• Σχόλιο του χρήστη 'Χρήστος Δημητριάδης' | 3 Οκτωβρίου 2014, 12:22

    Η αιτιολογική έκθεση του προσχεδίου νόμου εκκινείται από λάθος βάση. 1.Ξεκινώντας από το ν.δ της 15 Οκτωβρίου 1923 «περί εμμίσθων υποθηκοφυλακείων» επιχειρεί μια ατυχή ιστορική ανάλυση της εξέλιξης του θεσμού των Υποθηκοφυλακείων και μάλιστα επικεντρώνοντας στο αριθμητικό κριτήριο των γραφείων χωρίς να τοποθετεί το νόμο και την εξέλιξη της σχετικής νομοθεσίας, στον ιστορικό χρόνο και χώρο : Η συνθήκη της Λωζάνης οδήγησε στη μαζική ανταλλαγή των πληθυσµών ως επακόλουθο της Μικρασιατικής καταστροφής και την σηµαντική αύξηση του πληθυσµού της Ελλάδος ανάµεσα στο 1920 και το 1928- το 1923 ψηφίστηκε ο ως άνω νόμος - (από 5,5 σε 6,2 εκ ήτοι 44,8 κατ/ Κm2 (Βαλαώρας, Β. 1939 «Το δηµογραφικόν πρόβληµα της Ελλάδος και η επίδρασις των προσφύγων»).Την περίοδο 1920-1940 οι τάσεις αστικοποίησης επιβραδύνονται σηµαντικά (ο αστικός πληθυσµός αποτελεί το 33% το 1940) για να επιταχυνθούν εκ νέου την περίοδο της κατοχής και του εµφυλίου µε αποτέλεσµα, το 1951, 38 στους 100 κατοίκους της χώρας µας να είναι εγκατεστηµένοι στα αστικά της κέντρα. Τότε είναι που σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση αρχίζει και «απότμηση χωρικής αρμοδιότητα και η ίδρυση 18 αμίσθων υποθηκοφυλακείων με πρώτα αυτά του Χαλανδρίου και του Αμαρουσίου» μια απολύτως δικαιολογημένη απάντηση στην ανάγκη των καιρών. Η επόµενη τριακονταετία χαρακτηρίζεται από τα µεγάλο κύµα της εξωτερικής και εσωτερικής µετανάστευσης/αστικοποίησης. Στην απογραφή του 1981 το 58% των κατοίκων της χώρας µας συγκεντρώνεται στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα δε στα Πολεοδοµικά Συγκροτήµατα Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης. Έκτοτε οι τάσεις εξόδου από την ύπαιθρο ατονούν και ο αστικός πληθυσµός παρουσιάζει µικρή µόνον αύξηση ανάµεσα στο 1981 και το 2001 (58% το 1981, 60% το 2001). Η άνιση κατανοµή και η χωρική υπερ-συγκέντρωσή του αντικατοπτρίζονται σαφώς και στην τελευταία απογραφή (2001), στο βαθµό που τα δύο µεγαλύτερα πολεοδοµικά συγκροτήµατα (ΠΣΠ και ΠΣΘ) συγκεντρώνουν πλέον το 36% του συνολικού πληθυσµού της Ελλάδας και µαζί µε τους όµορους δήµους στο 45% του πληθυσµού της χώρας (Β. Κοτζαµάνης 2006).Αυτός έιναι ο λόγος που διαχρονικά γεννήθηκε η ανάγκη της λειτουργίας περισσοτέρων κατ΄αριθμό Υποθηκοφυλακείων. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερα άνιση γεωγραφική κατανοµή του πληθυσµού της (στον νοµό Αττικής π.χ που καταλαµβάνει µόλις το 3% της επιφάνειας της χώρας συγκεντρώνονται το 2001 3,8 από τα 11 εκατοµµύρια των κατοίκων της χώρας, ήτοι το 35% έναντι του 16% το 1940) (Β. Κοτζαµάνης, Ε. Ανδρουλάκη «Οι δηµογραφικές εξελίξεις στη νεώτερη Ελλάδα 1830-2007»).Μιλούμε όμως και για μια χώρα με ιδιαίτερη γεωμορφία – εκτεταμένοι οι ορεινοί όγκοι αλλά και βραδεία η ανάπτυξη του οδικού δικτύου και της δυνατότητας μετακίνησης με μέσα μαζικών μεταφορών, πολυάριθμα νησιά- που επιβάλει την ίδρυση υποθηκοφυλακείων προκειμένου να είναι δυνατή η την παροχή της υπηρεσίας του Υποθηφυλακείου σε άμεσο χρόνο. Αυτό επιβάλει η θεμελιώδης αρχή της χρονική προτεραιότητας σύμφωνα με την οποία ο πρώτος μεταγράφων ή καταχωρών αποκτά και το δικαίωμα. Τις εξελίξεις αυτές ορθώς ακολούθησε και η εξέλιξη του θεσμού των Υποθηκοφυλακείων τα οποία ήταν επιλογή να λειτουργήσουν ως άμισθα εξασφαλίζοντας στο πάντοτε πτωχό Ελληνικό Δημόσιο την απαλλαγή του από το βάρος της οργάνωσης και της πολυέξοδης διαχείρισης της λειτουργίας μίας επιπλέον δημόσιας υπηρεσίας, η οποία επί δύο σχεδόν αιώνες με ομαλότητα τροφοδότησε με χρήμα τα Ταμεία του Δημοσίου . 2.Οι μετέπειτα νομοθετικές ρυθμίσεις δεν υπήρξαν καθόλου «ευκαιριακές» όπως αναγράφεται στην αιτιολογική - απεναντίας ακολούθησαν τις ανάγκες της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του τόπου. Τί εννοούν οι συντάξαντες όταν προφανώς χαρακτηρίζουν ως «Ευκαιριακή» τη ρύθμιση που αφορά τον τρόπο είσπραξης και απόδοσης του ΕΝΦΙΑ και του Φόρου Υπεραξίας; Εφόσον ψηφίστηκαν νέοι νόμοι δεν έπρεπε να ρυθμιστούν τα ανακύψαντα νέα ζητήματα; Και με ποια λογική αυτές τις ρυθμίσεις τις χαρακτηρίζουν ως «παθογένεια»; Επισημαίνω ότι ο βασικός κορμός της νομοθεσίας που διέπει την λειτουργία των Υποθηκοφυλακείων και την διαδικασία των μεταγραφών είναι ο Αστικός Κώδικας. Ακόμη και οι νεώτεροι νόμοι που διέπουν την λειτουργία του Κτηματολογίου σκοπίμως βασίστηκαν στην ήδη υπάρχουσα ισχύουσα νομοθεσία και παρότι είχαν την δυνατότητα την αναμορφώσουν, ωστόσο επέλεξαν να την διατηρήσουν και να προσαρμόσουν τις νέες ρυθμίσεις σε αυτήν. 3.Άλλη μία εικονική «παθογένεια» από αυτές που μόνο η νομοπαρασκευαστική εντοπίζει, είναι αυτή του συστήματος είσπραξης των τελών και δικαιωμάτων. Σε όλα τα Υποθηκοφυλακεία και Κτηματολογικά γραφεία της χώρας υπάρχει επί ποινή ποινικών κυρώσεων ανηρτημένος πίνακας των ανά πράξη και αίτηση οφειλομένων τελών και δικαιωμάτων , αυτά υπολογίζονται λοιπόν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και προκειμένου να είναι παραπάνω από ευχερής ο έλεγχος καταχωρούνται αναλυτικά κατά δικαίωμα και τέλος σε ειδικές στήλες του ειδικού βιβλίου Τελών και δικαιωμάτων και σε αυτές του ειδικού επίσης Βιβλίου των Αιτήσεων. Αυτό το βιβλίο είναι που ελέγχει σε τακτική και έκτακτη βάση ο Αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών αλλά κι οι Αρμόδιες Οικονομικές υπηρεσίες του κράτους. Για κάθε παρεχόμενη υπηρεσία παρέχεται απόδειξη παροχής από τον αρμόδιο Υποθηκοφύλακα η οποία αντιστοιχίζεται με το πρωτόκολλο των καταχωρήσεων των ως άνω βιβλίων. Με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται και η σαφής είσπραξη και ο ευχερής έλεγχος και η διαφάνεια της συναλλαγής με τον συναλλασσόμενο πολίτη ή φορέα. Επιπλέον για τα κτηματολογικά γραφεία από τον ερχόμενο μήνα (Νοέμβριο) ξεκινά η υποχρεωτική εφαρμογή ηλεκτρονικού ταμείου όπου δημόσια φαίνεται σε κεντρικό επίπεδο το σύνολο της συναλλαγής, σχεδόν δε όλα τα Υποθηκοφυλακεία υπολογίζουν τα δικαιώματα επί των πράξεων με εγκατεστημένη ηλεκτρονική εφαρμογή. Ευλόγως αναρωτιέται κανείς γιατί να μην εφαρμοστεί το σύστημα αυτό επεκτεινόμενα και στα Υποθηκοφυλακεία; Και ποιος θα έχει αντίρρηση να λάβει η εφαρμογή αυτή την μορφή της ηλεκτρονικής πλατφόρμας εφόσον είναι χρήσιμη και ασφαλής; Το ακατανόητο είναι γιατί δεν μπορεί να είναι χειριστής αυτής η υπηρεσία του Υποθηκοφυλακείου και πως είναι δυνατόν να μην εισπράττεται η αμοιβή του Υποθηκοφύλακα από τον ίδιο συγχρόνως με την έκδοση του νόμιμου παραστατικού εφόσον από την στιγμή της καταβολής και έπειτα ο Υποθηκοφύλακας καθίσταται υπόλογος έναντι του συναλλασσόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου. Ο υπολογισμός είναι ενιαίος εφόσον εφαρμόζονται παντού οι ίδιες διατάξεις είτε πρόκειται για έμμισθα είτε για άμισθα ειδικά και μη ειδικά Υποθηκοφυλακεία. Η μόνη διαφοροποίηση είναι η μη είσπραξη ΦΠΑ από τα έμμισθα Υποθηκοφυλακεία. Για κάθε δε παράβαση σχετικά με την είσπραξη των δικαιωμάτων και τελών ο Υποθηκοφύλακας φέρει ακέραιη αστική ποινική και πειθαρχική ευθύνη. Υπόκειται δε στον έλεγχο των αρμοδίων αρχών για τα παραστατικά τα οποία εκδίδει όπως κάθε Ελεύθερος επαγγελματίας. 4.Οι διατάξεις του παρόντος δεν είναι δημοσιονομικά ουδέτερες για τους Υποθηκοφύλακες και το προσωπικό των υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων. Κατασκευάζεται ευφάνταστα μία νέα κατηγορία ελευθέρων επαγγελματικών που πληρώνεται από το Δημόσιο! Και έχει ως πελάτη το Δημόσιο χωρίς όμως αυτό να αναδέχεται οιαδήποτε ευθύνη, δικαίωμα ή υποχρέωση των πραγματικών πελατών –συναλλασσομένων. Η έκθεση της κομισιόν του μηνός Σεπτεμβρίου διεπίστωσε ότι η Ελλάδα καθυστερεί τις πληρωμές προς τους ιδιώτες κατά μέσο όρο 114 ημέρες και ότι είναι ο μεγαλύτερος οφειλέτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ύψος οφειλών 350 εκατομμυρίων Ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν κανείς αιτηθεί την πληρωμή του τον επόμενο μήνα θα περιμένει κατά μέσον όρο άλλους τουλάχιστον τρεις μήνες για να εξοφληθεί ήτοι σύνολο τέσσερις μήνες!! Στο μεταξύ ο Υποθηκοφύλακας υποχρεούται να διαθέτει δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ -αναλόγως του πλήθους των υπαλλήλων που απασχολεί, για να πληρώσει μισθούς υπαλλήλων για δεδουλευμένα, εργοδοτικές και ασφαλιστικές εισφορές – χώρια οι τυχούσες αποζημιώσεις- ενοίκια γραφείου, τιμολόγια ΔΕΚΟ, τηλεφωνία, πάγιο εξοπλισμό και γραφική ύλη, έξοδα καθαριότητας, αστικές αποζημιώσεις κλπ. Και το υπαλληλικό προσωπικό θα εργάζεται δίχως να γνωρίζει εάν τα χρήματα που θα εισπραχθούν – εάν και εφόσον εισπραχθούν – θα επαρκέσουν για να εξοφληθούν -όποτε- για τα δεδουλευμένα τα οποία κατά την εργατική νομοθεσία όχι μόνο είναι απαιτητά αλλά διαθέτουν και προνόμιο έναντι των άλλων απαιτήσεων. Τα Υποθηκοφυλακεία του κράτους αποτελούν παράδειγμα για το πώς θα έπρεπε να λειτουργεί μια Δημόσιο Υπηρεσία ήτοι με όρους Ιδιωτικού Δικαίου, με απόλυτη προσωπική και απεριόριστη ευθύνη του εργοδότη, με αυστηρούς περιορισμούς κατά την άσκηση των καθηκόντων του Υποθηκοφύλακα από το νόμο, με διαφάνεια και ταχύτητα, με την ελάχιστη δυνατή γραφειοκρατία. Σήμερα όλα τα πλεονεκτήματα αυτά αυθαίρετα βαφτίζονται «παθογένειες» και αόριστα το προσχέδιο ευαγγελίζεται την καταστροφή μιας υπηρεσίας, την πρόσδεσή της στο άρμα του ταλαίπωρου Ελληνικού Δημοσίου με όλες τις υπαρκτές και ρεαλιστικές παθογένειές του, έστω και αν αυτή η υπηρεσία και ο τρόπος που λειτουργεί είναι αναγκαία όσο ποτέ για τη Χώρα. 5. Στην Ελλάδα έχει έως σήμερα κτηματογραφηθεί το 6,25% της συνολικής επιφάνειας της χώρας και το έργο του Κτηματολογίου θεωρείται από τους όλους αλλά και από τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές έργο αιχμής και ανάπτυξης της χώρας . Ωστόσο το κτηματολόγιο στηρίζεται στο αρχείο του Υποθηκοφυλακείου και στην έκδοση των αναγκαίων πιστοποιητικών από αυτό προκειμένου για την συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων ώστε να πραγματοποιηθούν οι αρχικές εγγραφές, αλλά και οι αναγκαίες διορθώσεις στα μεταβατικά κτηματολογικά γραφεία στηρίζονται στο Υποθηκοφυλακείο και βεβαίως η ασφάλεια των συναλλαγών μόνο από τα Υποθηκοφυλακεία σήμερα είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί. Το κυριότερο- ελλείψει περιουσιολογίου- το Ελληνικό Δημόσιο ενημερώνεται για τους οφειλέτες του μόνο μέσω των πιστοποιητικών που εκδίδονται από τα Υποθηκοφυλακεία- μία υπηρεσία που παρέχεται ατελώς ήτοι ανέξοδα εντελώς από τον Υποθηκοφύλακα και το προσωπικό του, για το οποίο μόνο ο τελευταίος φέρει αμιγή την ευθύνη του εργοδότη. Με το προσχέδιο νόμου λοιπόν, όπως αυτό έχει, τορπιλίζεται η ομαλή λειτουργία του Υποθηκοφυλακείου αλλά και του Κτηματολογίου εφόσον καθίσταται αδύνατη η λειτουργία των Υποθηκοφυλακείων με αυτούς τους όρους. Θετικό στοιχείο είναι μόνο η χρήση της ηλεκτρονική εφαρμογής με δυνατή την άμεση απόδοση των εισπραττόμενων δικαιωμάτων υπέρ του δημοσίου και των τρίτων, είναι όμως αναγκαία η διατήρηση της είσπραξης της αμοιβής των Υποθηκοφυλάκων άμεσα κατά την παροχή της υπηρεσίας τους ακόμη και μέσω της ηλεκτρονικής βάσης που θέλει εφαρμοστεί. 6. Πως είναι δυνατόν με μια διαδικασία που αυξάνει την γραφειοκρατία και άρα την ταλαιπωρία για τον Έλληνα Πολίτη εφόσον απαιτείται ένα επιπλέον αποδεικτικό πληρωμής και μάλιστα εκτός του χώρου του Υποθηκοφυλακείου να μιλούμε για απλοποίηση της διαδικασίας; Η χώρα έχει δεσμευτεί για τον περιορισμό της γραφειοκρατίας όχι για την αύξησή της. Επιπλέον ας μην αγνοούμε ότι η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά σε ψηφιακό αναλφαβητισμό στην Ευρώπη που σημαίνει ότι θέτοντας ως υποχρέωση και μονόδρομο την χρήση ψηφιακών εφαρμογών διαρρηγνύει κανείς την αρχή της ισότητας και προσβάλει την ισότιμη πρόσβαση σύμφωνα με την αρχή της χρονικής προτεραιότητας- αποκλείεις δηλαδή στην πράξη μερίδα πολιτών από την υπηρεσία που παρέχει το Υποθηκοφυλακείο και Κτηματολογικό γραφείο και ουσιαστικά από το ίδιο το εμπράγματο δικαίωμα επί του ακινήτου του ήτοι το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα στην περιουσία (αρ. 17 Σ και αρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ) .