1. Οι εκκαθαριζόμενες από την αρμόδια υπηρεσία δαπάνες πληρώνονται βάσει εντολών πληρωμής ή τίτλου πληρωμής (Ε.Π. ή Τ.Π. ), σε βάρος της οικείας πίστωσης του προϋπολογισμού και πάντοτε εντός των προβλέψεων αυτού και των εκάστοτε υπολοίπων του λογαριασμού ταμειακής διαχείρισης του Οργανισμού.
2. Στα εν λόγω Ε.Π. ή Τ.Π. αναγράφονται: α) ο τίτλος του Οργανισμού, β) το οικονομικό έτος, γ) το παραστατικό βάσει του οποίου καταλογίζεται η δαπάνη, δ) ο αύξων αριθμός του εντάλματος και ο σχετικός αριθμός πρωτοκόλλου του συνοδεύοντος τα δικαιολογητικά εγγράφου, ε) το πληρωτέο ποσό ολογράφως και αριθμητικώς, στ) το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου και κάθε άλλο στοιχείο προσδιοριστικό της ταυτότητάς του, προκειμένου δε περί νομικού προσώπου, ο ακριβής τίτλος και η έδρα του, ζ) η Τράπεζα που θα ενεργήσει την πληρωμή, η) ο τόπος και ο χρόνος έκδοσης και θ) οι υπογραφές των αρμόδιων προσώπων, κατά την παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου.
3. Στα ανωτέρω Ε.Π. ή Τ.Π. παρατίθεται ανάλυση, στην οποία αναγράφεται το πληρωτέο στο δικαιούχο ποσό και οι τυχόν υπέρ του Δημοσίου και τρίτων κρατήσεις.
4. Στα χρηματικά εντάλματα προπληρωμής, εκτός από τα ανωτέρω στοιχεία, αναγράφεται και η προθεσμία απόδοσης λογαριασμού.
5. Στα τιμολόγια ή αποδείξεις των πιστωτών του Οργανισμού επί των οποίων στηρίζεται η έκδοση του Ε.Π. ή Τ.Π. , σημειώνεται με ειδική σφραγίδα ότι εξοφλήθη.
6. Τα Ε.Π. ή Τ.Π. συντάσσονται σε δύο αντίτυπα. Από αυτά το πρώτο φέρει την ένδειξη «ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ», το δεύτερο «ΣΤΕΛΕΧΟΣ». Στο στέλεχος του Ε.Π. ή Τ.Π. υπό την ένδειξη «συνημμένο» σημειώνονται περιληπτικά τα δικαιολογητικά που στηρίζουν την έκδοση του.
7. Τα Ε.Π. ή Τ.Π. δεν επιτρέπεται να φέρουν ξέσματα, προσθήκες, αλλοιώσεις, διαγραφές ή παρεγγραφές.
8. Επιτρέπεται η έκδοση Ε.Π. ή Τ.Π. βάσει δικαιολογητικών συνημμένων σε άλλο Ε.Π. ή Τ.Π. Στην περίπτωση αυτή, επί του αντιγράφου και του στελέχους αυτού γίνεται σημείωση παραπομπής στο Χ.Ε. στο οποίο έχουν επισυναφθεί τα δικαιολογητικά.
9. Τα εντάλματα πληρωμής ή οι τίτλοι πληρωμής αρχειοθετούνται ημερολογιακά και κατά αριθμό.
Εντύπωση προξενεί η διάταξη της παραγράφου 2, ότι δηλαδή «Οι πληρωμές για δαπάνες αποδοχών του προσωπικού του Οργανισμού διενεργούνται μέσω ΕΑΠ», μέσω δηλαδή της Ενιαίας Αρχής Πληρωμών.
Έτσι όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη, αυτό σημαίνει ότι παρακάμπτονται οι διατάξεις για την Ενιαία Αρχή Πληρωμών για κάθε άλλη δαπάνη που δεν είναι «αποδοχές προσωπικού».
Χαρακτηριστική είναι η διάταξη της παρ. 1.20 της Υ.Α. 2/37345/0004/4-6-2010 περί της ενιαίας αρχής πληρωμών, όπως τροποποιήθηκε με την ΥΑ αριθ. ΕΑΠ2003486 ΕΞ 2013/5-12-2013, σύμφωνα με την οποία εντάσσονται στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών και «Τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται στο δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και την Τοπική Αυτοδιοίκηση με οποιουδήποτε τύπου σύμβαση μίσθωσης έργου ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έμμισθης εντολής».
Αν λοιπόν ληφθεί υπόψιν ότι
α) τα κείμενα των τυπικών νόμων υπερισχύουν των υπουργικών αποφάσεων (που είναι οι διατάξεις για την ΕΑΠ),
β) ότι ο Οργανισμός θα μπορεί να αναθέτει ακόμη και μέρος των παρεχόμενων υπηρεσιών του «σε τρίτους» αορίστως και
γ) ότι ο προληπτικός έλεγχος δαπανών εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου πιθανότατα δεν θα εφαρμόζεται στον υπό ίδρυση φορέα, ο οποίος θα εξαιρείται του δημοσίου λογιστικού,
γίνεται αντιληπτό ότι ενδέχεται να υπάρχει εν προκειμένω «τρύπα» για ανεξέλεγκτη, ευνοιοκρατική ανάθεση υπηρεσιών σε τρίτους, φυσικά ή και νομικά πρόσωπα, χωρίς ίσως να παρεμβάλλεται ο αναγκαίος, στο πλαίσιο του δημοσίου λογιστικού, προληπτικός έλεγχος δαπανών.
Και άλλες λεπτομερείς δημοσιονομικές διατάξεις, εναρμονισμένες με τη νοοτροπία του δημοσίου λογιστικού, αν και θεωρητικώς ο υπό ίδρυση φορέας εξαιρείται του δημοσίου λογιστικού (άρθρο 27 παρ. 4).
Η όλη νοοτροπία που διέπει την οικονομική διαχείριση του υπό ίδρυση φορέα είναι γραφειοκρατική και δεν συνάδει πλήρως με την ευελιξία που πρότεινε η Παγκόσμια Τράπεζα και δι’ αυτή οι θεσμοί με την από 25-11-2016 μελέτη της Π.Τ.
Στην πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος ευέλικτης διαχείρισης στο πλαίσιο των θεσμών του ελληνικού κράτους είναι είτε η (απευκταία, ευελπιστούμε για όλους) πλήρης ιδιωτικοποίηση του υπό ίδρυση φορέα, είτε η διατήρηση και ενίσχυση του σημερινού καθεστώτος των ελευθέρων επαγγελματιών – αμίσθων υποθηκοφυλάκων, οι οποίοι, ως ιδιώτες, μπορούν να απορροφήσουν χωρίς προβλήματα οποιαδήποτε ενίσχυση του δημοσίου ελέγχου επί των οικονομικών των υποθηκοφυλακείων.