Αρχική Ρύθμιση της Αγοράς ΠαιγνίωνΆρθρο 1 – ΟρισμοίΣχόλιο του χρήστη Καζίνο Λουτρακίου, Πάρνηθας, Θεσσαλονίκης, Ρίο, Ρόδου, Πόρτο Καρράς, Ξάνθης, Σύρου και Κέρκυρας | 8 Σεπτεμβρίου 2010, 17:45
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Γενικές εισαγωγικές παρατηρήσεις: (1) Το δοθέν προς δημόσια διαβούλευση πλαίσιο νομοθετικής πρωτοβουλίας για την «ρύθμιση της αγοράς παιγνίων», παρά τον εμφατικό τίτλο του και το φιλόδοξο στόχο του και παρά το γεγονός ότι το οικείο νομοσχέδιο βρίσκεται, προφανώς, σε φάση της εκπόνησής του από το Υπουργείο Οικονομικών, είναι πασιφανές ότι όχι μόνον δεν κινείται προς την κατεύθυνση μιας ενιαίας (συνολικής) ρύθμισης της αγοράς των παιχνιδιών στην ελληνική επικράτεια (και ειδικά ρύθμισης για την, απολύτως και αντικειμενικώς αναγκαία, ενιαία – κεντρική - εποπτεία και έλεγχο της οργάνωσης, λειτουργίας και διεξαγωγής των παιχνιδιών), αλλά, αντίθετα, έρχεται με την σειρά του να προστεθεί στις ήδη κατακερματισμένες ως προς το πεδίο και τα κατά περίπτωση υποκείμενα εφαρμογής τους, αποσπασματικού χαρακτήρα, νομοτεχνικά πρόχειρες και ελλιπείς, αμφιλεγόμενης συμβατότητας με το κοινοτικό δίκαιο και διάσπαρτες στην ελληνική έννομη τάξη νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις, που αφορούν την οργάνωση, λειτουργία, διεξαγωγή και διαχείριση των παιχνιδιών στην ελληνική επικράτεια και της ρύθμισης, εποπτείας και ελέγχου τους από την πολιτεία. (2) Τα ρυθμιζόμενα από τον ν. 3037/2002 τεχνικά ψυχαγωγικά παιχνίδια (ήτοι, παιχνίδια για τα οποία δεν επιτρέπεται να συνομολογηθεί στοίχημα μεταξύ οποιωνδήποτε προσώπων ή να αποδοθεί οποιασδήποτε μορφής οικονομικό όφελος στον παίκτη) δεν υπάγονται σε κοινό ισχύον νομικό πλαίσιο με τα τυχερά παιχνίδια, τα οποία σήμερα διεξάγονται στην ελληνική επικράτεια από την ΟΠΑΠ Α.Ε. (ν. 2433/1996, π.δ. 250/1997, ν. 2843/2000 και οι επιμέρους υπουργικές αποφάσεις περί κανονισμού διεξαγωγής ενός εκάστου των τυχερών παιχνιδιών), την ΟΔΙΕ Α.Ε., κοινώς το ιπποδρομιακό στοίχημα (π.δ. 56/1999, π.δ. 241/2003 και ν. 3429/2005), τα κρατικά λαχεία (α.ν. 339/1936 και π.δ. 284/1988), τα επίγεια καζίνο (ν. 2206/1994 και οι κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις) και το στιγμιαίο κρατικό λαχείο, κοινώς το ΞΥΣΤΟ (π.δ. 245/1992, όπως τροποποιήθηκε από το π.δ. 344/1992). (3) Η προ ετών καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αφορά, αποκλειστικά και μόνο, την δια της σχετικής εθνικής νομοθεσίας επιβολή καθολικής απαγόρευσης διεξαγωγής για τα τεχνικά ψυχαγωγικά παιχνίδια. Ο επίμαχος νόμος (ν. 3037/2002) δεν αφορά και δεν ρυθμίζει τα τυχερά παιχνίδια, ούτε βέβαια επιβάλλει καθολική απαγόρευση διεξαγωγής για αυτά. (4) Η Ελληνική Δημοκρατία ουδέποτε παραπέμθηκε στο ΔΕΚ για το ισχύον εθνικό νομοθετικό πλαίσιο για τα τυχερά παιχνίδια, το ΔΕΚ ουδέποτε έκρινε υπέρ ή κατά της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας για τα τυχερά παιχνίδια με το κοινοτικό δίκαιο και, τέλος, ουδέν πρόστιμο καταβλήθηκε ή καταβάλλεται από την Ελληνική Δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικό με την διεξαγωγή των τυχερών παιχνιδιών στην ελληνική επικράτεια. (5) Η Ελληνική Δημοκρατία παραπέμφθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο ΔΕΚ κατηγορούμενη για παράβαση των τότε άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ (ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων), 43 ΕΚ (ελευθερία εγκατάστασης) και 49 ΕΚ (ελεύθερη παροχή υπηρεσιών), λόγω συγκεκριμένης εθνικής κανονιστικής ρύθμισης (ήτοι, του επίμαχου ν. 3037/2002) εφαρμοζόμενης ρητά στα ηλεκτρικά, ηλεκτρομηχανικά και ηλεκτρονικά ψυχαγωγικά παιχνίδια. Με την από 26/10/2006 απόφασή του στην υπ’ αριθμόν C-65/05 υπόθεση, το ΔΕΚ έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, εισάγοντας (με τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 3 του ν. 3037/2002) την απαγόρευση (επ’ απειλή ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων, προβλεπομένων στα άρθρα 4 και 5 του ίδιου νόμου) της εγκατάστασης και λειτουργίας όλων των ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών ψυχαγωγικών παιχνιδιών, συμπεριλαμβανομένων όλων των παιχνιδιών για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, εκτός των επίγειων καζίνων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα τότε άρθρα 28 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, καθώς επίσης και από το άρθρο 8 της Οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών, όπως αυτή τροποποιήθηκε από την Οδηγία 98/48/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ης Ιουλίου 1998. (6) Είναι απολύτως ανακριβές ότι δεν υπάρχει εθνική νομοθετική ρύθμιση του διαδικτυακού στοιχηματισμού. Αντίθετα, το διαδικτυακό στοίχημα και η εν γένει οργάνωση, διεξαγωγή, λειτουργία και διαχείριση τυχερών παιχνιδιών μέσω του διαδικτύου (internet gambling and betting) απαγορεύονται πλήρως (erga omnes) εντός της ελληνικής επικράτειας, απαγόρευση η οποία ουδέποτε εκρίθη, από τα εθνικά Δικαστήρια ή από το ΔΕΚ, ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, η διεξαγωγή τυχερών παιχνιδιών μέσω του διαδικτύου δεν επιτρέπεται [ως προς το αθλητικό στοίχημα, βλέπε άρθρο 1, παράγραφος 3, εδάφιο γ’ της Κ.Υ.Α. 37336/2008 (Κανονισμός Οργάνωσης, Λειτουργίας και Διεξαγωγής των παιχνιδιών στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης της ΟΠΑΠ Α.Ε.), σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2 του ν. 2433/1996]. Η απαγόρευση αυτή συνάγεται, επίσης, από το άρθρο 17 του ν. 3229/2004 [«τα τυχερά παιχνίδια, ο έλεγχος των οποίων υπάγεται στην αρμοδιότητα της Επιτροπής, είναι: (…) το Λόττο, το Πρώτο, το ΠΡΟΠΟ, το Τζόκερ, όπως επίσης ο έλεγχος της μη διεξαγωγής τυχερών παιχνιδιών μέσω διαδικτύου (…)»]. (7) Το de facto ανεξέλεγκτο άνοιγμα της διαδικτυακής (αλλά και της επίγειας) αγοράς τυχερών παιχνιδιών εντός της ελληνικής επικράτειας, όπως και οι δυσμενέστατες κοινωνικές και οικονομικές (για την ελληνική πολιτεία, τους νομίμους παρόχους και τους καταναλωτές) επιπτώσεις του, δεν αποτελούν συνέπειες της δια της εθνικής νομοθεσίας επιβολής καθολικής απαγόρευσης διεξαγωγής για τα τεχνικά ψυχαγωγικά παιχνίδια, ούτε βέβαια οφείλονται σε έλλειψη εθνικής νομοθετικής ρύθμισης για τον διαδικτυακό στοιχηματισμό, κατά τα διαλαμβανόμενα στις (προδήλως ανακριβείς και εσφαλμένες) παραδοχές των συντακτών του δοθέντος προς δημόσια διαβούλευση πλαισίου νομοθετικής πρωτοβουλίας. Μάλιστα, αν η κυβέρνηση όντως επιθυμούσε να απαλλαγεί, και μάλιστα άμεσα και οριστικά, από την υποχρέωση καταβολής του επιβληθέντος από το ΔΕΚ βαρύτατου προστίμου, θα μπορούσε κάλλιστα (στο πλαίσιο και του αναγκαίου εννοιολογικού, ουσιαστικού και νομικού διαχωρισμού – διάκρισης - των τεχνικών ψυχαγωγικών παιχνιδιών από τα τυχερά παιχνίδια) να ρυθμίσει νομοθετικά την αγορά των τεχνικών ψυχαγωγικών παιχνιδιών, συμμορφούμενη πάραυτα με την καταδικαστική απόφαση του ΔΕΚ, καθώς επίσης και με την εμπεριστατωμένη γνώμη και τα σχόλια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο πλαίσιο του ελέγχου συμμόρφωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας με την καταδικαστική απόφαση του ΔΕΚ), πλην όμως και για εξαιρετικά μακρύ χρονικό διάστημα οι εκάστοτε κυβερνήσεις ουδέν θετικό έπραξαν προς την κατεύθυνση αυτή. Κατά τούτο, η υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας για την καταβολή του επιβληθέντος από το ΔΕΚ προστίμου, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί το ελλιπέστατο και ασαφές προτεινόμενο πλαίσιο νομοθετικής πρωτοβουλίας. (8) Το πρόβλημα εντοπίζεται, διαχρονικά, στην αυταπόδεικτη έλλειψη βούλησης ή/και ικανότητας και στην παταγώδη αποτυχία των εκάστοτε κυβερνήσεων να ρυθμίσουν, να εποπτεύσουν και να ελέγξουν την ελληνική αγορά παιχνιδιών με ενιαίο, συνεπή και συστηματικό τρόπο, να διαφυλάξουν τα έννομα συμφέροντα της ελληνικής πολιτείας και των νομίμων παρόχων, να προστατεύσουν τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και να επιβάλλουν, μέσω θεσμοθετημένων μηχανισμών πρόληψης και καταστολής, την νομιμότητα, όπως τουλάχιστον γίνεται σε όλα τα ευνομούμενα κράτη. Εκ των βασικών λόγων της ανωτέρω αποτυχίας είναι, αφενός, η επί 6 και πλέον συναπτά έτη αδικαιολόγητη μη στελέχωση και ενεργοποίηση της συσταθείσας με τον ν. 3229/2004 Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών του Υπουργείου Οικονομικών (αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία το γεγονός ότι, επί 6 και πλέον έτη, η ελληνική πολιτεία διαθέτει επιτροπή υφιστάμενη μόνο στα χαρτιά) και, αφετέρου, η πλήρης απουσία επίσημης κρατικής πολιτικής και κεντρικού σχεδιασμού για την ποινική και διοικητική δίωξη και για την συστηματική επιβολή των διεξοδικά προβλεπόμενων εκ της κείμενης νομοθεσίας ποινικών και διοικητικών κυρώσεων σε όσους διοργανώνουν, συμμετέχουν σε ή διαφημίζουν τυχερά παιχνίδια διεξαγόμενα ανά την ελληνική επικράτεια κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας. (9) Είναι, επιεικώς, ατυχής και προσχηματική η επίκληση από τον νομοθέτη της πρακτικής των εθνικών Δικαστηρίων και η έμμεση επίρριψη σε αυτά ευθυνών για το πρόβλημα του παράνομου τζόγου. Οι αναφερόμενες πράξεις κατάσχεσης και σφραγίσματος, που ακυρώθηκαν από τα εθνικά Δικαστήρια, στην πλειονότητά τους, δεν αφορούσαν τυχερά παιγνιομηχανήματα. Αφορούσαν τεχνικά ψυχαγωγικά παιγνιομηχανήματα και είχαν διενεργηθεί βάσει του ν. 3037/2002. Ορθώς, λοιπόν, ακυρώθηκαν από τα εθνικά Δικαστήρια. Όσες δε πράξεις αφορούσαν τυχερά παιγνιομηχανήματα δεν ακυρώθηκαν κατ’ εφαρμογή της καταδικαστικής απόφασης του ΔΕΚ. Ακυρώθηκαν, διότι ήταν πλημμελείς τυπικώς, και όχι ουσιαστικώς. Όσες πράξεις αφορούσαν τυχερά παιγνιομηχανήματα και ήταν τυπικώς νόμιμες δεν ακυρώθηκαν από τα εθνικά Δικαστήρια. Άλλωστε, αμφότερα τα ανώτατα Δικαστήρια της χώρας, ακολουθώντας τη σχετική νομολογία του ΔΕΚ, έχουν καταστήσει σαφές (βλ. Άρειος Πάγος 519/2009 και Συμβούλιο της Επικρατείας 2144/2009): (i) ότι οι απαγορεύσεις και περιορισμοί του ελληνικού δικαίου σε σχέση με τα τυχερά παιχνίδια ουδέν ζήτημα αντισυνταγματικότητας ή ασυμβατότητας με το κοινοτικό δίκαιο εγείρουν, και (ii) ότι μόνον η δια του ν. 3037/2002 πλήρης απαγόρευση των τεχνικών ψυχαγωγικών παιχνιδιών είναι αντισυνταγματική και ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο. (10) Είναι αυτή ακριβώς η διαχρονική έλλειψη βούλησης ή/και αδυναμία των εκάστοτε κυβερνήσεων να υλοποιήσουν τις κείμενες νομοθετικές προβλέψεις και να ενεργοποιήσουν με συνεπή και συστηματικό τρόπο, παρέχοντας την απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή και επιλέγοντας το κατάλληλο στελεχιακό δυναμικό, τους μηχανισμούς ρύθμισης, εποπτείας και ελέγχου της διεξαγωγής των πάσης φύσεως παιχνιδιών, που έχει οδηγήσει στην πλήρη αποτυχία της εθνικής περιοριστικής πολιτικής στα τυχερά παιχνίδια, η οποία αποσκοπούσε (σύμφωνα τουλάχιστον με την πάγια τοποθέτηση της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον των εθνικών Δικαστηρίων, αλλά και ενώπιον των οργάνων και των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), στην προάσπιση των υπέρτερων σκοπών της προστασίας της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας, καθώς επίσης και της διαφύλαξης των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των πολιτών και της αποτροπής του εθισμού των καταναλωτών (και δη των ευαίσθητων κοινωνικά ομάδων) στα τυχερά παιχνίδια, με αποτέλεσμα την ανεμπόδιστη εμφάνιση και την ραγδαία εξάπλωση στην χώρα μας του παράνομου επίγειου και διαδικτυακού στοιχηματισμού και της παράνομης διεξαγωγής, υπό την προκλητική σε αρκετές περιπτώσεις ανοχή της πολιτείας, παντός είδους τυχερών παιχνιδιών σε εκατοντάδες παράνομες λέσχες και σε στερούμενα αδείας καταστήματα σε όλη την ελληνική επικράτεια. (11) Η αδυναμία της συντεταγμένης πολιτείας να ασκήσει (έστω και στοιχειώδη) ρύθμιση, εποπτεία και έλεγχο υπηρεσιών παρεχόμενων, σύμφωνα τουλάχιστον με την κείμενη νομοθεσία, είτε υπό καθεστώς μονοπωλίου (τυχερά παιχνίδια διεξαγόμενα στα δίκτυα των πρακτορείων της ΟΠΑΠ και του ΟΔΙΕ), είτε από περιορισμένο αριθμό νομίμων παρόχων (τυχερά παιχνίδια διεξαγόμενα στα επίγεια καζίνο) και σε ελεγχόμενο, θεωρητικώς τουλάχιστον, κύκλωμα, καθώς επίσης και η προκλητική ανοχή που η συντεταγμένη πολιτεία επιδεικνύει διαχρονικά στον παράνομο επίγειο (φυσικό) και διαδικτυακώς διεξαγόμενο στοιχηματισμό, δεν είναι δυνατόν να αποτελούν την αιτιολογική βάση για την τροποποίηση του ισχύοντος νομικού πλαισίου προς την κατεύθυνση του ανοίγματος (απελευθέρωσης) της αγοράς των παιχνιδιών (και, ειδικά, της αγοράς των τυχερών παιχνιδιών) και την επέκταση σε νέα μέσα και τρόπους διεξαγωγής τους. (12) Στην πραγματικότητα, οι επικαλούμενοι από το Υπουργείο Οικονομικών λόγοι ανάληψης της δοθείσας προς δημόσια διαβούλευση νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι προδήλως ανακριβείς και προσχηματικοί. Είναι σαφές ότι το προτεινόμενο πλαίσιο νομοθετικής πρωτοβουλίας αποτελεί απλώς μέτρο υλοποίησης του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, το οποίο υπέγραψε η Ελληνική Δημοκρατία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπως αυτό κυρώθηκε με τον ν. 3845/2010 (ΦΕΚ Α’/6-5-2010, Αριθμός Φύλλου 65) και ενσωματώνεται σε αυτόν ως Παράρτημα ΙΙΙ, σύμφωνα με το οποίο, αφενός, για την υλοποίηση των στόχων του προγράμματος προβλέπεται ότι θα γίνει χρήση όλων των διαθέσιμων δημοσιονομικών, χρηματοπιστωτικών και διαρθρωτικών πολιτικών (ενότητα Οικονομικές Πολιτικές, περίπτωση 7) και, αφετέρου, στα δημοσιονομικά μέτρα τα οποία περιλαμβάνει το πρόγραμμα ρητά προβλέπονται, για το έτος 2011, η είσπραξη 200 εκατομυρίων ευρώ από δικαιώματα τυχερών παιχνιδιών και 500 εκατομυρίων ευρώ από άδειες τυχερών παιχνιδιών, πρόβλεψη εκ της οποίας, σαφέστατα και πέραν πάσης αμφιβολίας, προκύπτει ότι η κυβέρνηση θα αντιμετωπίζει εφεξής τα τυχερά παιχνίδια ως μια συνήθη οικονομική δραστηριότητα, δημοσιονομικού μάλιστα χαρακτήρα και στοχεύσεων. (13) Κατά τούτο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, με το προτεινόμενο πλαίσιο νομοθετικής πρωτοβουλίας, το Υπουργείο Οικονομικών πρακτικά αφίσταται (για πρώτη φορά και με προφανή σοβαρότατο κίνδυνο για τα συμφέροντα της ελληνικής πολιτείας) των παγίων θέσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας, τόσο ενώπιον των εθνικών Δικαστηρίων, όσο και ενώπιον των οργάνων και των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προβαλλόμενων προς υπεράσπιση του εθνικού μονοπωλίου στα τυχερά παιχνίδια και, συγκεκριμένα, ότι ο στοιχηματισμός αποτελεί οικονομική δραστηριότητα εξαιρετικώς ιδιαίτερης φύσης, λόγω των σοβαρών και συγκεκριμένων κινδύνων που συνεπάγεται (εθισμός, διατάραξη της κοινωνικής και της δημόσιας τάξης, αύξηση της εγκληματικότητας και των σχετιζόμενων με τον στοιχηματισμό αξιόποινων πράξεων κ.λπ.), ότι οι γενικοί κανόνες και μηχανισμοί των αγορών δεν μπορούν και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εφαρμόζονται στα τυχερά παιχνίδια, καθώς επίσης και ότι η περιοριστική θεμελιωδών σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο ελευθεριών (εγκατάστασης, παροχής υπηρεσιών, κ.λπ.) εθνική νομοθεσία σχετικά με την οργάνωση, διεξαγωγή, διαχείριση και λειτουργία των τυχερών παιχνιδιών στην ελληνική επικράτεια, δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, πρωτίστως για την προστασία του καταναλωτή και την εμπέδωση της δημόσιας τάξης. (14) Το προβλεπόμενο πλαίσιο νομοθετικής πρωτοβουλίας κινείται σε παντελώς λανθασμένη κατεύθυνση. Εάν μάλιστα υιοθετηθεί ως προβλέπεται, η Επιτροπή του ν. 3229/2004 τελικώς θα παραμείνει στα χαρτιά (στην καλύτερη των περιπτώσεων) ή θα καταργηθεί, αφήνοντας και τυπικά χωρίς εποπτεία και έλεγχο τα τυχερά παιχνίδια, τα οποία σήμερα εμπίπτουν τυπικά στις αρμοδιότητές της. Η συνεπής, συστηματική και αποτελεσματική αντιμετώπιση των πάσης φύσεως προβλημάτων, τα οποία σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τα ψυχαγωγικά τεχνικά και τα τυχερά (σε μεγαλύτερο συγκριτικά βαθμό) παιχνίδια, προϋποθέτει την ενοποίηση και όχι τον κατακερματισμό των διαδικασιών και των μηχανισμών ρύθμισης, εποπτείας και ελέγχου των παιχνιδιών από την ελληνική πολιτεία. (15) Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το δοθέν προς δημόσια διαβούλευση πλαίσιο νομοθετικής πρωτοβουλίας δεν συνοδεύεται από ένα αντίστοιχο πλαίσιο αιτιολογικής, ανά προβλεπόμενο άρθρο, έκθεσης (τα εισαγωγικά στοιχεία είναι βασισμένα σε αυθαίρετες, ανακριβείς και προδήλως εσφαλμένες παραδοχές, εντελώς αποσπασματικά, ελλιπή και, πάντως, δεν καλύπτουν επεξηγηματικά τα προβλεπόμενα κεφάλαια και, κυρίως, τα επιμέρους άρθρα τους), με αποτέλεσμα να καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη η διακρίβωση και αξιολόγηση των πραγματικών πρόθεσεων και στόχων του νομοθέτη, αλλά και η διασταύρωση της ακρίβειας των δεδομένων και των πάσης φύσεως στοιχείων τα οποία παρατίθενται από αυτόν, τόσο στα εισαγωγικά στοιχεία, όσο, κυρίως, στις διατάξεις των επιμέρους άρθρων του. Παρατηρήσεις στο Άρθρο 1: (1) Η άμεση ή / και έμμεση απόδοση σε συμμετέχοντα / συμμετέχοντες αγαθών οποιασδήποτε αξίας δυνάμενης να αποτιμηθεί οικονομικά, ειδικά στην περίπτωση που η αξία αυτή υπερβαίνει το κατά περίπτωση καθορισθέν αντίτιμο για την συμμετοχή του / τους στο ή στα παιχνίδια ή στην περίπτωση που ο συμμετέχων / οι συμμετέχοντες δεν έχει / έχουν καταβάλει αντίτιμο συμμετοχής στο ή στα παιχνίδια, συνιστά μορφή οικονομικού οφέλους αποδιδόμενου στον παίκτη, η οποία αλλάζει τον χαρακτήρα του παιχνιδιού από ψυχαγωγικό τεχνικό σε τυχερό παιχνίδι. Ως εκ τούτου, το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α, της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 πρέπει να διαγραφεί, δεδομένου άλλωστε ότι είναι εντελώς αόριστο, έρχεται μάλιστα και σε πλήρη αντίθεση με την περίπτωση β, δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1. (2) Η έννοια της λέξης «παραλλάσσονται» είναι παντελώς ασαφής και επιδεχόμενη (εφόσον τελικά υιοθετηθεί ως έχει) πολλαπλών διοικητικών και δικαστικών ερμηνειών, οι οποίες μετά βεβαιότητας θα δημιουργήσουν ανυπέρβλητα προβλήματα, κατ’ αρχήν, στον χαρακτηρισμό, στην ταξινόμηση και στην κατηγοριοποίηση των παιχνιδιών σε ψυχαγωγικά τεχνικά ή σε τυχερά και, εν συνεχεία, στην εποπτεία και στον έλεγχο διεξαγωγής τους για την διακρίβωση της συμμόρφωσης των προμηθευτών, των παρόχων και των παικτών με το ρυθμιστικό πλαίσιο. Για τους λόγους αυτούς, η φράση «και τα ψυχαγωγικά τεχνικά παιχνίδια που παραλλάσσονται σε τυχερά» πρέπει να διαγραφεί. (3) Αν γνησία πρόθεση του νομοθέτη είναι η εισαγωγή και η ρύθμιση τυχερών παιχνιδιών όντως περιορισμένου κέρδους, θα πρέπει να απαγορευτεί ρητά η καταβολή στον παίκτη κέρδους από jack pot οριζόμενου σε επίπεδο τερματικών συσκευών καταστήματος και σε επίπεδο καταστημάτων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό δίκτυο. Σε αντίθετη περίπτωση, τα τυχερά παιχνίδια περιορισμένου οφέλους θα μετατρέπονται, περιοδικά και με απρόβλεπτη και ανέλεγκτη συχνότητα, σε τυχερά παιχνίδια. (4) Σύμφωνα με τα παγκοσμίως κρατούντα, ο αριθμός των χρησιμοποιούμενων μονάδων πίστωσης στο παιγνιομηχάνημα (τερματικό) ως προϋπόθεση συμμετοχής σε ένα παιχνίδι δεν θεωρείται παράγοντας διαφοροποίησης των VLTs από τα AWPs. Ανεξαρτήτως των εκάστοτε ισχυουσών σε κάθε χώρα επιμέρους τεχνικών προδιαγραφών, τα μεν πρώτα είναι τερματικά online συνδεδεμένα για την λειτουργία τους με κεντρικό πληροφοριακό σύστημα, τα δε δεύτερα, τερματικά συνδεδεμένα με τοπικό πληροφοριακό σύστημα (LAN), αλλά με δυνατότητα αυτόνομης (από άποψης hardware και software) λειτουργίας. (5) Σύμφωνα με τα παγκοσμίως κρατούντα, τα VLT’s είναι τερματικά ισοδύναμα και ευθέως ανταγωνιστικά των slot machines (δηλ. ηλεκτρονικών μηχανημάτων παιχνιδιών) των επίγειων καζίνο, σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις το αποτέλεσμα προκύπτει από την τυχαία επιλογή γεννήτριας αριθμών. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αυστριακή νομοθεσία επιβάλλει ελάχιστη απόσταση 15 χιλιομέτρων μεταξύ των επίγειων καζίνο και των καταστημάτων με VLT’s. Κατά τούτο και για να αποφευχθεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός και η άνιση μεταχείριση εις βάρος των επίγειων καζίνο, επιβάλλεται αντιμετώπιση των VLT’s και των slot machines με ισοδύναμους όρους εκμετάλλευσης (ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, προσδοκώμενο κέρδος σε ποσοστό 85% κατ’ ελάχιστο του ύψους στοιχηματισμού του κάθε μηχανήματος κατά τα Αυστριακά πρότυπα, επιτρεπόμενη συμμετοχή σε παίκτες με συμπληρωμένο το 23ο έτος της ηλικίας τους, επιβολή εισιτηρίου εισόδου στα καταστήματα με VLT’s, φορολόγηση παρόχων με τον ίδιο συντελεστή κ.λπ.).