Αρχική Καταπολέμηση ΦοροδιαφυγήςΆρθρο 10 Βελτίωση αποτελεσματικότητας συστήματος ελέγχων. Τροποποιήσεις στον Κ.Φ.Ε. και στον Κώδικα Φ.Π.Α.Σχόλιο του χρήστη Νίκος Πέρος | 1 Φεβρουαρίου 2011, 00:26
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Παρατηρήσεις στο άρθρο 10 παρ. 20. Η διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 3 του Ν.3900/2010 με την οποία ορίζεται το παράβολο σε ποσοστό ίσο με το 2% του αντικειμένου της διαφοράς στις τελωνειακές και φορολογικές διαφορές καθώς και σε συνδυασμό επίσης με τις λοιπές διατάξεις του ίδιου νόμου με τις οποίες τροποποιούνται διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ως προς τη διαδικασία αναστολής εκτέλεσης (βεβαίωσης, φαλκιδεύει το συνταγματικό δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας απο τα δικαστήρια (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) και αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (Δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης). Με βάση τη διάταξη αυτή ουσιαστικά καταργείται το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη και η δικαιοσύνη αποκτά πλέον ταξικό χαρακτήρα αφού μόνο οι «έχοντες και κατέχοντες» θα μπορούν να προσφύγουν σ'αυτή. Η διάταξη αυτή επιβάλλεται να απαλειφθεί αφού ο νομοθετικός στόχος για δραστική περιστολή της άσκοπης προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια για φορολογικές διαφορές, επιτυγχάνεται με τις λοιπές ισχύουσες διατάξεις και ιδιαίτερα με αυτές του Ν.3900/2010. Εξάλλου δέν θα μπορεί πλέον κανείς να προσφύγει στο δικαστήριο για να ακυρώσει προφανώς παράνομη πράξη επιβολής φόρου όταν εκ των προτέρων θα πρέπει να πληρώσει αυξημένο παράβολο, αμοιβή δικηγόρου και επιπλεόν να του προβεβαιωθεί το 50% των επιβληθέντων κύριων, πρόσθετων κλπ. φόρων. Έτσι αυξάνεται το αίσθημα αδικίας του φορολογούμενου ο οποίος ουισαστικά αισθάνεται οτι εκβιάζεται και σύρεται σε συμβιβασμό με δυσμενέστατους όρους. Αυτό βέβαια δέν εξυπηρετεί τη φορολογική πολιτική, η οποία θα έπρεπε να βασίζεται σε σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης κράτους και φορολογούμενου πολίτη.