Αρχική Διάλογος για ένα Δίκαιο και Aποτελεσματικό φορολογικό σύστημα1) Προτείνεται μια ενιαία, προοδευτική, τιμαριθμοποιημένη φορολογική κλίμακα για όλα τα εισοδήματα.Σχόλιο του χρήστη Συμεών Παπαδόπουλος | 23 Δεκεμβρίου 2009, 23:22
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η διαφοροποίηση της φορολογικής κλίμακας μεταξύ των μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών είναι λογικά αβάσιμη. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι εξαιτίας της δήλωσης χαμηλών εισοδημάτων από τη δεύτερη ομάδα φορολογουμένων η κλίμακα θα πρέπει να είναι αυστηρότερη. Το επιχείρημα αυτό είναι άσχετο, καθώς η συλλογιστική του πρέπει να παραπέμψει σε μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής των ελ. επαγγελματιών. Άρα η ενιαία κλίμακα για όλους τους φορολογουμένους είναι απαραίτητη αν θέλουμε να μιλάμε για δίκαιο φορολογικό σύστημα. Επίσης αν θέλουμε να μιλάμε για ένα λογικό φορολογικό σύστημα, θα πρέπει η φορολογική κλίμακα να λαμβάνει υπόψιν τις ανάγκες/κόστος της αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών. Ο υπολογισμός αυτός μοιραία θα οδηγήσει σε ομάδες πληθυσμών που χαρακτηρίζονται από το ίδιο κόστος με βάση τα εξής: (α) οικογενειακή κατάσταση (βασικά αριθμός παιδιών + σύζηγος αν δεν εργάζεται), (β) τόπος διαμονής. Είναι προφανές ότι ένας οικογενειάρχης φορολογούμενος έχει αυξημένο κόστος ζωής σε σχέση με έναν εργένη (όπως εγώ). Επίσης είναι προφανές ότι ο κάτοικος μεγάλου αστικού κέντρου έχει υψηλότερο κόστος ζωής σε σχέση με τον κάτοικο της επαρχίας. Βέβαια στον κάτοικο της επαρχίας πρέπει να δοθούν φορολογικά κίνητρα για να συνεχίσει να διαμένει εκεί. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν εργένη φορολογούμενο, ο οποίος διαμένει σε ενοικιαζόμενο διαμέριση σε μεγάλη πόλη και είναι κάτοχος αυτοκινήτου το οποίο χρησιμοποιεί για μετακίνηση από/προς τόπο εργασίας. Το μέσο μηνιαίο κόστος ζωής (κάνοντας αρκετά αυστηρές παραδοχές) για αυτόν το φορολογούμενο μπορεί χονδρικά να υπολογιστεί ως: * 350 (ενοίκιο) + 150 (μέσα έξοδα αυτοκινήτου: βενζίνες, τέλη, επισκευές, ασφάλεια, κλπ.) + 250 (έξοδα super market) + 100 (έξοδα ρουχισμού) + 100 (έξοδα διασκέδασης) + 100 (λογαριασμοί τηλ./ρεύματος/internet/θέρμανση/νερό) + 80 (μέσο κόστος διακοπών αν ανάγουμε το κόστος όλου του χρόνου σε μήνες) + 120 (έκτακτα έξοδα, π.χ. βιβλία, φάρμακα, κλπ.) ~ 1250 / μήνα -> 15000 / χρόνο Άρα το αφορολόγητο όριο των 12000 ανά φορολογούμενο είναι ήδη χαμηλό και θα έπρεπε να τεθεί περίπου στο επίπεδο των 15000 για φορολογούμενους που διαμένουν μόνοι τους. Με αντίστοιχη λογική μπορεί να υπολογιστεί και το αφορολόγητο όριο για ζευγάρια (στα οποία εργάζεται ο ένας ή και οι δύο), και οικογένειες με Χ αριθμό παιδιών. Στη συνέχεια, η φορολογία μπορεί να αυξάνει μη γραμμικά, καθώς όταν υπερκαλύπτονται οι βιωτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες του πολίτη, τότε δεν υπάρχει λόγος να του απομένει σημαντικό πλεόνασμα χρημάτων, π.χ. αν παρουσιάζει εισόδημα 3000/μήνα έχει πλεόνασμα 1750 σε σχέση με το ελάχιστο προβλεπόμενο εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης, άρα μια φορολόγηση της τάξης του 40% στη διαφορά (3000-1750) δεν είναι παράλογη.