Άρθρο 30 – Λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής

1. Εκκρεμείς κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α΄) διαδικασίες ανάθεσης και εκπόνησης μελετών έγκρισης ή αναθεώρησης Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΓΠΣ) ή και Σχεδίων Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ), επιτρέπεται να συνεχίζονται και εγκρίνονται με τις διατάξεις του ν. 2508/1997 (ΦΕΚ 124 Α΄) στα όρια των εδαφικών περιφερειών των δήμων για τους οποίους είχαν προκηρυχθεί οι σχετικές μελέτες.

2. α. Η τροποποίηση εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων είτε μετά από αυτοδίκαια ανάκληση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους είτε σε συμμόρφωση δικαστικής απόφασης άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους, γίνεται με την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 154 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΦΕΚ 580 Δ΄), εφόσον το υπό ρύθμιση ακίνητο δεν είναι δημόσια έκταση ή έκταση άλλου φορέα του δημοσίου και δε δεσμεύεται από διατάξεις της δασικής νομοθεσίας ή τις διατάξεις για την προστασία αρχαιολογικών χώρων κλπ. Με την τροποποίηση δεν επιτρέπεται να εγκρίνονται ως οικοδομήσιμοι χώροι ακίνητα που βρίσκονται σε ευαίσθητες από άποψη φυσικού περιβάλλοντος θέσεις (όπως είναι τα ρέματα, η ζώνη παραλίας, οι κορυφές λόφων κλπ) ή σε θέσεις που δεν έχουν λειτουργική πολεοδομική σύνδεση με το υπόλοιπο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο.
β. Για την επανυποβολή της ανακληθείσας ή αρθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους της προηγούμενης περίπτωσης είναι αναγκαίο να συντρέχουν αθροιστικά σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι και να τεκμηριώνεται η οικονομική δυνατότητα του οικείου δήμου ή άλλου αρμόδιου φορέα για την καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης στους δικαιούχους. Ως προσήκουσα αποζημίωση για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου ορίζεται η υπολογιζόμενη με βάση το σύστημα αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το χρόνο γνωμοδότησης του αρμοδίου για την έγκριση της τροποποίησης ΣΧΟΠ, με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν απέχει περισσότερο από ένα έτος από τη δημοσίευση της σχετικής διοικητικής πράξης έγκρισης της επανυποβολής.
γ. Ο οικείος δήμος ή ο κατά περίπτωση αρμόδιος για την απαλλοτρίωση φορέας οφείλει εντός προθεσμίας ενός έτους, από τη δημοσίευση της διοικητικής πράξης έγκρισης της επανυποβολής, να κινήσει ως επισπεύδων τη διαδικασία εφαρμογής του εγκεκριμένου με την τήρηση των σχετικών διατάξεων.

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού που εκδίδεται μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων και Αναπλάσεις ΑΕ» καταρτίζεται ο κανονισμός ανάθεσης και εκτέλεσης έργων, προμηθειών, μελετών και υπηρεσιών της εταιρείας, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας.

  • 19 Ιουλίου 2010, 21:47 | maria

    Στην διάταξη 2α του άρθρου 30 θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη σχετικά με χώρους που στο παρελθόν και ειδικότερα με το Π.Δ. 24/4/1985 και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, προσδιορίστηκαν ως άρτιοι και οικοδομήσιμοι, με προϋπόθεση την ύπαρξη κοινοχρήστου δρόμου πλάτους 6 μέτρων που προέκυψε από δωρεάν παραχώρηση προς τον οικείο δήμο με συμβολαιογραφική πράξη και η οποία να έχει μεταγραφεί νόμιμα.
    Πολύ περισσότερο ακόμα, πρέπει να υπάρχει η παραπάνω πρόβλεψη όταν με βάση όλα τα παραπάνω έχουν ήδη δοθεί και υλοποιηθεί οικοδομικές άδειες (έχουν ανεγερθεί κτίρια-οικίες) σε κάποια από τα οικόπεδα που «δημιουργήθηκαν» με την παραχώρηση του δρόμου που προαναφέρθηκε, οπότε η αδειοδότηση του νέου κτιρίου δεν συνιστά από μόνη της την οικοδόμηση σε θέση που δεν έχει λειτουργική πολεοδομική σύνδεση με το υπόλοιπο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, αφού προϋπάρχει κτίσμα το οποίο είναι καθ΄όλα νομιμο.
    Σημειώστε ότι το δημόσιο στα χρόνια από το 1985 μέχρι και σήμερα, από τις μεταβιβάσεις των εν λόγω οικοπέδων έχει εισπράξει σημαντικότατα ποσά, αφού τα αγροτεμάχια της παραπάνω περίπτωσης λογίζονται ως οικόπεδα άρτια και οικοδομήσιμα και έχουν αντίστοιχα υψηλές τιμές, ενώ αν δεν ήταν άρτια και οικοδομήσιμα θα λογίζονταν ως αγροτεμάχια και θα είχαν υποπολλαπλάσιες.

  • Στο παρόν άρθρο να προστεθεί παράγραφος 4 ως ακολούθως:

    «1. Εκκρεμείς κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α΄) διαδικασίες ανάθεσης και εκπόνησης μελετών έγκρισης ή αναθεώρησης Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΓΠΣ) ή και Σχεδίων Χωρικής και Οικιστικής………..
    2………
    3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού …….…….
    4. Επιβάλλεται για τη λήψη οικοδομικής άδειας η εκπόνηση, υποβολή και έγκριση από τις αρμόδιες αρχές «μελέτης προσβασιμότητας» για όλα τα κτίρια για τα οποία προβλέπεται βάσει του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού -όπως τροποποιήθηκε και ισχύει- η υποχρέωση ειδικών ρυθμίσεων για την εξυπηρέτηση ατόμων με αναπηρία (ατόμων με ειδικές ανάγκες). Με Απόφαση της Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ρυθμίζονται τα σχετικά θέματα (περιεχόμενο της μελέτης, προδιαγραφές, κ.λπ.)».

  • 19 Ιουλίου 2010, 16:03 | Ηλίας Καπράλος Σ/χος Δασολόγος

    Εγκατάση και εκτέλεση έργων Δημόσιας ωφέλειας εντός αναδασωτέων εκτάσεων.

    1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45 Ν. 998/79 ,όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν ,προβλέπεται η εγκατάσταση και κατασκευή έργων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 58 παρ. 1& 2 του ιδίου Νόμου όπως τροποποιήθηκαν καιισχύουν εντός αναδασωτέων εκτάσεων . Δηλαδή έργα για την εξυπηρέτηση Δημοσίου συμφέροντος – ωφέλειας.

    2. Τις επεμβάσεις αυτές εντός των αναδασωτέων εκτάσεων τις θεωρούμε και είναι πολύ σπουδαίες και αποδεδειγμένως πρέπει να εξυπηρετούν το Δημόσιο συμφέρον αφ ενός και αφ ετέρου και τον σκοπό που καλείται να επιτελέσει η πράξη της κήρυξης της έκτασης ως αναδασωτέας . Δηλαδή η έκταση να αποκατασταθεί με φυσικό τρόπο ή να αναδασωθεί τεχνιτά.

    3. Συμνήθως με τα έργα αυτά τμήματα των αναδασωτέων εκτάσεων οριστικά αλλάζουν χρήση πχ κατασκευή Εθνικού αυτοκινητόδρομού ή αλλάζουν χρήση προσωρινά πχ κατασκευή φωτοβολταϊκού σταθμού δηλαδή όσο ο χρόνος λειτουργείας του σταθμού. Έτσι λοιπόν στην πράξη είναι ανάγκη με την άδεια επέμβασης που θα εφοδιάζεται ο ενδιαφερόμενος φορέας θα πρέπει στην πρώτη περίπτωση να γίνεται τμηματική άρση του αναδασωτέου και στην δεύτερη περίπτωση τμηματική ανάλκηση του αναδασωτέου για όσο χρόνο λειτουργεί το έργο.Και αυτά χωρίς την διαδικασία που προβλέπεται για την άρση του αναδασωτέου.

    4. Και επειδή με την πράξη του αναδασωτέου εξυπηρετείται το Δημόσιο συμφέρον πρέπει ο ενδιαφερόμενος Φορέας κατασκευής του έργου υποχρεωτικά να συμμετέχει στην επίτευξή του . Δηλαδή στην προστασία και απόκατάσταση της φυσικής βλάστησης της έτασης του αναδασωτέου. Αυτό επιτυγχάνεται αφού στην άδεια επέμβασης να υπάρχει υποχρεωτική πρόβλεψει αποκατάσης ,αναδάσωσης και προστασίας έκτασης στο πενταπλάσιο του εμβαδού που θα καταλαμβάνει το έργο .Βέβαια συμφωνα με τις υποδείξεις της Δασικής Υπηρεσίας και την εφαρμογή κατάλληλων δασοτεχνικών μελετών .

    5. Με την αποδοχή των ανωτέρω σκέψεων εξυπηρετείται καλύτερα το Δημόσιο συμφέρον και έχουμε λιγότερες εμπλοκές στην εκτέλεση -κατασκευή και λειτουργία των έργων .
    Απαιτείται όμως κατάλληλη τροποποήση των διατάξεων του άρθρου 45 του Ν 998/79.

    Ηλίας Καπράλος
    Σ/χος Δασολόγος

  • 16 Ιουλίου 2010, 17:33 | ΣΟΦΙΑ ΜΠΡΑΒΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

    Εγκατάσταση έργων Α.Π.Ε εντός αναδασωτέων εκτάσεων – Αναγκαιότητα Νομοθετικής Ρύθμισης.

    Σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 1 του Ν.998/1979, είναι δυνατή η εγκατάσταση έργων Α.Π.Ε εντός δασών και δασικών εκτάσεων, κατ’εξαίρεση του γενικού κανόνα απαγόρευσης επέμβασης εντός των εκτάσεων αυτών. Συγκεκριμένα το άρθρο 45 προβλέπει τα ακόλουθα:
    «1. Στα δάση και τις δασικές εκτάσεις, περί των οποίων το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος, ουδεμία επιτρέπεται επέμβαση προβλεπόμενη από τις διατάξεις του παρόντος ή από άλλη διάταξη, με εξαίρεση τα αναφερόμενα στις διατάξεις του άρθρου 59 του ν. 998/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 1734/1987, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 58 του παρόντος και τα όλως απαραίτητα για την τεχνητή αναδάσωση και την προστασία της βλαστήσεως».
    Ενώ λοιπόν ο Νομοθέτης στοχεύει στην υπαγωγή των δασωτέων και αναδασωτέων εκτάσεων υπό το ίδιο καθεστώς ρυθμίσεων με τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, γεγονός που πρακτικά συνεπάγεται την υλοποίηση έργων ΑΠΕ και εντός των δασωτέων και αναδασωτέων εκτάσεων, η Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας θέτει ως επιπλέον προϋπόθεση για την διενέργεια υλικών ενεργειών εντός των εκτάσεων αυτών την προηγούμενη άρση της αναδάσωσης, η οποία μπορεί να δοθεί μόνο κατόπιν ολοκλήρωσης της αναδάσωσης και ανάκτησης της δασικής βλάστησης. Παρατηρείται δηλαδή το αντιφατικό φαινόμενο να έχουν ληφθεί όλες οι προβλεπόμενες άδειες για την εγκατάσταση ενός έργου ΑΠΕ, το έργο όμως να μην υλοποιείται, διότι κατά τη Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας απαιτείται η προηγούμενη άρση της αναδάσωσης η οποία θα πρέπει κατά την ίδια νομολογία να δίδεται αφού προηγουμένως έχει ολοκληρωθεί η αναδάσωση.
    Γίνεται κατανοητό, ότι λόγω της Νομολογίας του ΣτΕ, δυσχεραίνεται η υλοποίηση έργων δημόσιας ωφέλειας όπως είναι τα ΑΠΕ στην χώρα μας, καθώς η ολοκλήρωση της αναδάσωσης είναι διαδικασία η οποία μπορεί να διαρκέσει ακόμα και 20 χρόνια, ανάλογα με τη δασική βλάστηση που υπήρχε πριν η έκταση καταστραφεί ή αποψιλωθεί.
    Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι αγγίζει τα όρια του παραλογισμού να πρέπει ένας επενδυτής να αναμένει δεκαετίες προκειμένου να ολοκληρωθεί η βλάστηση, και αφού αυτή επανέλθει, να πρέπει να καταστρέψει μέρος της, έστω και μικρό, προκειμένου να εκτελέσει εργασίες για την εγκατάσταση ενός έργου, το οποίο εκ του νόμου έχει χαρακτηρισθεί ως δημόσιας ωφέλειας και το οποίο εξυπηρετεί την Εθνική Οικονομία και το δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 24 του Συντάγματος. Η πρόσφατη δε έκδοση από το ΣτΕ προσωρινής διαταγής για αναστολή εκτελέσεως των αποφάσεων της Διοίκησης με τις οποίες χορηγούνται οι άδειες για εγκατάσταση αιολικού πάρκου εντός αναδασωτέας έκτασης, αποτυπώνει με τον πιο έκδηλο τρόπο τον κίνδυνο να περιοριστεί στο ελάχιστο η ανάπτυξη έργων της κατηγορίας αυτής λόγω του υφιστάμενης κατάστασης.
    Βάσει των ανωτέρω καθίσταται πρόδηλη κατά την άποψή μου η ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης του ζητήματος αυτού, με την οποία θα αίρεται η αντίφαση που παρατηρείται μεταξύ της βούλησης του Νομοθέτη για υλοποίηση έργων ΑΠΕ εντός αναδασωτέων εκτάσεων και της νομολογίας του ΣτΕ η οποία απαγορεύει την διενέργεια υλικών ενενεργειών πριν την άρση της αναδάσωσης. Συγκεκριμένα, κρίνω σκόπιμη την εισαγωγή νομοθετικής ρύθμισης η οποία θα προβλέπει ότι σε περίπτωση εκτέλεσης έργων που αναφέρονται στο άρθρο 45 παρ. 1 του Ν. 998/1979, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έργα Α.Π.Ε, να αίρεται η αναδάσωση για τα τμήματα των αναδασωτέων εκτάσεων τα οποία έχουν αδειοδοτηθεί με έγκριση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
    Με τον τρόπο αυτό, θα είναι δυνατή η υλοποίηση έργων δημόσιας ωφέλειας εφόσον αυτά πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις του Νόμου και εντός των αναδασωτέων εκτάσεων, μετά από αυτοδίκαιη μερική άρση της αναδάσωσης, η οποία θα περιορίζεται μόνο στα όρια της εγκρίσεως επέμβασης, που κατά κανόνα αποτελεί ελάχιστο ποσοστό της συνολικής αναδασωτέας έκτασης. Η λοιπή έκταση, θα διατηρεί τον αναδασωτέο χαρακτήρα της και θα αποτρέπεται με αυτόν τον τρόπο ο κίνδυνος παράνομων πράξεων αποψίλωσής της.

  • 16 Ιουλίου 2010, 09:38 | ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΤΡΟΥ

    Σχετικά με την παράγραφο 2εδ β και γ.
    Το ζήτημα της επανεπιβολής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους έχει σήμερα καταστεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα απομείωσης της αξίας της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας, με αποτέλεσμα η χώρα μας να καταδικάζεται συνεχώς στο ΕΔΑΔ για μη συμμόρφωση στις Δικαστικές αποφάσεις που ανακαλούν απαλλοτριώσεις και ρυμοτομικά βάρη και για παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της (Ε.Σ.Δ.Α.), αφού ο πολίτης, ο οποίος βλέπει την περιουσία του επί 8 τουλάχιστον χρόνια δεσμευμένη, υποβάλλεται σε μία σειρά οικονομικών εξόδων και ψυχικής ταλαιπωρίας για να πετύχει μετά από τρία σχεδόν ακόμη χρόνια δικαστικού αγώνα την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία διατάσσεται η διοίκηση να άρει την απαλλοτρίωση ή το βάρος και ταυτόχρονα μετά από ένα ή δύο χρόνια όταν συνεδριάσει το αρμόδιο ΣΧΟΠ, γιατί τότε συνεδριάζει, να επανεπιβάλλεται η απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος.
    Η συγκεκριμένη διάταξη επαναλαμβάνει ουσιαστικά την μέχρι σήμερα πρακτική επαναδέσμευσης ή επανεπιβολής η οποία βασιζόταν στην εγκύκλιο 141/1986 και στην νομολογία του ΣΤΕ όπως έχει διαμορφωθεί και στην οποία νομολογία το Ανώτατο ακυρωτικό εκτός των προυποθέσεων της πολεοδομικής ανάγκης και της οικονομικής δυνατότητος για άμεση συντέλεση της απαλλοτρίωσης πρόσθεσε από το έτος 2003 και πέρα και μία τρίτη σύμφωνα με την οποία, για την έρευνα, της συνδρομής περιπτώσεως σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης που επιβάλλει την εκ νέου δέσμευση του ακινήτου και σοβαρής προθέσεως και δυνατότητος άμεσης περαιώσεως της διαδικασίας συντελέσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεώς του, δεν αποκλείεται να συνεκτιμάται και η συμπεριφορά της Διοικήσεως κατά το διαρρεύσαν από την αρχική επιβολή του ρυμοτομικού βάρους μέχρι την άρση του χρονικό διάστημα, αλλά και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την εκ νέου επιβολή

    Επειδή όμως τα ζητήματα αυτά και ειδικότερα η οικονομική δυνατότητα και η προηγούμενη συμπεριφορά είναι αδύνατο να ελεγχθούν από τα ΣΧΟΠ διότι απαιτούνται εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις , μία μόνο είναι η ενδεδειγμένη λύση η οποία αποδεικνύει και την οικονομική δυνατότητα και αποκαθιστά την εμπιστοσύνη κράτους διοικουμένου:
    Η παρακατάθεση του ποσού της αντικειμενικής αξίας του υπό επαναδέσμευση ακινήτου στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ των εικαζόμενων δικαιούχων.
    Επίσης στην περίπτωση γ. α) η λέξη εγκεκριμένου δεν προσδιορίζει ουσιαστικό και απαιτείται συμπλήρωση β) προκειμένου να αποφευχθεί νέα ταλαιπωρία του δικαιούχου σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της απαλλοτρίωσης εντός έτους όπως προβλέπεται, να τεθεί όρος σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση μη συντελέσεως της απαλλοτρίωσης εντός έτους η επαναπιβολή θα θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ, προκειμε΄νου να αναβιώνει η ήδη εκδοθείσα δικαστική απόφαση.

    Συνεπώς μετά τις τροποποιήσεις αυτές οι συγκεκριμένοι παράγραφοι να δι αμορφωθούν ως εξής:
    β. Για την επανεπιβολή της ανακληθείσας ή αρθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους της προηγούμενης περίπτωσης είναι αναγκαίο να συντρέχουν αθροιστικά σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι και να κατατίθεται μέχρι την ημέρα γνωμοδότησης του οικείου ΣΧΟΠ, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από τον οικείο δήμο ή άλλο αρμόδιο φορέα η προσήκουσα αποζημίωση υπέρ των εικαζόμενων δικαιούχων. Ως προσήκουσα αποζημίωση για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου ορίζεται η υπολογιζόμενη με βάση το σύστημα αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το χρόνο γνωμοδότησης του αρμοδίου για την έγκριση της τροποποίησης ΣΧΟΠ, με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν απέχει περισσότερο από ένα έτος από τη δημοσίευση της σχετικής διοικητικής πράξης έγκρισης της επανυποβολής.
    γ. Ο οικείος δήμος ή ο κατά περίπτωση αρμόδιος για την απαλλοτρίωση φορέας οφείλει εντός προθεσμίας ενός έτους, από τη δημοσίευση της διοικητικής πράξης έγκρισης της επανυποβολής, να κινήσει ως επισπεύδων τη διαδικασία εφαρμογής του εγκεκριμένου σχεδίου με την τήρηση των σχετικών διατάξεων, για την συντέλεση της απαλλοτρίωσης άλλως θεωρείται ότι δεν επανεπιβλήθηκε η απαλλοτρίωση.

  • 12 Ιουλίου 2010, 20:09 | ΨΗΜΜΕΝΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ

    Στην διάταξη 2α του άρθρου 30 θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη σχετικά με χώρους που στο παρελθόν και ειδικότερα με το Π.Δ. 24/4/1985 και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, προσδιορίστηκαν ως άρτιοι και οικοδομήσιμοι, με προϋπόθεση την ύπαρξη κοινοχρήστου δρόμου πλάτους 6 μέτρων που προέκυψε από δωρεάν παραχώρηση προς τον οικείο δήμο με συμβολαιογραφική πράξη και η οποία να έχει μεταγραφεί νόμιμα.
    Πολύ περισσότερο ακόμα, πρέπει να υπάρχει η παραπάνω πρόβλεψη όταν με βάση όλα τα παραπάνω έχουν ήδη δοθεί και υλοποιηθεί οικοδομικές άδειες (έχουν ανεγερθεί κτίρια-οικίες) σε κάποια από τα οικόπεδα που «δημιουργήθηκαν» με την παραχώρηση του δρόμου που προαναφέρθηκε, οπότε η αδειοδότηση του νέου κτιρίου δεν συνιστά από μόνη της την οικοδόμηση σε θέση που δεν έχει λειτουργική πολεοδομική σύνδεση με το υπόλοιπο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, αφού προϋπάρχει κτίσμα το οποίο είναι καθ΄όλα νομιμο.
    Σημειώστε ότι το δημόσιο στα χρόνια από το 1985 μέχρι και σήμερα, από τις μεταβιβάσεις των εν λόγω οικοπέδων έχει εισπράξει σημαντικότατα ποσά, αφού τα αγροτεμάχια της παραπάνω περίπτωσης λογίζονται ως οικόπεδα άρτια και οικοδομήσιμα και έχουν αντίστοιχα υψηλές τιμές, ενώ αν δεν ήταν άρτια και οικοδομήσιμα θα λογίζονταν ως αγροτεμάχια και θα είχαν υποπολλαπλάσιες.