη;
Γ. Ως «Κόστος πόρου» ορίζεται «η οικονομική αποτίμηση άλλων εναλλακτικών χρήσεων του ύδατος, οι οποίες είναι αναγκαίες σε περίπτωση που το Υδατικό Σύστημα (ΥΣ) χρησιμοποιείται πέραν του ρυθμού της φυσικής του αναπλήρωσης».
Αυτός ο πλέον διάτρητος από τους ορισμούς των νέων ορισμών κόστους μας φέρνει στο νου την Χιλή. Εκεί οι μεγάλες επιχειρήσεις εκμετάλλευσης χαλκού, που έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν παραπάνω, χρησιμοποιούν το νερό των τοπικών πηγών και ποταμών ενώ οι κάτοικοι καταλήγουν να πίνουν αφαλατωμένο θαλασσινό, αφού μόνο τέτοιο υπάρχει διαθέσιμο σε οικονομικότερες τιμές. Θα πρέπει λοιπόν εφεξής να πληρώνουμε την διαφορά ως «κόστος πόρου» για να μην γίνει άλλη χρήση του νερού μας με μεγαλύτερο οικονομικό όφελος;
Mια μεγάλη βιομηχανική μονάδα πχ. εμφιαλώσεως που χρησιμοποιεί νερό πέραν του ρυθμού της φυσικής του αναπλήρωσης θα πληρώνει το «κόστος πόρου» και θα κερδοφορεί ησύχως παρότι καταστρέφει το υδατικό απόθεμα; Πώς κάτι τέτοιο συνάδει με την υποτιθέμενη επιδιωκόμενη «ορθολογική χρήση»;
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι από όλη την υπόθεση «ανάκτησης κόστους» εξαιρούνται όλες οι υπηρεσίες ύδατος για ενεργειακή χρήση (αρ. 2 παρ.2.α της ΥΑ) και φυσικά είναι προφανές το γιατί αν ρίξει κανείς μια ματιά στον τρόπο λειτουργίας του ενεργειακού κλάδου στην χώρα μας.
Είναι σαφές σε όλους πως οι παραπάνω διατάξεις δεν αποσκοπούν σε τίποτε άλλο παρά στο να δώσουν εύσχημες δικαιολογίες για αύξηση της τιμής του νερού στο διηνεκές, με παρόμοιο τρόπο όπως διπλασιάστηκαν εν μία νυκτί τα τιμολόγια της ΔΕΗ με τις «ρυθμιζόμενες χρεώσεις».
Το σαθρό επιχείρημα ότι η αύξηση της τιμής θα οδηγήσει σε εξοικονόμηση και ορθολογική χρήση, έτσι ως εκ θαύματος, είναι μια κατάφωρη διαστρέβλωση της οικονομικής πραγματικότητας αφού ο έχων θα μπορεί άνετα να συνεχίσει να πληρώνει την υπερβολική κατανάλωση ενώ ο οικονομικά ασθενέστερος θα μετρά το νερό με το σταγονόμετρο.
Είναι μια ακόμη έμμεσης μορφής φορολόγηση, που απειλεί ευθέως το ανθρώπινο δικαίωμα για πρόσβαση σε νερό και υγιεινή όπως αυτό ορίστηκε από τον ΟΗΕ.
Τέλος, η λογική της ανάκτησης πλήρους κόστους έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον χαρακτήρα μιας υπηρεσίας κοινής ωφέλειας, χαρακτήρα που οι επιχειρήσεις ύδρευσης στην Ελλάδα φέρουν ακόμη αλλά και επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Πέραν ενός λογικού για την συνέχιση της λειτουργίας τέτοιων επιχειρήσεων ποσοστού κέρδους, το οποίο αυτές ως ουσία κοινωφελείς, οφείλουν να επανεπενδύουν για την συντήρηση και βελτίωση των υποδομών και των δικτύων, οποιοδήποτε άλλο (κέρδος) απλώς είναι ανήθικο, επιβαλλόμενο σ’ εμάς που δεν έχουμε άλλην εναλλακτική λύση για να έχουμε πρόσβαση στον πλέον αναγκαίο πόρο.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, είμαστε παντελώς αντίθετοι στην επιχειρούμενη μετατροπή του κοινού αγαθού του νερού σε προϊόν και ζητούμε την πλήρη απόσυρση του υπό «διαβούλευση» κειμένου.
Πρωτοβουλία για τη μη ιδιωτικοποίηση του νερού στην Ελλάδα, SAVEGREEKWATER
(σημείωση: Το κείμενο έχει αποσταλεί και στα email που έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Υπουργείου)
ΣΥΝΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΕΣ ΦΟΡΕΙΣ
ΣΕΚΕΣ, Συμμετοχικό Ενωτικό Κίνημα Εργαζομένων και Συνταξιούχων για Δημόσια ΕΥΔΑΠ στην υπηρεσία της κοινωνίας.
Σωματείο Εργαζομένων ΕΥΑΘ
ΦΙΛΟΙ της ΦΥΣΗΣ/ Naturefriends Greece
Δίκτυο Ριζοσπαστικής Οικολογίας
Πρωτοβουλία Πολιτών για την κατάργηση του Υπερταμείου Υφαρπαγής της Δημόσιας Περιουσίας
ΣΑΔΑΣ – Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιτεκτόνων
SOSte to nero, Θεσσαλονίκη
Water Warriors, Θεσσαλονίκη
Ανοικτή Επιτροπή Αλληλεγγύης Τήνου
Περιβαλλοντικός Πολιτιστικός Σύλλογος Μάνης (ΠΕΡΙ.ΠΟΛ.Ο. ΜΑΝΗΣ)
Αυτοδιαχειριζόμενος Αγρός στο Ελληνικό
ΟΙΚΟ.ΠΟΛΙ.Σ ΧΑΪΔΑΡΙΟΥ
Δίκτυο Πολιτών Χολαργού – Παπάγου
“Καλλιστώ”, Περιβαλλοντική Οργάνωση για την Άγρια Ζωή και τη Φύση
Ειδικότερα, η Οδηγία διαχωρίζει τις υπηρεσίες από τις χρήσεις νερού προσδιορίζοντας τις υπηρεσίες νερού ως το σύνολο των διεργασιών που παρεμβάλλονται μεταξύ των φυσικών υδατικών πόρων και των χρήσεων. Με βάση τον ορισμό αυτό, υπηρεσίες νερού αποτελούν οποιεσδήποτε ενέργειες που μεταβάλλουν τα βασικά χαρακτηριστικά του φυσικά διαθέσιμου νερού αλλά και του νερού που αποβάλλεται μετά από κάθε χρήση. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στην Οδηγία, τα χαρακτηριστικά που μεταβάλλονται από τις υπηρεσίες νερού περιλαμβάνουν:
• Τη χωρική κατανομή των υδατικών πόρων (δίκτυα άρδευσης, ύδρευσης, αποχετευτικά κλπ).
• Τη χρονική κατανομή των υδατικών πόρων (φράγματα και λιμνοδεξαμενές για ύδρευση, άρδευση ή άλλες χρήσεις).
• Το ύψος του νερού (φράγματα και υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις).
• Τη χημική σύσταση του νερού (φιλτράρισμα νερού για ύδρευση, αφαλάτωση θαλασσινού ή υφάλμυρου νερού για ύδρευση και βιομηχανική χρήση, επεξεργασία υγρών αποβλήτων).
• Τη θερμική ρύπανση (ψύξη του νερού που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ενέργειας).
Οι χρήσεις νερού περιλαμβάνουν το σύνολο των υπηρεσιών νερού καθώς και οποιεσδήποτε δραστηριότητες που έχουν σημαντική επίπτωση στην κατάσταση του. Ο ορισμός αυτός καλύπτει το σύνολο σχεδόν των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως γεωργία, νοικοκυριά, βιομηχανία, ναυσιπλοΐα, αντιπλημμυρική προστασία, παραγωγή ενέργειας.
Για τον προσδιορισμό των φορέων παροχής υπηρεσιών, των χρηστών και των ρυπαντών θα πρέπει να έχει εκ των προτέρων καθοριστεί αφενός η γεωγραφική έκταση που καλύπτεται από τις παρεχόμενες υπηρεσίες και αφετέρου το είδος του φορέα που τις παρέχει. Επίσης, θα πρέπει να έχει γίνει σαφής καθορισμός του είδους και της έκτασης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τις παρεχόμενες υπηρεσίες και χρήσεις. Ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι ο καθορισμός της γεωγραφικής έκτασης στην οποία πραγματοποιείται η οικονομική ανάλυση των χρήσεων και υπηρεσιών νερού, όπου εισέρχονται πολλά και διαφορετικά κριτήρια, όπως τα όρια των υδατικών λεκανών, οι γεωγραφικές περιοχές στις οποίες δραστηριοποιούνται διαφορετικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών ή τελικά, η αγορά που καλύπτει κάθε εταιρεία.
Στη χώρα μας, το πρόβλημα γίνεται πολύπλοκο σε περιπτώσεις όπου οι υδατικοί πόροι μεταφέρονται και χρησιμοποιούνται εκτός των ορίων των υδατικών λεκανών στις οποίες ανήκουν (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ΕΥΔΑΠ που εκμεταλλεύεται υδατικούς πόρους που ανήκουν σε διαφορετικά Υδατικά Διαμερίσματα ενώ η αγορά στην οποία απευθύνεται καλύπτει μόνο την Αττική).
Επιπλέον, το είδος του φορέα παροχής υπηρεσιών νερού επηρεάζει τη δυνατότητα εκτίμησης του συνολικού κόστους των υπηρεσιών αλλά και της κατανομής του στους χρήστες. Το πρόβλημα αυτό τίθεται όταν μέρος των υπηρεσιών προσφέρεται από τους ίδιους τους χρήστες (π.χ. ιδιόκτητες γεωτρήσεις για άρδευση). Στην περίπτωση αυτή είναι δυσκολότερο να εκτιμηθεί το κόστος των υπηρεσιών που ήδη καλύπτονται από τους χρήστες, όπως επίσης και το επιπλέον κόστος που πρέπει να καλυφθεί.
Τέλος, η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει είναι σχετικά δύσκολο να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις σημαντικής διάχυτης ρύπανσης, η οποία επιφέρει πρόσθετο κόστος για διαφορετικές χρήσεις του νερού και είναι δύσκολο να επιμεριστεί το κόστος αυτό σε όλους όσους συνεισφέρουν στη διάχυτη ρύπανση.