Αρχική Σχέδιο Νόμου Ρύθμιση Αγοράς ΠαιγνίωνΆρθρο 26 Διαδικασία αδειοδότησηςΣχόλιο του χρήστη CENTRIC Α.Ε. & SPORTINGBET PLC | 31 Ιανουαρίου 2011, 20:10
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Ενόψει της σύνταξης του νέου νομικού πλαισίου για τη ρύθμιση της αγοράς παιγνίων η CENTRIC Α.Ε. και η Sportingbet Plc καταθέτουν τις απόψεις τους στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης: Άρθρο 26 Α. Ουδέν διαλαμβάνει η ρύθμιση ως προς τη δημοσιότητα που θα περιβληθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό προκήρυξη διεθνούς πλειοδοτικού διαγωνισμού. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 2006/C 179/02 ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τη νομολογία του ΔΕΕ (βλ. Υποθέσεις C-324/98 Telaustria [2000] Συλλογή Νομολογίας I-10745, παράγραφος 62, C-231/03 Coname, απόφαση της 21.7.2005, παράγραφοι 16 έως 19 και C-458/03 Parking Brixen, απόφαση της 13.10.2005, παράγραφος 49), τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται με τις αρχές της Συνθήκης ΕΚ για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, το δικαίωμα εγκατάστασης, τις υποχρεώσεις μη διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και διαφάνειας, τις αρχές της αναλογικότητας και της αμοιβαίας αναγνώρισης. Από τις εν λόγω βασικές ελευθερίες και υποχρεώσεις, που οφείλουν να σέβονται τα κράτη μέλη απορρέει, κατά τη σχετική ανακοίνωση της Επιτροπής, η υποχρέωση των κρατών μελών να προσδίδουν τον προσήκοντα βαθμό δημοσιότητας στη διαγωνιστική διαδικασία, ώστε να καθίσταται δυνατό το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό καθώς και ο έλεγχος του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού. Η εν λόγω παράλειψη θα μπορούσε ενδεχομένως να θεραπευθεί με τη μεταγενέστερη προκήρυξη-απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, όμως, σκόπιμο βάση της συνήθους πρακτικής είναι να ενταχθεί ήδη στο κείμενο του νόμου προς αποφυγή συγχύσεων και παρερμηνεύσεων. Β. Δεν προκύπτει εάν στο διεθνή διαγωνισμό μπορούν να συμμετάσχουν μόνο νομικά πρόσωπα ενώσεις προσώπων ή κοινοπραξίες. Είναι αμφίβολο εάν το ζήτημα αυτό αποτελεί «λεπτομέρεια» που θα ρυθμισθεί με τη διακήρυξη του διαγωνισμού κατά την παράγραφο 2 περ. ια΄ του άρθρου 26. Με άλλα λόγια, θα πρέπει οι υποψήφιοι να έχουν συστήσει Α.Ε ή εγκατάσταση δια υποκαταστήματος στην Ελλάδα για τη συμμετοχή τους και μόνο στο διαγωνισμό και πριν ακόμα ολοκληρωθεί ο διαγωνισμός και χορηγηθούν οι άδειες; Και αν ναι, ποια είναι η αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης; Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι σε περίπτωση που τελικώς οι εν λόγω υποψήφιοι δεν λάβουν άδεια θα έχουν υποστεί σημαντικά έξοδα για τη θέσπιση εγκατάστασης στην Ελλάδα με οιονδήποτε τρόπο. Γ. Προβλέπονται μόνο κριτήρια επιλογής σχετικά με την προσωπική κατάσταση των υποψηφίων, χωρίς να προβλέπονται αντίστοιχα κριτήρια σχετικά με τη χρηματοοικονομική και τεχνική ικανότητα των υποψηφίων, παρά το γεγονός ότι η παροχή των επίμαχων υπηρεσιών προϋποθέτει ειδικές ικανότητες χρηματοοικονομικής και τεχνικής φύσεως (βλ. παράγραφο 2 περ. η΄ του άρθρου 26). Για παράδειγμα, θα πρέπει να προβλέπεται τουλάχιστον ότι τυχόν υφιστάμενη άδεια από άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ θα κρίνεται θετικά κατά την αξιολόγηση του φακέλου του υποψηφίου ή να αναγνωρίζεται μερικώς ή εξ ολοκλήρου κατά τα πρότυπα άλλων κρατών μελών (π.χ. white listing Ηνωμένου Βασιλείου και Δανίας). Η κατοχή τέτοιας άδειας θα πρέπει να αποτελεί τεκμήριο πλήρωσης προϋποθέσεων (όπως π.χ. προστασίας των καταναλωτών), αφού θα έχει προηγηθεί έλεγχος ως προς τούτο από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους που έχει χορηγήσει την εν λόγω άδεια. Δ. Αναφορικά με την παράγραφο 3, ζητείται να διευκρινιστεί η "προκαταβολή ποσού έναντι του περιοδικού τέλους" και η "προκαταβολή έναντι του φόρου εισοδήματος" και πώς θα είναι δυνατόν να υπολογιστεί και καταβληθεί το εν λόγω ποσό όταν δεν θα έχουν περατωθεί ακόμα οι οικονομικές χρήσεις στις οποίες θα αναφέρονται και επί των οποίων θα υπολογίζονται τα εν λόγω εισοδήματα, κατά παρέκκλιση δηλαδή των όσων συνήθως επιτάσσουν η φορολογική και εταιρική νομοθεσία. Επίσης θα πρέπει να διευκρινιστεί πως θα καθορίζεται το τίμημα της άδειας. Ε. Ως προς την παράγραφο 5 του άρθρου 26, σημειώνεται ότι από τη διατύπωση της παραγράφου αυτής, δεν καθίσταται σαφές εάν η Ε.Ε.Ε.Π. υποχρεούται να δεχθεί μερικώς ή εν όλω το αίτημα του «αναδόχου» για παράταση της ισχύος της άδειας ή εάν η αποδοχή του αιτήματος εναπόκειται στη διακριτική της ευχέρεια. Στην τελευταία περίπτωση, δεν καθορίζονται οι πιθανοί λόγοι απόρριψης του αιτήματος παράτασης. ΣΤ. Αναφορικά με την παράγραφο 7, ζητείται να διευκρινιστεί αν ο ανάδοχος θα δύναται να προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες σε περισσότερους από έναν διαδικτυακούς τόπους. Με άλλα λόγια, θα μπορεί ο κάτοχος άδειας τυχερών παιγνίων να παρέσχει το στοίχημα μέσω ενός ιστότοπου και το πόκερ μέσω ενός άλλου ιστότοπου; Ελέγχονται επίσης: α) η απαγόρευση μεταβολής της σύνθεσης του εταιρικού κεφαλαίου, που οδηγεί σε άμεση ή έμμεση αλλαγή ελέγχου της διοίκησης [ποια η ακριβής έννοια της αλλαγής ελέγχου;] της εταιρίας χωρίς προηγούμενη έγκριση της ΕΕΕΠ, καθώς και β) η επιβολή ανώτατων ορίων συμμετοχής του ίδιου προσώπου σε περισσότερες εταιρίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τυχερών παιγνίων (βλ. άρθρο 27 παρ. 7 του νομοσχεδίου) ως ρυθμίσεις που έρχονται σε αντίθεση με την ελευθερία κίνησης κεφαλαίου (άρθρο 63 ΣΛΕΕ) και με την αρχή της αναλογικότητας. Προκειμένου να μη θίγεται η κοινοτική αρχή της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, απαιτείται το Σχέδιο Νόμου να διακρίνει μεταξύ «επένδυσης σε αδειούχο εταιρία» και «πλήρους ελέγχου αδειούχου εταιρίας». Θα ήταν εύλογο να όριζε το εθνικό νομοθέτημα απλώς και μόνο ότι το ίδιο πρόσωπο δεν μπορεί να είναι ιδιοκτήτης και να ελέγχει πλήρως περισσότερες από μία αδειούχες εταιρίες, προκειμένου να διασφαλιστεί ο numerus clausus των σχετικών αδειών. Ωστόσο, η απαγόρευση της απλής επένδυσης στο κεφάλαιο περισσότερων αδειούχων εταιριών συνιστά υπέρμετρο και δυσανάλογο περιορισμό της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και του άρθρου 63 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, το κοινοτικό δίκαιο απαιτεί την τροποποίηση του άρθρου 26(7) του Σχεδίου Νόμου, προκειμένου να προβλέπεται απλώς και μόνο η απαγόρευση της πλήρους ιδιοκτησίας και ελέγχου περισσότερων αδειούχων εταιριών. Ζ. Αναφορικά με την παράγραφο 9, ζητείται να προστεθεί το ελλείπον κείμενο. Η. Σχετικά με τη διάταξη της παραγράφου 10, ουσιαστικά απαγορεύεται η παροχή υπηρεσιών τεχνικών και τυχερών παιγνίων μέχρι την χορήγηση των αδειών που προβλέπονται από το άρθρο 26(1) του προτεινόμενου Σχεδίου Νόμου. Είναι απαραίτητο οι εταιρίες που κατέχουν άδεια από άλλο κράτος μέλος να δύνανται να δραστηριοποιούνται μέχρι την έκδοση των σχετικών αδειών. Άλλως, η απαγόρευση αυτή θα συνιστά σαφή περιορισμό δυο εκ των θεμελιωδών ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπονται από τα άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ): • Της ελευθερίας εγκατάστασης (άρθρο 49 ΣΛΕΕ), ήτοι την πραγματική επιδίωξη οικονομικής δραστηριότητας μέσω σταθερής μόνιμης εγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος για αόριστο χρόνο (απόφαση του ΔικΕΕ στην υπόθεση C-221/89 Factortame), και • Της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρο 56 ΣΛΕΕ), δηλαδή της παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης του παρέχοντος ή τον αποδέκτη των οικείων υπηρεσιών. Ωστόσο, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔικΕΕ), ένας τέτοιος περιορισμός σχετικός με την προσφορά τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου δύναται καταρχήν να δικαιολογηθεί ως πρόσφορο μέτρο για την επιδίωξη των θεμιτών επιδιωκόμενων σκοπών της αποτροπής της παροτρύνσεως σε υπερβολική δαπάνη συνδεόμενη με τα τυχερά παίγνια και της καταστολής της εξαρτήσεως από αυτά, καθώς και της προστασίας των νέων, ακόμη και αν η προσφορά των παιγνίων αυτών εξακολουθεί να επιτρέπεται μέσω παραδοσιακότερων διαύλων εμπορίας (Βλ. π.χ. απόφαση του ΔικΕΕ στην υπόθεση C-46/08 Carmen Media Group). Για να θεωρηθεί όμως η επιβολή ενός περιοριστικού μέτρου ως πρόσφορη για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του εν λόγω θεμιτού σκοπού, θα πρέπει να είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (απόφαση του ΔικΕΕ στην υπόθεση C-258/08 Ladbrokes) και να συμβάλλει στον περιορισμό των σχετικών δραστηριοτήτων κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό (απόφαση του ΔικΕΕ στην υπόθεση C-46/08 Carmen Media Group). Σχετικά με την αρχή της αναλογικότητας, η Ελλάδα επέλεξε το περιοριστικό μέτρο επιβολής υποχρέωσης προηγούμενης αδειοδότησης, και η περίοδος απαγόρευσης παροχής υπηρεσιών καθιστά έναν επιπρόσθετο περιορισμό δυσανάλογο με τον επιδιωκόμενο θεμιτό στόχο του Ελληνικού Κράτους. Όσον αφορά στον περιορισμό των σχετικών δραστηριοτήτων κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, οι αρμόδιες δημόσιες αρχές έχουν αναπτύξει μια επεκτατική πολιτική της προσφοράς των υπαρχόντων τυχερών παιγνίων του ΟΠΑΠ (διαφημιστικές εκστρατείες σε όλα τα δυνατά μέσα, τηλεόραση, εφημερίδες, ποδόσφαιρο κτλ.), τα οποία πάντως έχουν τουλάχιστον παρόμοια αν όχι μεγαλύτερη πιθανότητα κινδύνου εξαρτήσεως. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι κατά την σταθερή νομολογία του ΔικΕΕ «η διαφήμιση, την οποία ενδεχομένως χρησιμοποιεί ο φορέας του κρατικού μονοπωλίου, [πρέπει] να παραμένει ποσοτικώς ελεγχόμενη και να περιορίζεται αυστηρώς σε ό,τι απαιτείται προκειμένου να κατευθυνθούν οι καταναλωτές προς τα δίκτυα παιγνίων που έχουν άδεια. Αυτή η διαφήμιση δεν θα πρέπει, αντιθέτως, να αποσκοπεί στην ενίσχυση της φυσικής ροπής των καταναλωτών προς τα παίγνια μέσω της ενθαρρύνσεως της ενεργούς συμμετοχής τους σε αυτά, καθιστώντας μεταξύ άλλων κοινότυπα τα παίγνια ή προβάλλοντας μία θετική εικόνα σε σχέση με το γεγονός ότι τα πραγματοποιούμενα έσοδα προορίζονται για δραστηριότητες γενικού συμφέροντος, ή ακόμα αυξάνοντας τη δύναμη έλξεως των παιγνίων μέσω διαφημιστικών μηνυμάτων που προβάλλουν παραπλανητικώς σημαντικά κέρδη.» (Απόφαση του ΔικΕΕ στην υπόθεση C-221/89 Factortame). Περαιτέρω, εφόσον το Ελληνικό κράτος επέλεξε να ρυθμίσει την αγορά και να χορηγήσει 15 έως 50 άδειες με στόχο την ένταξη και παρακολούθηση σε νόμιμο πλαίσιο των διεξαγόμενων παιγνίων, δεν δύναται να θεωρηθεί συνεπής η επιβολή μιας περιόδου απαγόρευσης παροχής υπηρεσιών (πλην των υφιστάμενων παρόχων επίγειων παιγνίων), η οποία αναπόφευκτα θα ωθήσει τους καταναλωτές στην χρήση παράνομων παρόχων δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εξάλλου και η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρει στο ενημερωτικό σημείωμα για το προτεινόμενο σχέδιο νόμου ότι «η καθολική απαγόρευση οδήγησε σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, από αυτά που αναμένονταν.» Βάσει των ανωτέρω, η επιβολή περιόδου απαγόρευσης παροχής υπηρεσιών μέχρι τη χορήγηση των προβλεπόμενων αδειών συνιστά δυσανάλογο περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, και δεν συμβάλλει στη ρύθμιση των σχετικών δραστηριοτήτων κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό. Η εν λόγω διάταξη αντίκειται συνεπώς στο εφαρμοστέο δίκαιο της ΕΕ. Επίσης, τα άρθρα 22(6) και 26(10) του Σχεδίου Νόμου έρχονται σε αντίθεση με το κοινοτικό δίκαιο περί δημόσιων διαγωνισμών, αλλά και με το άρθρο 5(1) του Συντάγματος περί οικονομικής ελευθερίας, εφόσον απαγορεύουν τη συμμετοχή στους διαγωνισμούς για τη χορήγηση αδείας διενέργειας παιγνίων με παιγνιομηχανήματα και διαδικτυακών παιγνίων σε οποιονδήποτε δραστηριοποιείται στη σχετική αγορά από την έναρξη ισχύος του νόμου χωρίς την άδεια των εν λόγω άρθρων. Ειδικότερα, με την κατ’ αναλογία εφαρμογή της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, η διάταξη αυτή του Σχεδίου Νόμου έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 45(2) της εν λόγω της Οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο: «Κάθε οικονομικός φορέας μπορεί να αποκλείεται από τη συμμετοχή στη σύμβαση, όταν: […] γ) έχει καταδικασθεί βάσει απόφασης που έχει ισχύ δεδικασμένου, σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας, και η οποία διαπιστώνει αδίκημα σχετικό με την επαγγελματική του διαγωγή. δ) έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που αποδεδειγμένως διαπιστώθηκε με οποιοδήποτε μέσο ενδέχεται να διαθέτουν οι αναθέτουσες αρχές. […]» Είναι προφανές ότι η διάταξη των άρθρων 22(6) και 26(10) του Σχεδίου Νόμου δεν μπορεί να υπαχθεί στις περιοριστικώς αναφερόμενες περιπτώσεις αποκλεισμού του άρθρου 45 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ. Πρώτον, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση του εδαφίου γ’ του άρθρου 45(2) της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, επειδή δεν προβλέπει καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου με ισχύ δεδικασμένου, όπως απαιτεί κατά πάγια ερμηνεία το εδάφιο γ’. Δεύτερον, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να υπαχθεί ούτε στην περίπτωση του εδαφίου δ’ του άρθρου 45(2) της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, επειδή η Οδηγία απαιτεί «σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα», το οποίο πρέπει να σχετίζεται με συγκεκριμένη αντιδεοντολογική συμπεριφορά και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να αφορά το γεγονός ότι ο υποψήφιος πριν τη διενέργεια του διαγωνισμού δραστηριοποιούταν με έγκυρη άδεια Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το να θεωρείται ως δήθεν «σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα» η προηγούμενη δραστηριοποίηση του υποψηφίου, ακόμα και με έγκυρη άδεια Κράτους Μέλους θα ήταν πλήρως ασυμβίβαστο με την κοινοτική νομοθεσία περί ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών. Συνεπώς, το κοινοτικό δίκαιο επιτάσσει τη διαγραφή της διάταξης των άρθρων 22(6) και 26(10) του Σχεδίου Νόμου. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ CENTRIC H Centric ΠΟΛΥΜΕΣΑ ΑΕ είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Η Centric συμμετέχει σε εταιρίες οι οποίες προσαρμόζουν σε τοπικές αγορές, διαχειρίζονται και προωθούν υπηρεσίες διαδικτυακής ψυχαγωγίας. Οι θυγατρικές εταιρίες της Centric A.Ε συνεργάζονται με μεγάλους παρόχους διαδικτυακής ψυχαγωγίας, οι οποίοι είναι εισηγμένοι σε Ευρωπαϊκά Χρηματιστήρια και κατέχουν άδεια εξ αποστάσεως παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, για την από κοινού λειτουργία και προώθηση ιστοσελίδων τυχερών παιχνιδιών σε διάφορες γλώσσες χωρών της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η πιο σημαντική εξ αυτών, είναι η συνεργασία με τη Sportingbet Plc. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ SPORTINGBET Η Sportingbet Plc αποτελεί μία εκ των πρωτοπόρων εταιριών όσον αφορά τη βιομηχανία του διαδικτυακού στοιχήματος και της διαδικτυακής ψυχαγωγίας και σήμερα είναι μία εκ των ηγετικών εταιριών της αγοράς σε παγκόσμιο επίπεδο. Η εταιρία συστήθηκε το 1998 και είναι εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο και συγκεκριμένα στο Λονδίνο. Η εταιρία είναι εισηγμένη στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου και η κεφαλαιοποίησή της άγγιξε τα £297 εκατομμύρια (βάσει των τιμών κλεισίματος της 28/1/2011). Οι διάφορες ιστοσελίδες της καλύπτουν πάνω από 30 χώρες εξυπηρετώντας πελάτες σε 26 γλώσσες. Η Sportingbet προσαρμόζει τις ιστοσελίδες της στις τοπικές αγορές προκειμένου να αντικατοπτρίζονται σε αυτές οι διαφορετικές γλώσσες, νομίσματα και τα προτιμούμενα αθλήματα των αγορών-στόχων της. Ο σκοπός της εταιρίας είναι η παροχή ενός «προστατευμένου περιβάλλοντος ψυχαγωγίας», στο οποίο τα προγράμματα εξυπηρέτησης πελατών παρέχουν στους υπεύθυνους ενήλικες τη σιγουριά ότι γνωρίζουν ότι τα χρήματά τους είναι ασφαλή, ενώ παρέχουν στην εταιρία τη σιγουριά ότι λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την προστασία των ευάλωτων προσώπων. Αναλυτικά οι θέσεις της Centric και της Sportingbet για το σύνολο του προς διαβούλευση νομοθετήματος για τη ρύθμιση της αγοράς τυχερών παιγνίων στην ιστοσελίδα της Centric http://www.centric.gr/default.asp?pid=101&la=1