• Σχόλιο του χρήστη 'Γιώργος Λασκαρίδης' | 12 Ιανουαρίου 2010, 11:39

    1. Αποσύνδεση της φορολογικής πολιτικής από την κοινωνική και την αναπτυξιακή πολιτική. Με την πρόταση αυτή απλοποιείται η φορολογία εισοδήματος (κυρίως) και αποκαθίστανται μια σειρά από στρεβλώσεις και αδικίες. Η κοινωνική και η αναπτυξιακή πολιτική θα πρέπει να κινηθούν μέσω άλλων (έστω και παράλληλων) οδών. Φυσικά, αναφερόμαστε στο υποσύνολο της κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής που ασκείται μέσω της φορολογίας εισοδήματος. Για παράδειγμα, το όφελος ενός φορολογούμενου από το αυξημένο αφορολόγητο λόγω τέκνων, να του αποδίδεται όχι μέσω μείωσης φόρου, αλλά ως οικονομική ενίσχυση. Ενδεικτικά πλεονεκτήματα: • Απλοποίηση της υποβολής φορολογικής δήλωσης εισοδήματος. • Μη δυνατότητα προσαρμογής των στοιχείων που επιδοτούνται κοινωνικά ανάλογα με τη φορολογική θέση του υπόχρεου (π.χ. ποσά ενοικίων που έχουν καταβληθεί). • Άρση αδικιών στα χαμηλά εισοδήματα. Ένας φορολογούμενος, του οποίου τα εισοδήματα κινούνται στα όρια του αφορολόγητου ποσού, δεν ωφελείται καθόλου από τις προσφερόμενες φοροαπαλλαγές (π.χ. μειώσεις εισοδήματος ή εκπτώσεις φόρου λόγω καταβολής ενοικίων, τέκνων, δανείων πρώτης κατοικίας κ.λπ.) καθώς αν δεν υπάρχει φόρος για καταβολή, οποιαδήποτε έκπτωση επί αυτού δεν αποδίδει τίποτα. • Το ίδιο ισχύει και για μειώσεις εισοδήματος ή εκπτώσεις φόρου αναπτυξιακού χαρακτήρα, όπως είναι η χρήση φυσικού αερίου, συμμετοχή σε επενδύσεις κ.λπ. • Θα καταστεί εφικτή η καταγραφή των πραγματικών ποσών που δίδονται για κοινωνικούς σκοπούς και θα είναι δυνατός ένας καλύτερος σχεδιασμός του σχετικού τμήματος της κοινωνικής πολιτικής. • Σε επίπεδο καταγραφής εσόδων/εξόδων, θα καταγράφονται σε Κ.Α.Εσόδων ο πραγματικός φόρος που εισπράττεται και σε Κ.Α.Εξόδων τα ποσά που δίδονται για την κοινωνική πολιτική. Μειονέκτημα αποτελεί το ασφαλώς μεγαλύτερο κόστος της κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής που γίνεται μέσα από τη φορολογία, αφού θα καταβάλλονται επιδόματα, τα οποία «χάνονταν» για τον πολίτη, λόγω του αφορολόγητου ορίου. Για να μην αυξηθεί η γραφειοκρατία, θα είναι εφικτό να χρησιμοποιηθεί η οδός του εκκαθαριστικού για την απόδοση και των τυχών επιδομάτων. 2. Διαφοροποίηση του μοντέλου φορολόγησης εισοδημάτων από επιτηδεύματα Επειδή είναι σχεδόν βέβαιο ότι στα έξοδα χρήσης ενός επιτηδευματία συμπεριλαμβάνονται και οικογενειακές δαπάνες που δεν προκαλούνται από την εμπορική η ελευθέρια δραστηριότητα, θα πρέπει να προσδιοριστεί ένας διαφορετικός τρόπος φορολόγησης των συγκεκριμένων εισοδημάτων. Και αυτό σε συνάρτηση με τη μη αντίστοιχη δυνατότητα των μισθωτών, οι οποίοι φορολογούνται για όλο το εισόδημά τους, εκτός από τις φοροαπαλλαγές και μειώσεις φόρου που είναι κοινές όμως και για τους επιτηδευματίες. Διατυπώνονται δύο εναλλακτικές προτάσεις: • Το αφορολόγητο ποσό εισοδήματος των επιτηδευματιών να είναι συνάρτηση των καθαρών κερδών, αλλά και του ποσοστού των εξόδων ως προς τα ακαθάριστα έσοδα. Εκτιμώντας τεκμαρτά ότι ένα ποσοστό (π.χ. 20%) των δαπανών αφορούν ξένα προς το επιτήδευμα έξοδα, τότε μπορεί να προσδιοριστεί ένας αλγόριθμος που να μειώνει το αφορολόγητο κατά το ποσοστό των τεκμαρτών αυτών εξόδων. Το τεκμαρτό αυτό ποσοστό θα πρέπει να διαφέρει μεταξύ εμπόρων και ελευθέρων επαγγελματιών ή να μεταβάλλεται και ανάλογα με τον κλάδο δραστηριότητας. Για παράδειγμα, αν ένας επιτηδευματίας δεν έχει καθόλου έξοδα, τότε γι’ αυτόν θα ισχύει η κλίμακα των μισθωτών. Από εκεί και πέρα, αν ένας επιτηδευματίας έχει έξοδα το 50% του τζίρου του, τότε εκτιμώντας ότι το 10% των εξόδων του (50% * 20%) δεν αφορούν το επιτήδευμα, τότε το αφορολόγητό του να μειώνεται κατά 10%. Ο επιτηδευματίας συνεχίζει να επωφελείται από την έκπτωση του ΦΠΑ. Η ίδια μείωση θα πρέπει να ισχύει και για τις ζημιές, δηλαδή θα πρέπει να μειώνονται στο ίδιο ποσοστό. • Η δεύτερη πρόταση εστιάζει στην αντιμετώπιση του επιτηδευματία ως εταιρεία και την κατ΄ αρχήν φορολόγησή του με τον ίδιο τρόπο με τις εταιρείες. Στη συνέχεια, το κέρδος της εταιρείας να μεταφέρεται στη φορολογική του δήλωση ως φυσικό πρόσωπο, οπότε και θα φορολογείται όπως και η επιχειρηματική αμοιβή. Σε κάθε περίπτωση, η φορολόγηση θα πρέπει να είναι λογιστική και να μην υπάρχουν ειδικές κατηγορίες φορολόγησης βάσει συντελεστών, όπως π.χ. για κάποιες κατηγορίες μηχανικών. 3. Διαλειτουργικότητα Φορολογία με το ΙΚΑ Είναι διαπιστωμένο ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις εργοδοτών, αλλά και εργαζομένων, που εκμεταλλεύονται την έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των φορέων του Δημοσίου και στην περίπτωσή μας μεταξύ Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και ΙΚΑ. Έτσι, στις σχετικές δηλώσεις που υποβάλουν στην εφορία και στο ΙΚΑ, τροποποιούν τα δηλούμενα στοιχεία σύμφωνα με το συμφέρον τους για αποφυγή καταβολής μέρους του φόρου μισθωτών υπηρεσιών ή των εισφορών προς το ΙΚΑ. Έτσι θα εντοπιστούν περιπτώσεις πλήρους ή μερικής φοροδιαφυγής ή και φοροαποφυγής. 4. Εντοπισμός Απασχόλησης Ευκαιριακά Εργαζομένων Οι ευκαιριακά εργαζόμενοι (κυρίως αλλοδαποί) δουλεύουν σε μεγάλο ποσοστό ευκαιριακά και «μαύρα», δηλαδή χωρίς να εκδίδονται παραστατικά, να παρακρατείται ΦΜΥ και να καταβάλλονται στο ΙΚΑ οι σχετικές εισφορές. Οι αλλοδαποί που θέλουν να λάβουν άδεια παραμονής στη χώρα, ή θέλουν να φέρουν μέλη της οικογένειάς τους, οφείλουν να δηλώσουν συγκεκριμένα εισοδήματα. Τα εισοδήματα αυτά συνήθως κινούνται κοντά στο αφορολόγητο. Πολλές φορές τα εισοδήματα δηλώνονται με απλή υπεύθυνη δήλωση και χωρίς την ύπαρξη βεβαιώσεων αποδοχών. Είτε είναι πραγματικά, είτε όχι, ίσως δεν έχουν ιδιαίτερο φορολογικό ενδιαφέρον, ωστόσο υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πλευράς ασφαλιστικών εισφορών.