Αρχική Ενιαίος Φόρος ΑκινήτωνΆρθρο 10-Μεταβατικές και καταργούμενες διατάξειςΣχόλιο του χρήστη ΔΗΜΟΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ-ΨΥΧΙΚΟΥ | 30 Οκτωβρίου 2013, 12:29
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
1. ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ Όπως είναι γνωστό, με το άρθρο 41 του Ν 1249/1982 θεσπίστηκε μέθοδος αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας όλων κατ’ αρχήν των ακινήτων (αστικά, αγροτικά κ.λπ.), που ισχύει πλέον στο μεγαλύτερο μέρος της Χώρας. Η μέθοδος αυτή σκοπό έχει τον προσδιορισμό τεκμαρτών φορολογητέων αξιών των ακινήτων με βάση προκαθορισμένες από τη Διοίκηση τιμές και συντελεστές, προκειμένου να αποφεύγονται αντιδικίες μεταξύ φορολογικών Αρχών και ενδιαφερομένων, όπως συνέβαινε συχνά στο παρελθόν κατά την εφαρμογή της μεθόδου της αγοραίας αξίας (βλ. αντί άλλων Ι. Φωτόπουλου, Η φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, β΄ έκδ. 1999, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, τ. Α΄, σελ. 302). Βασικό στοιχείο της εν λόγω μεθόδου είναι ο προκαθορισμός τιμών εκκίνησης (ή τιμών ζώνης), δηλαδή ενιαίων τιμών αφετηρίας για κάθε ακίνητο στην εκάστοτε ζώνη, οι οποίες καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση επιτροπών που συγκροτούνται επίσης με υπουργική απόφαση. Η αξία κάθε ακινήτου εξευρίσκεται κατόπιν με τον πολλαπλασιασμό της τιμής ζώνης (εκκίνησης) στην οποία βρίσκεται αυτό, με προκαθορισμένους συντελεστές, που επιδρούν αυξητικά ή μειωτικά στην τιμή του ακινήτου, μεταξύ των οποίων είναι η τιμή του οικοπέδου, ο συντελεστής οικοπέδου, ο συντελεστής αξιοποίησης οικοπέδου, ο συντελεστής εμπορικότητας κ.α. Η μέθοδος αντικειμενικού προσδιορισμού εφαρμόζεται υποχρεωτικά κατά κύριο λόγο στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, τη φορολογία κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών και τη φορολογία ακίνητης περιουσίας, καθώς και σε όσες άλλες φορολογίες ο νομοθέτης παραπέμπει σε αυτή για τον προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων (π.χ. Τέλος Ακίνητης Περιουσίας). Από το άρθρο 14 παρ. 18 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ Α΄ 43) προβλέπεται, εξάλλου, η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων το αργότερο ανά διετία. Σε εφαρμογή της διάταξης αυτής εκδόθηκε η υπουργική απόφαση υπ' αρ. 1020564/487/00ΤΥ/Δ΄/Πολ. 1034/27.2.2007 «Αναπροσαρμογή τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλων των περιφερειών της χώρας» (ΦΕΚ Β΄ 269), με την οποία αυξήθηκαν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων σε όλη τη Χώρα, όπως αυτές είχαν καθοριστεί προηγουμένως με την απόφαση Πολ. 1158/2005 (ΦΕΚ Β΄ 1982). Μετά από την άσκηση αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της παραπάνω Πολ. 1034/2007 η τελευταία ακυρώθηκε ως προς τη Β΄ Ζώνη του Παλαιού Ψυχικού με την απόφαση υπ’ αρ. 2107/2009. Κρίθηκε, ειδικότερα, ότι παρότι στο προοίμιο της απόφασης αναφερόταν γενικά, μεταξύ άλλων, ότι είχαν ληφθεί υπόψη οι ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής ή τμήματος αυτής και οι «εισηγήσεις των αρμοδίων επιτροπών του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 στις οποίες περιλαμβάνονται τα πορίσματά τους», στο φάκελο βρίσκονταν μόνο πρακτικό συνεδρίασης της Επιτροπής του άρθρου 41 του Ν. 1249/82, που έφερε ημερομηνία 11.8.2005, ήτοι προγενέστερη της έκδοσης της προηγούμενης σχετικής υπουργικής απόφασης περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών (Πολ. 1158/2005). Με τα δεδομένα αυτά, ούτε από την απόφαση, ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε ότι η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών στην ζώνη Β΄ του Παλαιού Ψυχικού είχε γίνει κατόπιν εκτίμησης στοιχείων που να τη δικαιολογούν, ώστε να προκύπτει το δικαιολογητικό έρεισμα της επίμαχης ρύθμισης και να μπορεί να ελεγχθεί αν εκδόθηκε εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης, που κατά την έννοιά τους επιτάσσουν τον καθορισμό τιμών κατά ζώνες ανταποκρινόμενες στην πραγματική αγοραία αξία των οικείων ακινήτων. Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου Σας, εκδόθηκε η υπουργική απόφαση υπ’ αρ. 1088318/2449/00ΤΥ/Δ΄/19.9.2009 (ΦΕΚ Β΄ 2003) «Επανέκδοση της υπ’ αρ. 1020564/487/00ΤΥ/Δ΄/27.02.2007 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ως προς την τιμή της Β΄ Ζώνης Ψυχικού, σε συμμόρφωση με ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας». Όμως και αυτή η απόφαση ακυρώθηκε με την απόφαση υπ’ αρ. 3626/2010 του Δικαστηρίου Σας. Η τελευταία αυτή απόφαση έκρινε ότι καθόσον κατά τα αναφερόμενα στην υπουργική απόφαση η τιμή των ακινήτων στη Β΄ Ζώνη του Ψυχικού αναπροσαρμόστηκε σύμφωνα με την από 11.8.2005 εισήγηση της Επιτροπής του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, η ρύθμιση δεν προκύπτει ότι εχώρησε, όπως απαιτούσε η υπ’ αρ. 2107/2009 απόφαση του ΣτΕ, κατόπιν εκτίμησης συγκεκριμένων στοιχείων, ανταποκρινομένων χρονικά στον καθορισμό τιμών κατά ζώνες με βάση την πραγματική αγοραία αξία των οικείων ακινήτων, αλλά, όπως ρητώς αναφέρεται στην υπουργική απόφαση του 2009, στηρίχθηκε σε στοιχεία αναγόμενα στο έτος 2005, τα οποία, ως εκ τούτου, αντιστοιχούν σε πλασματική, και όχι στην πραγματική αγοραία, αξία των οικείων ακινήτων, με περαιτέρω συνέπεια να μην προκύπτει το δικαιολογητικό έρεισμα της εν λόγω ρύθμισης. Στη συνέχεια εκδόθηκε η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών. Και η απόφαση αυτή, όμως, πάσχει, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια και είναι για αυτό ακυρωτέα. 2. ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ Η παρούσα αίτηση είναι εμπρόθεσμη, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 17-3-2011. Παραδεκτά, επιπλέον, ασκούμε εμείς την παρούσα αίτηση, καθώς έχουμε έννομο συμφέρον προς τούτο, ο μεν πρώτος από εμάς (Δήμος Φιλοθέης-Ψυχικού, όπως νόμιμα εκπροσωπείται) γιατί από την προσβαλλόμενη απόφαση βλαπτόμαστε κατά το μέρος που η αύξηση των αντικειμενικών αξιών αφενός οδηγεί σε αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης του Δήμου για τα ακίνητα που ο ίδιος κατέχει, μεταβιβάζει κ.λπ. Αφετέρου από το Σύνταγμα (βλ. άρθρο 102 παρ. 1) Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν. 3463/2006, ιδίως άρθρο 75 παρ. 1) προκύπτει ότι μεταξύ των λοιπών υποχρεώσεων των δήμων είναι και η μέριμνα για την προαγωγή των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων των κατοίκων τους. Στη μέριμνα αυτή εντάσσεται και το ενδιαφέρον του Δήμου για την ρύθμιση του αντικειμενικού προσδιορισμού των αξιών στην εδαφική περιφέρειά του, δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή, που έχει ως αντικείμενο τον προκαθορισμό της ελάχιστης φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται στην περιφέρειά του, επηρεάζει κατά κοινή πείρα την εκεί κοινωνική και οικονομική ζωή, λόγω της εξ αυτής οικονομικής επιβάρυνσης των δημοτών (πρβλ. και τη συμμετοχή εκπροσώπου του Δήμου στην κατ' άρθρο 41 του Ν. 1249/182 Επιτροπή). Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ειδικά και μόνο το Δήμο μας και καμία άλλη περιοχή της Χώρας, ώστε ακόμη και αν εντάσσεται στην εφαρμογή φορολογικών διατάξεων δεν αποτελεί παρά μέθοδο εξεύρεσης της ελάχιστης φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται στην περιφέρεια του αιτούντος Δήμου και δεν συνιστά άσκηση κρατικής φορολογικής πολιτικής και συνακόλουθα παραδεκτά αμφισβητείται από το Δήμο στο πλαίσιο της κατά το Σύνταγμα και το νόμο αρμοδιότητάς του για τη διοίκηση των τοπικών του υποθέσεων. Οι δε λοιποί από εμάς παραδεκτά ασκούμε, επίσης, την παρούσα αίτηση ακύρωσης, καθώς είμαστε κύριοι ακινήτων στις ζώνες του Ψυχικού, τις τιμές των οποίων αύξησε η προσβαλλόμενη απόφαση, με συνέπεια να αυξάνεται η οικονομική μας επιβάρυνση στις φορολογίες που οι αντικειμενικές αξίες εφαρμόζονται, λόγω της αύξησης της φορολογικής βάσης. 3. ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ 3.1. Παράβαση νόμου 3.1.1. Ρύθμιση εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης α. Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου Σας οι κανονιστικές πράξεις της Διοίκησης που εκδίδονται βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης ελέγχονται, από τον ακυρωτικό δικαστή ως προς την τήρηση και την υπέρβαση των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης με βάση την οποία εκδίδονται (βλ. ΣτΕ 1313/1987, 2998/1988, 369/1989). Εφόσον δηλαδή η εξουσιοδοτική διάταξη θέτει όρους και προϋποθέσεις, υπό την τήρηση των οποίων και μόνο η κανονιστικά δρώσα Διοίκηση μπορεί να κάνει χρήση της εξουσιοδοτικής διάταξης για να προβεί στην έκδοση διοικητικής πράξης που θα θέτει απρόσωπους κανόνες δικαίου, οι όροι αυτοί πρέπει να έχουν προηγουμένως πληρωθεί για τη νομιμότητα της κατ’ εξουσιοδότησης εκδοθείσας διοικητικής πράξης (βλ. Π. Παραρά, Σύνταγμα 1975 – Corpus I, εκδ. Αντ. Σάκκουλα 1982, σελ. 468, 505 και ΣτΕ 4025/1998). Πρέπει, με άλλα λόγια, από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Διοίκηση για να προβεί κατόπιν στην έκδοση της κανονιστικής πράξης να προκύπτει αντικειμενικά η ανάγκη, να δικαιολογείται η έκδοση της πράξης (βλ. ΣτΕ 230, 1585/2002). Τα στοιχεία αυτά μπορεί είτε να αναφέρονται ρητά στην εξουσιοδοτική διάταξη είτε να προκύπτουν από το σκοπό και το πνεύμα της εξουσιοδοτικής διάταξης (βλ. ΣτΕ 2107/2009). Μπορεί, λοιπόν, οι κανονιστικές πράξεις της Διοίκησης να μην επιβάλλεται να φέρουν αιτιολογία, όμως απαιτείται να προκύπτει από τα λοιπά σχετικά με την έκδοσή τους στοιχεία το δικαιολογητικό έρεισμα της κανονιστικής ρύθμισης, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν αυτή έλαβε χώρα εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διάταξης και σύμφωνα με το σκοπό που ο νομοθέτης ήθελε να επιτύχει με τη νομοθετική ρύθμιση, δίδοντας κατά τα άλλα περαιτέρω την εξουσία στα όργανα της Διοίκησης να ρυθμίσουν δευτερεύοντα ζητήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τo άρθρο 41 παρ. 1 και 2 του Ν. 1249/1982 ορίστηκε ότι: «-1. Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή προίκας, λαβαίνονται υπόψη οι τιμές εκκίνησης, που είναι καθορισμένες από πριν κατά ζώνες ή οικοδομικά τετράγωνα και κατ’ είδος ακινήτου, όπως αστικό ακίνητο, μονοκατοικία, διαμέρισμα, κατάστημα, αγρόκτημα και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης αυξάνονται ή μειώνονται ποσοστιαία ανάλογα με τους παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά ή μειωτικά την αξία των ακινήτων, όπως για τα διαμερίσματα η παλαιότητα, η θέση στο οικοδομικό τετράγωνο ή στον όροφο της πολυκατοικίας, για τα καταστήματα η εμπορικότητα δρόμου, το πατάρι, το υπόγειο, για τα αγροκτήματα η καλλιεργητική αξία, η τουριστική ή παραθεριστική σημασία και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσής τους θα καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, μετά από εισήγηση Επιτροπών που θα αποτελούνται από οικονομικούς υπαλλήλους, μηχανικούς του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εκπροσώπους του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και άλλα πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις ή ιδιάζουσα εμπειρία και θα συγκροτούνται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών. Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο τιμές αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο, ανά διετία, με τις κατά την παράγραφο 2 του παρόντος αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών. -2 .Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται: α) η καταχώρηση των τιμών εκκίνησης και των συντελεστών αυξομείωσής τους σε πίνακες και η συσχέτισή τους με διαγράμματα που καταρτίζονται με βάση χάρτες, β) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου... ». Η παραπάνω εξουσιοδοτική διάταξη επιτάσσει οι αξίες των ακινήτων που καθορίζονται «αντικειμενικά» να ανταποκρίνονται στην πραγματική, αγοραία αξία των ακινήτων αυτών (βλ. ΣτΕ 2107/2009), καθώς σκοπός του νομοθέτη δεν είναι να καταλήγουν οι αντικειμενικά προσδιοριζόμενες αξίες μεγαλύτερες από τις αγοραίες, αλλά κατά μέγιστο ίσες ή κατώτερες από αυτές. Η αντιστοίχιση αντικειμενικών και αγοραίων αξιών επιβάλλεται, περαιτέρω, να είναι σύγχρονη, δηλαδή να αναφέρεται στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που γίνεται ο προσδιορισμός, ώστε όταν τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την αναπροσαρμογή της αξίας ακινήτων δεν είναι σύγχρονα με την αναπροσαρμογή, ο προσδιορισμός θεωρείται κείμενος εκτός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η παράλειψη τήρησης οποιασδήποτε από τις δύο αυτές προϋποθέσεις που επιβάλλει η εξουσιοδοτική διάταξη, ήτοι η μη αντιστοίχιση αντικειμενικών και αγοραίων αξιών και η μη λήψη υπόψη στοιχείων για την αγοραία αξία των εκάστοτε ακινήτων σύγχρονων με την αναπροσαρμογή των αξιών είναι δυνατό να οδηγήσει στον προσδιορισμό πλασματικών αξιών με περαιτέρω συνέπεια να μην προκύπτει το δικαιολογητικό έρεισμα της υπό κρίση ρύθμισης και αυτή να είναι παράνομη ως υπερβαίνουσα τα όρια και το σκοπό της εξουσιοδοτικής διάταξης (πρβλ. ΣτΕ 4192/2005, 3626/2010). Η υπέρβαση αυτή έλαβε χώρα και στην περίπτωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως εξηγείται κατωτέρω ,τούτο διότι οι αξίες που τελικά ορίσθηκαν αντικειμενικά στην περιοχή του Δήμου Ψυχικού ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματική, αγοραία αξία των ακινήτων κατά τη χρονική στιγμή της αναπροσαρμογής, δηλαδή κατά παράβαση των όσων ορίζει η εξουσιοδοτική διάταξη, εκτός των ορίων της οποίας κινήθηκε το κανονιστικά δράσαν όργανο (Υφυπουργός Οικονομικών). Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία που φέρεται να έλαβε υπόψη το όργανο της Διοίκησης κατέληξε σε τιμές εκκίνησης ως εξής: - 10.000 €/τ.μ. για την Α΄ ζώνη, - 8.000 €/τ.μ. για τη Β΄ ζώνη, - 6.000 €/τ.μ. για τη Γ΄ ζώνη, - 6.000 €/τ.μ. για τη Δ΄ ζώνη, - 4.500 €/τ.μ. για τη Ε΄ ζώνη, - 5.500 €/τ.μ. για την ΣΤ΄ ζώνη και - 4.500 €/τ.μ. για τη Ζ΄ ζώνη. Σημειώνεται κατ’ αρχήν ότι η αύξηση ανέρχεται ποσοστιαία από 25% ως 60% περίπου σε σχέση με τις αντικειμενικές αξίες που ίσχυαν με βάση την προηγούμενη απόφαση του 2007, οπότε οι αξίες για τις ίδιες ζώνες κυμαίνονταν από 3.250 €/τ.μ. μέχρι 6.250 €/τ.μ. και ειδικότερα: - 6.250 €/τ.μ. για την Α΄ ζώνη, - 5.150 €/τ.μ. για τη Β΄ ζώνη, - 4.700 €/τ.μ. για τη Γ΄ ζώνη, - 4.700 €/τ.μ. για τη Δ΄ ζώνη, - 3.650 €/τ.μ. για τη Ε΄ ζώνη, - 4.300 €/τ.μ. για την ΣΤ΄ ζώνη και - 3.250 €/τ.μ για τη Ζ΄ ζώνη. Ειδικά δε ως προς τη Β΄ ζώνη του Ψυχικού, όπου λόγω της προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου Σας ίσχυε η προηγούμενη απόφαση περί αναπροσαρμογής (Πολ. 1158/2005) και όχι αυτή του 2007, η αύξηση προσεγγίζει στο 100%, αφού από 4.100 €/τ.μ. η αξία ορίστηκε σε 8.000 €/τ.μ. (αύξηση 95,1%). Από την άλλη πλευρά, οι πραγματικές, αγοραίες αξίες απέχουν πόρρω από τις αντικειμενικές, ιδίως καθώς λόγω της οικονομικής κρίσης που διέρχεται σταθερά την τελευταία διετία και πλέον η Χώρα έχει πληγεί σοβαρότατα η αγορά των ακινήτων, οπότε οι αγοραπωλησίες έχουν υποστεί καθίζηση και όσες συναλλαγές γίνονται αφορούν τιμές πολύ μικρότερες από τις ορισθείσες. Συγκεκριμένα, από όλα τα στοιχεία σχετικά με αγοραπωλησίες που έλαβαν χώρα το τελευταίο διάστημα πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (συμβόλαια αγοραπωλησιών, εκτιμήσεις και μελέτες εγκύρων εταιρειών παροχής υπηρεσιών ακίνητης περιουσίας ειδικά για την περιοχή του Ψυχικού, αγγελίες του ειδικού τύπου με προσφορές ακινήτων στην ίδια περιοχή κ.λπ.) που οι αιτούντες έχουμε στην διάθεσή μας και θα καταθέσουμε στο Δικαστήριό Σας, προκύπτει με απόλυτη βεβαιότητα ότι αφενός οι αγοραίες αξίες σε όλες τις ζώνες του Ψυχικού που αφορά η προσβαλλόμενη κινήθηκαν σημαντικά πτωτικά σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, ώστε δεν δικαιολογείται αυτή η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών και αφετέρου οι αγοραίες αυτές είναι πάντως μικρότερες από τις ορισθείσες αντικειμενικά. Ειδικότερα, οι αγοραίες τιμές διαμορφώνονται κατά μέσο όρο περίπου ως εξής: - 7.000 €/τ.μ. για την Α΄ ζώνη, - 6.500 €/τ.μ. για τη Β΄ ζώνη, - 5.000 €/τ.μ. για τη Γ΄ ζώνη, - 5.000 €/τ.μ. για τη Δ΄ ζώνη, - 4.000 €/τ.μ. για τη Ε΄ ζώνη, - 4.000 €/τ.μ. για την ΣΤ΄ ζώνη και - 3.800 €/τ.μ για τη Ζ΄ ζώνη. Εν γένει δε, οι αγοραίες αξίες εμφανίζουν πτώση από 10% μέχρι 25% περίπου το χρονικό διάστημα από 2007 μέχρι 2011. Ως εκ τούτου, κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη όρισε αντικειμενικές αξίες μεγαλύτερες από τις πραγματικές αγοραίες , αντίθετα με ό,τι επιτάσσει η εξουσιοδοτική διάταξη, είναι παράνομη και για αυτό ακυρωτέα. β. Η προσβαλλόμενη δεν φέρει δικαιολογητικό έρεισμα και από την άποψη ότι τα ίδια τα στοιχεία που φέρεται να έλαβε υπόψη, δεν δικαιολογούν τέτοια αύξηση των αντικειμενικών αξιών. Συγκεκριμένα, στην από 14-12-2010 εισήγηση της αρμόδιας κατά νόμο επιτροπής του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 σημειώνονται ενδεικτικά στοιχεία από αγοραπωλησίες κατά τα έτη 2007-2010, η απόκλιση του τιμήματος στις οποίες από τις αντικειμενικές είναι υποτίθεται τέτοια που δικαιολογεί την πρόταση της επιτροπής, την οποία ακολούθησε κατά βάση κατόπιν το Υπουργείο Οικονομικών. Ωστόσο, από την απλή ανάγνωση των τιμών που αναφέρονται στην εισήγηση τιμών προκύπτει ότι η απόκλιση μεταξύ αναγραφομένου κάθε φορά τιμήματος και του αντικειμενικού τιμήματος είναι κατά πολύ μικρότερη από την αύξηση 25%-60% στην οποία προέβη η προσβαλλόμενη. Και αυτό γιατί ακόμη και αν δεχθούμε ότι τα συγκεκριμένα συμβόλαια είναι αντιπροσωπευτικά, σε αυτά υπάρχει απόκλιση από 4% μέχρι 25% μεταξύ αναγραφόμενης τιμής και αντικειμενικής και μόνο σε μία ή δύο περιπτώσεις η απόκλιση είναι μεγαλύτερη. Δηλαδή η μεγαλύτερη ποσοστιαία απόκλιση με βάση τα στοιχεία της επιτροπής ισούται με την ελάχιστη ποσοστιαία αύξηση στην οποία προχώρησε η προσβαλλόμενη! Συνακόλουθα, από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη το Υπ. Οικονομικών δεν δικαιολογείται η αύξηση στην οποία προέβη, με αποτέλεσμα οι νέες αντικειμενικές να μην έχουν σχέση με τις αγοραίες, αλλά να είναι πλασματικές, αντίθετα με όσα επιβάλλει η εξουσιοδοτική διάταξη. γ. Σε κάθε περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση υπόψη έλαβε ελάχιστα στοιχεία σε σχέση με όσα αντικειμενικά απαιτούνται για να καταλήξει σε σαφέστερη και πάντως πιο κοντά στην πραγματικότητα εικόνα για την υπό κρίση περιοχή. Συγκεκριμένα, στην από 14-12-2010 εισήγηση της αρμόδιας επιτροπής αναφέρονται μόνο 3-5 συμβόλαια ανά έτος. Περαιτέρω, εμφανίζεται το φαινόμενο σε μερικά έτη να μην υπάρχει κανένα συμβόλαιο για ένα ορισμένο είδος ακινήτου (π.χ. οικόπεδο) ή να μην υπάρχει κανένα συμβόλαιο για μία ορισμένη ζώνη. Η κατάσταση αυτή απέχει, αυτονόητα, πολύ από τον «ικανό» αριθμό φορολογικών δηλώσεων που η ΔΟΥ επικαλείται στην εισήγηση της επιτροπής του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982. Απέχει σε κάθε περίπτωση από το να μπορεί να απεικονίσει ικανοποιητικά την πραγματική κατάσταση της αγοράς των ακινήτων στο Ψυχικό, με αποτέλεσμα και ο προσδιορισμός της αξίας κατόπιν να είναι επίσης εκτός πραγματικότητας. δ. Ο ορισμός αντικειμενικών αξιών σε τιμή μεγαλύτερη της αγοραίας - και μάλιστα σημαντικά μεγαλύτερη - παραβιάζει ευθέως την εξουσιοδοτική διάταξη. Ειδικότερα, η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 ορίζει ότι: «- 6. Σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτων με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας, ο φορολογούμενος αναγράφει στην οικεία φορολογική δήλωση την κατά τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου οριζόμενη αξία τους, με βάση την οποία βεβαιώνεται ο φόρος που αναλογεί. Αν ο υπόχρεος σε φόρο θεωρεί την προκαθορισμένη αξία μεγαλύτερη από την αγοραία έχει το δικαίωμα, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της δήλωσής του, να ζητήσει με προσφυγή τον προσδιορισμό της αξίας, από το αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο. Αν ασκηθεί προσφυγή, ο Οικονομικός Έφορος διενεργεί έλεγχο για τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου και συντάσσει σχετική έκθεση, αντίγραφο της οποίας κοινοποιεί στο φορολογούμενο είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Η έκθεση αυτή επισυνάπτεται στην έκθεση του άρθρου 82 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, στην οποία περιλαμβάνεται και αίτημα προς το Διοικητικό Δικαστήριο για προσδιορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου. [...]». Από τη διάταξη αυτή, που δίδει το δικαίωμα στον ενδιαφερόμενο να αμφισβητήσει με προσφυγή την αξία που προσδιορίζεται αντικειμενικά σε περίπτωση που αυτή είναι μεγαλύτερη από την αγοραία, προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη, όταν εισήγαγε τη μέθοδο αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων στην εθνική έννομη τάξη, ήταν σε κάθε περίπτωση αυτή να μην καταλήγει να είναι μεγαλύτερη από την εκάστοτε αγοραία, αλλά να είναι ή να φθάσει σταδιακά να είναι ίση με αυτή. Αυτή είναι άλλωστε και η μόνη ερμηνεία σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές περί ίσης συμμετοχής στα δημόσια βάρη και περί φορολογικής επιβάρυνσης ανάλογης με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός, κατ’ άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, καθώς διαφορετικά (δηλ. αν επιτρεπόταν νομοθετικά ο ορισμός αντικειμενικής μεγαλύτερης από την αγοραία) υπήρχε ο κίνδυνος οι ενδιαφερόμενοι να καταβάλουν φόρο αναντίστοιχο με την πραγματική αξία του ακινήτου, στις περιπτώσεις που το σύστημα αντικειμενικών αξιών εφαρμόζεται. Και από την άποψη αυτή, επομένως, ο προσδιορισμός αντικειμενικής αξίας μεγαλύτερης από την πραγματική αγοραία, όπως συνέβη στην επίδικη περίπτωση, παραβιάζει ευθέως την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982. ε. Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, επίσης, κατά το μέρος που ως δικαιολογητικό της έρεισμα επικαλείται, σύμφωνα με το προοίμιο της απόφασης «Το γεγονός ότι μετά την με αριθμό 3626/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, καταργήθηκε η καθορισθείσα με την με αρ. 1088318/2449/00ΤΥ/Δ΄/19−09−2009 απόφασή μας τιμή της Β΄ Ζώνης Ψυχικού, με αποτέλεσμα για τις υπόλοιπες Ζώνες του Ψυχικού να ισχύουν οι καθορισθείσες τιμές με την με αριθ.1020564/487/00ΤΥ/Δ΄/27−02−2007 απόφασή μας, ενώ για την Β΄ Ζώνη να ισχύει η καθορισθείσα τιμή με την προγενέστερη 1122435/3634/00ΤΥ/Δ΄/30−12−2005 απόφασή μας, με αποτέλεσμα τη μη ενιαία αντιμετώπιση όλων των περιοχών του Ψυχικού και τη διατάραξη της ορθής κλιμάκωσης των τιμών από Ζώνη σε Ζώνη». Και αυτό γιατί η πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου Σας ακύρωσε την υπουργική απόφαση του 2007 για το λόγο ότι δεν προέκυπτε ότι για εκείνη την αναπροσαρμογή είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία σύγχρονα της αναπροσαρμογής. Επομένως, η κανονιστικά δρώσα Διοίκηση έπρεπε σε συμμόρφωση με τη δικαστική απόφαση με βάση πραγματικά στοιχεία να προσαρμόσει και αντιστοιχήσει τις αξίες της συγκεκριμένης ζώνης του Ψυχικού (ζώνη Β΄) με τις τιμές των λοιπών ζωνών, όπως είχαν το 2007 και όχι να προχωρήσει σε συνολική αναπροσαρμογή των αξιών όλων των ζωνών. Η ενέργεια της αυτή κείται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης, ενώ δεν είναι σύμφωνη ούτε με το άρθρα 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 50 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1989 περί συμμόρφωσης της Διοίκησης με τις αποφάσεις των δικαστηρίων και ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας. 3.1.2. Πλάνη περί τα πράγματα Όπως είναι γνωστό, πλάνη περί τα πράγματα συντρέχει όταν το διοικητικό όργανο που εξέδωσε τη διοικητική πράξη έλαβε υπόψη για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου πραγματικές ή νομικές καταστάσεις που αποδεικνύεται ότι αντικειμενικά δεν υπήρχαν, δηλαδή όταν το διοικητικό όργανο πλανήθηκε ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του κανόνα δικαίου (βλ. ΣτΕ 2392/2007, Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 13η εκδ. 2010, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, τ. 2, σελ. 136, Β. Καράκωστας, Η αίτηση ακυρώσεως, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2011, σελ. 236). Αυτή είναι η περίπτωση στην υπό κρίση διαφορά. Συγκεκριμένα, το εκδόσαν την προσβαλλόμενη πράξη διοικητικό όργανο προέβη στην αύξηση των αντικειμενικών αξιών στο Ψυχικό θεωρώντας πεπλανημένα ότι οι αγοραίες αξίες που ίσχυαν κατά το χρόνο που προχώρησε στη ρύθμιση ήταν αυτές που αναφέρονταν στην από 14-12-2010 εισήγηση της αρμόδιας επιτροπής. Κάτι τέτοιο όμως δεν ίσχυε, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, οι αγοραίες αξίες όχι μόνο δεν ήταν αυτές που απεικονίζονταν στα ενδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η ΔΟΥ στην επιτροπή, αλλά ήταν κατά πολύ χαμηλότερες, σε ποσοστό 25%-50% από τις τελικά ορισθείσες. Συνακόλουθα, δεδομένου ότι τα στοιχεία που έλαβε υπόψη ο Υφ. Οικονομικών για την προσβαλλόμενη απόφαση δεν υφίσταντο, η πλάνη δε αυτή ήταν ουσιώδης, λαμβανομένης υπόψη της απόκλισης μεταξύ των πραγματικών αξιών και αυτών που χρησιμοποιήθηκαν, το παραπάνω διοικητικό όργανο υπέπεσε και από την άποψη αυτή σε παράβαση νόμου, της προσβαλλόμενης απόφασης καθισταμένης έτσι ακυρωτέας. 3.1.3. Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας Όπως είναι γνωστό, η αρχή της αναλογικότητας, συνταγματικής προέλευσης και ήδη ρητά συνταγματικά κατοχυρωμένη (βλ. άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Σ) και αναγνωρισμένη αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου (βλ. άρθρο 52 παρ. 1 εδ. β΄ του Χάρτη των Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 5 της Συνθήκης για την ΕΕ και Πρωτόκολλο υπ’ αρ. 2 στη Συνθήκη για την ΕΕ και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ) περιορίζει γενικά τις επεμβάσεις στα ατομικά δικαιώματα στο όριο που το εκάστοτε μέτρο είναι απόλυτα αναγκαίο. Καταλαμβάνει δε κάθε κρατικό μέτρο, δηλαδή τόσο τις ρυθμίσεις του νομοθέτη όσο και τις αποφάσεις της Διοίκησης και των Δικαστηρίων (βλ. ενδεικτικά Α. Μαρκαντωνάτου-Σκαλτσά, Γενικές αρχές στη νομολογία του ΣτΕ και του ΔΕΚ, 2007, σελ. 94-95, και ΑΠ Ολ 43/2005, ΔΕΕ 2006, σελ. 681). Επιτάσσει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, εύλογη σχέση ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και το επιλεγέν μέτρο, το μέτρο δε αυτό απαιτείται να συνάπτεται με την πραγματική κατάσταση που πρόκειται να ρυθμίσει (βλ. π.χ. Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Η αρχή της αναλογικότητας στο εσωτερικό δημόσιο δίκαιο, 1989, σ. 24 και ΣτΕ Ολ 3031/2008, ΘΠΔΔ 2009, σελ. 27) Με άλλα λόγια, το χρησιμοποιούμενο μέτρο να μην υπερβαίνει το απόλυτα αναγκαίο μέτρο, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ο ορθολογισμός μεταξύ μέτρου και σκοπού εξειδικεύεται στα στοιχεία της καταλληλότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπό στενή έννοια. Καταλληλότητα του επιλεγέντος μέτρου σημαίνει ότι η Διοίκηση δεν επιτρέπεται να λάβει μέτρα με τα οποία δεν είναι αντικειμενικά δυνατό να επιτευχθεί ο σκοπός που επιδιώκεται ή τα οποία είναι άσχετα με το σκοπό αυτό. Δηλαδή, για να είναι κατάλληλο το επιλεγέν μέτρο πρέπει αυτό να προάγει το συγκεκριμένο σκοπό. Αναγκαίο είναι μόνο το μέτρο το οποίο, ανάμεσα στα άλλα που μπορεί να επιλέξει η Διοίκηση, προκαλεί τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση και είναι το ηπιότερο για τον ενδιαφερόμενο. Αλλά ακόμη και όταν ένα μέτρο προκαλεί την ελάχιστη ζημία, μπορεί να είναι αντίθετο με την αναλογικότητα υπό στενή έννοια, όταν τα μειονεκτήματα του συγκεκριμένου μέτρου για το διοικούμενο υπερσκελίζουν και είναι εκτός αναλογίας με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, όταν με άλλα λόγια η βαρύτητα της προσβολής είναι σε δυσανάλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν μπορεί, υπό την κρίση των λόγων που τη δικαιολογούν, να γίνει ανεκτή. Ειδικά στο πεδίο του διοικητικού δικαίου, η αρχή της αναλογικότητας εκλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ως ειδικότερο στοιχείο της αρχής της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης (βλ. έτσι Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 13η έκδ. 2010, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, τ. 2, σελ. 542, υποσ. υπ’ αρ. 165). Η αρχή βρίσκει μεν κατά κύριο λόγο εφαρμογή σε πράξεις της Διοίκησης που εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια, αλλά εφαρμόζεται και σε κάθε είδους διοικητική επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα των διοικουμένων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ορισμός τόσο υψηλών αντικειμενικών αξιών, ήτοι κατά 25%-50% μεγαλύτερων από τις πραγματικές αγοραίες και κατά 25%-60% μεγαλύτερες από τις προηγούμενες αντικειμενικές δεν είναι, προφανώς, ανεκτός υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Και τούτο διότι η αύξηση αυτή υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού του νόμου που παρείχε τη νομοθετική εξουσιοδότηση, δηλαδή την καθιέρωση κατά το δυνατόν ομοιόμορφων τιμών για ακίνητα υπό τις ίδιες κατά κύριο λόγο συνθήκες και κυρίως την προσαρμογή των ελάχιστων τιμών με τις αγοραίες, αφού, καταλήγει, όπως περιγράφηκε παραπάνω, να επιβάλει τιμές κατά πολύ μεγαλύτερες από τις αγοραίες, μέτρο εκτός του σκοπού της ρύθμισης. 3.1.4. Παραβίαση της αρχής της φορολογικής ισότητας Η αρχή της φορολογικής ισότητας επιβάλλει γενικά την όμοια φορολογική μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό παρόμοιες (κοινωνικοοικονομικές) συνθήκες και την ανόμοια μεταχείριση αυτών που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες (βλ. π.χ. Θ. Φορτσάκη, Φορολογικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2008, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 111, Κ. Φινοκαλιώτη, Φορολογικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2005, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 130). Όσον αφορά στην ελληνική έννομη τάξη ειδικά, θεμελιώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος και αναλύεται ειδικότερα στις αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα. Σύμφωνα με την πρώτη αρχή, η φορολογική επιβάρυνση πρέπει να είναι καθολική, να επιβάλλεται δηλαδή στο σύνολο των Ελλήνων πολιτών. Κατά τη δεύτερη αρχή, η συνεισφορά στα δημόσια βάρη πρέπει να είναι ανάλογη με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός, δηλαδή ανάλογη με την αντικειμενική δυνατότητά του να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη. Από την αρχή της φορολογικής ισότητας επιβάλλεται, επίσης, η ισότητα κατά την εφαρμογή των φορολογικών νόμων από τις διοικητικές αρχές και τα διοικητικά δικαστήρια. Η αξίωση αυτή απευθύνεται στο φορολογικό νομοθέτη, ο οποίος υποχρεώνεται στη θέσπιση κανόνων δικαίου που εκπληρώνουν την απαίτηση για φορολογική επιβάρυνση σύμφωνα με τις φοροδοτικές δυνάμεις του καθενός. Η αξίωση για φορολογική ισότητα απευθύνεται, περαιτέρω, στην κανονιστικά δρώσα Διοίκηση, από την οποία απαιτεί τον προσδιορισμό της φύσης και της έκτασης της συγκεκριμένης κάθε φορά φορολογικής οφειλής κατά τρόπο αναλόγως όμοιο για όλους τους ενδιαφερομένους. Η εφαρμογή από τη Διοίκηση του φορολογικού κανόνα δικαίου κατά τρόπο άνισο και διαφορετικό για μία ομάδα ενδιαφερομένων φορολογουμένων από ό,τι για μια άλλη, παρότι αντικειμενικά δεν συντρέχει σημαντικός δικαιολογητικός λόγος διαφοροποίησής τους, παραβιάζει την αρχή της φορολογικής ισότητας κατά τον ίδιο τρόπο όπως η ενέργεια του νομοθέτη, να θεσπίζει έναν κανόνα δικαίου, με τον οποίο εισάγονται αυθαίρετες διακρίσεις υπέρ ορισμένων μόνο προσώπων. Στην υπό κρίση περίπτωση η αρχή αυτή παραβιάστηκε, καθώς με τη ρύθμιση των αξιών των ακινήτων μόνο για την περιοχή του δημοτικής κοινότητας του Δήμου Ψυχικού-Φιλοθέης έχει, μεταξύ άλλων, ως συνέπεια από την εφαρμογή του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων σε διάφορες φορολογίες (μεταβίβασης, κληρονομιών, ακίνητης περιουσίας, τέλους ακίνητης περιουσίας κ.λπ.) να επιβαρύνονται οι κάτοχοι ακινήτων στη συγκεκριμένη περιοχή αδικαιολόγητα άνισα σε σχέση με τους κατόχους ακινήτων άμεσα γειτονικών (π.χ. σε διπλανές δημοτικές κοινότητες), όπου ισχύουν οι αντικειμενικές αξίες του 2007). Και αυτό παρότι πολλά ακίνητα και των δύο περιοχών εμφανίζουν παρόμοιες αν όχι ταυτόσημες νομικές (π.χ. είδος δικαιώματος) και πραγματικές (είδος ακινήτου, ποιότητα κατασκευής, παλαιότητα, θέση στην περιοχή της Φιλοθέης-Ψυχικού) ιδιότητες, χωρίς, εξάλλου, οι ιδιοκτήτες τους να βρίσκονται υπό διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. 3.1.5. Προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας Η κανονιστική απόφαση αποτελεί ενιαία συστηματική ενότητα με τον κανόνα δικαίου που επιβάλλει κατόπιν το φορολογικό βάρος για κάθε φορολογία (όπου το σύστημα αντικειμενικών αξιών εφαρμόζεται) και για αυτό δεν μπορούν αυτοί οι δύο κανόνες να εξετασθούν αυτοτελώς. Έτσι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι με την υπουργική απόφαση προσδιορίζεται απλώς η φορολογητέα αξία των ανωτέρω ακινήτων, ενώ το ίδιο το φορολογικό βάρος επιβάλλεται με τους οικείους νόμους (πρβλ. Π. Κυρίμη, H αντικειμενική αξία των ακινήτων για τη φορολογία μεταβίβασης, κατά τη δικαστική νομολογία, ΔΦΝ 2002, σελ. 1703). Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλει ανεπίτρεπτα τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας επί των ακινήτων μας, όπως αυτό προστατεύεται κατ’ άρθρο 17 του Συντάγματος. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι οι αντικειμενικές αξίες λαμβάνονται υπόψη σε σωρεία φορολογιών που έχουν να κάνουν τόσο με τη μεταβίβαση της περιουσίας, όπως είναι οι φορολογίες μεταβίβασης και κληρονομιών όσο και με τη διατήρηση της περιουσίας, όπως είναι οι φορολογίες ακίνητης περιουσίας, τέλους ακίνητης περιουσίας, αλλά κυρίως εισοδήματος, όπου οι τιμές ζώνης λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των αντικειμενικών δαπανών από τη διατήρηση ακινήτων και την εξ αυτής επιβολή τεκμαρτού εισοδήματος. Ως εκ τούτου, η επιβολή τόσο υψηλών αντικειμενικών αξιών στα ακίνητα του Ψυχικού, σημαντικά υψηλότερων από τις πραγματικές-αγοραίες συνεπάγεται ευθέως την επιβολή υψηλής φορολογίας σε βάρος μας, η οποία με τη σειρά της θα οδηγήσει με βεβαιότητα στην εντός ολίγων ετών αφενός στην απομύζηση από το κράτος της οικονομικής αξίας της περιουσίας μας, μέσω της φορολογίας εισοδήματος. Αφετέρου στη σταδιακή της απαξίωση, λόγω της αδυναμίας μας να τη μεταβιβάσουμε και γενικά να την αξιοποιήσουμε περαιτέρω, εξαιτίας των υψηλών αντικειμενικών αξιών (πρβλ. Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, γ΄ έκδ. 2006, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2006, σελ. 369-370 και ΣτΕ 2972/2001, ΕλΔ 2002, σελ. 1224). Συνολικά, η προσβαλλόμενη ρύθμιση, λοιπόν, όντας εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης και αυθαίρετη, κατά τα όσα αναλύθηκαν παραπάνω, αποσκοπούσα τελικά στην χωρίς επαρκές δικαιολογητικό έρεισμα εξασφάλιση κρατικών εσόδων μέσω της φορολογίας, δυσανάλογα με την αξία των ακινήτων που αφορά, είναι παράνομη και πρέπει να ακυρωθεί από το δικαστήριό Σας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ και για όσους επιφυλασσόμαστε να προσθέσουμε αργότερα ΖΗΤΟΥΜΕ 1. Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση ακύρωσης. 2. Να ακυρωθεί η απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών υπ' αρ. Πολ. 1040/1.3.2011 «Αναπροσαρμογή τιμών του συστήματος Αντικειμενικού Προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου της Δημοτικής Κοινότητας Ψυχικού, του Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού, Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών, της Περιφέρειας Αττικής» (ΦΕΚ Β΄ 434/17-3-2011), καθώς και κάθε άλλη συναφής προγενέστερη ή μεταγενέστερη πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης. 3. Να καταδικαστεί η αντίδικη Αρχή στην καταβολή της δικαστικής εν γένει δαπάνης μας. Αθήνα, 16 Μαΐου 2011 Οι Πληρεξούσιοι Δικηγόροι