Αρχική Τροποποίηση συνταξιοδοτικής νομοθεσίαςΆρθρο 04: Ρύθμιση Άλλων Συνταξιοδοτικών ΘεμάτωνΣχόλιο του χρήστη Βασίλης Δούλης | 2 Φεβρουαρίου 2013, 11:45
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το δικαίωμα στην εργασία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο. Το Σύνταγμα δεν εξαιρεί κανένα, φυσικά ούτε και τον συνταξιούχο που εργάζεται. Η σύνταξη είναι ανταποδοτική λόγω των εισφορών που κατέβαλε κάποιος κατά το διάστημα της εργασίας του. Δεν αποτελεί «δώρο» ένεκα των προσφερομένων υπηρεσιών και η χορήγησή της είναι υποχρεωτική και όχι κατά το δοκούν ή εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν, διότι υποχρεωτικές και εις ακέραιον ήταν και οι εισφορές που κατέβαλε ο εργαζόμενος σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Σχόλια σχετικά με την προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 5β του άρθρου 4 για τους εργαζόμενους συνταξιούχους: 1. Διατηρείται η ισχύουσα διάκριση ελεγχόμενης συνταγματικότητας σχετικά με τη μεταχείριση των εργαζόμενων συνταξιούχων του δημοσίου τομέα με το Ν.3865/10 και του ιδιωτικού τομέα με το Ν.3863/10. Με τον πρώτο νόμο περικόπτεται το ποσό της σύνταξης για το 70% του ποσού που υπερβαίνει τα 30 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη (ΗΑΕ), ενώ με το δεύτερο, όλο το ποσό της σύνταξης που υπερβαίνει τα 60 ΗΑΕ. 2. Δεν συμβαδίζουν, αφενός μεν η επιβολή ορίου ηλικίας στην αναστολή ή μη της σύνταξης του εργαζόμενου συνταξιούχου και αφετέρου, το καθόλα νόμιμο δικαίωμα της συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση των προβλεπομένων χρόνων υπηρεσίας, χωρίς επιβολή ορίου ηλικίας. 3. Υπάρχουν 2 μορφές εργασίας ως προς τη μορφή εξάρτησης: Η εξαρτημένη και η μη εξαρτημένη. Θα έπρεπε στο νόμο να υπάρχει αυτή η διάκριση διότι: α. Στην εξαρτημένη (υπαλληλική σχέση εργοδότη –εργαζόμενου), η συνήθης μορφή απασχόλησης σήμερα είναι η μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση. Αυτό σημαίνει χαμηλές αποδοχές, οι οποίες δεν υπερβαίνουν το ποσό της περικοπής της σύνταξης, πράγμα που καθιστά την επιχειρούμενη ρύθμιση ανεφάρμοστη. Πρέπει επομένως να ορισθεί δια νόμου «πλαφόν» ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης (π.χ 10 ώρες) ή μηνιαίου εισοδήματος (π.χ 300 ευρώ) για τους εργαζόμενους συνταξιούχους με σχέση εξαρτημένης εργασίας, πάνω από το οποίο θα εφαρμόζονται οι κανόνες περικοπής της σύνταξης. β. Στην μη εξαρτημένη εργασία (αυτοαπασχόληση) δεν νοείται περικοπή της σύνταξης του εργαζόμενου συνταξιούχου, καθότι: (1) Επενδύει κεφάλαιο από την ατομική του περιουσία για παραγωγική εργασία, με την ίδια λογική που κάποιος άλλος επενδύει κεφάλαιο για να αποκτήσει ακίνητα ή κινητές αξίες που του επιφέρουν εισόδημα. Είναι λοιπόν οξύμωρο να περικόπτεται η σύνταξη αυτού που αποβλέπει σε εισόδημα από εργασία και να μην έχει καμία επίπτωση ο συνταξιούχος που έχει εισόδημα από ακίνητα ή κινητές αξίες. (2) Εισφέρει στα ασφαλιστικά ταμεία που δια νόμου υποχρεούται. (3) Προσφέρει και δημιουργεί θέσεις εργασίας. (4) Το εισόδημά του σε καμία περίπτωση δεν είναι εγγυημένο και σταθερό, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο οικονομικής ζημίας, ενώ υπόκειται σε φορολόγηση με συντελεστή 26% πλέον, έναντι 10% για τους αποκτώντες εισόδημα από ακίνητα ή 15% από κινητές αξίες. Με εκτίμηση Βασίλης Δούλης