Αρχική Τέλη εγγραφής πράξεων από τα υποθηκοφυλακεία.Άρθρο 01: Σκοπός – ΟρισμοίΣχόλιο του χρήστη ΠΕΓΚΥ ΔΗΜΗΤΡΕΛΟΥ | 4 Οκτωβρίου 2014, 18:55
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Συμπληρωματικά προς το από 1/10/2014 έγγραφο της Ένωσης Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων Ελλάδος και προς πληρέστερη διευκρίνιση των δυσμενών επιπτώσεων στα Υποθηκοφυλακεία και κυρίως στους πολίτες και στους εμπλεκόμενους με τα ακίνητα φορείς από το επίμαχο νομοσχέδιο,εκθέτουμε και τα εξής, επισημαίνοντας, όπως θα γίνει πλήρως κατανοητό στο παρόν κείμενο, ότι η είσπραξη των δικαιωμάτων στο Υποθηκοφυλακείο δεν είναι προνόμιο υπέρ του Υποθηκοφύλακα, αλλά δικαίωμα, απολύτως αναγκαίο και συνάδον προς την πιστότητα και ασφάλεια των εμπράγματων συναλλαγών στα ακίνητα και βεβαίως προς την προστασία και την εξυπηρέτηση των πολιτών : Τα Υποθηκοφυλακεία του Ελληνικού Κράτους αποτελούν συνταγματικά και νομοθετικά τον περιβεβλημένο με δημόσια πίστη και ασφάλεια θεσμό, όπου κυρώνονται όλες οι επί των ακινήτων εμπράγματες συναλλαγές, ως και οι επ’ αυτών πάσης φύσεως λοιπές νομικές μεταβολές. Ακόμη και στις λίγες περιοχές της χώρας που λειτουργεί σήμερα μεταβατικής μορφής Κτηματολόγιο, τούτο λειτουργεί εκ του νόμου στα κατά τόπους αρμόδια Υποθηκοφυλακεία, διότι η μετάβαση από το σύστημα των Μεταγραφών και Υποθηκών στο τελικό και ολοκληρωμένο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου πρέπει να είναι απόλυτα ασφαλής και ορθή για την προστασία κάθε νόμιμου δικαιούχου, στα πλαίσια της δικαιικής συνέχειας και της αντίστοιχης υποχρέωσης της διοίκησης της Ελληνικής Πολιτείας. Από το σύνολο του θεσμικού πλαισίου που διέπει τα Υποθηκοφυλακεία του Ελληνικού Κράτους συνάγεται ότι ο σκοπός της σύστασης και της λειτουργίας τους είναι αμιγώς θεσμικός και μάλιστα κορυφαίας σημασίας, λόγος για τον οποίο οι Υποθηκοφύλακες υπάγονται στην δικαστική εξουσία (βλ. Τμήμα Ε’, Κεφάλαιο Πρώτο, αρ.92 του Συντάγματος), είναι συνεργάτες των δικαστικών λειτουργών (βλ. Γνωμοδότηση 2/1987 της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου), γιατί κατοχυρώνει μέσα από ένα αδιάβλητο σύστημα την ασφάλεια των εμπράγματων συναλλαγών επί των ακινήτων και τη δημόσια πίστη. Στην παραπάνω Γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ορίζονται επί λέξει τα εξής: «οι Άμισθοι Υποθηκοφύλακες διαφοροποιούνται από τους Έμμισθους…….,όπως εξάγεται από τα άρθρα 92 παρ.4 και 5 του Συντάγματος, των Ν.724/77, τα άρθρα 18 περ.1 Ν.1586/86, 12 και 15 επ. του από 19/23.7.1941 Διατάγματος όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.2224/52, 1344 Α.Κ., 13 Ν.Δ. 4201/61 και τον Ν.325/76, α) στην υπηρεσιακή κατάσταση, β) τον δικαιούχο των εισπραττομένων δικαιωμάτων και γ) την αστική ευθύνη. Συναφής, αδιάσπαστη και ταυτόχρονη προς τη διαδικασία καταχώρισης-εγγραφής των πράξεων και των αιτήσεων στο Υποθηκοφυλακείο και στο λειτουργούν μεταβατικό ή ακόμη και στο οριστικής μορφής Κτηματολογικό Γραφείο προϋπόθεση αποτελεί η είσπραξη των κατά πράξη και αίτηση καταβλητέων στα Υποθηκοφυλακεία τελών και δικαιωμάτων, που εκ των πραγμάτων πρέπει να συντελείται στον ίδιο χώρο και στον ίδιο χρόνο που γίνεται η καταχώριση των πράξεων και των αιτήσεων, δηλαδή στο αρμόδιο κατά τόπον Υποθηκοφυλακείο. Αυτό επιβάλλεται όχι μόνο για λόγους θεσμικούς, αλλά κατ΄ οικονομίαν και προς αποφυγή άσκοπης επιπλέον γραφειοκρατίας και ταλαιπωρίας των συναλλασσόμενων με το υποθηκοφυλακείο πολιτών και φορέων. Με το επίμαχο Προσχέδιο Νόμου ο θεσμός των Υποθηκοφυλακείων αντιμετωπίζεται με μια οικονομίστικη-τεχνοκρατική διάσταση και μόνο και τίθενται εκποδών όλα τα προαναφερόμενα. Παράλληλα με ένα πολυδαίδαλο νομοθετικό κείμενο όχι μόνο δεν απλοποιείται η διαδικασία είσπραξης, όπως επαγγέλλεται η Αιτιολογική Έκθεση, αντίθετα υποβάλλεται σε επιπλέον ταλαιπωρία ο συναλλασσόμενος με το Υποθηκοφυλακείο πολίτης και τίθεται εν αμφιβόλω η ασφάλεια και η πιστότητα των εμπράγματων επί των ακινήτων συναλλαγών. Επομένως το κρίσιμο ζήτημα και πρόβλημα που εισάγεται με το επίμαχο Προσχέδιο Νόμου έχει δύο διαστάσεις, η μία είναι θεσμική και η δεύτερη πρακτικής φύσεως. Ειδικότερα : 1. Η προβλεπόμενη με το Προσχέδιο Νόμου είσπραξη όλων ανεξαιρέτως των καταβλητέων στα Υποθηκοφυλακεία τελών και δικαιωμάτων μέσω των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ελληνικό Δημόσιο, όσον αφορά τουλάχιστον τα Άμισθα Υποθηκοφυλακεία του Κράτους, αναιρεί και καταργεί στη βάση της την έννοια του αμίσθου καθεστώτος. Ο Άμισθος Υποθηκοφύλακας έχει, το δικαίωμα της είσπραξης των πάσης φύσεως καταβλητέων στο Υποθηκοφυλακείο τελών και δικαιωμάτων. Αυτό ορίζεται ρητά από το σύνολο του θεσμικού πλαισίου και επιβεβαιώνεται αναμφισβήτητα και από την παραπάνω υπό στοιχείο β’ ρητή αναφορά Γνωμοδότησης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, διότι το δικαίωμα της είσπραξης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο και με το συνεπακόλουθο και συναφές της διαχείρισης. Η άποψη ότι τα καταβλητέα στα υποθηκοφυλακεία τέλη και δικαιώματα συνιστούν δημόσια έσοδα είναι προδήλως νομοθετικά και συνταγματικά, τουλάχιστον όσον αφορά τα Άμισθα Υποθηκοφυλακεία του Κράτους, που είναι η συντριπτική πλειοψηφία των Υποθηκοφυλακείων, εσφαλμένη, διότι αγνοεί την έννοια του άμισθου καθεστώτος και εξομοιώνει το Έμμισθο Υποθηκοφυλακείο με το Άμισθο. Με τις διατάξεις του βασικού περί των καταβλητέων στα Υποθηκοφυλακεία τελών και δικαιωμάτων Ν.325/76, όπως στην συνέχεια τροποποιήθηκε και ισχύει, εκλογικεύονται τα δικαιώματα αυτά κατά κατηγορία, σαφώς και ορισμένως. Ο ισχύων και βασικός αυτός νόμος, τον οποίον επικαλείται και η παραπάνω Γνωμοδότηση, διαρθρώνεται σε δυο ξεχωριστά κεφάλαια και το μεν πρώτο ονομάζεται «Δικαιώματα Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων», και το δεύτερο «Δικαιώματα εισπραττόμενα υπέρ του Δημοσίου εν τοις Εμμίσθοις Υποθηκοφυακείοις». Συνεπώς, στον νόμο αυτό γίνεται σαφής διαχωρισμός και των υποθηκοφυλακείων και των δικαιωμάτων. Περαιτέρω τα Τέλη και Δικαιώματα, όπως έκτοτε και μέχρι σήμερα τροποποιήθηκαν ποσοστιαία και ισχύουν, προσδιορίζονται επί της αξίας βεβαίως του αντικειμένου της πράξης, όσον αφορά τα αναλογικά, ως εξής: 1) Δικαίωμα Δημοσίου 3/οοο, 2) Δικαίωμα Πόρου ΤΑΧ.ΔΙΚ. 1,75/οοο και τέλος 3) Δικαίωμα Άμισθου Υποθηκοφύλακα 3/οοο. Στις περιοχές που λειτουργεί Κτηματολόγιο προβλέπεται επιπλέον αυτών και η καταβολή υπέρ της άλλοτε «Κτηματολόγιο Α.Ε.» και νυν Ε.Κ.ΧΑ. πρόσθετου των ανωτέρω 1/οοο. Το ίδιο ισχύει και για τα πάγια δικαιώματα, ως και αυτά των πιστοποιητικών και αντιγράφων. Η εκλογίκευση και ο σαφής διαχωρισμός όλων αυτών των δικαιωμάτων ήταν ανέκαθεν και παραμένει αυτόχρημα αναγκαίος και συναφής προς την έννοια του Άμισθου Καθεστώτος, που διέπει το σύνολο της λειτουργίας των Άμισθων Υποθηκοφυλακείων του Κράτους. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, που διαφοροποιεί το Άμισθο από το Έμμισθο Υποθηκοφυλακείο, το Δημόσιο έχει διακριτά και σαφώς προσδιοριζόμενα δικαιώματα και συγχρόνως δεν συμμετέχει καθοιονδήποτε τρόπο, ούτε ευθύνεται για τις λειτουργικές δαπάνες των Αμίσθων Υποθηκοφυλακείων, για την μισθοδοσία και τις ασφαλιστικές εισφορές του υπαλληλικού προσωπικού τους, τις τυχόν αποζημιώσεις κλπ., κατά ρητή διάταξη του νόμου (βλ.ΝΔ 811/71), καθόσον όλα αυτά βαρύνουν ατομικά και προσωπικά τον Άμισθο Υποθηκοφύλακα και κατά τον νόμο και την έννοια του αμίσθου καθεστώτος καλύπτονται αποκλειστικά και μόνο από τα παραπάνω θεσμοθετημένα ίδια δικαιώματα του Άμισθου Υποθηκοφύλακα, με σημαντικότερο το ρητώς οριζόμενο στον νόμο αναλογικό επί των πράξεων δικαίωμα, το οποίο σήμερα ανέρχεται στο 3/οοο. Από αυτό το δικαίωμα επίσης καλύπτονται και οι προβλεπόμενες στον νόμο παρακρατήσεις του Άμισθου Υποθηκοφύλακα για την αντιμετώπιση όλων των λειτουργικών δαπανών και για την αμοιβή του. Με απλά λόγια και σε κάθε περίπτωση, το Ελληνικό Δημόσιο και οι λοιποί φορείς (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. και ΕΚΧΑ), από το Άμισθο Υποθηκοφυλακείο έχουν εξασφαλισμένη μόνο οικονομική ωφέλεια από την λειτουργία του και παράλληλα το Δημόσιο καμία απολύτως ευθύνη. Αξιοσημείωτο επί του ζητήματος αυτού στοιχείο είναι, ότι, πέραν των παραπάνω υποχρεώσεών του, ο Άμισθος Υποθηκοφύλακας έχει ως Δημόσιος Λειτουργός ποινική και πειθαρχική βεβαίως ευθύνη στην άσκηση των καθηκόντων του, όπως βεβαίως και ο Έμμισθος, επιπλέον όμως, και την αποκλειστική, δηλ. εις ολόκληρον και χωρίς δικαίωμα διζήσεως, οικονομική ευθύνη έναντι του συναλλασσόμενου με το Υποθηκοφυλακείο κοινού για οποιοδήποτε λάθος. Τούτο προβλέπεται με ρητή διάταξη του Αστικού Κώδικα (βλ. αρ.1344 κ.επ.) και ρητά μνημονεύεται στην παραπάνω παγία Γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου υπό στοιχείο γ’, σε αντίθεση με τα Έμμισθα Υποθηκοφυλακεία, στα οποία το οποιοδήποτε λάθος βαρύνει οικονομικά μόνο το Ελληνικό Δημόσιο π.χ. η παράλειψη αναφοράς μιας υποθήκης από ένα πιστοποιητικό βαρών ή μιας κατάσχεσης ή μιας αγωγής κλπ. Επομένως ο Άμισθος Υποθηκοφύλακας έχει την διοικητική λειτουργική ευθύνη της υπηρεσίας, όπως και ο Έμμισθος, δηλ. ο δημόσιος-δικαστικός υπάλληλος, επιπλέον όμως και την διαχειριστική και οικονομική ευθύνη για όλα τα θέματα που αφορούν την υπηρεσία του υποθηκοφυλακείου. Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω νομοθετικά δεδομένα, νόμιμος δικαιούχος, όπως ορίζεται ρητά και στην παραπάνω Γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, προς είσπραξη και διαχείριση, τουλάχιστον του αναλογικού δικαιώματος 3/οοο υπέρ του ιδίου του Άμισθου Υποθηκοφύλακα, δεν νοείται άλλος πλην αυτού, διαφορετικά συντελείται άμεση κατάργηση του Άμισθου Καθεστώτος που προβλέπεται συνταγματικά και νομοθετικά και υπαγωγή του Άμισθου Υποθηκοφύλακα και του υπ’ αυτόν υπαλληλικού προσωπικού σε καθεστώς οιονεί δημοσίου υπαλλήλου. Δεν νοείται το θεσμοθετημένο άμισθο καθεστώς, με το οποίο διορίστηκαν και υπηρετούν οι σημερινοί Άμισθοι Υποθηκοφύλακες, χωρίς δυνατότητα είσπραξης και κυρίως διαχείρισης του ρητά οριζόμενου στον νόμο ιδίου ποσοστού τους. Πέραν όμως της αλλοίωσης και ουσιαστικής κατάργησης του αμίσθου καθεστώτος που επιχειρείται με το παρόν Προσχέδιο Νόμου και αφορά την ιδιότητα και το πρόσωπο του άμισθου υποθηκοφύλακα, επιχειρείται και το θεσμικά ασύμβατο και λογικά ακατανόητο να προηγείται του επιβαλλόμενου από το νόμο ελέγχου της πράξης που διενεργείται από τον άμισθο υποθηκοφύλακα το μεθύστερο του ελέγχου, αλλά αδιάσπαστα συνδεδεμένο με αυτόν γεγονός, αυτό δηλ. της προπληρωμής των καταβλητέων τελών και δικαιωμάτων στα πιστωτικά ιδρύματα, τουτέστιν σε τόπο και χρόνο διαφορετικό από το Υποθηκοφυλακείο. Το κρίσιμο αυτό θέμα, που συνδέεται άμεσα με την ασφάλεια και πιστότητα των εμπράγματων συναλλαγών εκτίθεται αναλυτικά παρακάτω, γιατί αφορά τον ίδιο τον πολίτη και την διασφάλιση των επί των ακινήτων νόμιμων δικαιωμάτων του. 2. Με το επίμαχο Προσχέδιο Νόμου η προτεινόμενη αλλαγή του τρόπου πληρωμής των τελών και δικαιωμάτων συνεπάγεται αφενός ανυπέρβλητα νομικά προβλήματα και αφετέρου νέα εμπόδια, καθυστερήσεις και προσκόμματα στην ολοκλήρωση και στην διασφάλιση των εμπράγματων συναλλαγών επί των ακινήτων και εν γένει στην χειμαζόμενη σήμερα κτηματαγορά, με άμεσο πληττόμενο πρόσωπο τον ίδιο τον πολίτη. Είναι πρωτοφανές και αδιανόητο να αγνοείται και να τίθεται εκποδών ο θεμελιώδης κανόνας του εμπράγματου δικαίου που αφορά την κύρωση των πάσης φύσεως εμπράγματων συναλλαγών επί των ακινήτων, που διασφαλίζεται με την κορυφαίας σημασίας διάταξη του Αστικού Κώδικα, όπως είναι ο κανόνας της χρονικής προτεραιότητας των εγγραφών, ο οποίος κατοχυρώνει την ασφάλεια και πιστότητα των εμπράγματων συναλλαγών επί των ακινήτων. Η προτεινόμενη αλλαγή στην είσπραξη των καταβλητέων στο Υποθηκοφυλακείο τελών και δικαιωμάτων βάλλει ευθέως κατά του πάγιου, αδιαφιλονίκητου και απαραβίαστου αυτού κανόνα, που προστατεύει το συναλασσόμενο κοινό και τον πολίτη αυτής της χώρας, αλλά και κάθε ημεδαπό ή αλλοδαπό επενδυτή. Ειδικότερα και προς ευχερέστερη κατανόηση της προέχουσας αυτής παραμέτρου, που η αυστηρή τήρησή της κατοχυρώνεται πλήρως και με την υφιστάμενη σήμερα διαδικασία, δηλ. ελέγχου των εγγράφων και ταυτόχρονης πληρωμής στα Υποθηκοφυλακεία (Έμμισθα και Άμισθα), διασφαλίζει πρώτα απ’ όλα τα νόμιμα συμφέροντα του συναλλασσόμενου με το Υποθηκοφυλακείο πολίτη και δη του νόμιμα επιμελώς φερομένου. Σήμερα ο κανόνας της χρονικής προτεραιότητας τηρείται και διασφαλίζεται απαρέγκλιτα στα Υποθηκοφυλακεία με την ισχύουσα διαδικασία ταυτόχρονου ελέγχου και πληρωμής των δικαιωμάτων. Ειδικότερα, πρώτη προϋπόθεση προς καταχώριση και εγγραφή των προβλεπόμενων στο νόμο πράξεων ή των αιτήσεων είναι ο διενεργούμενος από τον Υποθηκοφύλακα και επιβαλλόμενος από τον νόμο έλεγχος π.χ. για την εγγραφή μιας Υποθήκης, για την τροπή της Προσημείωσης σε Υποθήκη, για την εξάλειψή τους, για την εγγραφή ή άρση μιας κατάσχεσης, για την εγγραφή ή διαγραφή μιας εμπράγματης αγωγής, για την αγοραπωλησία ενός ακινήτου κ.λ.π. Στην συνέχεια ως δεύτερη και αμέσως ακολουθούσα προϋπόθεση είναι η άμεση καταβολή των προβλεπομένων στον νόμο τελών και δικαιωμάτων. Μετά ταύτα αριθμοδοτείται αμέσως η πράξη στο Γενικό Βιβλίο Εκθέσεων του Υποθηκοφυλακείου και κατά τόμο και αριθμό στο οικείο Βιβλίο καταχώρισης (Μεταγραφών, Υποθηκών, Κατασχέσεων ή Διεκδικήσεων), τίθεται δε και η σχετική σφραγίδα του Υποθηκοφυλακείου, επί του εγγράφου, προς απόδειξη του χρόνου συντελέσεως της καταχώρισής του, ώστε να προκύπτει αδιαμφισβήτητα η χρονική προτεραιότητα, να διασφαλίζεται η πιστότητα των εγγραφών και παράλληλα να παρέχεται ανά πάσα στιγμή αμέσως και ευχερώς πλήρης εικόνα και πληροφόρηση στον διενεργούντα τον νομικό έλεγχο Δικηγόρο, στον έχοντα έννομο συμφέρον πολίτη, αλλά και στις δικαστικές, εισαγγελικές και τις λοιπές δημόσιες Αρχές, προκειμένου να κρίνουν επί σημαντικών υποθέσεων για την νομική κατάσταση του ακινήτου. Έτσι η καταβολή των δικαιωμάτων είναι εκ των πραγμάτων τυπικά και ουσιαστικά κυρίως ένα ενιαίο και αδιάσπαστο χρονικά γεγονός με τον έλεγχο της πράξης και κατοχυρώνει πλήρως την πιστότητα και ασφάλεια των εμπράγματων συναλλαγών επί των ακινήτων, που αποδεικνύεται από τις αντίστοιχες εγγραφές των Βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου, η καταχώριση των οποίων πρέπει να διενεργείται χωρίς αίρεση και προθεσμία. Επομένως, είτε η προκατάθεση, δηλ. πριν από το Υποθηκοφυλακείο, στην Δ.Ο.Υ. ή στην τράπεζα των δικαιωμάτων αυτών, είτε η μετ’ έλεγχον μετάβαση από το Υποθηκοφυλακείο στην Δ.Ο.Υ. ή στην τράπεζα προς πληρωμή των δικαιωμάτων και εν συνεχεία η επιστροφή στο Υποθηκοφυλακείο με το σχετικό παραστατικό, προς καταχώριση της πράξης είναι ενέργειες ασύμβατες και απρόσφορες, δεδομένου ότι συνεπάγονται, στην μεν πρώτη περίπτωση άνευ άλλου και χωρίς κανένα έλεγχο καταχώριση της πράξης στο Υποθηκοφυλακείο, στην δε δεύτερη περίπτωση άμεσο κίνδυνο απαλλοτρίωσης ή φαλκίδευσης του εμπράγματου δικαιώματος που πρέπει με την καταχώριση να διασφαλισθεί, λόγω της προφανούς καθυστέρησης. Με άλλα λόγια με εκατέρα των παραπάνω διαδικασιών δεν τηρείται η χρονική προτεραιότητα, δεν διασφαλίζεται το συναλλασσόμενο με το Υποθηκοφυλακείο κοινό και πλήττεται ριζικά η πιστότητα και η ασφάλεια των εμπράγματων συναλλαγών, χωρίς να υπολογίζεται η πολλαπλή ταλαιπωρία από την αλλεπάλληλη μετάβαση των πολιτών, των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων, των δικ. επιμελητών κλπ. από του Υποθηκοφυλακείου στην Δ.Ο.Υ. ή στην τράπεζα κ.ο.κ.. Επιπροσθέτως στην περίπτωση της προκατάθεσης των καταβλητέων δικαιωμάτων δημιουργείται έτερο μείζον πρόβλημα για τον πολίτη, όπως να έχουν προκαταβληθεί τα δικαιώματα στο Δημόσιο ή στην τράπεζα και στη συνέχεια η πράξη να μην είναι καταχωρητέα στο Υποθηκοφυλακείο, οπότε θα υφίσταται ο πολίτης νέα γραφειοκρατική ταλαιπωρία, προκειμένου να του επιστραφούν τα δικαιώματα αυτά. Συνεπώς καταχώριση της πράξεως ή της αίτησης και πληρωμή των τελών και δικαιωμάτων πρέπει να γίνεται σε ένα και μόνο επίπεδο, δηλ. στον ίδιο τόπο και χρόνο και αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος θεσμικά και πρακτικά από το Υποθηκοφυλακείο. Ακόμη όμως και για τα στην αρχή του παρόντος αναφερόμενα αυτοτελή δικαιώματα του Δημοσίου, του ΤΑΧ.ΔΙΚ. και του Κτηματολογίου, που αποδίδονται αμέσως μετά την είσπραξή τους αυτοτελώς και στο σύνολό τους από τον Υποθηκοφύλακα στο Δημόσιο και στην Ε.Κ.Χ.Α. δεν μπορεί να εφαρμοσθεί διαφορετικός από τον τηρούμενο σήμερα τρόπο πληρωμής τους στα Υποθηκοφυλακεία και αντίστοιχης απόδοσης, διότι η πληρωμή των δικαιωμάτων πρέπει να είναι ενιαία και ο διαχωρισμός τους σε κάθε περίπτωση θα περιπλέξει έτι περαιτέρω και εντελώς αδικαιολόγητα το μείζον και βασικό θέμα της μεταγραφής και εγγραφής των πράξεων και των αιτήσεων. Πολύ περισσότερο όμως δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η προτεινόμενη με το Νομοσχέδιο αλλάγη της διαδικασίας είσπραξης για το αυτοτελώς θεσμοθετημένο ίδιο δικαίωμα υπέρ του Άμισθου Υποθηκοφύλακα (3/οοο), το οποίο ακριβώς για αυτόν τον λόγο ορίσθηκε και προσδιορίσθηκε ποσοστιαία χωριστά, διότι νόμιμος δικαιούχος και διαχειριστής τούτου είναι απευθείας ο ίδιος ο Άμισθος Υποθηκοφύλακας, διαφορετικά και πέραν της νομικής ασυμβατότητας, είναι πρακτικά αδύνατη η καθημερινή λειτουργία του Υποθηκοφυλακείου. Είναι χαρακτηριστικό του νομοθετικού και ουσιαστικού αδιεξόδου του επίμαχου Προσχεδίου το πρωτοφανές να εισπράττει το Δημόσιο στην περίπτωση των Υποθηκοφυλακείων ΦΠΑ (που εκ του νόμου προβλέπεται να το εισπράττει ο επαγγελματίας ιδιώτης ή ο παρέχων υπηρεσίες), να αποδίδεται ο εισπραχθείς ΦΠΑ από το Δημόσιο στον Υποθηκοφύλακα για να το επανακαταθέσει ο τελευταίος στο Δημόσιο. Είναι απόλυτα σαφές, ότι η αλλαγή στον σημερινό τρόπο πληρωμής των τελών και δικαιωμάτων σε εκτός των Υποθηκοφυλακείων υπηρεσίες μόνο αναστάτωση, ταλαιπωρία και ανασφάλεια στις εμπράγματες συναλλαγές θα επιφέρει, χωρίς καμία απολύτως πρακτική ωφέλεια, για το Δημόσιο και προπάντων για το συναλλασσόμενο κοινό. Αναφορικά δε με τα Άμισθα Υποθηκοφυλακεία και συγκεκριμένα ως προς το θεσμοθετημένο υπέρ του Άμισθου Υποθηκοφύλακα αναλογικό δικαίωμά του (3/οοο) και των λοιπών δικαιωμάτων του, θα επιφέρει πλήρη αδυναμία λειτουργίας των υπηρεσιών και κλείσιμό τους. Εν τέλει η οποιαδήποτε αλλαγή στο ισχύον εισπρακτικό καθεστώς των Υποθηκοφυλακείων θα αποτελέσει μια ακόμη άστοχη κίνηση στις τόσες μέχρι σήμερα αναφορικά με τα ακίνητα και θα είναι πραγματικά ολέθριο και τραγικό στην σημερινή εποχή που η κτηματαγορά όχι απλά χειμάζεται, αλλά είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη να προστεθεί ακόμη ένα πρόβλημα και πρόσκομμα στις συναλλαγές. Για όλους αυτούς τους λόγους το επίμαχο Προσχέδιο Νόμου κινείται εκτός νομικής και ουσιαστικής πραγματικότητας και δεν εξυπηρετεί κανέναν απολύτως σκοπό. Ο άμεσος και διαρκής έλεγχος των εισπραττομένων τελών και δικαιωμάτων των Υποθηκοφυλακείων, που επιδιώκει το Υπουργείο Οικονομικών μπορεί να συντελεσθεί με απλούστερο τρόπο, αν ο υφιστάμενος δεν θεωρείται επαρκής και οι Άμισθοι Υποθηκοφύλακες αξιολογούνται ως μη αξιόπιστα πρόσωπα. Ευθύμιος Μπούμπας Υποθηκοφύλακας Β΄Κορίνθου, Αγάπη Πετροπούλου Υποθηκοφύλακας Αλεξανδρούπολης, Ελένη Σαριγιάννη Υποθηκοφύλακας Κομοτηνής, Πέγκυ Δημητρέλου Υποθηκοφύλακας Χαϊδαρίου, Χρήστος Χριστόπουλος Υποθηκοφύλακας Μαραθώνος, Νίκη Σαρρή Υποθηκοφύλακας Καλλιθέας, Αγγελική Σιακκή-Μητρέλη Υποθηκοφύλακας Δύμης, Τάση Κορδώνη Υποθηκοφύλακας Μυτιλήνης, Άννα Σαμοϊλη Υποθηκοφύλακας Μέσης Κέρκυρας, Σούλα Τσιρώνη – Νικοπούλου Υποθηκοφύλακας Επιλημνίων Κέρκυρας, Μαρία Δημητροπούλου Υποθηκοφύλακας Φαρσάλων, Κούλα Τσοπανονικολίδου Υποθηκοφύλακας Ξάνθης, Δέσποινα Καραρίζου Υποθηκοφύλακας Καλαμαριάς, Αυγή Ράπτη Υποθηκοφύλακας Κέρκυρας, Αγαθή Τζάφου Υποθηκοφύλακας Ηγουμενίτσας, Γεώργιος Προκόπης Υποθηκοφύλακας Ωρωπού, Ευάγγελος Φύτρος Υποθηκοφύλακας Σαντορίνης, Αθηνά Μπέη Υποθηκοφύλακας Μεγάρων,Θέμις Μαγκαφά Υποθηκοφύλακας Αμαλιάδας, Αναστασία Λαδοπούλου Υποθηκοφύλακας Σπάρτης,Κωνστ. Κουντουριώτης Υποθηκοφύλακας Θηβών