Αρχική Ανοιγμα Κλειστών ΕπαγγελμάτωνΆρθρο 1 Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίαςΣχόλιο του χρήστη Σίμος Ι. Σαμαράς | 25 Ιανουαρίου 2011, 00:39
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Με το άρθρο 1 του προσχεδίου νόμου (εφεξής ΠρσχΝ) αναγνωρίζεται νομοθετικά η αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, που, ούτως ή άλλως, κατοχυρώνεται συνταγματικά, όπως επισημαίνεται στην εισηγητική έκθεση του προσχεδίου νόμου (εφεξής ΕισΕ). Υπ’ αυτήν την έννοια η απλή αναφορά στην ύπαρξη της αρχής στο άρθ. 1 § 1 ΠρσχΝ στερείται κανονιστικού περιεχομένου και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογεί την ύπαρξη της διάταξης. Περαιτέρω, η αναγνώριση στο άρθ. 1 § 2 ΠρσχΝ της αρχής της επαγγελματικής ελευθερίας ως ερμηνευτικού κριτηρίου των διατάξεων που διέπουν τα διάφορα επαγγέλματα, πέραν του ότι συνιστά της αυτονόητης σύμφωνης με το Σύνταγμα συστηματικής ερμηνείας των νόμων, περισσότερο περιπλέκει την κατάσταση, από τη στιγμή που δεν αποτυπώνεται νομοθετικά το περιεχόμενό της έννοιας της επαγγελματικής ελευθερίας. Αντίθετα, ο νομοθετικός προσδιορισμός της επαγγελματικής ελευθερίας θα ήταν όχι μόνο δικαιολογημένος, αφού συνιστά την κεντρική έννοια επί της οποίας δομείται στο σύνολό του το ΠρσχΝ, αλλά θα συνέβαλλε ουσιαστικά στην ερμηνεία των λοιπών διατάξεων. Ο κοινός τόπος, λοιπόν, για την έννοια της επαγγελματικής ελευθερίας είναι ότι οι προϋποθέσεις για την άσκηση ενός επαγγέλματος, ο τρόπος και το περιεχόμενο άσκησής του προσδιορίζονται με κριτήρια τη φύση και τη λειτουργία του, π.χ. από τη στιγμή που το επάγγελμα-λειτούργημα του δικηγόρου έχει να κάνει με τη συμμετοχή σε διαδικασίες εφαρμογής του νόμου και τη σύνταξη πράξεων με βάση αυτόν, θα πρέπει ο δικηγόρος να διαθέτει την απαιτούμενη νομική παιδεία, δηλ. τουλάχιστον βασικό τίτλο σπουδών με αντικείμενο τα νομικά. Περαιτέρω όροι και περιορισμοί μπορούν να τεθούν, εφόσον υπαγορεύονται από υπέρτερο λόγο δημοσίου συμφέροντος που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί αλλιώς, π.χ. η ύπαρξη σταθερής επαγγελματικής εγκατάστασης του δικηγόρου υπαγορεύεται αφενός από την ανάγκη άσκησης εποπτείας, καθώς σε διαφορετική δεν θα μπορούσε να συνδεθεί σταθερά με ορισμένο επαγγελματικό σύλλογο και να ελεγθεί ως προς το περιεχόμενο της δραστηριότητάς του, αφετέρου για να αποφευχθεί η άγρα πελατών στα δημόσια καταστήματα, ιδίως στα δικαστήρια, που θα περιόριζε τη δυνατότητα ώριμης επιλογής συνηγόρου από τους υποψήφιους εντολείς (πρβλ. διατάξεις για την προστασία καταναλωτών στις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος) και θα υποβίβαζε το επίπεδο παροχής υπηρεσιών σε αγοραίο με την επίφαση της έλλειψης σταθερής εγκατάστασης. Αντίθετα, δεν δικαιολογείται από υπέρτερο λόγο δημοσίου συμφέροντος η απαγόρευση πρόσθετης επαγγελματικής εγκατάστασης του επαγγελματία, εφόσον θα δηλωνόταν στις εποπτικές αρχές του επαγγέλματος και θα τηρούνταν κι εκεί οι όροι για την άσκησή του, καθώς δεν θα εμπόδιζε την ομαλή άσκηση κρατικής εποπτείας. Ακόμα θα πρέπει να επισημανθεί ότι η διάζευξη στο αντικείμενο ερμηνείας με βάση την αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας που επιχειρείται στο άρθ. 1 § 2 ΠρσχΝ πρέπει να εξαλειφθεί προς αποτροπή παρερμηνειών. Έτσι, η διατύπωση ότι «[ο]ι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας» πρέπει να ερμηνεύονται σε «αρμονία προς την αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας», ενώ «διατάξεις που προβλέπουν περιορισμούς ... είναι στενώς ερμηνευτέες» δημιουργεί την εντύπωση ότι μόνο τα ισχύοντα κατά την είσοδο του ΠρσχΝ στην έννομη τάξη εναρμονίζονται με την αρχή της επαγγέλματικής ελευθερίας, ενώ όσα εισάγει το ίδιο και όσες ρυθμίσεις ακολουθήσουν είναι απλώς στενώς ερμηνευτέες, χωρίς να απαιτείται εναρμόνιση με την αρχή της επαγγέλματικής ελευθερίας, κάτι που αντίκειται στο ίδιο το Σύνταγμα που υπερισχύει των κοινών νόμων αδιακρίτως. Η οριοθέτηση του περιεχομένου της επαγγέλματικής ελευθερίας, για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω, θα εξάλειφε την ανάγκη διττής αναφοράς και, συνεπώς τον κίνδυνο παρερμηνείας. Σε κάθε περίπτωση, αν επιλεγόταν η παρούσα διατύπωση του ΠρσχΝ ο επιθετικός προσδιορισμός «ισχύουσας» στη νομοθεσία είναι που δημιουργεί το πρόβλημα χωρίς να προσθέτει κανονιστικό περιεχόμενο, γιατί πάντοτε αντικείμενο ερμηνείας προς εφαρμογή συνιστούν οι διατάξεις που ισχύουν στο χρόνο της ερμηνείας. Κατά συνέπεια, η απαλοιφή του όρου «ισχύουσα» θα ομαλοποιούσε την κατάσταση με την τρέχουσα διατύπωση. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com