Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Με αφορμή το Νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της δυνατότητας εξαγοράς από ιδιώτες κατεχομένων ακινήτων του Δημοσίου, το οποίο τέθηκε στη δημόσια διαβούλευση από το υπουργείο Οικονομικών, έχω να παρατηρήσω τα εξής : Σε ό,τι με αφορά, έχω μπει στη διαδικασία εξαγοράς ανταλλάξιμου ακινήτου με τις διατάξεις του νόμου 357/1976, μια διαδικασία η οποία αισίως ξεπερνά τα 20 και κοντεύει τα 25 χρόνια ταλαιπωρίας μου καθώς και οικονομικής και ψυχολογικής εξόντωσης δικής μου και της οικογένειάς μου. Είναι απορίας άξιο για ποιον λόγο ο Υπουργός Οικονομικών ξεκινά ως αρμόδιος εκπρόσωπος του Κράτους μια νέα διαδικασία ψήφισης νόμου για το ζήτημα, όταν το ίδιο το Κράτος που εκπροσωπεί σε αυτό το πόστο ο ίδιος, φαίνεται ότι δεν έχει καταλάβει ποιο είναι το πρόβλημα, το οποίο προσπαθεί να διαχειριστεί. Και εξηγούμαι : από τη φερόμενη ως εισηγητική έκθεση του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, οι λόγοι για τους οποίους ο Υπουργός αποφάσισε να ασχοληθεί με το πρόβλημα είναι ότι : • Επιλύεται ένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα, αυτό της μακρόχρονης παράνομης κατοχής δημοσίων κτημάτων από ιδιώτες, για την αντιμετώπιση της οποίας υφίσταται δυσχέρεια επιβολής της κείμενης νομοθεσίας λόγω : α. Έλλειψης κατάλληλων οργανωτικών υποδομών των αρμόδιων υπηρεσιών β. Κοινωνικών λόγων. • Εκκαθαρίζεται το χαρτοφυλάκιο της Δημόσιας Περιουσίας. • Διευρύνονται και απλοποιούνται οι προϋποθέσεις ένταξης στη ρύθμιση, σε σχέση με το προηγούμενο νομικό καθεστώς, που απαιτούσε εισοδηματικά κριτήρια. • Το τίμημα ορίζεται στο ύψος της αντικειμενικής αξίας κάθε ακινήτου, σε σχέση με χαμηλότερα τιμήματα προηγούμενων νόμων. • Αναμένονται άμεσα έσοδα, από το τίμημα εξαγοράς. • Αναμένονται σταθερά ετήσια έσοδα από: α. Την ένταξη των εξαγοραζόμενων δημοσίων κτημάτων στο σύστημα φορολογίας ακινήτων β. Τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων κτισμάτων επί των εξαγοραζόμενων ακινήτων γ. Τη διενέργεια φορολογητέων πράξεων διαχείρισης από τους νόμιμους πλέον ιδιοκτήτες (πωλήσεις, ενοικιάσεις, δωρεές, γονικές παροχές κλπ). Σε ό,τι αφορά λοιπόν το υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει, ότι πράγματι η ανικανότητα του ελληνικού Κράτους είναι η αιτία, μεταξύ πολλών άλλων δεινών, που υποφέρουμε σε αυτή τη χώρα. Όταν όμως γίνεται αναφορά «σε δυσχέρεια επιβολής της κείμενης νομοθεσίας λόγω : «Έλλειψης κατάλληλων οργανωτικών υποδομών των αρμόδιων υπηρεσιών», τότε πρέπει κανείς να κουμπωθεί, γιατί είτε ο Υπουργός δεν ξέρει για ποιο πράγμα μιλάει, είτε αντίθετα ξέρει και θέλει να συγκαλύψει υπαρκτές και βαριές ευθύνες ενός δημόσιου τομέα, ο οποίος επί σειρά δεκαετιών εκμεταλλεύεται τον ανθρώπινο πόνο, πλουτίζοντας από τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, με διάφορους τρόπους, μεταξύ των οποίων η επιβολή αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης. Συγκεκριμένα, αν υποθέσουμε ότι ο Υπουργός έχει αντιληφθεί, ότι η μη εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας οφείλεται στην έλλειψη κατάλληλων οργανωτικών υποδομών των αρμόδιων οργάνων, τότε στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, θα πρέπει να περιλάβει διατάξεις με τις οποίες οι σημερινοί, αλλά και χθεσινοί διαχειριστές της πάσης φύσεως δημόσιας ακίνητης περιουσίας, να αποξενώνονται από τη δυνατότητα, να έχουν οποιασδήποτε μορφής αρμοδιότητα σχετική με το θέμα. Αντί για αυτό όμως, ήδη στο άρθρο 2 του νομοσχεδίου, προβλέπεται ότι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να αποταθούν στις αρμόδιες Κτηματικές Υπηρεσίες, προκειμένου να υποβάλουν σχετικό αίτημα περί εξαγοράς. Με άλλα λόγια «τι’ χες Γιάννη, τι’ χα πάντα». Αυτό που σκέφτηκε δηλαδή ο Υπουργός να κάνει πρωτ΄ απ΄ όλα, είναι να διατηρήσει τους υπεύθυνους για την επί σειρά δεκαετιών απίστευτη ταλαιπωρία χιλιάδων πολιτών, αυτούς που κομψά και ο ίδιος περιγράφει ως «. Έλλειψη κατάλληλων οργανωτικών υποδομών των αρμόδιων υπηρεσιών», στις αποφασιστικές θέσεις. Λοιπόν το δούλεμα πρέπει να τελειώσει μια και καλή. Όποιος βάζει τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα, δεν έχει δικαίωμα κ. Υπουργέ μετά να κλαίει επειδή ο λύκος του έφαγε τα πρόβατα. Ο ν. 357/76 υπό τον ξεκάθαρο τίτλο «επιτάχυνση της ρευστοποίησης-εκκαθάρισης της ανταλλαξίμου περιουσίας», προέβλεπε ξεκάθαρα διαδικασίες και προθεσμίες, οι οποίες αν τηρούνταν, το χρονίζον θέμα της αποκατάστασης των επονομαζόμενων «ανταλλάξιμων» προσφύγων, όσων αποκλήθηκαν έτσι βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, θα είχε λυθεί, αν μη τι άλλο, λίγο μετά το 1923. Αλλά και πριν από αυτό τον νόμο υπήρξαν και άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες πάντα διακήρυτταν τις αγνές προθέσεις να επιταχύνουν την εκποίηση των ανταλλάξιμων ακινήτων, με σκοπό την αντιμετώπιση των οξέων κοινωνικών προβλημάτων που προκαλούσε η χρονίζουσα μη επίλυση του προβλήματος. Παράδειγμα το ΝΔ 3713/1957, προκάτοχος του ν. 357/1976, όπου αρκεί και μια απλή ανάγνωση της εισηγητικής έκθεσης του αρμόδιου Υπουργού προς τη Βουλή, προκειμένου να καταλάβει πόσο τα προβλήματα που σήμερα προσπαθεί να λύσει ο Υπουργός είναι παλιά, αλλά και πόσο δεν πρόκειται αυτά να λυθούν, όταν η κύρια αιτία που τα προκάλεσε, όλα αυτά τα χρόνια, είναι η απαράδεκτη διαχείριση των κτημάτων αυτών, από τις κατά τόπους Κτηματικές Υπηρεσίες. Παραθέτω προς επιβεβαίωση των όσων αναφέρω, ένα μικρό απόσπασμα των λόγων που επικαλούνταν μεταξύ άλλων ο νομοθέτης στην παραπάνω εισηγητική έκθεση: « ….. ο κατεπείγων όμως χαρακτήρ των αναγκών αποκαταστάσεως των αναποκατάστατων προσφύγων δεν επιτρέπει νέους πειραματισμούς διά των οποίων θα ετίθετο εν αμφιβόλω η πραγματοποίησις της ταχείας εκποιήσεως της ανταλλαξίμου περιουσίας και της αποκλειστικής διαθέσεως του προϊόντος αυτής διά τον σκοπόν τούτον, κατά την ήδη ειλημένην και αμετάτρεπτον αποφάσεως της Κυβερνήσεως. -5. Διά σειράς άλλων διατάξεων του νομοσχεδίου επιλύονται και διακανονίζονται τα υφιστάμενα εκκρεμή ζητήματα επί των αγροτικών και αστικών ανταλλαξίμων κτημάτων λαμβάνεται δε μέριμνα όπως εντός ορισμένου χρόνου περατωθή η όλη εργασία εξαγοράς των κατεχομένων κτημάτων, κατά τρόπον ώστε οι ήδη κατέχοντες ταύτα να λάβουν το ταχύτερο και τα σχετικά παραχωρητήρια αποκτώντες ούτο το συναίσθημα της ησυχίας και της ασφάλειας, ότι είναι κύριοι του κατεχόμενου κτήματος αιρομένης της αβεβαιότητας η οποία τους συνέχει σήμερον…» Αυτό που συνέβη όμως και παρά τις εξαγγελίες και του παραπάνω ΝΔ, ήταν το εξής : ο ν. 357/1976, υποχρέωνε τις κατά τόπους ΔΑΠ και μετέπειτα Κτηματικές Υπηρεσίες να καλούν εντός 6 μηνών από την ψήφιση του νόμου, δηλαδή από τον Ιούνιο του 1976, τους «αυθαίρετους κατόχους» ανταλλάξιμων ακινήτων, να εκφράσουν την βούλησή τους για εξαγορά ή όχι του ακινήτου το οποίο «αυθαίρετα» κατείχαν. Σε περίπτωση παρέλευσης του εξαμήνου, ή αρνητικής απάντησης του κατόχου, η Υπηρεσία αφού επέβαλε αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης για όσο χρονικό διάστημα υπήρχε η αυθαίρετη κατοχή του ανταλλάξιμου, έπρεπε να προχωρήσει σε έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής εις βάρος του αυθαίρετου κατόχου, να τον αποβάλει και να επιστρέψει το ακίνητο στο χαρτοφυλάκιο της δημόσιας περιουσίας. Σε αυτή τη ρύθμιση οδηγήθηκε ο νομοθέτης, επειδή προφανώς για ακόμη μια φορά διαπίστωνε ότι οι Υπηρεσίες δεν εννοούσαν να συμμορφωθούν με τις προηγούμενες νομοθετικές επιλογές του. Οι κατά τόπους όμως ΔΑΠ και μετέπειτα Κτηματικές Υπηρεσίες τι έκαναν; Σχεδόν ποτέ δεν εξέδιδαν τις παραπάνω προσκλήσεις, που να τις επέδιδαν με αποδεικτικά επίδοσης, όπως προβλέπεται στον εκάστοτε έκτοτε ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στους κατόχους αυτών των ακινήτων. Αντίθετα, αυτό που συνέβαινε ήταν ότι όποτε οι παραπάνω κάτοχοι, μετά από ανάγκες που δημιουργούσε η ίδια η ζωή –για παράδειγμα θάνατοι των αρχικών κατόχων και ανάγκη να γίνουν αποδοχές κληρονομιάς, γάμοι των παιδιών τους και ανάγκη να γίνουν γονικές παροχές κοκ- πληροφορούνταν ότι λόγω του χαρακτηρισμού του ακινήτου που αυτοί κατείχαν ως ανταλλάξιμων, να προσφεύγουν στις αρμόδιες Κτηματικές Υπηρεσίες. Και αυτό μάλιστα, η κατοχή δηλαδή μετέπειτα χαρακτηρισθέντων ως ανταλλάξιμα ακίνητα συνέβαινε πολλές φορές, πολύ πριν εμφανιστεί η τότε ΥΔΑΜΚ στην περιοχή και αποδώσει τον, όπως αποδείχτηκε στην πορεία των ετών, επονείδιστο χαρακτηρισμό του ανταλλάξιμου ακινήτου στο ακίνητο που κατείχαν. Και ποια ήταν και είναι μέχρι και σήμερα η συμπεριφορά των Κτηματικών Υπηρεσιών; Για να «εξυπηρετήσουν» τον δύσμοιρο πολίτη, -ο οποίος για παράδειγμα (το παράδειγμα δεν είναι φανταστικό αλλά αληθινό) γνώριζε ότι ο ψαράς παππούς του στο συγκεκριμένο οικόπεδο είχε αναστήσει την οικογένειά του τουλάχιστον πριν το 1930, όταν η ΥΔΑΜΚ εμφανίστηκε στην περιοχή, προκειμένου να ασκήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα του ελληνικού Κράτους, χαρακτηρίζοντας το συγκεκριμένο ακίνητο ως ανταλλάξιμο-, τον «συμβούλευαν» ότι έπρεπε εκείνος να υποβάλει αίτηση για εξαγορά του ακινήτου το 2010, προκειμένου να ενημερώσει την Υπηρεσία για την κατοχή εκ μέρους του εκάστοτε ανταλλάξιμου ακινήτου. Και σαν να μην έφτανε αυτό σε σχετική Επιτροπή με αντικείμενο την αίτηση εξαγοράς του 2010, τον ενημέρωσαν ότι δεν έχει δικαιώματα, διότι τον Απρίλιο του 2014 που συνεδρίασε η συγκεκριμένη Επιτροπή, το πλινθόκτιστο οίκημα στο οποίο είχε γεννηθεί ο πατέρας του, οι θείοι του αλλά και ο ίδιος, είχε καταπέσει, άρα δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 του 357/76. Βέβαια αν η Επιτροπή αυτή είχε εφαρμόσει σωστά τον νόμο και μέχρι τον Δεκέμβριο του 1976 είχε αποστείλει στη γιαγιά –γιατί ο παππούς, που είχε χτίσει το πλινθόκτιστο πριν το 1930, ημερομηνία κατά την οποία τον «είδε» στο συγκεκριμένο ακίνητο και τον κατέγραψε η ΥΔΑΜΚ, είχε ήδη πεθάνει από το 1957- την προβλεπόμενη πρόσκληση, το πλινθόκτιστο όχι μόνο δεν θα είχε καταπέσει, αλλά θα είχε αντικατασταθεί ως ιδιόκτητο, από ένα αξιοπρεπές κανονικό σπίτι. Ο πολίτης στον αντίποδα όμως, φυσικά και έκανε αυτό που του έλεγε η Υπηρεσία, υπογράφοντας ταυτόχρονα με αυτό τον τρόπο και την προσωπική του καταδίκη στην εμπλοκή στο γρανάζι μιας διαδικασίας, η οποία είχε ως στόχο, όχι τον διακηρυγμένο, αυτόν δηλαδή που υπήρχε στο προοίμιο όλων των νόμων που αφορούσαν την επιτάχυνση της εκποίησης και του ν. 357/1976, περί επιτάχυνσης της εκκαθάρισης-ρευστοποίησης της ανταλλάξιμης περιουσίας, αλλά στη μετατροπή του παραπάνω νόμου, μέσω της «μετάφρασής» του από τους αρμόδιους υπαλλήλους, σε τρόπο διαχείρισης των παραπάνω ακινήτων με στόχο την καθυστέρηση της εκποίησης. Μετά λοιπόν την υποβολή της περιβόητης αίτησης, ο άτυχος αιτών, λάμβανε απόφαση από την αρμόδια Επιτροπή Δημοσίων Κτημάτων, περί επιβολής εις βάρος του αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, για το χρονικό διάστημα που ο ίδιος δήλωνε, κατόπιν πάντα υπόδειξης του υπαλλήλου, ότι κατείχε αυθαίρετα το συγκεκριμένο ακίνητο. Ενώ λοιπόν του παρουσιαζόταν από τους υπαλλήλους της Κτηματικής Υπηρεσίας, η συγκεκριμένη διαδικασία, ως σύννομη και αυτή βάσει της οποίας ο δύσμοιρος πολίτης, θα εξαγόραζε τελικά, το ακίνητο που κατείχε, στην πράξη η διαδικασία αυτή οδηγούσε σε έκδοση αλλεπάλληλων αποφάσεων για επιβολή αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης, με την προβολή από την πλευρά των υπαλλήλων της Κτηματικής Υπηρεσίας ως λόγου για τον οποίο δεν προχωρούσε η διαδικασία της εκποίησης, τη μη σύγκληση των Επιτροπών, οι οποίες όμως στο μεταξύ, μια χαρά συγκαλούνταν για να εκδώσουν τις παραπάνω αναφερθείσες αποφάσεις για τις αποζημιώσεις αυθαίρετης χρήσης. Ταυτόχρονα τον «ενημέρωναν» ότι είχε χάσει έτσι κι αλλιώς την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 4 του ν. 357/76, στην οποία έχουν δώσει το εξής περιεχόμενο-μετάφραση : ότι δηλαδή ο πολίτης έχει προθεσμία έξι μηνών από την ψήφιση του 357/76, προκειμένου να ειδοποιήσει εκείνος την Κτηματική Υπηρεσία για τις προθέσεις του, προθεσμία βέβαια την οποία είχαν χάσει σχεδόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, καθώς επρόκειτο για μεροκαματιάρηδες, ψαράδες και γενικώς ανθρώπους αγράμματους του μόχθου, οι οποίοι δεν είχαν πρόσβαση σε πολύ βασικότερες πηγές πληροφόρησης, πολύ δε περισσότερο δεν ενημερώνονταν για τα ΦΕΚ. Επομένως με αυτό το επιχείρημα ξεκινούσε το γαϊτανάκι των αποφάσεων περί επιβολής αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης εις βάρος των κατόχων, οι οποίοι προκειμένου να μην χάσουν τα δικαιώματα τους, ανέχονταν ως νόμιμη μια διαδικασία, η οποία τους είχε παρουσιαστεί με την παραπάνω περιγραφείσα διαδικασία ως νόμιμη και με καλή πίστη κατέβαλαν αδιάλειπτα επί σειρά δεκαετιών τα παραπάνω ποσά. Για να μην χάσουν τα δικαιώματά τους. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνταν μια ιδιότυπη κατάσταση ομηρίας, επί της οποίας αναπτύσσονταν πιέσεις εις βάρος τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ταυτόχρονα και εξαρτήσεις από τις διαθέσεις του εκάστοτε αρμόδιου υπαλλήλου, ο οποίος προωθούσε προς εκποίηση ανταλλάξιμα ακίνητα με κριτήρια προφανώς προσωπικά και όχι αυτά που ο νομοθέτης του επέβαλε. Με αυτή την τακτική δημιουργήθηκε με το πέρασμα του χρόνου η εύλογη πεποίθηση στους πολίτες ότι το ζήτημα της εκποίησης εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις διαθέσεις των συγκεκριμένων υπαλλήλων, πεποίθηση βέβαια που καλλιεργούνταν από τους ίδιους τους υπαλλήλους, αλλά δεν απείχε και από την πραγματικότητα, αφού με την «διαδικασία» που παρουσιάζουν ως νόμιμη, η εκποίηση ή όχι του ακινήτου ουσιαστικά εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις διαθέσεις τους. Και αυτό γιατί όπως προείπα, από τη στιγμή που δεν είχε κοινοποιήσει η Κτηματική πρόσκληση στους πολίτες, όπως προβλέπει ο ν. 357/76, δεν ξεκινούσε ποτέ να τρέχει η σχετική εξάμηνη προθεσμία, ούτε για το Δημόσιο, αλλά ούτε και για τον πολίτη. Αυτό που ξεκινούσε όμως, ήταν αλλεπάλληλες και ατέρμονες αποφάσεις επιβολής αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, μέχρι να εξαντληθεί, , ή να αποβιώσει ή να εξαρτάται από τη εκάστοτε βούληση των υπαλλήλων, ο δύσμοιρος πολίτης. Παράλληλα το Δημόσιο έχει χάσει επί σειρά δεκαετιών ένα σημαντικό έσοδο από την εκποίηση αυτών των ακινήτων, έχει εμπλέξει δεκάδες δικαστές, παρέδρους και συμβούλους του ΝΣΚ σε ατελείωτες δικαστικές εμπλοκές και παραστάσεις σε Δικαστήρια εναντίον των υπαρκτών δικαιωμάτων των πολιτών και έχει με αυτό τον τρόπο τροφοδοτήσει με εξουσίες διαχείρισης τους υπαλλήλους των κτηματικών Υπηρεσιών, όχι προς όφελος του Δημοσίου συμφέροντος. Και όλα αυτά όταν το τουρκικό δημόσιο, κατά πληροφορίες μου, είχε εκκαθαρίσει το ζήτημα των ανταλλάξιμων περιουσιών, σε ότι το αφορούσε, ήδη δύο χρόνια μετά την τη συνθήκη της Λωζάννης, δηλαδή το 1925 !!! Για εμάς τους ιθαγενείς ίσχυσε το γνωστό «όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει». Με αυτό τον τρόπο οι Κτηματικές Υπηρεσίες αποκτούσαν ατελείωτο χρόνο «διαπραγμάτευσης» με τους πολίτες, έχοντας την πολυτέλεια να χειρίζονται τα ακίνητα του Δημοσίου κατά το δοκούν, έναντι του πολίτη, ο οποίος είτε έμπλεκε στον κυκεώνα των δικαστικών διεκδικήσεων, είτε «συνθηκολογούσε» παρατείνοντας την κατάσταση ομηρίας του, το δε Δημόσιο και ο εκάστοτε Υπουργός Οικονομικών απορούσε(;), γιατί τα ανταλλάξιμα δεν εκποιούνταν. Ενόψει των παραπάνω ο Υπουργός έρχεται σήμερα να νομοθετήσει και πάλι μια διαδικασία για γρήγορη εκποίηση και των ανταλλάξιμων ακινήτων, ενώ όμως και πάλι θα ζητήσει φακέλους που διατηρούνται από τις Κτηματικές Υπηρεσίες, με στοιχεία όμως που αφορούν τα παραπάνω ακίνητα, διαμορφωμένα έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκποίηση των ακινήτων στους πραγματικούς δικαιούχους τους, όπως συμβαίνει άλλωστε, μέχρι και σήμερα. Η προσωπική μου εμπειρία όταν το «αίτημά» μου για εκποίηση ανταλλάξιμου, μετά από απόρριψή του από την τοπική Επιτροπή Δημοσίων Κτημάτων και μετά από προσφυγή μου συζητήθηκε στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο του άρθρου 90 του ΠΔ 284/88, ήταν οικτρή. Εμφανίστηκε ο φάκελος τον οποίο τηρεί στο Υπουργείο Οικονομικών η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας Τμήμα Γ’ Ανταλλαξίμων Κτημάτων, να περιέχει δύο έγγραφα, όταν ο αντίστοιχος στη Θεσσαλονίκης, ο τηρούμενος από την Κτηματική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, είχε πάχος τουλάχιστον δέκα εκατοστών! Μεγάλη η απόσταση μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, αυτό όμως δεν δικαιολογεί την «ελάφρυνση» των ίδιων φακέλων, όταν μάλιστα ο τηρούμενος στο Υπουργείο Οικονομικών αντίστοιχος φάκελος, πρέπει να ενημερώνεται με το περιεχόμενο των όποιων τροποποιήσεων και εγγράφων υφίσταται ο αντίστοιχος που τηρείται στη Θεσσαλονίκη. Εγώ μάλιστα αιτήθηκα μέσω της Κτηματικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης να λάβω αντίγραφα από συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία αποδείκνυαν τα δικαιώματά μου επί του προς εκποίηση ακινήτου και η απάντηση όχι μόνο προς εμένα, αλλά και προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο ήταν ότι το συγκεκριμένο έγγραφο δεν υπήρχε. Τελικά με δικές μου προσπάθειες το έγγραφο βρέθηκε στην Αθήνα, με δική μου ταλαιπωρία και ζημία, καθώς αναγκάστηκα όχι μόνο να υποστώ τα έξοδα και την ταλαιπωρία της μετάβασης τρεις φορές στην Αθήνα, προσπαθώντας να διορθώσω τις ελλείψεις στα έγγραφα που δεν έστελνε η Κτηματική στην Διεύθυνση Ανταλλαξίμων, αλλά πλήρωσα και τις τρεις φορές και τον δικηγόρο μου, προκειμένου να παρίσταται και αυτός στις συνεδριάσεις του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου. Πάμε τώρα στο θέμα της «βάφτισης» όλων των ακινήτων του Δημοσίου σε ΒΚ. Για όσους δεν γνωρίζουν η διάκριση σε ΒΚ και ΑΚ των ακινήτων, στηρίζεται στο εάν αυτά είναι ελεύθερα ή υπό κατοχή. Στο υπό διαβούλευση όμως νομοσχέδιο στο άρθρο 1 παρ. γ υπό τον τίτλο ορισμοί, γίνεται αναφορά σε Ακίνητα αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών, καταγεγραμμένα ή υπό καταγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος στα αρχεία των οικείων κτηματικών υπηρεσιών (στο εξής «ακίνητα Β.Κ.») καθώς και μη καταγεγραμμένα. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται προσπάθεια «τσουβαλιάσματος» των ακινήτων υπό τον χαρακτηρισμό τους στο εξής σε ΒΚ, εξαλείφοντας μονοκονδυλιά μια διάκριση, εξαιτίας της οποίας εγώ και χιλιάδες άλλοι συμπολίτες μου υπεστήκαμε τεράστια ταλαιπωρία –εγώ ακόμη την υφίσταμαι, όπως και ο εγγονός του ψαρά που προανέφερα-. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν με το άρθρο 4 του 3127/2003 να επιτρέπεται σε όσους νέμονται καλή τη πίστη ακίνητα του Δημοσίου με τα προσόντα της χρησικτησίας, να δικαιούνται να τους παραχωρείται η κυριότητα από το Δημόσιο και μάλιστα χωρίς τίμημα και εγώ επειδή το δικό μου ακίνητο χαρακτηρίστηκε ανταλλάξιμο, να υφίσταμαι απίστευτη ταλαιπωρία. Πώς δικαιολογείται αυτό και μάλιστα να έχει χρησιμοποιηθεί από το Δημόσιο ως εις βάρος μου επιχείρημα σε σχετική ανακοπή μου κατά πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, το γεγονός δηλαδή ότι εγώ επί σειρά ετών πληρώνω αυτές τις αποζημιώσεις, ενώ κάποιοι άλλοι αυθαίρετοι κάτοχοι και αυτοί δημόσιας γης, όχι όμως ανταλλάξιμης, να αρκεί να αποδεικνύουν απλώς την ύπαρξη των προσόντων της χρησικτησίας και να δικαιούνται με τον τρόπο αυτό την άνευ τιμήματος παραχώρησης σε αυτούς των ακινήτων που κατέχουν. Που υπάρχει ισονομία και ισοπολιτεία σε αυτές τις περιπτώσεις; Εγώ με καλή πίστη να πληρώνω επί σειρά ετών, επειδή οι υπάλληλοι εφάρμοζαν τον νόμο λανθασμένα και άλλοι να μην έχουν καταβάλει ούτε ευρώ στο Δημόσιο και να δικαιώνονται σε απευθείας εκποίηση χωρίς τίμημα. Ενόψει των παραπάνω, θα πρέπει Υπουργέ να σκύψετε με προσοχή στις παρατηρήσεις που σας αναφέρω και να φροντίσετε να δημιουργήσετε ένα όργανο ανεξάρτητο από τις Κτηματικές Υπηρεσίες, το οποίο να αναλάβει όλους τους φακέλους των υπό διεκδίκηση κατεχόμενων ανταλλαξίμων ακινήτων και αφού αντιπαραβάλει το περιεχόμενό τους με το περιεχόμενο των τηρούμενων φακέλων στην Γ΄ Τμήμα Ανταλλαξίμων Κτημάτων της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας στο Υπουργείο Οικονομικών, να αποστείλει αυτό προσκλήσεις στους κατόχους να υποβάλουν αιτήσεις εξαγοράς αν το επιθυμούν, όπως προβλέπει στο άρθρο 4 παρ. 1 ο ν. 357/1976 και σε όσους αποδεικνύουν κατοχή και καταβολή αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης για διάστημα 30 ετών, αντίστοιχο αυτού που προβλέπεται σο άρθρο 4 του ν. 3127/2003, να τους τα εκποιήσετε άνευ τιμήματος. Για όσους έχουν καταβάλει αποζημιώσεις για λιγότερο χρόνο, να τους αφαιρεθούν τα ποσά που κατέβαλαν από το τίμημα το οποίο θα καθοριστεί. Έτσι, ως μία ελάχιστη αναγνώριση της ταλαιπωρίας την οποία έχουμε υποστεί όλοι όσοι σεβαστήκαμε το Ελληνικό Κράτος και πληρώναμε επί σειρά ετών ότι αυτό μέσω των κατά τόπους αρμόδιων υπαλλήλων του μας ζητούσε. Με εκτίμηση Φίλιππος Παπαβασιλείου