1. Μετά την, τμηματική ή ολική, κύρωση του δασικού χάρτη, δεν επιτρέπεται αναμόρφωσή του, εκτός αν τούτο επιβάλλεται από αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η αναμόρφωση μόνο για την προσθήκη νέων δασικών περιοχών κατά τη διαδικασία των προηγούμενων άρθρων . Η αναμόρφωση του δασικού χάρτη κυρώνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας που εκδίδεται κατόπιν προτάσεως της οικείας Διεύθυνσης Δασών.
2. Με απόφαση του κατά τόπον αρμοδίου δασάρχη που εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να καθορίζεται ο ειδικότερος, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει, χαρακτήρας των περιοχών που περιλαμβάνονται στους δασικούς χάρτες οι οποίοι κυρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
3. Η απόφαση που εκδίδεται κατά την προηγούμενη παράγραφο κοινοποιείται στον υποβαλλόντα την αίτηση και αναρτάται με μέριμνα του δασάρχη σε εμφανή θέση στα γραφεία του Δασαρχείου και στο οικείο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα. Ανακοίνωση για την έκδοση της απόφασης και την ανάρτησή της, μαζί με περίληψη του περιεχομένου της, δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του οικείου πρωτοβάθμιου ο.τ.α., σε μια τοπική εφημερίδα και σε μια εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας.
4. Κατά της απόφασης του δασάρχη επιτρέπεται ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον του Διευθυντή Δασών της οικείας Περιφέρειας από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της, αλλιώς από την τελευταία δημοσίευσή της στον τύπο. Ο Διευθυντής Δασών οφείλει να αποφανθεί επί του περιεχομένου της εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών, διαφορετικά τεκμαίρεται η απόρριψή της.
5. Μετά από την κατάρτιση και την κύρωση του δασικού χάρτη κάθε μεταβίβαση, σύσταση, αλλοίωση και γενικά κάθε μεταβολή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων στις εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα που περιλαμβάνονται σε αυτόν είναι άκυρη και ανίσχυρη, αν δεν συνοδεύεται από σχετικό πιστοποιητικό του οικείου κτηματολογικού γραφείου ή, αν η έκταση δεν έχει κτηματογραφηθεί, της αρμόδιας υπηρεσίας της Διεύθυνσης Δασών της Περιφέρειας, με το οποίο βεβαιώνεται ο χαρακτήρας της έκτασης.
6. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να μνημονεύουν στις πράξεις που συντάσσουν για τις εκτάσεις που περιλαμβάνονται στον κυρωμένο δασικό χάρτη και το περιεχόμενο των πιστοποιητικών της προηγουμένης παραγράφου. Τυχόν παράλειψη της υποχρέωσης αυτής καθιστά αδύνατη την εγγραφή ή μετεγγραφή των πράξεων τούτων στα οικεία υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία.
Η παρ.2 του παρόντος άρθρου αποτελεί μέρος των διαδικασιών σύνταξης του δασολογίου που είναι κάτι διαφορετικό από τη σύνταξη, ανάρτηση και κύρωση των δασικών χαρτών και επιπλέον καθόλου απλή διαδικασία.
η παράγραφος 2 σε τι αποσκοπεί? αφού προβλέπεται ως δασολόγιο να γίνει από τα τμήματα χαρτογραφήσεων που έχουν την γνώση του δασικού χάρτη. έρχεται δηλαδή ο κάθε δασάρχης να βαφτίσει, για να σκεφτώ πονηρά, το δάσος ως δασική έκταση?
γλιτώνουμε από την χαρτούρα των πράξεων και βρίσκουμε νέους τρόπους για νέα χαρτούρα
Παρ.2: αποτελεί το ήμισυ της διαδικασίας του άρθρου 14 του ν.998/79 (Πράξεις Χαρακτηρισμού), ως προς το αν μία έκταση είναι δάσος ή δασική. Υποτίθεται ότι η εργασία αυτή θα γίνει με τη σύνταξη του Δασολογίου, η οποία σύμφωνα με το ν.3208/03 ακολουθεί 6 μήνες μετά την κύρωση των Δασικών Χαρτών. Δεν πρέπει να προβλεφθεί εκ νέου ρητά η υποχρέωση (και συνταγματική) αυτή; Προτείνεται η προσθήκη παρ.7 ως εξής:
«7. Μετά από την κατάρτιση και κύρωση του Δασικού Χάρτη, οι αρμόδιες υπηρεσίες των Δ/νσεων Δασών Περιφέρειας προβαίνουν στη σύνταξη του Δασολογίου, σύμφωνα με τις ισχύουσες Τεχν.Προδιαγραφές, εντός χρονικού διαστήματος 6 μηνών. Σε περίπτωση αδυναμίας εκτέλεσης των εργασιών από το προσωπικό των υπηρεσιών εντός της προθεσμίας αυτής, είναι δυνατόν να ανατίθενται σε ιδιωτικά μελετητικά γραφεία της κατηγ.24, με χρηματοδότηση από πόρους του Πράσινου Ταμείου.
Η διαδικασία ανάρτησης και κύρωσης των χαρτών του Δασολογίου που ακολουθείται είναι ίδια με την περιγραφόμενη στις παρ. 2-4 του παρόντος άρθρου»