Αρχική Ρύθμιση της Αγοράς ΠαιγνίωνΆρθρο 11 – Διαδικτυακό ΣτοίχημαΣχόλιο του χρήστη CENTRIC Α.Ε. & SPORTINGBET PLC | 12 Σεπτεμβρίου 2010, 12:11
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Ενόψει της σύνταξης του νέου νομικού πλαισίου για τη ρύθμιση της αγοράς παιγνίων η CENTRIC Α.Ε. και η Sportingbet Plc καταθέτουν τις απόψεις τους στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης: Άρθρο 11 Παράγραφος 1: Προτείνεται η εφάπαξ εισφορά για τη χορήγηση της άδειας να είναι αντίστοιχη άλλων Ευρωπαϊκών χωρών που προσφάτως προέβησαν σε ρύθμιση των αγορών τους (Γαλλία, Κύπρος, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία) και αναλογική ως προς τον πληθυσμό της χώρας. Ως προς το περιοδικό τέλος, προτείνουμε τον υπολογισμό του επί των μικτών κερδών (Net Gaming Revenue) το οποίο ορίζεται ως τζίρος (συνολικός στοιχηματισμός) μείον κέρδη παικτών (payout). Αυτό θα διασφαλίσει τη δίκαιη φορολογία αφαιρώντας τον παράγοντα του ρίσκου των αποτελεσμάτων των αγώνων. Επιπλέον για τη διασφάλιση της παραμονής στην αγορά αποκλειστικά σοβαρών και αξιόλογων παρόχων, προτείνουμε να ορίζεται ένα ΕΛΑΧΙΣΤΟ ποσό ανά έτος ως περιοδικό τέλος π.χ. €1 εκ. το χρόνο. Η εν λόγω υποχρέωση θα προσφέρει και μια πρόσθετη διασφάλιση μελλοντικών εσόδων στο δημόσιο, ανεξαρτήτως της επιχειρηματικής πορείας των παρόχων. Για την εξασφάλιση των κρατικών εσόδων προτείνεται η θέσπιση μέγιστου payout (ελάχιστου περιθωρίου κέρδους / "γκανιότας" στον υπολογισμό των αποδόσεων), στο 80%. Αυτό θα αποτρέψει παρόχους από το να λειτουργούν με ελάχιστα ή καθόλου κέρδη, περιορίζοντας αντίστοιχα τα κρατικά έσοδα. Φυσικά το κράτος θα ωφεληθεί και από τον φόρο εισοδήματος επί των καθαρών κερδών των αδειοδοτημένων παρόχων εφόσον φυσικά αυτοί έχουν εταιρία στην Ελλάδα. Τέλος, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, σύμφωνα και με το παράδειγμα της Γαλλίας που είναι συμβατό με τις απαιτήσεις των σχετικών Οδηγιών της ΕΕ, είναι απαραίτητο ο τρόπος υπολογισμού και το ύψος της φορολογίας του στοιχήματος να είναι ταυτόσημα ανεξάρτητα από τον τρόπο παροχής της σχετικής υπηρεσίας, δηλαδή διαδικτυακά ή μέσω πρακτορείων. Η διαφοροποιημένη φορολογία εισάγει μια αδικαιολόγητη διάκριση που στρεβλώνει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Η διαφορετική βάση κόστους, δηλαδή κυρίως η ύπαρξη πρακτόρων συνδέεται με την ύπαρξη πρόσθετης αξίας στον τρόπο παροχής της υπηρεσίας, που είναι αποδεκτό να επιβαρύνει τους παίκτες μέσω υψηλότερων τιμών (χαμηλότερων αποδόσεων) και να μην απορροφάται ουσιαστικά από το δημόσιο μέσω χαμηλότερης φορολογίας. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος του φορολογικού συστήματος εν γένει, δεν είναι να εξισορροπεί ανισότητες στην επάρκεια και τη βάση κόστους ανταγωνιστών μέσω της εισαγωγής διακρίσεων στη φορολογία. Παράγραφος 3: Ακριβώς για τους λόγους που περιγράφονται στο εισαγωγικό σημείωμα της δημόσιας διαβούλευσης, πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητη και η ρύθμιση της αγοράς του διαδικτυακού καζίνο. Πρόκειται για μια υφιστάμενη και εκτεταμένη δραστηριότητα με τζίρο (πονταρίσματα ή stakes) της τάξης των €3,5 δισ. και κέρδη περί τα €100 εκ. που σήμερα δεν φορολογούνται από το Ελληνικό κράτος. Στατιστικά, οι πελάτες των διαδικτυακών καζίνο έχουν σημαντικά διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτούς των παραδοσιακών καζίνο. Για παράδειγμα, το μέσο ποντάρισμα σε ένα διαδικτυακό καζίνο είναι μόλις 3 ευρώ, ενώ τα χρήματα που παίζει ο μέσος πελάτης σε έναν μήνα δραστηριότητας δεν ξεπερνούν τα 100-150 ευρώ. Είναι προφανές ότι αυτό το κοινό δεν σχετίζεται με τα παραδοσιακά καζίνο ενώ δεν αντιλαμβάνεται τα τελευταία ως εναλλακτική επιλογή των διαδικτυακών. Πιστεύουμε ότι οι περισσότεροι εκ των πολιτών που κάνουν χρήση των εν λόγω υπηρεσιών θα συνεχίσουν να το πράττουν και κατά την περίοδο κατά την οποία η δραστηριότητα δεν θα είναι ρυθμισμένη, ακόμη κι αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν λογισμικό ή άλλες μεθόδους που «παρακάμπτουν» και παραβιάζουν τυχόν περιορισμούς. Είναι χαρακτηριστικό πως στις ΗΠΑ, τη χώρα με την αρτιότερη τεχνολογική υποδομή και αυστηρότατο σύστημα επιβολής νόμων, η επιβολή απαγόρευσης των διαδικτυακών παιχνιδιών απέτυχε πλήρως. Όντως, οι σοβαρές και αξιόπιστες εταιρίες του κλάδου (οι περισσότερες εισηγμένες σε Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και οι οποίες δεν ήθελαν να παραβαίνουν τους νόμους των ΗΠΑ) διέκοψαν τη δραστηριότητά τους εκεί. Ταυτόχρονα όμως, δημιουργήθηκαν πάμπολλες εταιρίες "φαντάσματα" που λειτουργούν ακόμη και σήμερα (κάποιες εκ των οποίων πολύ γνωστές όπως η Pokerstars, η Bodog, η betus.com κ.α.) που βρήκαν τον τρόπο και πέτυχαν να "εξυπηρετήσουν" την αγορά διατηρώντας τον τζίρο τους στα ίδια και μεγαλύτερα επίπεδα. Η απαγόρευση είχε, επομένως, ως μοναδικό αποτέλεσμα την πλήρη απώλεια του ελέγχου της δραστηριότητας, την ουσιαστική παράδοσή της σε εταιρίες που δρουν ανεξέλεγκτα και την απώλεια σημαντικών εσόδων για το κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι 4 χρόνια μετά συζητείται πλέον έντονα και στην Αμερική η αλλαγή της νομοθεσίας αυτής και η ρύθμιση της συγκεκριμένης αγοράς. Εν κατακλείδι, η μη ρύθμιση και της αγοράς του καζίνο δεν θα έχει κάποια ουσιώδη επίδραση στην εν λόγω δραστηριότητα, η οποία όμως θα ασκείται εκτός πλαισίου της ΕΕΠ με αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες εσόδων για το δημόσιο και τη μη εξασφάλιση της προστασίας των πολιτών και του υπεύθυνου παιχνιδιού (responsible gaming). Επιπλέον, οι σοβαρές Ευρωπαϊκές εταιρίες του κλάδου επιθυμούν όπως η συγκεκριμένη δραστηριότητά τους ενταχθεί σε νομοθετικό πλαίσιο αδειοδότησης και εποπτείας στην Ελλάδα και παράλληλα όπως φορολογηθούν τα σχετικά κέρδη τους. Παράγραφος 5: Η ύπαρξη αποτελεσματικού μηχανισμού αποκλεισμού μη αδειοδοτημένων παρόχων διαδικτυακού στοιχήματος αποτελεί το απόλυτο συστατικό επιτυχίας της εφαρμογής του συγκεκριμένου νόμου. Αν οι αδειοδοτημένοι πάροχοι υποχρεωθούν να δέχονται αθέμιτο ανταγωνισμό από μη αδειοδοτημένους ανταγωνιστές με διαφορετική φορολογία και προφανώς διαφορετική βάση κόστους, θα αντιμετωπίσουν άμεσο πρόβλημα βιωσιμότητας, με αποτέλεσμα την κατάληψη της αγοράς από τους δεύτερους χωρίς έσοδα για το δημόσιο. Ερώτηση 10: Πιστεύουμε ότι η βέλτιστη επιλογή είναι η Α, δηλαδή ο απεριόριστος αριθμός αδειών, οι οποίες όμως θα χορηγηθούν υπό πολύ αυστηρά κριτήρια σε όλα τα επίπεδα. Είναι δεδομένο ότι όλοι οι αξιόπιστοι πάροχοι θα θελήσουν να αδειοδοτηθούν, περιθωριοποιώντας παράλληλα εταιρίες-φαντάσματα. Η εφαρμογή της εναλλακτικής Α θα έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη λειτουργία της αγοράς και της μεγιστοποίησης των κρατικών εσόδων. Επιπρόσθετα, έτσι αυξάνονται οι θέσεις εργασίας, αλλά και οι σχετικές επενδύσεις. Επί παραδείγματι, οι δαπάνες διαφήμισης θα είναι αναλογικές με τον αριθμό των αδειοδοτημένων παρόχων, υποστηρίζοντας άμεσα τα έσοδα των ελληνικών ΜΜΕ σε μια περίοδο σημαντικής πτώσης της διαφημιστικής δαπάνης, εξασφαλίζοντας πρόσθετα έσοδα φόρων επί της διαφήμισης αλλά και αγγελιοσήμου, προστατεύοντας δε και θέσεις εργασίας στα εν λόγω ΜΜΕ. Η εναλλακτική "Β¨ ενδεχομένως να έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας εφόσον προβλέπει ικανό αριθμό αδειών ώστε να μπορέσουν να αδειοδοτηθούν όλοι οι σημαντικοί Ευρωπαίοι πάροχοι αποθαρρύνοντας έτσι πλήρως πιθανές προσπάθειες για την παράκαμψη του νόμου μελλοντικά. Η εναλλακτική "Γ" είναι ανέφικτη, αφού η αποκλειστική παραχώρηση πρόσθετων δραστηριοτήτων σε ένα κατ' ουσίαν ιδιωτικό μονοπώλιο που καθαρά στοχεύει στη μεγιστοποίηση των κερδών του, σε καμία περίπτωση δεν θα είναι συμβατή με τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σχετική νομολογία του ΔΕΚ, εκθέτοντας το κράτος στον κίνδυνο επιβολής σε αυτό σοβαρότατων προστίμων αλλά και στρεβλώνοντας την ίδια την αγορά. Συγκεκριμένα: Ι. Αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο ΟΠΑΠ βάσει της σημερινής του μετοχικής σύνθεσης αποτελεί δημόσια επιχείρηση καθότι το Δημόσιο δύναται να ασκήσει άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή στη διοίκηση αυτού η εφαρμογή της εναλλακτικής του νομοσχεδίου ως προς την παραχώρηση των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης της αγοράς στον ΟΠΑΠ δημιουργεί ανεπίτρεπτο κρατικό μονοπώλιο. Σύμφωνα με το άρθρο 106 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 86 ΣΕΚ) απαγορεύεται η θέσπιση ή η διατήρηση από τα κράτη-μέλη μέτρων αντίθετων προς τους κανόνες της Συνθήκης ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα. Η διάταξη αυτή πάντως της Συνθήκης απαγορεύει επίσης στα κράτη-μέλη να χρησιμοποιούν ορισμένες προνομιούχες επιχειρήσεις στις οποίες εκχωρούν αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα για την παρεμπόδιση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Πρόκειται συνήθως για τις επιχειρήσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές, στις οποίες παραχωρείται (όπως στην προκειμένη περίπτωση) με σύμβαση παραχώρησης η εκτέλεση δημοσίων υπηρεσιών. Η χορήγηση τέτοιων αποκλειστικών δικαιωμάτων οδηγεί στην καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 82 ΣΕΚ) είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. ΙΙ. Αν, αντιθέτως, ήθελε θεωρηθεί ότι το Δημόσιο δεν ασκεί τον έλεγχο του ΟΠΑΠ και επομένως δεν αποτελεί ο τελευταίος οργανισμός δημόσια επιχείρηση, η παραχώρηση των αδειών σε αυτόν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις. Ως κρατική ενίσχυση θεωρείται κάθε περίπτωση που ενέχει απειλή για τον ελεύθερο ανταγωνισμό, δηλαδή ο ορισμός συμπεριλαμβάνει το σύνολο των πλεονεκτημάτων που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους, χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο δια της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής. ΙΙΙ. Σε κάθε περίπτωση η επιλογή της εναλλακτικής Γ συνιστά εμπόδιο στην εσωτερική αγορά, καθότι ρύθμιση κράτους-μέλους η οποία υποβάλλει την οργάνωση και την προώθηση των τυχερών παιγνίων σε καθεστώς αποκλειστικότητας, το οποίο απαγορεύει σε κάθε άλλον επιχειρηματία να παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες, συνιστά περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών του άρθρου 56 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 49 ΣΕΚ). Ο περιορισμός αυτός δεν μπορεί να αιτιολογηθεί επί τη βάσει της προστασίας της δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, ούτε για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, διότι ο ίδιος ο νομοθέτης προτείνει ακόμα δύο εναλλακτικές αποδεικνύοντας ότι η προστασία των καταναλωτών και η πρόληψη της απάτης και της ενθάρρυνσης της εκ μέρους των πολιτών σπατάλης χρημάτων που συνδέεται με τα παίγνια, μπορεί να διασφαλιστεί και με την εφαρμογή άλλων λύσεων. Τέλος, σε καμία περίπτωση δεν τηρείται η αρχή της αναλογικότητας αν επιλεχθεί η εναλλακτική Γ του άρθρου 11. Σκοπός της αρχής της αναλογικότητας είναι να περιορίσει την εξουσία των κρατών-μελών, ώστε όταν λαμβάνουν μέτρα που ρυθμίζουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο, αυτά να είναι πράγματι αναγκαία για την επίτευξη του νόμιμου σκοπού (ΔΕΚ, 174/82, Sandoz, Συλλ. 1983, 2445, C-217/99, Επιτροπή/Βέλγιο, Συλλ. 2000, Ι-10251, C-510/00, Tridon, Συλλ. 2001, Ι-7777). Ειδικότερα, το μέτρο που χρησιμοποιούν τα κράτη-μέλη, πρέπει να είναι κατάλληλο, αναγκαίο και ανάλογο για την επίτευξη του συγκεκριμένου νόμιμου σκοπού (βλ. C-409/06, Winner Wetten GmbH, C-316/07, C-358/07, C-359/07, C-360/07, C-409/07 και C-410/07, Markuß Stoß κ.λπ., C-46/08, Carmen Media Group Ltd, C-243/01, 06.11.2003, Gambelli κ.λπ., Συλλογή 2003, Ι-13031 C-338/04, C-359/04 και C-360/04, 06.03.2007, Platanica κ.λπ., Συλλογή 2007, Ι-1891). Η παραχώρηση του αποκλειστικού δικαιώματος στον ΟΠΑΠ χωρίς να εφαρμόζονται περαιτέρω κριτήρια με απλή επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος, έχει ισοπεδωτικό αποτέλεσμα και δεν λαμβάνει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες του τομέα αυτού. Το μέτρο αυτό είναι επαχθέστερο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος θα μπορούσε να επιτευχθεί δια της εφαρμογής των λοιπών εναλλακτικών του άρθρου 11. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ CENTRIC H Centric ΠΟΛΥΜΕΣΑ ΑΕ είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Η Centric συμμετέχει σε εταιρίες οι οποίες προσαρμόζουν σε τοπικές αγορές, διαχειρίζονται και προωθούν υπηρεσίες διαδικτυακής ψυχαγωγίας. Οι θυγατρικές εταιρίες της Centric A.Ε συνεργάζονται με μεγάλους παρόχους διαδικτυακής ψυχαγωγίας, οι οποίοι είναι εισηγμένοι σε Ευρωπαϊκά Χρηματιστήρια και κατέχουν άδεια εξ αποστάσεως παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, για την από κοινού λειτουργία και προώθηση ιστοσελίδων τυχερών παιχνιδιών σε διάφορες γλώσσες χωρών της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η πιο σημαντική εξ αυτών, είναι η συνεργασία με τη Sportingbet Plc. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ SPORTINGBET Η Sportingbet Plc αποτελεί μία εκ των πρωτοπόρων εταιριών όσον αφορά τη βιομηχανία του διαδικτυακού στοιχήματος και της διαδικτυακής ψυχαγωγίας και σήμερα είναι μία εκ των ηγετικών εταιριών της αγοράς σε παγκόσμιο επίπεδο. Η εταιρία συστήθηκε το 1998 και είναι εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο και συγκεκριμένα στο Λονδίνο. Η εταιρία είναι εισηγμένη στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου και η κεφαλαιοποίησή της άγγιξε τα £301 εκατομμύρια (βάσει των τιμών κλεισίματος της 9/9/2010). Οι διάφορες ιστοσελίδες της καλύπτουν πάνω από 30 χώρες εξυπηρετώντας πελάτες σε 26 γλώσσες. Η Sportingbet προσαρμόζει τις ιστοσελίδες της στις τοπικές αγορές προκειμένου να αντικατοπτρίζονται σε αυτές οι διαφορετικές γλώσσες, νομίσματα και τα προτιμούμενα αθλήματα των αγορών-στόχων της. Ο σκοπός της εταιρίας είναι η παροχή ενός «προστατευμένου περιβάλλοντος ψυχαγωγίας», στο οποίο τα προγράμματα εξυπηρέτησης πελατών παρέχουν στους υπεύθυνους ενήλικες τη σιγουριά ότι γνωρίζουν ότι τα χρήματά τους είναι ασφαλή, ενώ παρέχουν στην εταιρία τη σιγουριά ότι λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την προστασία των ευάλωτων προσώπων. Αναλυτικά οι θέσεις της Centric και της Sportingbet για το σύνολο του προς διαβούλευση νομοθετήματος για τη ρύθμιση της αγοράς τυχερών παιγνίων στην ιστοσελίδα της Centric http://www.centricir.gr/default.asp?pid=96&la=1