Αρχική Ανοιγμα Κλειστών ΕπαγγελμάτωνΆρθρο 1 Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίαςΣχόλιο του χρήστη Φίλιππος Ι. Καρυπίδης | 21 Ιανουαρίου 2011, 17:38
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η επιμονή στην ύπαρξη κλειστών επαγγελμάτων, σήμερα, δε μπορεί να αμφισβητηθεί ότι είναι κοινωνικά επιζήμια. Παρακάτω αναφέρονται ορισμένοι λόγοι που δείχνουν ότι το άνοιγμα θα έπρεπε ΝΑ ΕΠΙΔΙΩΚΕΤΑΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ, ακόμη και από αυτούς που φοβούνται ότι «χάνουν»: 1) Προκαλούνται κοινωνικές αδικίες επειδή κάποιες ομάδες, με νομικές κατοχυρώσεις, μπορούν να αμείβονται περισσότερο από αυτό που αντιστοιχεί στην αξία των υπηρεσιών τους, όπως αυτή καθορίζεται στο χώρο των συναλλαγών (αγορά) ή πιο πάνω από την εκάστοτε προθυμία ή οικονομική δυνατότητα των πελατών/πολιτών. 2) Δεν επέρχονται, στο μέγιστο βαθμό, βελτιώσεις ποιότητας ούτε μειώσεις κόστους, επειδή εμποδίζονται νέοι άνθρωποι και φορείς να μπουν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο που, με καινοτομίες, θα μπορούσαν να προσφέρουν την ίδια δουλειά με χαμηλότερο κόστος ή καλύτερη δουλειά με το ίδιο (ή και χαμηλότερο) κόστος. Έτσι, οι κατοχυρωμένοι δεν καταβάλλουν τις μέγιστες προσπάθειες για βελτίωση, αφού δε «φοβούνται» τους πιθανούς «ανταγωνιστές». 3) Δε μεγιστοποιείται η αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων, όταν οι νέοι που μπορεί να είναι «πιο καινοτόμοι», με «πιο επίκαιρες» γνώσεις (τις οποίες απέκτησαν με οικονομική επιβάρυνση δική τους ή της κοινωνίας), πιο ευέλικτοι στο ραγδαία μεταβαλλόμενο σύνθετο περιβάλλον (πολύ διαφορετικό από πριν) και «πιο έτοιμοι» για το μέλλον, εμποδίζονται να εισέλθουν στο επάγγελμα ή αναγκάζονται σε ετεροβαρείς συνεργασίες, με όρους δυσμενείς. 4) Γίνεται σπατάλη πόρων όταν το κράτος και οι υπηρεσίες του διαθέτουν δυνάμεις για να οικοδομήσουν τις επαγγελματικές κατοχυρώσεις και να ελέγχουν την τήρησή τους, αντί να ασχολούνται με την οικοδόμηση και εφαρμογή κατοχυρώσεων και ελέγχων που προστατεύουν την κοινωνία, τους πολίτες και τους αποδέκτες των υπηρεσιών οι οποίες προσφέρονται στην αγορά. Πρόκειται για μια «κανιβαλιστική» λογική που έτεινε να κυριαρχήσει στην ελληνική πραγματικότητα. 5) Σε πολλές περιπτώσεις, η στρέβλωση αυτή τροφοδοτεί τον παρασιτισμό, αφού αυτοί που προσφέρουν «προστατευμένες υπηρεσίες» ενδιαφέρονται λιγότερο για τον «πελάτη» και περισσότερο για ενίσχυση του συντεχνιακού μηχανισμού ο οποίος είναι αποτελεσματικός στο να τους προστατεύει. Ο παρασιτισμός αυτός εξασθενίζει το ενδιαφέρον ανθρώπων που πλεονάζουν σε έναν κλάδο, να στρέφονται σε άλλες δραστηριότητες όπου δεν υπάρχουν τέτοιες κατοχυρώσεις. Έτσι, ενώ θα μπορούσαν π.χ. να γίνουν επιτυχημένοι επιχειρηματίες εντοπίζοντας πλήθος από επαγγελματικές –επιχειρηματικές ευκαιρίες που εμφανίζονται καθημερινά, αξιοποιώντας τις δυνάμεις τους καλύτερα, αρκούνται σε «κατοχυρωμένες επιλογές» που τελικά δεν τους αποδίδουν τη μέγιστη επιτυχία και ικανοποίηση. 6) Παράγονται αρνητικά πρότυπα στην κοινωνία που χαρακτηρίζονται από την επιβολή της συντεχνιακής –εγωκεντρικής- στρεβλότητας επί της ποιότητας, της άμιλλας, των τίμιων συναλλαγών, της βελτίωσης, της αριστείας. Υιοθετείται η προσέγγιση «δικαιούμαι να αμείβομαι όσο το δυνατόν πιο καλά» αντί για την προσέγγιση «υπάρχω χάριν του υπηρετούμενου» ή «υπηρετώ τον αποδέκτη των υπηρεσιών μου με τον καλύτερο τρόπο». Η πρώτη οδηγεί σε όλο και υψηλότερα επίπεδα συντεχνιακών κάστρων δημιουργώντας αντιπαλότητες και αδικίες ενώ η δεύτερη παράγει ωφέλειες για όλους αφού καλλιεργεί την εμπιστοσύνη, την «ενότητα», την αλληλεγγύη και την οικονομική αποτελεσματικότητα. 7) Η συντεχνιακή προσκόλληση οδηγεί τους ανθρώπους σε εξαρτήσεις, σε περιορισμό της προσωπικής τους ελευθερίας και σε «κοινωνικούς διαχωρισμούς», αφού είναι αναγκασμένοι να υπερασπίζονται τη θέση τους και τη θέση της συντεχνίας, ακόμη και σε εμφανώς «σκανδαλώδεις καταστάσεις». Η επιμονή των συνδικαλιστικών ηγεσιών σε «πεπαλαιωμένες κατοχυρώσεις», όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις, ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ την ΕΞΕΥΡΕΣΗ των ΑΡΙΣΤΩΝ ΛΥΣΕΩΝ που θα δίνονταν αν, αντί για την κατάργηση ή μη κατάργηση συζητούνταν το πώς θα αντιμετωπισθούν προληπτικά οι πιθανές επί μέρους στρεβλώσεις που μπορεί να προκύψουν μετά την κατάργηση της προστασίας. ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ι. ΚΑΡΥΠΙΔΗΣ Καθηγητής Αλεξάνδρειου ΤΕΙ Θεσσαλονίκης