Αρχική Διάλογος για ένα Δίκαιο και Aποτελεσματικό φορολογικό σύστημα7) Προτείνεται η κατάργηση του ΕΤΑΚ και η αντικατάστασή του με προοδευτική φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας.Σχόλιο του χρήστη Γιάννης Χαλκιάς | 6 Ιανουαρίου 2010, 18:25
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Καταρχάς να ευχαριστήσω για την φιλοξενία και να πώ ότι συζητάμε για δύο φόρους την στιγμή που δέν γνωρίζουμε την σύνθεση και δομή του νέου ΦΜΑΠ. Στην ουσία δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ ΕΤΑΚ και ΦΜΑΠ πέραν της προοδευτικής κλιμάκωσης. Και οι δύο φόροι είναι επαχθείς και άδικοι στον σχεδιασμό και στην λογική που τους διέπει, δυνάμενοι να καταλήξουν στο όποιο αυθαίρετο φορολογικό βάρος, βασιζόμενοι σε “αντικειμενικές” αξίες οι οποίες καθορίζουν την φοροδοτική ικανότητα του κατέχοντος “μεγάλη” ακίνητη περιουσία χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα αντίδρασης και χωρίς την ύπαρξη ασφαλιστικών δικλίδων για τον επαχθώς φορολογούμενο με μύριους φόρους και τέλη κάτοχο ακινήτων. Αν μεταξύ δύο κακών “το μή χείρον βέλτιστον” και μη έχοντας στοιχεία για τον νέο ΦΜΑΠ πέραν αυτών που ίσχυαν μέχρι την κατάργησή του, το ΕΤΑΚ παρά τα προβλήματά του και τους υψηλούς, σε πολλές περιπτώσεις, συντελεστές παίρνει την ψήφο ως “το μη χείρον κακό”. Ας ορίσουμε καταρχάς κάποια πράγματα. Α) Με βάση την λογική του ότι θα φορολογηθούν οι "έχοντες και κατέχοντες” οι ομάδες-υποσύνολα τής “φορολογικής βάσης” είναι τέσσερεις : 1) Οι έχοντες και μη κατέχοντες. Στην ομάδα αυτήν ανήκουν όσοι έχουν (χρήματα) αλλά δεν κατέχουν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία. Είναι η ομάδα του “έξυπνου” και ευκόλως μετακινούμενου χρήματος, και ως εκ τούτου αφανούς στήν φορολόγιση κατοχής. Αν πληρώσουν φόρους δεν θα είναι φόροι κατοχής και θα είναι επειδή επιθυμούν ή αποδέχονται να συνεισφέρουν 2) Οι έχοντες και κατέχοντες. Μία ομάδα σημαντικά μεγαλύτερη της πρώτης οι οποίοι αποφάσισαν να κατέχουν περιουσιακά στοιχεία σε μία χώρα όπως η Ελλάδα γιατί έτσι τους αρέσει, γιατί έτσι έμαθαν ή γιατί έτσι τα βρήκαν. Δεν μπορούν να πιεστούν ιδιαίτερα φορολογικά γιατί οι περισσότεροι μπορούν σχετικά εύκολα να μεταπηδήσουν στην πρώτη ομάδα. 3) Οι μη έχοντες και κατέχοντες. Η συντριπτικά μεγαλύτερη ομάδα από τις τέσσερεις την οποία αποτελούν όσοι αποφάσισαν με στερήσεις και προβλήματα να κάνουν πραγματικότητα τα υλικά τους όνειρα. Μέλη αυτής της ομάδας είναι και όσοι απέκτησαν τα περιουσιακά τους στοιχεία και από κληρονομιές – παροχές - δωρεές, οι συνταξιούχοι που τα απέκτησαν την περίοδο που εργαζόντουσαν, οι εργαζόμενοι που τα απέκτησαν σε καλλίτερες ημέρες, καθώς και πολλές ακόμα κατηγορίες που κατέχουν ακίνητα (ή άλλα περιουσιακά στοιχεία) χωρίς να έχουν σήμερα εισοδήματα ικανά να δημιουργήσουν αντίστοιχα νέα περιουσιακά στοιχεία. Μπορούν να πιεστούν μέχρι του μέγιστου φοροδοτικού τους σημείου, (το οποίο δεν είναι το άπειρο). Πιεζόμενοι πέραν αυτού του σημείου αυτοί θα μεταφερθούν στήν τέταρτη ομάδα, τα δε περιουσιακά τους στοιχεία στην δεύτερη. Οι κακώς σχεδιασμένες φορολογικές επιβαρύνσεις οδηγούν λοιπόν στην αναδιανομή όχι του εισοδήματος αλλά των περιουσιών. (Ελπίζω ότι δεν είναι αυτό το ζητούμενο!!) 4) Οι μη έχοντες και μη κατέχοντες. Μία επίσης αρκετά μεγάλη ομάδα, μικρότερη (αυτήν την στιγμή) από την τρίτη, για τα μέλη της οποίας ισχύει το “ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος” Β) Το πόσο “μεγάλη” είναι η περιουσία κάθε ενός και πόσο μπορεί να φορολογηθεί και με ποία λογική δεν μπορεί να είναι το μαθηματικό αποτέλεσμα της εξίσωσης που ξεκινάει από την ερώτηση “πόσα μας λείπουν”. Η φορολόγηση της Ακίνητης Περιουσίας (ας αφήσουμε κατά μέρος το “μεγάλης”) και όλων των φόρων κατοχής περιουσιακών στοιχείων έρχεται σαν απάντηση στο ερώτημα : “Εφόσον το κράτος χρειάζεται να συγκεντρώσει επιπλέον ποσόν Χ είναι δικαιότερο να το ζητήσει από κάποιον που δεν έχει περιουσιακά στοιχεία ή από κάποιον που έχει?” Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή όσο αρχικά φαίνεται. - Καταρχάς δεν τίθεται θέμα δικαιοσύνης. Η ερώτηση είναι ποιο από τα δύο άδικα είναι μικρότερο και γενικότερα κοινωνικά περισσότερο αποδεκτό. - Δεύτερον το κράτος διαχειριστής των χρημάτων μας πρέπει να έχει αποδείξει ιστορικά την δυνατότητα του για χρηστή διαχείριση των δημόσιων κονδυλίων για να νομιμοποιείτε να απαιτήσει περαιτέρω ενίσχυση. - Τρίτον όσο γάλα και να αρμέξεις από την αγελάδα αν η καρδάρα είναι τρύπια ποτέ δεν θα γεμίσει. (στο τέλος θα ψοφήσει η αγελάδα) - Τέταρτον ο φόρος θα πρέπει να είναι για όλους όσους έχουν οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία η οποία δεν δεσμεύεται από οποιαδήποτε διοικητική απόφαση τύπου – διατηρητέου – υπό ένταξη σε σχέδιο πόλεως – απαγόρευσης εκμετάλλευσης, χρήσης, υποθηκευμένα κλπ και διαθέτουν εισόδημα για να καταβάλουν τον φόρο. - Πέμπτον πρέπει να υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες που θα είναι αποτρεπτικές για το άνοιγμα της όρεξης του αδηφάγου κράτους και των δημοσίων και δημοτικών αρχών. - Έκτον πρέπει ο φόρος να έχει μία λογική αντιστοιχία με τα εισοδήματα του φορολογούμενου. Αρκετά με την θεωρία. Προτάσεις. 1) Αφορολόγητο μηδέν. 2) Οι πρώτες 100.000 με 0,01% +200.000 με 0,03% (σύνολο 300.000) +300.000 με 0,06% (σύνολο 600.000) +400.000 με 0,08% (σύνολο 1.000.000) +500.000 με 0,10% (σύνολο 1.500.000) +500.000 με 0,12% (σύνολο 2.000.000) +1.000.000 με 0,13% (σύνολο 3.000.000) Υπερβάλλον με 0,15% 3) Ενιαία κλίμακα φόρου για όλους νομικά και φυσικά πρόσωπα. 4) Ο συνολικός φόρος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3% του δηλωθέντος εισοδήματος μετά την αφαίρεση υποχρεωτικών εισφορών κλπ και πριν την αφαίρεση ΟΛΩΝ των αποδείξεων δαπανών και δωρεών. 5) Το σύνολο όλων των υπολοίπων τελών, φόρων, επιβαρύνσεων σε ετήσια βάση επί των ακινήτων από οποιονδήποτε κρατικό, δημόσιο ή δημοτικό φορέα δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 0,3% της “αντικειμενικής” αξίας του ακινήτου. Το άθροισμα όλων (μέ ΦΑΠ) δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,45% της αξίας του ακινήτου και το 5% του εισοδήματος όπως ορίστηκαν παραπάνω. 6) Οι “αντικειμενικές” αξίες που χρησιμοποιεί οποιαδήποτε κρατική, δημόσια ή δημοτική αρχή προκειμένου να καταλογίσει οποιονδήποτε φόρο ή τέλος επί κάποιου ακινήτου να αποτελεί δεσμευτική προσφορά απόκτησης του ακινήτου από τον φορέα που την χρησιμοποιεί, με υποχρέωση υπογραφής άμεσα πράξης μεταβίβασης και εξόφλησης του ακινήτου με απλή δήλωση αποδοχής της “προσφερόμενης” τιμής από τον φορολογούμενο. 7) Αναπροσαρμογή των ορίων της κλίμακας με κάθε αναπροσαρμογή των “αντικειμενικών” τιμών. 8) Εξαίρεση από τον φόρο όσων ακινήτων δεσμεύονται από οποιαδήποτε διοικητική απόφαση του τύπου –διατηρητέου – υπό ένταξη σε σχέδιο πόλεως –απαγόρευσης εκμετάλλευσης, χρήσης, υποθηκευμένα κλπ. 9) Η σύνδεση του φόρου κατοχής με το ύψος του εισοδήματος ορίζει και το μέτρο φορολόγησης ναών, κοινωφελών ιδρυμάτων κλπ